Μεταξύ μας, για τους άλλους ― 11η συζήτηση
Αφελίδης Ξεκουτίδης, Κοντοπεοφόρος, Πονοκράτης, Απαλαργαχτύπας, Άγιος Μουνίτιος, Κουφιόνειρας, Καυλαρχίδης, Σκατάρετος, σκυλοψέλνω… ή Περί του πώς ή μετάφραση ενός «δύσβατου» γαλλικού μυθιστορήματος τους 16ου αιώνα καταλήγει εκθαμβωτικά «διαβαστερή» στα ελληνικά χάρη στη γνώση, τη φαντασία, την τέχνη και το μόχθο του μεταφραστή
François Rabelais, «Γαργαντούας – Πανταγκρυέλ – Πανταγκρυελίνειον Προγνωσιάριον», μτφρ. Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023
Ως γνωστόν, στη λογοτεχνική μετάφραση πάντα κάποια πράγματα «χάνονται καθ’ οδόν», λόγω γεωγραφικής, γλωσσικής και πολιτισμικής εν γένει απόστασης. Απόσταση που αναλαμβάνει να γεφυρώσει πάση θυσία ο μεταφραστής, γνώστης των λέξεων και των πραγμάτων του «αλλού» και του «άλλου», καθιστώντας τα κάπως οικεία στον αναγνώστη του «εδώ», δίχως να επιτρέπει να χαθεί η γοητεία του, συνήθως, λίγο έως πολύ πρωτόγνωρου «αρώματος» του πρωτοτύπου.
Ως γνωστόν, αν το έργο στο πρωτότυπο είναι μέτριο, στη μετάφραση, συνήθως, καταντά άχαρο, «μη διαβαστερό». Κάτι λοιπόν γνωρίζουν οι εκδότες της χώρας μας οι οποίοι, τα τελευταία χρόνια, κυνηγάνε τις πλέον πρόσφατες λογοτεχνικές επιτυχίες στην καθ’ ημάς (δηλ. αγγλοσαξονική) αλλοδαπή, έτσι ώστε, αν το έργο είναι μέτριο ή/και ο μεταφραστής κατώτερος των περιστάσεων ή εξ ανάγκης βιαστικός (καθότι συχνότατα κακοπληρωμένος), το μετάφρασμα να είναι, εν τέλει, κάπως διαβαστερό (και εμπορεύσιμο) στο βαθμό που το έργο αναφέρεται, συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις, σε επίκαιρα θέματα και, πάντα, μέσα από μια σύγχρονη (μάλλον απλώς σκανδαλιστικά επικαιρική, αλλά τέλος πάντων…), όπως λένε, ματιά.
Αν όμως τώρα το έργο είναι παλαιό, αν μας χωρίζουν αιώνες από τη συγγραφή του, αναφύεται και το μείζον ζήτημα της χρονικής απόστασης για τον μεταφραστή. Λόγω της παλαιάς μορφής της γλώσσας αλλά και των παλαιών καταστάσεων που αυτή περιγράφει. Δύσκολα μια γλώσσα σε παλαιότερη μορφή της, π.χ. τη γαλλική του 16ου αιώνα, θα μπορούσε κάποιος να τη θεωρήσει, πόσο μάλλον να τη νιώσει κάποιος, ανάλογη με μια παλαιότερη μορφή άλλης, π.χ. της ελληνικής του 16ου αιώνα! Αδύνατον να υπάρξουν κριτήρια για αυτό, ή κάποιος μπούσουλας… Επιπλέον, τότε, τα πράγματα και οι καταστάσεις περιοχών που τις χώριζε η γεωγραφική απόσταση «δείχνανε» να διαφέρουν πολύ. Και διαφέρανε όντως… Ας μην παρασυρόμαστε από το γεγονός πως στις μέρες μας πολλά πράγματα και καταστάσεις («δείχνουν» να) ομοιάζουν μεταξύ τους ή, έστω, δεν «δείχνουν» ξένα μέχρι σημείου ακατανοησίας, έστω και αν τα χωρίζει γεωγραφική απόσταση. (Πολλοί το συμβάν αυτό το λένε και παγκοσμιοποίηση).
