Forrό, από πολλές απόψεις! Δε θα βαρυστομαχιάστε, δεν θα βαρεθείτε

Γιάννης Ανδριανάτος, «Δείπνο αντιβαρύτητας», Gutenberg 2021

Forrό, από πολλές απόψεις! Δε θα  βαρυστομαχιάστε, δεν θα βαρεθείτε

Ενότητες της συλλογής:
Kαρκινικοί δείκτες, Έντεκα διάλογοι, Μικροί Λαιστρυγόνες, Μαύροι κύκνοι, Συνεχόμενοι πνιγμοί, Απόσταξη φιλιών. Παράρτημα: 200 χρόνια, 8 σατιρικά σημειώματα. Γλωσσάρι

Ελάτε άνθρωποι να ανοίξω έναν στίχο να κολατσίσουμε.
(Καρκινικοί δείκτες, σελ. 31)
Πέσε, αλλά προς τα πάνω… Ουρανότρυση
(Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 128)
Μια εκτίναξη προς τα μέσα. Ο πιο μακρινός προορισμός μας.
(Καρκινικοί δείκτες, σελ. 12)
Να βρεις τη σκάλα που μπορεί να βαδιστεί μόνο προς τα πάνω
(Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 117)



Με τα τρία, από τα τέσσερα συνολικά που παραθέτω, σύντομα ποιήματα από το βιβλίο, παραβιάζω ανοιχτές θύρες, νομίζω, σε σχέση με την αποκωδικοποίηση του τίτλου του βιβλίου για όσους το έχουν ήδη διαβάσει: Είναι μια συλλογή ποιημάτων που λειτουργεί ως πρόσκληση σε ένα γεύμα λέξεων και σκέψεων με στόχο να επιτευχθεί μια κάποια «Ανώπτωση» (= τίτλος ποιήματος στην σελ. 86, στην ενότητα Μαύροι κύκνοι). Ή να αναγνωσθούν/απαγγελθούν σε κατάσταση «ανώπτωσης».

Καιρός να ερμηνεύσω και τον λόγο ύπαρξης της «άγνωστης λέξης» στον τίτλο του δικού μου κειμένου. Τo forrό είναι μια βραζιλιάνικη λαϊκή και δημοφιλής (pop) φιέστα ανοιχτού χώρου, κάπως πανηγυριώτικη και περιλαμβάνουσα, συνήθως, και φαγοπότι. Κατάγεται από την βορειοδυτική πολιτεία του Περναμπούκο. Κατ’ επέκταση, ο όρος forrό, συνήθως, χρησιμοποιείται πλέον και για κάποια συγγενή μεταξύ τους μουσικά είδη –και χορούς ̶ που είχαν ανέκαθεν την τιμητική τους στη φιέστα αυτή. Έχω βρεθεί σε μια τέτοια φιέστα. Μου έκανε εντύπωση η καθολικότητά της σε ό,τι αφορά την (όποια) συμμετοχή στο χορό. Ίσως γιατί άφηνε πολλές «χορογραφικές» ελευθερίες στον καθένα και στην καθεμία, ασχέτως ηλικίας, σωματότυπου, φυλής και κοινωνικής προέλευσης. Ανάλογα με τις δυνατότητες και την ιδιαίτερη διάθεση της στιγμής. Με αποτέλεσμα μια αίσθηση καθολικής ανάτασης. Ή μια καθολική αίσθηση ανάτασης. Ήταν μια φιέστα απλή, ικανή να ξεσηκώνει όλους. Και, όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο, δημιουργούσε συνολικά μια ατμόσφαιρα νηφάλιου σαματά: όλοι κι όλες, ο καθένας του στον κόσμο του αλλά και μαζί. Κάτι σαν την ξαφνική αγαλλίαση ή και ιλαρότητα που μας κατακλύζει όταν, μέσα στην κατ’ επίφαση χαοτική αλλαγή και τις αντιθέσεις γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε την ταιριαστή και τρομερή ενότητα των αντιθέτων μέσα στη ροή. Όταν αυτό που βλέπουμε είναι το γιν να γίνεται γιανγκ ενώ το γιάνγκ γίνεται γιν. Ρώτησα επιτόπου για την ετυμολογία της λέξης forrό. Mου είπαν, χωρίς πολλή σκέψη, πως προέρχεται από το αγγλικό for all.