Με βάση τα παραπάνω, η μετάφραση ενός έργου γραμμένου σε μια παλαιά μορφή της γλώσσας-πηγή επιτελείται, σχεδόν πάντα σε κάποια σύγχρονη μορφή της γλώσσας-στόχος, πλασμένη από τον μεταφραστή. Κάτι άλλο θα ήταν γελοίο, το αποτέλεσμα θα ήταν πάντα ένα «αλλόκοτο» έργο, ερχόμενο από το πουθενά, στα κράσπεδα του παραλόγου. Βέβαια, υπάρχει πάντα και κάποιο στοιχείο παραλόγου και στη μετάφραση σε σύγχρονη γλώσσα ενός ξενόγλωσσου έργου γραμμένου σε παλαιότερη μορφή της γλώσσας του. Εξηγούμαι: Παρακολουθούσα, πάνε πια πολλά χρόνια, ένα έργο του Σαίξπηρ, ανεβασμένο από κάποιον αθηναϊκό θίασο, παρέα με ένα Άγγλο φίλο, που ζούσε χρόνια στην Ελλάδα και διακρινόταν από μια σχεδόν τέλεια κατανόηση της ελληνικής. Μου λέει σε μια στιγμή: «Τυχεροί οι Έλληνες. Χάρη στη μετάφραση, καταλαβαίνουν εντελώς το έργο, το νιώθουν κοντινό τους, ενώ οι συμπατριώτες μου με αυτά τα παλαιινά αγγλικά του συγγραφέα!… Σημειώνω πως η μετάφραση ήταν καλή. Σημειώνω ακόμη πως χρησιμοποιώ το παράδειγμα του θεατρικού έργου σχετικά με το θέμα, επειδή το βιβλίο που μετέφρασε ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής έχει πολλούς οιονεί θεατρικούς διαλόγους, μέσα από τους οποίους αναδεικνύεται πολύ καθαρά η μεταφραστική του δεινότητα.
Η μετάφραση, όμως, σε σύγχρονη γλώσσα ενός ξενόγλωσσου έργου γραμμένου σε παλαιότερη μορφή της γλώσσας του, ειδικά αν πραγματεύεται καταστάσεις εν πολλοίς παλαιές (και συχνότατα ανεπαρκώς γνωστές), δεν θα πρέπει να συγκαλύπτει ή/και να ακυρώνει γλωσσικά τη χρονική απόσταση από τη συγγραφή του, πολλώ δε μάλλον πραγματολογικά. Η πατίνα του χρόνου έχει την ομορφιά της. Η παλαιότητα θα πρέπει να είναι εμφανής και να τέρπει δίχως να κωλύει την απρόσκοπτη κατανόηση ή να αλλοιώνει το νόημα. Στο σημείο αυτό φαίνεται η μαστοριά του μεταφραστή, όσον αφορά τη στρατηγική που επέλεξε και τις τακτικές που εφάρμοσε για τη μετάφραση και την πλαισίωσή της με άλλα κείμενα.
Ως γνωστόν, τούτη η στήλη έχει στόχο την ανάδειξη καλών μεταφράσεων σε απαιτητικά έργα, μέσα από συζήτηση με τους μεταφραστές τους και, ειδικότερα, την επισήμανση/παρουσίαση των από μεταφραστική άποψη ενδιαφερόντων στοιχείων τους στο ευρύ κοινό. Με αφορμή, λοιπόν, τη μετάφραση του μνημειώδους και παραδειγματικού έργου του F. Rabelais, θα δώσουμε, μέσω συγκεκριμένων ερωτήσεων, το λόγο στο μεταφραστή του, στον Φίλιππο Δ. Δρακονταειδή, πεζογράφο, δοκιμιογράφο, μεταφραστή και τακτικό συνεργάτη του Χάρτη. Αλλά, πριν από αυτό, ας πούμε δυο λόγια για το έργο· περισσότερα θα προκύψουν μέσα από τις απαντήσεις.
Το έργο είναι μια πενταλογία, η οποία εκδόθηκε σταδιακά σε διάφορες χρονολογίες του 16ου
αιώνα, αρχής γενομένης το 1532. Περιγράφει τον βίο και την πολιτεία δύο γιγάντων, του Γαργαντούα και του γιου του, του Πανταγκρυέλ. Το κείμενο είναι γραμμένο με οίστρο, χαρακτηριζόμενο από την υπερβολή και τη σάτιρα, το χιούμορ, συχνότατα σκατολογικό, τα γκροτέσκα στοιχεία, και αρκετές βίαιες και πορνικές σκηνές. Περιλαμβάνει ακόμη στοιχεία από λαϊκά αναγνώσματα (συναξάρια, καζαμίες, ονειροκρίτες κά), χοντρά χωρατά, μέχρι και «καφρίλες» θα λέγαμε, αλλά και πάμπολλες έμμεσες και άμεσες αναφορές στην κλασική ελληνική και λατινική γραμματεία καθώς και την θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας. Λογοκρίθηκε στην εποχή του ως ανήθικο από την Καθολική Εκκλησία και έγιναν πολλές αλυσιτελείς προσπάθειες να αγνοηθεί από το κοινό. Κατά πολλούς μελετητές, ειδικά τον Μ. Βakhtin, το έργο απηχεί το ανατρεπτικό πνεύμα και κλίμα του μεσαιωνικού καρναβαλιού ενώ συνάμα αποτελεί συγκεκαλυμμένη και συνάμα βιτριολική κριτική της διαφθοράς της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και της εν γένει κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Ο λόγιος και πολύγλωσσος συγγραφέας του –σύντομα εδάφια του έργου είναι γραμμένα στα γερμανικά, τα βασκικά,τα σκωτικά, τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά και άλλες γλώσσες–, αν και χρησιμοποιεί κατά βάση υλικό αντλούμενο από λαϊκά παραμύθια και δοξασίες της Γαλλίας, το αναπλάθει ευρηματικά και αναπτύσσει ένα απαράμιλλο γλωσσικό ύφος, πλούσιο σε λογοπαίγνια, πολυσημίες, γλωσσοπλασίες (συχνά με βάση τα αρχαία ελληνικά), εναλλαγές στη δράση και το κλίμα δημιουργώντας ένα έργο που έχει συγκριθεί με έργα του Θερβάντες και του Σαίξπηρ.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ
Πότε και γιατί θελήσατε και αποφασίσατε τη μετάφραση του έργου; (Δεν ξέρω γιατί είμαι σχεδόν βέβαιος πως δεν πρόκειται για επιλογή και ανάθεση εκδότη, ούτε για μορφή πλουτισμού). Η μετάφρασή σας, προφανώς επιμελημένη και προσεγμένη από τις ΠΕΚ, αποκαλύπτει άπειρο μεράκι, θα ήθελα όμως να μας πείτε, χοντρικά, και πόσες ημέρες εργασίας κρύβει, εκφρασμένες έστω σε μήνες ή και χρόνια.