Μια εντυπωσιακά ανάλογη αίσθηση μου προξένησε και η πρώτη ανάγνωση της εκτενούς ποιητικής συλλογής του Γ. Ανδριανάτου. Είναι for all. Λόγω ποικιλίας, μορφικής και θεματικής, αρχικά. Επιπλέον, είναι σαφές, όταν αρχίσει η ανάγνωση, πως πρόκειται για μια ποιητική συλλογή καθόλου ερμητική εν γένει. Μια συλλογή για όλους, «ανοιχτή» σε όλους: συλλέκτες ποιητικής αλλά και αναγνώστες-επισκέπτες «που είδαν φως και μπήκαν». Όλοι τους μπορούν να πάρουν από αυτήν ό,τι θέλουν – ακόμη και όλα ̶ για απόλαυση κατ’ ιδίαν είτε με παρέα, καθότι όλα τα ποιήματα προσφέρονται πολύ για πολλή συζήτηση. (Όπως περίπου σε ένα δείπνο με πλούσιο μπουφέ.) Ποιήματα που έχουν απ’ όλα και είναι για όλους λοιπόν. Εύπεπτα; Μάλλον. Για να τα μεταβολίσουν όλοι στη συνέχεια. Ο καθένας, βέβαια, έχει το δικό του μεταβολισμό… Αρκεί να είναι και οι συνδαιτυμόνες ανοιχτοί, πράγμα στο οποίο συμβάλλει το βιβλίο. Γιατί, παρά τις κάποιες αποκλίσεις και τις εξαιρέσεις, η ποίηση στο «Δείπνο αντιβαρύτητας», στο βαθμό που είναι, συνειδητά νομίζω, μια ποίηση for all, δεν προξενεί… βαρυστομαχιά· διάβαζε βαρεμάρα. Τελειώνει κανείς το βιβλίο και επιστρέφει στην λεγόμενη καθημερινή ζωή με μια αίσθηση απελευθερωτικής ελαφρότητας. Καλό το «ταξίδι» με το βιβλίο αυτό. Η ποιητική του Γ. Ανδριανάτου έχει, ακόμη και στα πιο «βαριά» ή «σοβαρά» θέματα (έρωτας, θάνατος, εξουσία, φύση, άστυ κά) κάτι το δυναμικό. Και εν δυνάμει παιγνιώδες. Έστω και αν, κατά τον συγγραφέα, ίσως δεν λειτουργεί (πάντα) έτσι η ποίηση: - Τι είναι ποίηση;/-Διαβάζεις ένα βιβλίο/και μένεις έγκυος (Έντεκα διάλογοι, σελ 40).

Προφανώς, η ενυπάρχουσα αντίφαση σε κάθε τι που σχετίζεται με τη φύση και τα ανθρώπινα, τα νοητά και τα αισθητά, όλα δηλαδή, είναι και αυτή ένα από τα κύρια επανερχόμενα θέματα της συλλογής: -Κάρβουνο ακόμα εδώ;/Ο αδελφός σου έγινε διαμάντι!/-Και ποιος θα συντηρήσει το μαύρο αυτού του κόσμου; (Έντεκα διάλογοι, σελ 40). Ιδού λοιπόν, λακωνικά, ο μόνιμος διχασμός, η απορία του ανθρώπου και η αμφιβολία του ποιητή (μας). Δηλαδή: Στο σταυροδρόμι μέσα στα χιόνια:/ο ένας δρόμος με χνάρια/ ο άλλος απάτητος./Ποιον να βαδίσω; (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 31). Κατανοητό από όλους/ες μας. Ως γνωστόν, όλοι μας πάντα είχαμε και θα έχουμε «συγγενείς εξ απορίας». Οπότε… ή το ένα ή το άλλο; Απάντηση; Το νερό μέσα στο ποτήρι./Η πιο σύντομη Ιστορία/του Πολιτισμού (Καρκινικοί δείκτες, σελ.36). Αφού, αν το καλοσκεφτούμε, διαπιστώνουμε: Είμαι ένα τίποτα/που γίνεται κάτι/μόλις αναρωτηθώ: μήπως είμαι ένα τίποτα; (Καρκινικοί δείκτες, σελ.34). Τούτη η απορία και η αμφιβολία συμπυκνώνονται τελικά στην Απροσδιοριστία του κόσμου και του ανθρώπου, λέξη που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και που, παρεμπιπτόντως, παραπέμπει ευθέως στην κβαντική φυσική και, ειδικότερα, στην Αρχή της Απροσδιοριστίας: Το ποιος είσαι/κρίνεται από το πόση/Απροσδιοριστία αντέχεις. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 128). Και άλλες λέξεις των ποιημάτων όμως παραπέμπουν στη σύγχρονη φυσική. Και άλλων επιστημών, ενίοτε. Ακόμη και ο τίτλος, βέβαια.

Σε αντίθεση με τις περισσότερες ποιητικές συλλογές — από τις πάμπολλες που αναφύονται στις μέρες μας ̶̶ η συλλογή Δείπνο αντιβαρύτητας δεν υπαγορεύει την όποια ανάγνωσή της ως ποίηση ρητά ή υπόρρητα εξομολογητική ή/και πρόδηλα βιωματική. Με κάποιες, όμως, σποραδικές σπαραχτικές όσο και στοχαστικές και σημαντικές εξαιρέσεις: H πάπια με τα ούρα του πατέρα μου./Μια τελετή αποχαιρετισμού./Μια σπονδή σε όλη την αόμματη/διαδρομή των γονιδίων (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 38).

Γιατί, χωρίς να είναι καθόλου απρόσωπη η συλλογή, δεν περιέχει ποίηση αυτοαναφορική του ποιητή· (περιέχει όμως ποίηση αυτοαναφορική της ποιητικής του). Το πρόσωπο του ποιητή υπάρχει όσο χρειάζεται για να θυμηθεί ο αναγνώστης το δικό του. Με λίγες εξαιρέσεις (;), που οι πιο πολλές αυτές βρίσκονται στην τελευταία ενότητα και, γενικότερα, στα ποιήματα που έχουν θέμα τον έρωτα: Στο φιλί σου γλώσσα δελφίνι./Σώζει στη ράχη της/τον μικρό αοιδό/που έχω μέσα μου ναυαγό (Απόσταξη φιλιών, σελ. 135).

Σε γενικές γραμμές ποίηση του Γ. Ανδριανάτου δεν απαιτεί και δεν προϋποθέτει, όπως συμβαίνει με μεγάλο μέρος της ποιητικής παραγωγής, κάποιες ειδικές εις βάθος γνώσεις από την ιστορία του κόσμου και της ανθρώπινης σκέψης, της λογοτεχνίας ή/και της τέχνης. Με αρκετές, και πάλι, εξαιρέσεις, ευρισκόμενες κυρίως σε ολόκληρη την ενότητα Μαύροι κύκνοι, αλλά και αλλού, σκόρπιες: HMΕΡΟΣΟΦΙΑ// Το πρωί να ξυπνάς/με τον βίαιο λυρισμό/του Νίτσε//Το μεσημέρι να μετωρίζεσαι/με την αναπάντητη αγωνία/του Κίρκεγκωρ//Το απόγευμα να ειρωνεύεσαι/τις μακρόσυρτες σκιές/με την ευαίσθητη δηκτικότητα/του Ουάιλντ//Το βράδυ να ξαπλώνεις/με τη μελαγχολική επίγευση αυτοθέασης/του Πεσόα//να ζεις εκατό χρόνια στοχασμού/σε μια μέρα…/Κάθε μέρα!...//Την άλλη μέρα να ξυπνάς/με τη μειλίχια αποξένωση/του Καμύ. (Μαύροι κύκνοι, σελ. 67). Σημειώνουμε ότι η ενότητα αυτή, οι Μαύροι κύκνοι, συνιστά μια εντυπωσιακή περιήγηση σε μορφές ή «τόπους» της σκέψης που είναι πηγές έμπνευσης του ποιητή: Δηλαδή φιλόσοφους «με τη βούλα» (Kίρκεγκωρ, Πυθαγόρας, Πλωτίνος, Τζορντάνο Μπρούνο κ.ά.) είτε φιλοσοφούντες λογοτέχνες (π.χ. Ουάιλντ, Πεσόα), που τους άλλοτε τους «βάζει» να συνομιλούν και άλλοτε συνομιλεί αυτός μαζί τους. Αλλά πολλά προσφερόμενα για πρωτότυπη ποιητική και φιλοσοφική επεξεργασία, τετριμμένα όσο και ασυνήθιστα, θέματα από τη μυθολογία (π.χ. μονοσάνταλος, ψυχοπομπός, Ελπήνωρ κά), τις θρησκείες (π.χ. Μυστικός Δείπνος, Βούδας κά). Ενίοτε κάπως δυσδιάκριτα ή και «απροσδιόριστα». Τα φιλοσοφικά θέματα, αναπτύσσονται σε εκτενή ποιήματα, συχνά με ιστορικά άλματα, αφηγηματικά, με προσχηματική εμπλοκή του ποιητή (όπως π.χ. στα καβαφικά Τείχη). Συχνά κυριαρχούν στοιχεία πικρής ειρωνείας και πρόκλησης: Αν εξαιρέσουμε τους μακρινούς καρποσυλλέκτες/και τη διονυσιακή ωμοφαγία,/ο άνθρωπος, το μόνο που μπορεί/τελικά να φάει/είναι «άνθρωπο». (Τελευταίοι στίχοι από το ποίημα «Βυζαντινή Ιστορία», Μαύροι κύκνοι, σελ. 85). Ίσως είναι η πιο δύσκολη ενότητα του βιβλίου. Οπωσδήποτε η πιο «φευγάτη».

Παρά τον πλούτο και την ποικιλία της λεξιλογικά, δεν θα έλεγε κανείς πως η συλλογή περιέχει «πολλή» ποίηση βασιζόμενη στον γλωσσικό ιστό της ελληνικής και τις δυνατότητες που αυτός προσφέρει, όσον αφορά λεκτικές ακροβασίες, παιχνίδια και τερτίπια του λόγου. Και εδώ, όμως, υπάρχουν απρόσμενες εξαιρέσεις, στιγμές που ο ποιητής ενδίδει ανερυθρίαστα στο γλωσσικό πειρασμό: Xαίρε Κόρη Ακόρεστη! (Από την Απόσταξη φιλιών, σελ. 142).

Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε πως δεν πρόκειται για καταγγελτική ή ερμηνευτική/«παιδευτική» κοινωνική ποίηση παλαιού τύπου, δηλ. ένα είδος διαρκούς σχολίου για την κοινωνική αδικία, αλλά ούτε και για κοινωνική ποίηση νέου τύπου, με παραπομπές και αναφορές σε ταυτοτικά ζητήματα. Δεν παρακάμπτει, όμως, το μεγάλο θέμα της εποχής μας, το θέμα του εαυτού και του άλλου: Για να πείσουμε/πρέπει να σκεφτούμε πρώτα/όπως οι άλλοι,/ώστε να τους κάνουμε να σκεφτούν/όπως εμείς! (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 123). Ή, σε άλλο τόνο: Μόλις κατανοήσεις κάποιον/και τον νιώθεις ευεξήγητο/βγάζεις ένα πιστόλι/και τον πυροβολείς ανάμεσα στα μάτια,/όπως ένα αιχμάλωτο/που δεν προσδοκάς πια/να πάρεις λύτρα (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 13).

Θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνουμε πως ο Γ. Ανδριανάτος έχει σπουδάσει φιλοσοφία – δεν το αναφέρω αυτό ως ερμηνεία ή ως εξήγηση της ποιητικής του – και πως τα ποιήματά του είναι, σε πρώτη όσο και σε τελική ανάλυση, όλα σχεδόν φιλοσοφικά. Αλλά και παιγνιώδη και προσιτά, το επαναλαμβάνω. Ακόμη και εκείνα που προδίδουν, για τον επίμονο κριτικό έστω, κάποια βιωματική αφορμή, αυτή συνήθως λειτουργεί ως δέλεαρ για την καλύτερη ανάπτυξη και πρόσληψη ενός φιλοσοφικού θέματος. Και τα ποιήματα αυτά, τελικά, στην πορεία, αποκτούν μια οιονεί καθολική προβολή, καθίστανται, ανεπαισθήτως, κατάλληλα for all: Πάσχω από Συνείδηση./Δεν υπάρχει πια μια πειστική ψευδαίσθηση/μια πετυχημένη αυταπάτη να ξεγελαστώ/ούτε πια αυτές οι άσαρκες λέξεις./Η Συνείδηση καταλαμβάνει όλο τον χώρο,/όλο τον χρόνο, σαν ακοίμητη/ταμειακή μηχανή ανοιχτής γραμμής/που διαρκώς, ολόσωμη λογαριάζει/Αν δεν γίνει η Συνείδηση γαλήνη/θα γίνει παραφορά! (Μικροί Λαιστρυγόνες, σελ. 59).

Το κοινωνικό όμως, και πολύ περισσότερο το πολιτικό στοιχείο, βρίσκουν με ποικίλους τρόπους το δρόμο για να φτάσουν στην περίοπτη θέση που κατέχουν σε πάρα πολλά ποιήματα της συλλογής. Διηθούμενα μέσα από ένα πολυσυλλεκτικό φιλοσοφικό φίλτρο, καμωμένο από πολλά ρεύματα και σχολές σκέψης της Αρχαίας Ελλάδας, της Δύσης αλλά και της Άπω Ανατολής, παρακολουθώντας με περίσκεψη και τα μύρια όσα μάντρα των καιρών μας. Είτε για να εμπνεύσουν τη μελαγχολική πλην στωική απαντοχή ̶ χωρίς όμως αποδοχή: Θάρθει καιρός που θα ψηφίσουμε όλοι/να μην έχουμε πλέον ψήφο/και θα ονομαστεί αυτό ύψιστη ελευθερία/χωρίς καμία δόση ειρωνείας/γιατί ακόμη και η ειρωνεία/απαιτεί μια απόσταση από τη ζωή, μια νοήμονα πλάγια ματιά/στην αυταπάτη των επιλογών./Ο υπαινιγμός θα απαγορευθεί, γιατί/δυνητικά διακινεί Συνείδηση/που θα επικηρυχθεί/ως ο μέγας καταζητούμενος του μέλλοντος. (Μικροί Λαιστρυγόνες, σελ. 55). Είτε, πάλι, για να αφουγκραστεί προσεκτικά ο ποιητής τα μαυλιστικά λόγια του zeitgeist με σκοπό να τα αποστομώσει, θαρρείς αδιάφορα, με μια (δι)αχρονική, ιστορική σοφία. Μια σοφία που παραπέμπει σε ταοϊστή σοφό, ο οποίος παρατηρεί και βιώνει τη ροή σοφίας (εκ) των πραγμάτων, δεν την (επι)διώκει εμμονικά, όπως ο «συνήθης ύποπτος», ο δυτικός φιλόσοφος των θεωρητικών σχημάτων και αναπαραστάσεων: Ο κόσμος δεν αλλάζει/επειδή κάποιοι αγωνίζονται/αλλά επειδή κάποιοι αλλάζουν. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 127). Είτε, ακόμη, – εφόσον, όπως είδαμε, η αντίφαση και η διχοστασία δεν φοβίζει και δεν απωθεί τον ποιητή, μιας και την βλέπει να εμφανίζεται, συνεπής στο ραντεβού της πάντα, στην κάθε θέση και τοποθέτηση του κάθε ανθρώπου μέσα στη φύση και την ιστορία – με στόχο να δηλώσει την ανάγκη, κάποτε, της αφύπνισης και της ενεργού στάσης. Ειδικά σε εποχές πανδημιών, πολέμων και άλλων υπαρκτών και νοητών «κατωστροφών», οι οποίες παρακωλύουν τη «ανώπτωση». Εποχές στις οποίες το κύριο εργαλείο της εξουσίας καταλήγει να είναι η χοντρική και λιανική πώληση του φόβου, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος του περιορισμού του ανθρώπου στη «γυμνή ύπαρξη»: Όταν φοβάσαι/το σύμπαν σε δαγκώνει! (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ 177). Καθώς και: Όποιος φοβάται, ακονίζει τα δόντια/των θηρευτών του (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 127). Ή, κάπως επεξηγηματικά: Ο ανεντόπιστος φόβος που δεν έχει πρόσωπο/θα ανασύρει/όσα πρόσωπα φρίκης κρύβουμε μέσα μας. (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 13). Δεδομένου ότι: Όποιος δεν τολμάει σήμερα/θα υπακούει αύριο. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 123). Αλλά και επειδή: To αδιανόητο/είναι ο αυριανός Ηγέτης. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 131). Δόση ελπίδας; Ίσως, γιατί, αν όντως ναι, τότε: Aσ’ τους να λένε·/ένα χελιδόνι μόνο φέρνει την Άνοιξη./τα υπόλοιπα απλώς επωφελούνται. (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 29). Αφού, τελικά, ο μείζων πραγματικός κίνδυνος για τη ζωή σήμερα ̶ η ζωή είναι και το «εν τέλει» ζητούμενο από/κατά τον ποιητή ̶ βρίσκεται στον μέγα (τεχνηέντως και αόκνως ενισχυόμενο, από τους «από πάνω») θανάσιμο εθισμό των ημερών μας: Nα σιγοπεθαίνεις… η νέα μόδα,/έτσι που όταν πεθάνεις/να μην έχει μεγάλη διαφορά. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 114). (Α, για σταθείτε όμως:) το ποίημα διαβάζεται και… θετικά! Πλην της ειρωνείας και του υπαινιγμού, η δυνατότητα εκτροπής του νοήματος είναι ένα ακόμη από τα «φόρτε» του Γ. Ανδριανάτου, γιατί γνωρίζει ότι: To ποίημα ολοκληρώνεται/όταν ο αναγνώστης/γίνει μια λέξη του. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 114).