Το Γαλλικό Ινστιτούτο είχε εκδώσει το 1950 αποσπάσματα από το έργο του Ραμπελαί σε μετάφραση Κλέωνα Παράσχου. Εκείνο το βιβλίο συνέβη να φτάσει στα χέρια μου και με άφησε αδιάφορο: κάθε «περίεργη» λέξη είχε αφαιρεθεί ή αποδοθεί με γλωσσική «σύνεση». Χρόνια αργότερα, το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο, αποκατεστημένο και σχολιασμένο στις εκδόσεις Seuil και Pléiade, με εντυπωσίασε ως προς την περιγραφή ενός κόσμου πλήρους ζωντάνιας σώματος και απόλαυσης πνεύματος. Δεν νομίζω ότι αποφάσισα να μεταφράσω Ραμπελαί. Κάνοντας ένα πείραμα μετάφρασης, προχώρησα πιο πέρα. Χρειάστηκα τριάντα και πλέον χρόνια ώσπου να καταλήξω στο τελικό αποτέλεσμα, χρόνια μελέτης της γλώσσας και των μεταφράσεων σε τέλεια παιγνιώδη αγγλικά και αμερικανικά και σε ατυχή λαϊκότροπα ισπανικά. Στο μεταξύ, εκδόθηκαν τρεις ενδιάμεσες μεταφραστικές μου προσπάθειες με προσθήκη σημειώσεων, επεξηγήσεων και βιβλιογραφικές αναφορές, ώσπου οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης δέχτηκαν την τελική-τελική εκδοχή, η οποία κυκλοφόρησε το 2023. Το εξώφυλλο μάλιστα της έκδοσης βραβεύτηκε σε διεθνή διαγωνισμό. Με πολλή χαρά πρόσθεσα το Πανταγκρυελίνιον Προγνωσιάριον, δηλαδή τον καζαμία του 1535, ως «τελεία και παύλα» της μετάφρασής μου.
Στη γλώσσα που επιλέξατε βλέπω μια γόνιμη και ζωηρή εναλλαγή κάποιας «παλαιινής» καθαρεύουσας (λεξιλογικά τουλάχιστον) και μιας δημοτικής που οφείλει αρκετά στον προφορικό λόγο του σήμερα αλλά και άλλων καιρών, στους «σκληρούς» δημοτικιστές, στο δημοτικό τραγούδι, στη «χωριάτικη γλώσσα». Εντοπίζω λέξεις όπως «ελλόγιμος» αλλά και «κουμπάνια». Αυτό που έχω να πω είναι ότι διασώζετε, εν πολλοίς, την πατίνα του χρόνου που κουβαλά το πρωτότυπο ενώ, παράλληλα, δημιουργείτε ένα «διαβαστερό» ελληνικό ανάγνωσμα, για κάποιο ευρύ κοινό και όχι αποκλειστικά για τμήματα γαλλικής φιλολογίας. Πώς φτάσατε σε αυτή τη δόκιμη, κατ’ εμέ, εύπλαστη και ευφυή επιλογή; Σας «καθοδήγησε» κάπως (και) το πρωτότυπο;
Η ελληνική γλώσσα αναγνωρίζεται για τον πλούτο της και προσφέρει πολλές και διαφορετικές επιλογές προφορικότητας και εγγραμματοσύνης. Εκείνο που έχει σημασία στη μετάφραση ενός έργου αδιαμόρφωτης γλώσσας όπως τα γαλλικά του τέλους του Μεσαίωνα και της αυγής της Αναγέννησης, όπου τα όψιμα λατινικά, οι τοπικές διάλεκτοι, οι μιμήσεις των αρχαίων ελληνικών, γίνονται σεβαστές ή παραμορφώνονται από τον Ραμπελαί, η προσοχή μου στράφηκε στην πιθανότερη σύγκλιση αυτών των παραγόντων, ώστε να εξασφαλίζεται το χαοτικά οργανωμένο λογοτεχνικό χάρμα του κειμένου. Θυμίζω πως ο Ραμπελαί ήταν γνώστης των αρχαίων ελληνικών και έχουν διασωθεί αξιόλογα ποιήματά του με την υπογραφή «Ραβελαίσιος».