Ελευθερία η θάνατος./Ποτέ δεν καταβλήθηκε τόσο μεγάλη/προσπάθεια για να ξεχαστεί η σύνδεση/δύο μόνο λέξεων! (Παράρτημα – 200 Χρόνια 8 Σατυρικά στιγμιότυπα). Το πρώτο αυτό ποίημα του ενότητας του Παραρτήματος, της πιο αναπάντεχης και χορταστικής (προ)τελευταίας ενότητας του Δείπνου, μιας ενότητας εμπνευσμένης από τη μυστική αίσθηση κλαυσίγελου που προξένησε σε πολλούς, συνήθως σιωπηλούς, ο επίσημος εορτασμός της επετείου, συμπυκνώνει τρία στοιχεία που ανιχνεύονται και σε όλη τη συλλογή: τέλεια ευθυβολία, λεπτό και συχνά σαρκασμό και διχοστασία, ήρεμη χαρμολύπη. Είναι η πιο άμεσα αναγνωρίσιμα «πολιτική» ενότητα, δεδομένου ότι αναφέρεται σε οικεία πολιτικά πράγματα. Γιατί τα πολιτικό, με την ευρεία του έννοια, ας μη γελιόμαστε, υποβόσκει σε κάθε σχεδόν σελίδα του βιβλίου. Στην ενότητα αυτή το υποδόριο χιούμορ μπορεί να είναι και ο πυροκροτητής του αναγκαίου λυτρωτικού καγχασμού: Tην παρέλαση παρακολούθησαν/σε απευθείας μετάδοση/όλοι οι κλέφτες του Μοριά! (από τη σελ. 159). (Παράρτημα, σελ. 159). (Φλασιά:) Ο Γ. Ανδριανάτος μου θύμισε σύγχρονο Σουρή, που η ειρωνεία του έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί λακωνικά σε μια εναργέστατη ολιγόλογη στακάτη σάτiρα: Τούτη η ενότητα, το Παράρτημα, συνιστά το πανηγυρικό και πανηγυριώτικο το κλείσιμο/επιστέγασμα του βιβλίου. Η θεαματική μετάβαση από το καθολικό/οικουμενικό στο «δικό μας», στο αιώνιο ρωμέικο και την τραγικά φαιδρά πορτοκαλέα που καλλιεργεί, εξανεμίζει κάθε υπόνοια σοβαροφάνειας από μέρους του ποιητή.

Είπαμε, όλα τα ποιήματα είναι for all. Και αυτά που έχουν τη μορφή αφορισμών, τα οποία μάλλον «δίνουν τον τόνο» στο βιβλίο (αφού «αφορισμοί» ανευρίσκονται και ανάμεσα στους στίχους κάπως πιο εκτενών ποιημάτων, ειδικά αυτών της ενότητας Μικροί Λαιστρυγόνες), αλλά και τα διαλογικά, και εκείνα που θυμίζουν χαϊκού, καθώς και τα σαφώς εκτενέστερα Τα οποία προσλαμβάνουν, σχεδόν πάντα, και έναν αφηγηματικό χαρακτήρα, πολύ ευφάνταστο ενίοτε. Αναφέρομαι στα ποιήματα της ενότητας Μαύροι κύκνοι ̶ που είναι και τα μόνα που φέρουν τίτλο, μαζί με κάποια από την Απόσταξη φιλιών) ̶ κατά κύριο λόγο, αλλά και της ενότητας Απόσταξη φιλιών, μια ενότητα αφιερωμένη στον έρωτα αλλά και στα «πέριξ του». Σκέφτομαι πως αυτή η τουρλού ποικιλία και ποικιλομορφία στη συλλογή είναι εσκεμμένη, προμελετημένη, για να συμβάλει εμφατικά στο χαρακτήρα και στην όψη ενός βιβλίου for all. Ίσως πάλι όμως και να οφείλεται σε ιδιοσυγκρασιακούς λόγους, στην κόψη του ανθρώπου που είναι ο ποιητής αφού: Ο πραγματικός ηθοποιός, ο Εαυτός μου/έχει αρρωστήσει/κι εγώ τον αντικαθιστώ προσωρινά/μέχρι να επιστρέψει./Μα όλοι συνήθισαν πλέον/τον αντικαταστάτη/και σχεδόν έχουν λησμονήσει/τον πρωταρχικό δικαιούχο. Εσείς; (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 25). Πιθανόν οι δύο παραπάνω «ερμηνείες» να είναι ένα και το αυτό. Τα ποιήματα, πάντως, δεν δείχνουν να κρύβουν τον ποιητή, αν και η προσωπική έκθεσή του μάλλον δεν τν ενδιαφέρει προσωσπικά.

Ο Γ. Ανδριανάτος, επειδή προφανώς έχει συγχρωτισθεί πολύ με τη φιλοσοφία και τη γνωρίζει (απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, νομίζω) ̶ τη σπούδασε, εξάλλου ̶ δεν δημιουργεί ένα βιβλίο αυτοβοήθειας μέσω της φιλοσοφίας ή, έστω, ένα έργο πρακτικής φιλοσοφίας. Ο συγγραφέας ντύνει τη φιλοσοφία με τις ποικίλες φορεσιές της ποίησης, οι οποίες την κάνουν πιο θελκτική. Ενίοτε την καλλωπίζει και με τα ψιμύθια μια λυρικής πλην λιτής ποίησης: Στους μαύρους κύκλους των ματιών σου/λούζεται η Περσεφόνη/κι ο θάνατος είναι πάντα νεόφυτος (Απόσταξη φιλιών, σελ. 154). Γενικά, προκειμένου να είναι ευθύβολος, ο Γ. Ανδριανάτος δε διστάζει να ακολουθήσει, απροκάλυπτα ή συγκεκαλυμμένα, ποιητικούς τρόπους προερχόμενους από ποικίλα ποιητικά ρεύματα και σχολές, με τρόπο απρόσμενο και εφέ απροσδόκητο, όπως συμβαίνει στο κατ’ επ’ επίφαση σουρεαλίζον ποίημα: Mε αλλεπάλληλα ξυπνητήρια/σχεδόν εξημερώσαμε/τα άγρια όνειρα/σε κατοικίδια (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 23). Ή ακόμη: Tα δάκρυα είναι ηλεκτρισμός αναξιοποίητος. (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 25). Ή και στο, εκ πρώτης όψεως, παραπέμπον στο παράλογο οιονεί «ερμητικό» ποίημα περί θανάτου: Οι μύγες με νυμφεύουν με το μέλλον. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 115).

Εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι ο Γ. Ανδριανάτος, παρά έναν πολύ σύγχρονο και ρηξικέλευθο φιλοσοφικό εκλεκτικισμό που επιδεικνύει (Κυνικοί, Πυθαγόρας, Πλωτίνος, Βουδισμός, ταό, ζεν κ.ά.), είναι, εν πολλοίς, ένας σύγχρονος ηρακλείτειος. Ακόμη, ίσως, και ένας ιδανικός εραστής του διαλεκτικού μονισμού, ενός παλαιού αλλά και αειθαλούς φιλοσοφικού ρεύματος που ξεκινά από τον Ηράκλειτο του «εν το παν και εκ του παντός το εν», αλλά και από το ταό, για να παρασύρει αναπάντεχα στο πέρασμά του μορφές όπως ο Σαίξπηρ και ο Σαρτ, ενώ πολλοί αλλόκοτοι στροβιλισμοί του ανευρίσκονται μέχρι και στη μεξικανική κοσμογονία και μυθολογία.

Οι σαφείς αναφορές σε μορφές και έργα της παγκόσμιας γραμματείας και σκέψης, όπως είδαμε, δεν απολείπουν από τη συλλογή. Για τον πιο υποψιασμένο αναγνώστη υπάρχει και το παιχνίδι να βρει το «κλείσιμο του ματιού» του ποιητή προς κάποιους διανοητές, φιλοσοφικά ζητήματα ή και στη σύγχρονη φυσική φιλοσοφία: Το παιδί παίζει/και ταυτόχρονα γερνάει./Υπάρχει χρόνος για όλα. (Αναφορά σε Ηράκλειτο αλλά και Κώστα Αξελό – Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 122). Να ζεις σαν φωτόνιο,/παντού και ανεντόπιστος (Ευθεία αναφορά στη σύγχρονη φυσική – Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 125). Χωρίς τη σκιά του/τίποτα δεν είναι πλήρες. (Αναφορά στον Χέγκελ, τον Κώστα Παπαϊωάννου και, πιθανόν, και στον Ναγκαρτζούνα του «τίποτα δεν είναι μόνο αυτό που είναι» – Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 113). Γράφω το όνομά σου στην άμμο,/γνωρίζοντας πως κανένας/δεν θα μετακινήσει πλέον/ούτε έναν κόκκο της (Αναφορά στον Γ. Σεφέρη – Απόσταξη φιλιών, σελ. 148).

Δυο από τα επανερχόμενα σαφώς οριοθετημένα ποιητικά «θέματα» του βιβλίου, σε όλες τις ενότητες, είναι ο έρωτας και ο θάνατος, μέσα από ποικίλες ευθείες και λοξές ματιές. Επιλέγω δυο, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως στιγμιαίες αποτυπώσεις ευθείας όσο και λοξής ματιάς: -Μ’ αγαπάς καθόλου;/-Καθρέφτη, δεν νομίζεις ότι/παραγνωριστήκαμε; (Έντεκα διάλογοι, σελ. 41). Ο θάνατος συγκάτοικος,/μα το ενοίκιο το πληρώνεις μόνος σου. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 118).