Πώς αντιμετωπίσατε τα λογοπαίγνια και τις αμφισημίες;
Είχα να απαντήσω στο ερώτημα γιατί αυτό ή εκείνο το λογοπαίγνιο εμφανίζεται, από πού προέκυπτε, σε ποια ιστορική στιγμή αναφερόταν, ποια ήταν η κοινωνία που το είχε εφεύρει ή αποδεχτεί και πώς όφειλα να το αποδώσω, ποια ήταν η ανάγκη της αφήγησης ώστε να συσσωρεύονται υπάρχοντα (για να είναι απολαυστικά) και νέα γλωσσοπλαστικά παιχνίδια, που εντέλει ανυψώνουν το κωμικό σε ύψιστο επίπεδο τέχνης και λογοτεχνικής αθανασίας. Ακόμα και οι σκατολογίες, η πολυφαγία, οι πορνικές ατάκες και τα φαλλικά υπονοούμενα εμπλουτίζουν την ευφροσύνη του λόγου.

Πώς διαχειριστήκατε την αναγκαία πληροφορία για τα «πράγματα» της εποχής του έργου, αλλά και για τα διακειμενικά του στοιχεία, πληροφορία την οποία θα πρέπει να ξέρει ο αναγνώστης για να μην μείνει λειψή η πρόσληψη και απόλαυσή του; Βλέπω πλούσιες σημειώσεις αλλά και μια εις βάθος εισαγωγή με στοιχεία για την εποχή και το έργο. Πώς διαμοιράσατε την πληροφορία μεταξύ αυτών;
Για πολλά χρόνια ήμουν μέλος της ομάδας Γάλλων ερευνητών και φιλολόγων, γλωσσολόγων, κοινωνιολόγων, ιστορικών περί τον Ραμπελαί και την εποχή του. Ανταλλάσσαμε ιδέες και ερωτήματα, δεχόμουν συχνά διευκρινιστικά άρθρα και πρωτότυπες μελέτες. Κατάλαβα, χάρη σε αυτές τις επαφές, πως ήταν απαραίτητες σημειώσεις και διευκρινίσεις προς διευκόλυνση του σύγχρονου αναγνώστη, όχι ως «ξερές» αναφορές βιβλιογραφίας, αλλά ως ζωντανά τεκμήρια και αφηγήματα, που φέρνουν το έργο στα μέτρα μας. Πολλά οφείλω στην μετάφραση του Αμερικανού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κεντάκι Donald M. Frame (1911-1991) των Απάντων του Ραμπελαί, με τον οποίο συνέβη να έχω λίγες, αλλά ουσιώδεις επαφές.
Γιατί έχει νόημα σήμερα η ανάγνωση του έργου; Όσο και αν φαίνεται παράξενο, η ερώτηση σχετίζεται με την επιλογή του μεταφραστή να καταπιαστεί σχολαστικά με αυτή την επίμοχθη μετάφραση, όσο και με τις μεταφραστικές εκείνες επιλογές του, οι οποίες καθιστούν το ελληνικό κείμενο μη σχολαστικό.
Δεν νομίζω ότι με απασχόλησε «σχολαστικά» η μετάφρασή μου. Με απασχόλησε το κόστος σε χρόνο και χρήμα. Σε χρόνο, επειδή υπήρξα επί δεκαετίες ένας εργαζόμενος εδώ και σε πολλές άλλες χώρες, που δεν έπαψε να αφιερώνει ευχάριστα όσο και βασανιστικά ώρες ατέλειωτες στον Ραμπελαί. Όσο για το χρήμα, δεν λογαριάζω αγορές βιβλίων, φιλοξενίες, ταξίδια, συμβόλαια με εκδότες που δεν τηρήθηκαν. Ούτε την πειρατεία προηγούμενης μετάφρασης (με την υπογραφή μου) από απειλητική κολεκτίβα των Εξαρχείων. Ούτε τα φωτοτυπημένα αποσπάσματα που μοιράζουν και τώρα πανεπιστημιακοί στους φοιτητές τους. Ούτε τα εξευτελιστικά σχόλια στα λογιών sites περί λογοκλοπής. Με έχει αποζημιώσει η άψογη επαγγελματική συνεργασία με την ομάδα της Διονυσίας Δασκάλου (Αριστέα Ακριτίδου, Παναγιώτης Σουλτάνης, Ιάκωβος Ουρανός) των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.