Εντυπωσιακά πολλά είναι και τα, ενίοτε φιλοσοφικά, ποιήματα της συλλογής περί της ποιητικής. Της εν γένει ή (και) της προσωπικής: Κοίτα το ποίημα: ένα δροσερό άνθος/που μόλις το μυρίσεις/βγάζει αγκάθια! (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 35). Ποιος με ακολουθεί;/Σκύβει,/μαζεύει ανέκφραστες σκέψεις,/ανεκπλήρωτους πόθου μου,/ανομολόγητες μοναξιές/που πετώ πίσω μου, αβίωτα κάθε μέρα./Αυτός τα περισώζει, τα σουλουπώνει, τα σκαρώνει στίχους/κι ύστερα με μια προσποιητή ευμένεια/χαμογελά και λέει:/Κύριε σας έπεσαν αυτά…/Δικά σας δεν είναι;/Kαι μου δίνει τα χειρόγραφα/έτοιμων ποιημάτων/γραμμένα με το δικό μου/γραφικό χαρακτήρα. Μέσα από τα δόντια λέω, Ευχαριστώ!/Τα παίρνω και χωρίς δεύτερη σκέψη/τα δημοσιεύω σαν δικά μου! (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 57).

Ο Γιάννης Ανδριανάτος είναι ιδρυτής και διευθυντής του «Ρητορικού Κύκλου», όπου προσφέρονται σπουδές πάνω στη χρήση και έκφραση του λόγου, στη διαλεκτική και τη φιλοσοφία. Είναι, εν ολίγοις, ένας φιλόσοφος του προφορικού λόγου, κάτι ασύμβατο εν πολλοίς, με τη φιλοσοφία της Εποχής του (ορθού) Λόγου, η οποία είναι κατά βάση γραπτή. Γράφει λοιπόν, σχετικά: Τελεσφόρησε ο Λόγος./Τώρα είναι η εποχή/του απόηχου. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 128). Παίζει τάχα με την αμφισημία των λέξεων «λόγος» και «τέλος» στα ελληνικά; Πιθανόν. Και ποιός λόγος για αυτό; Η γραφή ευνούχισε την κραυγή/ενώ της υποσχέθηκε να την εκπροσωπήσει. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 113). Ο Γ. Ανδριανάτος είναι σαφώς πιο κοντά στον προφορικό, στο σαρκωμένο λόγο. Φαίνεται αυτό από το απλό αλλά εύστοχο λεξιλόγιό του, από τη στίξη του, καθώς και το πώς και πού «κόβει» τον στίχο, για να τον κάνει πιο «προφορικό», μέσα στη γραφή του. Στους Καρκινικούς δείκτες είναι αρκετά σαφής: Κάθε γραφή είναι απουσία/απ’ αυτό που συμβαίνει/και μια επινόηση/αυτού που θα μπορούσε ένα συμβεί./Γραφή είναι η ελευθερία/να παραμένω στο διπολικό κελί/του μυαλού μου. (σελ. 12).

Έχει επισημανθεί, από ανθρωπολόγους, ιστορικούς, φιλοσόφους και θεωρητικούς της αισθητικής ότι το πέρασμα της ανθρωπότητας στην εποχή της γραφής έδωσε σαφή πρωτοκαθεδρία στην όραση απέναντι στις άλλες αισθήσεις. Με την Αναγέννηση, χάρη και στην εκτεταμένη χρήση της προοπτικής στη ζωγραφική, η πρωτοκαθεδρία της εμπεδώθηκε. Κατά την εποχή της Νεωτερικότητας, με την αναπαραγωγή της εικόνας και, ειδικότερα, κατά την ψηφιακή εποχή και της πανταχού παρουσία της οθόνης ο οφθαλμοκεντρισμός, σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του κόσμου από τον άνθρωπο, είναι πλέον αδιαφιλονίκητος. Προφανώς, αυτό το στοιχείο έχει επηρεάσει και καθοριστικά όλη τη φιλοσοφία. Τα μάτια, έχουν ένα προνόμιο απέναντι στα άλλα αισθητήρια. Μπορούν να βλέπουν τον εαυτό τους να βλέπει. Αποτελούν το οργανικό πρωτότυπο για την φιλοσοφία, στα μείζονα ρεύματά της. Βέβαια, η όραση έχει ένα μείζον μειονέκτημα, σε σχέση π.χ. με την ακοή ειδικότερα. Δεν συλλαμβάνει το πέρασμα του χρόνου σε πραγματικό χρόνο. Κι εδώ βρίσκεται η… οντολογική (!) διαφορά μεταξύ του γραπτού λόγου, με την εικαστική του «ταυτότητα», και του προφορικού. Κατ΄ εμέ, επ’ αυτού σχολιάζει ο Γ. Ανδριανάτος: To βλέμμα βάζει δέρμα στα πράγματα:/στη θάλασσα, τα σύννεφα, στα βουνά, στην Ευανθία./Κι έτσι δεν μπορώ ποτέ/ να δω την καρδιά τους! (Καρκινικοί δείκτες, σελ. 27).

Ένας ζωγράφος μπορεί να τα νιώσει εύκολα τα παραπάνω. Πολλές οι προσπάθειες της σύγχρονης τέχνης να αποτυπώσουν και αναπαρστήσουν (το) χρόνο. Διαχρονικά. Αλλά η εικόνα θα είναι πάντα παγωμένος χρόνος. Ο Γ. Ανδριανάτος έχει σπουδάσει (και) ζωγραφική. Η εικονοποιία στην ποίησή του, διακριτική,, σποραδική, και κάπως conceptual πολλές φορές, απηχεί μια νοσταλγία για τις εκπεσούσες αισθήσεις: Tο δάκρυ είναι η χειραψία του πόνου. (Συνεχόμενοι πνιγμοί, σελ. 128). Μάτια που ακούνε./χείλη που βλέπουν./Αφή μυρωδιάς./Εσύ! (Απόσταξη φιλιών, σελ. 141). Φίλησα τα μάτια σου/και τα χείλη μου είδαν. (Απόσταξη φιλιών, σελ. 155). Γράφω conceptual γιατί είναι συνήθως αυτό που concept γεννά την εικόνα και όχι το αντίστροφο. Ο Γ. Ανδριανάτος, όντας (και) ζωγράφος, μάλλον έχει γνωρίσει βιωματικά αυτό γνωρίζουμε από τον Σιμωνίδη τον Κείο: «την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν».


Κάποιοι Βραζιλιάνοι φιλόλογοι διατείνονται πως η ευρέως διαδεομένη άποψη ότι η λέξη forrό προέρχεται από το for all αποτελεί παρετυμολογία. Την ετυμολογούν από τον γαλλικό μουσικό όρο faux-bourdon, που παρεφθάρη στα πορτογαλικά σε for(ο)bodό και, συνεκδοχικά, σήμαινε, κάποτε, τον παρατονισμό, την παραφωνία. Οι ηθελημένες «παραφωνίες», εν πολλοίς, του «Δείπνου αντιβαρύτητας» ̶ πόσω μάλλον αν η εν λόγω συλλογή ειδωθεί συνολικά ̶ , ειδικά σε σχέση με πολύ μεγάλο μέρος της παραγόμενης ποίησης στη χώρα μας, την καθιστά όχι μόνο πρωτότυπη και ευχάριστη, σε επανειλημμένες αναγνώσεις της, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα. Συνιστάται να διαβάζεται μεγαλόφωνα και με παρέα. Κάπως ουδέτερα, άχρωμα (αλλά όχι άτονα), δίχως στοιχεία θεατρικής απαγγελίας.


Πορτρέτο κριτικών, του Nikias Skapinakis (βρίσκεται στο café Brasileira, Λισαβώνα)
Πορτρέτο κριτικών, του Nikias Skapinakis (βρίσκεται στο café Brasileira, Λισαβώνα)


Ποτέ δεν με έπεισε ποτέ η βιβλιοκριτική και κάθε κριτική έργου τέχνης ή (της τέχνης) του λόγο. Ειδικά η κριτική της ποίησης, στην οποία το υποκειμενικό κριτήριο έχει τη μερίδα του λέοντος. Μου είναι πιο οικεία η παλαιά κινεζική στάση απέναντι στην κριτική: αν σου αρέσει ένα έργο τέχνης ή λόγου, μπορείς τότε να «γράψεις» ή να «ζωγραφίσεις» σε σχέση με αυτό, μιμούμενός το, κάνοντας κάτι κάπως ανάλογο. Και κάνοντάς το οικείο. (Δεν κόφτονταν τότε για ζητήματα copyright και λογοκλοπής, τουναντίον). Μιμήθηκα και εγώ τον Γ. Ανδριανάτο, κάπως, στο κείμενο αυτό. Σε ό,τι αφορά την απλότητα των ποιημάτων του, που απλώνεται σε πολλές σελίδες, έτσι ώστε να μπορεί να προσεγγισθεί (μόνο), εξαπλουστευτικά, ως ηθελημένη απλ(οϊκ)ότητα. Το βιβλίο μου φάνηκε οικείο εξ αρχής. Όπως οικείο είχα νιώσει και το παλαιότερο ποιητικό βιβλίο του Γ. Ανδριανάτου, με τον τίτλο Άνευ αποδοχών, 253 χαϊκού και 146 αινιγματισμοί, Gutenberg 2016., το οποίο, καίτοι ποιητικά πρωτόλειο, μπορεί να εκληφθεί και ως μακρινό προανάκρουσμα του λεπτοδουλεμένου «Δείπνου αντιβαρύτητας»: Πώς να επιστρέψω στο παρόν;/Να, αυτό είναι όλο το ταξίδι μου. (Από το Άνευ αποδοχών, σελ. 80). Αλήθεια, περίεργο πράγμα η οικειότητα. Πάντως, είναι και εκείνος από νησί, γεννήθηκε στη Νέα Ζηλανδία (με γονείς από Ιθάκη και Κεφαλονιά), όπως και εγώ, που είμαι από την Κρήτη. Και ας μη βιαστεί κανείς να πει «πας Κρης ψεύτης», κατά τον κρητικό μάντη Επιμενίδη.

Έχω χρησιμποιήσει, πάντα εντός εισαγωγικών, λέξεις και μικρές συνεκφορές από το Γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου. Λέξεις που θα έπρεπε ίσως να υπάρχουν και που είναι, οπωσδήποτε, αναγκαίες στην ποίησή του Γ. Ανδριανάτου, τις χρησιμοποιεί αρκετά. Λέξεις επινοημένες από εκείνον. Λέξεις όπως ανώπτωση (πτώση προς τον ουρανό), ημεροσοφία (το άθλημα να γίνεσαι σοφότερος κάθε μέρα) κά. Αποτόλμησα μάλιστα να επινοήσω μία. Ωραία εμπειρία.



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: