Kuala Lumpur και Putrajaya

————
ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΟ ΜΕ­ΡΟΣ
————

(Συ­νέ­χεια από το τχ. 46 του Χάρ­τη)



Οι Σπη­λιές Batu και ο Να­ός Sri Mahamariamman

Mε βά­ση την εθνι­κή απο­γρα­φή του 2020, το 63,5% του πλη­θυ­σμού της Μα­λαι­σί­ας εί­ναι μου­σουλ­μά­νοι, και το Ισλάμ εί­ναι η επί­ση­μη θρη­σκεία της Μα­λαι­σί­ας, πα­ρό­τι υπάρ­χει κα­θε­στώς πλή­ρους ανε­ξι­θρη­σκεία. Μου­σουλ­μά­νοι εί­ναι όλοι σχε­δόν οι Μα­λαί­σιοι και αρ­κε­τοί Κι­νέ­ζοι. Το 18,7% του πλη­θυ­σμού εί­ναι βου­δι­στές, το 9.1% χρι­στια­νοί, το 6.1% ιν­δουι­στές και το 1,3% κομ­φου­κια­νοί ή τα­οϊ­στές εί­τε ακο­λου­θούν άλ­λες κι­νε­ζι­κές θρη­σκεί­ες.
Ιν­δουι­στές στην χώ­ρα αυ­τή εί­ναι, κα­τά κύ­ριο λό­γο, οι Ιν­δοί, πλην κά­ποιων από αυ­τούς που εί­ναι μου­σουλ­μά­νοι. Επι­χω­ριά­ζουν στην Little India, μια ση­μα­ντι­κή συ­νοι­κία της Κουά­λα Λού­μπουρ. Αλ­λά θα τους βρεις και στην Chinatown και αλ­λού. Και σε άλ­λες πό­λεις, ακό­μη και σε αγρο­τι­κές πε­ριο­χές. Σχε­δόν πα­ντού. Μάλ­λον φτω­χοί οι πιο πολ­λοί. Κα­τά­γο­νται, ιστο­ρι­κά, από τον νό­το της υποη­πεί­ρου κυ­ρί­ως, αλ­λά υπάρ­χουν και Τα­μίλ από την Σρι Λάν­κα. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι εί­ναι από­γο­νοι ερ­γα­τών που εί­χαν κου­βα­λή­σει οι Βρε­τα­νοί από τις αποι­κί­ες στους στην ιν­δι­κή υπο­ή­πει­ρο. Δύ­σκο­λο να στρώ­σουν στην δου­λειά τους ντό­πιους Μα­λαί­σιους…


(Γρή­γο­ρες σκέ­ψεις: Αυ­τοί εί­χα­νε λέ­ει τα­μπε­ρα­μέ­ντο πει­ρα­τή….
Ήρ­θε με­τά και το ενω­τι­κό Ισλάμ που τους έκα­νε κά­πως σκλη­ρά κα­ρύ­δια).


Και ήταν και η δου­λειά πολ­λή. Έπρε­πε να μα­ζεύ­ε­ται το φυ­σι­κό κα­ου­τσούκ από τα κα­ου­τσου­κό­δε­ντρα, τις λυ­γε­ρές εβέ­ες. Απα­ραί­τη­το για τα αυ­το­κι­νού­με­να οχή­μα­τα προ­τού επι­νοη­θεί το συν­θε­τι­κό κα­ου­τσούκ. Πο­λύ­τι­μο.



Τα 272 σκαλοπάτια για την σπηλιά με τον ναό, εκεί ψηλά
Τα 272 σκαλοπάτια για την σπηλιά με τον ναό, εκεί ψηλά



Οι ιν­δουι­στι­κοί να­οί εί­ναι μα­κράν οι πιο φα­ντα­χτε­ροί ευ­κτή­ριοι οί­κοι στη χώ­ρα. Οι πιο κιτς για αρ­κε­τούς, οι με λι­γό­τε­ρη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα κα­τ’ άλ­λους, οι πιο «του­ρι­στι­κοί», για τους πιο πολ­λούς. Γε­μά­τοι χρω­μα­τι­στά τρυ­φε­ρά κα­κό­τε­χνα αγαλ­μα­τί­δια, πο­λύ­χρω­μες ει­κό­νες και προ­σφο­ρές λου­λου­διών σε γιρ­λά­ντες κα­θώς και φρού­των από τους πι­στούς. Τα μα­γα­ζιά γύ­ρω από τους να­ούς που που­λά­νε αυ­τές τις προ­σφο­ρές εί­ναι εξί­σου εντυ­πω­σια­κά με τους να­ούς. Δύ­σκο­λο να εμπνεύ­σουν πνευ­μα­τι­κό­τη­τα οι ιε­ρείς των να­ών ετού­των: άντρες από τη μέ­ση και πά­νω γυ­μνοί, συ­χνά ολί­γον ντα­βρα­ντι­σμέ­νοι, αρ­κε­τά συ­χνά ευ­τρα­φείς, και συ­χνό­τε­ρα ανε­λέ­η­τα τρι­χω­τοί. (Δεν εί­ναι όμως, νο­μί­ζω, της πα­ρού­σης η συ­ζή­τη­ση αυ­τή).
Επι­σκέ­φθη­κα δυο εν­δια­φέ­ρο­ντες να­ούς. Το ναό στις Σπη­λιές Batu, 15 χλμ. από την πό­λη. Αφιε­ρω­μέ­νος στον θεό Murugan, μέ­σα σε μια σπη­λιά στα ψη­λά, με άνοιγ­μα στην ορο­φή. Ανε­βαί­νεις 272 πο­λύ­χρω­μα σκα­λο­πά­τια για να φτά­σεις στον ναό με τις πο­λύ­χρω­μες θε­ό­τη­τες.



Το άγαλμα του Χανουμάν, του θεού πιθήκου, σε ένα άλλο σημείο στη είσοδο για την ανάβαση στα σπήλαια Batu
Το άγαλμα του Χανουμάν, του θεού πιθήκου, σε ένα άλλο σημείο στη είσοδο για την ανάβαση στα σπήλαια Batu



Γύ­ρω από τον ναό νυ­χτε­ρί­δες και που­λιά. Και πε­ριτ­τώ­μα­τα νυ­χτε­ρί­δων και που­λιών. Τι­τι­βί­σμα­τα από που­λιά και στρι­γκλιές από νυ­χτε­ρί­δες. Κο­πια­στι­κή η ανά­βα­ση, μες στη ζέ­στη και την φο­βε­ρή υγρα­σία, συ­νο­δεία πολ­λών του­ρι­στών, Ιν­δών κυ­ρί­ως, προ­σκυ­νη­τών. Πα­ρη­γο­ριέ­μαι σκε­πτό­με­νος πώς θα ήταν η ανά­βα­ση την επο­χή των μου­σώ­νων. Εντε­λώς άμου­ση θα ήταν, προ­φα­νώς, δί­χως τα που­λιά και τις νυ­χτε­ρί­δες. Ει­δι­κά έτσι όπως θα ανέ­βαι­να, τυ­λιγ­μέ­νος σε ένα από τα χρω­μα­τι­στά λε­πτά πλα­στι­κά δια­φα­νή αδιά­βρο­χα, από εκεί­να που βρί­σκεις πα­ντού, άμα τα χρεια­στείς. Πάμ­φθη­να. Στην ανά­βα­ση πά­ντα σε συ­νο­δεύ­ουν και πά­μπολ­λες σκα­ντα­λιά­ρι­κες μαϊ­μού­δες. Φο­βε­ρές μου­σί­τσες αυ­τές οι μαϊ­μού­δες: έτοι­μες πά­ντα να σου­φρώ­σουν σβέλ­τα γυα­λιά, κι­νη­τό και ό,τι άλ­λο εί­ναι απο­σπά­σι­μο. Αν τις αφή­σεις να πλη­σιά­σουν. Βα­σι­κά έρ­χο­νται για να φά­νε τα φρού­τα από τις προ­σφο­ρές. Αρέ­σκο­νται να ζού­νε πέ­ριξ του αν­θρώ­που οι μαϊ­μού­δες. Ακό­μη και σε αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Αν­θρω­πο­φι­λι­κά ζώα κα­τά τους βιο­λό­γους.



Κατάστημα πώλησης προσφορών για ινδουιστικό ναό
Κατάστημα πώλησης προσφορών για ινδουιστικό ναό



Στην Chinatown υπάρ­χει ο να­ός Sri Mahamariamman (το όνο­μα της θε­άς Παρ­βά­τι στην Ν. Ιν­δία). Προ­σκύ­νη­μα για αν­θρώ­πους και αυ­το­κί­νη­τα.



To αυτοκίνητο προσκυνά και αγιάζεται
To αυτοκίνητο προσκυνά και αγιάζεται



Πή­γα να γε­λά­σω, αλ­λά θυ­μή­θη­κα έναν οδη­γό αγο­ραί­ου (εί­δος τα­ξί των ελ­λη­νι­κών χω­ριών κά­πο­τε) πριν πολ­λά χρό­νια, ήμουν παι­δά­κι ακό­μη, κά­που στη βα­θιά ελ­λη­νι­κή επαρ­χία, ο οποί­ος, ανή­με­ρα του Αγί­ου Χρι­στο­φό­ρου, προ­στά­τη των οδη­γών, έραι­νε τρυ­φε­ρά με στα­γό­νες αγια­σμού την πα­λιά ξε­θω­ρια­σμέ­νη ford του. (Aυ­τός ο άγιος, εκτός από τις συ­νή­θεις αγιο­γρα­φι­κές ανα­πα­ρα­στά­σεις, στις οποί­ες κου­βα­λά­ει τον Χρι­στό για να τον πε­ρά­σει από ένα πο­τά­μι, εμ­φα­νί­ζε­ται κά­ποιες φο­ρές, σε άλ­λες ανα­πα­ρα­στά­σεις, δί­χως Χρι­στό, ως κυ­νο­κέ­φα­λος).



Ο Άγιος Χριστόφορος
Ο Άγιος Χριστόφορος





Masjid-Masjid,

δη­λα­δή «τζα­μιά», στην bahasa melayu (μα­λαι­σια­νή γλώσ­σα). Ο πλη­θυ­ντι­κός στα μα­λαι­σια­νά σχη­μα­τί­ζε­ται μέ­σω ανα­δι­πλα­σια­σμού. Ευ­κο­λά­κι.
Το Ισλάμ εί­χε αρ­χί­σει να διεισ­δύ­ει από νω­ρίς στην μα­λαϊ­κή χερ­σό­νη­σο, χά­ρη στους Πέρ­σες και τους Άρα­βες εμπό­ρους. Επη­ρε­ά­ζο­ντας εν γέ­νει τα ήθη και τον πο­λι­τι­σμό. Τον 15ο αιώ­να αρ­χί­ζουν να εξι­σλα­μί­ζο­νται οι ηγε­μό­νες, βου­δι­στές ή ιν­δουι­στές μέ­χρι τό­τε και, στη συ­νέ­χεια, ο λα­ός, τι άλ­λο να κά­νει και αυ­τός; Οι ηγε­μό­νες, σουλ­τά­νοι πλέ­ον με το όνο­μα, εί­χαν βρει τρό­πο απε­γκλω­βι­σμού από την ιν­δο­νη­σια­κή και την κι­νε­ζι­κή επιρ­ροή. Τo Ισλάμ ήταν θρη­σκεία απλή και, σε μια πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση, ελ­κυ­στι­κή για τον λαό. Κή­ρυσ­σε ένα εί­δος εξι­σω­τι­σμού, μέ­σα από την umma, την κοι­νό­τη­τα όλων των πι­στών, ασχέ­τως τά­ξε­ως και φυ­λής. Οι κά­στες του ιν­δουι­σμού δεν έπα­ψαν πο­τέ να εί­ναι απο­κρου­στι­κές σε πολ­λούς. Η επέ­κτα­ση του Ισλάμ, μέ­σω των εμπό­ρων, στην Άπω Ανα­το­λή, λί­γο πιο πριν αλ­λά και στα χρό­νια πε­ρί­που της «ανα­κά­λυ­ψης» της Αμε­ρι­κής από την Χρι­στια­νο­σύ­νη, πα­ρό­τι σχε­τι­κά άγνω­στη στα κα­θ’ ημάς, ήταν κα­θο­ρι­στι­κή για την πα­γκό­σμια ιστο­ρία.
H Μα­λαι­σία εί­ναι νε­α­ρό κρά­τος, προ­σέ­λα­βε την σύγ­χρο­νή της κρα­τι­κή υπό­στα­ση το 1957, με­τά από συ­γκρού­σεις με την βρε­τα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρία, στις οποί­ες συμ­με­τεί­χαν και οι τρεις εθνι­κές/θρη­σκευ­τι­κές ομά­δες της χώ­ρας: Μα­λαί­σιοι, Κι­νέ­ζοι, Ιν­δοί. Η ρα­γδαία ανά­πτυ­ξη της χώ­ρας επί σει­ρά ετών, με ρυθ­μούς αύ­ξη­σης του ΑΕΠ 10% ̶ μι­λά­γα­νε τό­τε για τις «τί­γρεις» της ΝΑ Ασί­ας, οι οι­κο­νο­μο­λό­γοι ̶ συ­νο­δεύ­τη­κε από την προ­σπά­θεια σφυ­ρη­λά­τη­σης εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας. Η οποία κα­τέ­λη­ξε κά­πως… εθνο­θρη­σκευ­τι­κή. Σε κά­ποιο βαθ­μό, και μέ­σω της ενί­σχυ­σης εκ των άνω του ισλα­μι­κού και του (ταυ­τι­ζό­με­νου τε­χνηέ­ντως και γε­νι­κώς και αο­ρί­στως με αυ­τό) ακραιφ­νώς (;) μα­λαι­σια­νού στοι­χεί­ου, ει­δι­κά στα χρό­νια της δια­κυ­βέρ­νη­σης του επι­τυ­χη­μέ­νου εκ­συγ­χρο­νι­στή, αντια­ποι­κιο­κρά­τη και αντι­δυ­τι­κού αρα­βό­φι­λου πρω­θυ­πουρ­γού Mahathir bin Mohamad (1981-2003 και 2018-2020): στις επι­γρα­φές επι­τρέ­πε­ται προ­αι­ρε­τι­κά η χρή­ση και του αρα­βι­κού αλ­φα­βή­του, πλην του κα­θιε­ρω­μέ­νου λα­τι­νι­κού.


(Γρή­γο­ρες σκέ­ψεις: τα αλ­φά­βη­τα πα­ρα­πέ­μπουν σε ταυ­τό­τη­τες, υιο­θε­τού­με­να συ­νή­θως ορί­ζουν και δια­χω­ρί­ζουν. Από τό­τε που «χώ­ρι­σαν» κα­θό­τι χώ­ρι­σαν την χώ­ρα τους— οι Κρο­ά­τες χρη­σι­μο­ποιούν απο­κλει­στι­κά το λα­τι­νι­κό και οι Σέρ­βοι, κα­τά κύ­ριο λό­γο, το κυ­ριλ­λι­κό, καί­τοι μι­λούν την ίδια γλώσ­σα, τα σερ­βο­κρο­α­τι­κά, και οι μεν και οι δε. Οι ιν­δουι­στές, κυ­ρί­ως Ιν­δοί, μι­λούν τα χί­ντι και τα γρά­φουν με ένα σαν­σκρι­τι­κής προ­έ­λευ­σης αλ­φά­βη­το, οι Πα­κι­στα­νοί μι­λούν σχε­δόν την ίδια γλώσ­σα, την λέ­νε ουρ­ντού, την γρά­φουν με αρα­βι­κό, εί­ναι μου­σουλ­μά­νοι).

Στην συ­μπε­ρι­φο­ρά σε δη­μό­σιους χώ­ρους απα­γο­ρεύ­ε­ται η δια­χυ­τι­κό­τη­τα, για οι­κο­γε­νεια­κά ζη­τή­μα­τα των μου­σουλ­μά­νων υπάρ­χουν ει­δι­κά θρη­σκευ­τι­κά δι­κα­στή­ρια, τα αρα­βι­κά δι­δά­σκο­νται ως δεύ­τε­ρη ξέ­νη γλώσ­σα στο σχο­λείο, πα­ράλ­λη­λα προς τα αγ­γλι­κά με δα­σκά­λους εκ­παι­δευ­μέ­νους στο Κάι­ρο, στο πα­νε­πι­στή­μιο του Al-Azhar.



Από το μετρό της Κουάλα Λούμπουρ – Στην γειτονική, και πιο «δυτική», Σιγκαπούρη απαγορεύεται αντίστοιχα η ομιλία σε κινητό
Από το μετρό της Κουάλα Λούμπουρ – Στην γειτονική, και πιο «δυτική», Σιγκαπούρη απαγορεύεται αντίστοιχα η ομιλία σε κινητό



Τα πα­λαιό­τε­ρα τζα­μιά συν­δυά­ζουν μαυ­ρι­τα­νι­κές και ιν­δι­κές επιρ­ρο­ές, όπως το Mε­γά­λο Τζα­μί του Σουλ­τά­νου Abdul Samad, έρ­γο Βρε­τα­νού αρ­χι­τέ­κτο­να στα μέ­σα του 19ου αιώ­να, στο κέ­ντρο της Κουά­λα Λού­μπουρ. Λι­τά και ανά­λα­φρα, κυ­ριαρ­χεί σε αυ­τά το λευ­κό εξω­τε­ρι­κά και τα παλ χρώ­μα­τα μέ­σα.



Το Μεγάλο Τζαμί του Σουλτάνου Abdul Samad, εντελώς downtown στην Κουάλα Λούμπουρ, με εφετζίδικους καπνούς
Το Μεγάλο Τζαμί του Σουλτάνου Abdul Samad, εντελώς downtown στην Κουάλα Λούμπουρ, με εφετζίδικους καπνούς



Στα νε­ό­τε­ρα, από τα πο­λύ φτω­χι­κά με τους τσί­γκι­νους τρού­λους, στα μι­κρά χω­ριά (kampung), μέ­χρι και τα μνη­μειώ­δη, θαρ­ρείς και επι-/ανα-βιώ­νει το χρω­μα­τι­κό πα­νη­γύ­ρι του πά­λαι πο­τέ ευ­ρέ­ως δια­δε­δο­μέ­νου ιν­δουι­σμού. Οι Μα­λαί­σιοι, έστω και αν τε­λι­κά δεν έχουν τα­μπε­ρα­μέ­ντο πει­ρα­τών, εί­ναι θα­λασ­σι­νός λα­ός: τα τζα­μιά τους χτί­ζο­νται, στο μέ­τρο του εφι­κτού, πα­ρά­λια, πα­ρα­πο­τά­μια, πα­ρα­λί­μνια.



To παραθαλάσσιο τζαμί Selat Melaka, στην Μαλάκκα, την ώρα της απογευματινής προσευχής
To παραθαλάσσιο τζαμί Selat Melaka, στην Μαλάκκα, την ώρα της απογευματινής προσευχής



Και τέ­λος, η Putrajaya και η «εθνι­κή ψυ­χή»

Νέα – διοι­κη­τι­κή μό­νο – πρω­τεύ­ου­σα της χώ­ρας, από το 1999, εί­ναι η Putrajaya, 40 και βά­λε χι­λιό­με­τρα από την Κουά­λα Λού­μπουρ. Χτι­σμέ­νη στο νη­σί μιας τε­χνη­τής με­γά­λης λί­μνης που προ­έ­κυ­ψε χά­ρη σε φράγ­μα­τα σε πα­ρα­κεί­με­νους πο­τα­μούς, συν­δέ­ε­ται με κρε­μα­στές «κα­λα­τρα­βι­κές» γέ­φυ­ρες με την γύ­ρω στε­ριά. Με μια αρ­χι­τε­κτο­νι­κή σε­μνά φου­του­ρι­στι­κή, η οποία ανα­δει­κνύ­ει, δια­κρι­τι­κά και συν­δυα­στι­κά, πολ­λά στοι­χεία της ισλα­μι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής. Όλα σχε­δόν τα κυ­βερ­νη­τι­κά κτί­ρια εί­ναι έρ­γα Μα­λαί­σιων αρ­χι­τε­κτό­νων. Το κι­νε­ζι­κό και το ιν­δι­κό στοι­χείο απου­σιά­ζουν εμ­φα­νώς από το αστι­κό το­πίο. Κο­ντά στην Putrajaya έχει χτι­στεί προ­σφά­τως και η Cyberjaya, φυ­τώ­ριο start-up εται­ριών τε­χνη­τής νοη­μο­σύ­νης.



Cyberjaya
Cyberjaya



Περ­πά­τη­σα στα πάρ­κα, τις αχα­νείς εκτά­σεις αστι­κού πρα­σί­νου, και στους φαρ­διούς άδειους δρό­μους αυ­τής της τε­χνη­τά νη­σιω­τι­κής νέ­ας πρω­τεύ­ου­σας. Ήταν Σάβ­βα­το. Οι δη­μό­σιοι υπάλ­λη­λοι ζουν, οι πιο πολ­λοί, στην Κουά­λα Λού­μπουρ. Πη­γαι­νο­έρ­χο­νται με έναν τα­χύ­τα­το προ­α­στια­κό. Υπήρ­χε στην ατμό­σφαι­ρα κά­τι το από­κο­σμο και το εξω­πραγ­μα­τι­κό, που δεν οφει­λό­ταν τό­σο στην σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κή απου­σία κό­σμου μια μέ­ρα αρ­γί­ας. Μου πή­ρε κά­ποιο χρό­νο να το κα­τα­λά­βω: ήταν η έλ­λει­ψη δια­φη­μί­σε­ων. Ολο­κλη­ρω­τι­κή· ακό­μη και οι ανα­γκαί­ες για την κυ­κλο­φο­ρία επι­γρα­φές ήταν δια­κρι­τι­κές. Αί­σθη­ση γοη­τευ­τι­κή, ονει­ρι­κή, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή.
Ο αγ­γλο­σα­ξο­νι­κός του­ρι­στι­κός οδη­γός (Lonely planet), αλ­λά και άλ­λα κεί­με­να γραμ­μέ­να από δυ­τι­κούς, λέ­νε πως η Putrajaya «δεν έχει ψυ­χή». Προ­φα­νώς η Putrajaya, πέ­ρα από τους πρα­κτι­κούς λό­γους, χτί­στη­κε για να εν­σαρ­κώ­σει (sic), ή έστω να εμπε­δώ­σει κά­ποια στιγ­μή, την εθνι­κή ψυ­χή, για να επι­σκιά­σει τον αχταρ­μά της χα­ο­τι­κής, εθνι­κά ακα­θό­ρι­στης, και μαυ­λι­στι­κής Κουά­λα Λού­μπουρ. Μια απλή, υπο­τί­θε­ται, και λει­τουρ­γι­κή «εθνι­κή/ εθνο­θρη­σκευ­τι­κή» ψυ­χή, ενιαία.

(Γρή­γο­ρες σκέ­ψεις: το σκέ­φτη­καν, θαρ­ρείς, πο­λύ πρα­κτι­κά οι εμπνευ­στές της, και το έκα­ναν αμέ­σως πρά­ξη, να δού­με όμως τι θα βγει…).

Τα ίδια λέ­νε πά­ντως, πε­ρί «ανυ­παρ­ξί­ας ψυ­χής» στις νε­ό­κο­πες μη δυ­τι­κές πρω­τεύ­ου­σες, οι δυ­τι­κοί του­ρι­στι­κοί οδη­γοί και για όλες σχε­δόν τις νέ­ες πρω­τεύ­ου­σες, που εί­ναι (ακό­μη) δί­χως ιστο­ρία, ακό­μα. Χτι­σμέ­νες απλό­χε­ρα σε απέ­ρα­ντους άδειους χώ­ρους, εκ του μη­δε­νός, σχε­δια­σμέ­νες επι­με­λώς. Τα λέ­νε και για την τέ­ως Αστά­να (νυν Νουρ­σουλ­τάν) του Κα­ζακ­στάν, αλ­λά και για τις νέ­ες πρω­τεύ­ου­σες που ακό­μα χτί­ζο­νται —(εν εί­δει ασφα­λούς προ­βλέ­ψε­ως στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή;)—: Την Νου­σα­ντά­ρα αλ­λά και την New City (στην Αί­γυ­πτο, ετοι­μο­πα­ρά­δο­τη σχε­δόν). Τα ίδια, ψυ­χα­νε­μί­ζο­μαι, θα πουν και για την Neom της Σα­ου­δι­κής Αρα­βί­ας, που εί­ναι στα σπάρ­γα­να ακό­μα. Εί­χε ει­πω­θεί κά­τι ανά­λο­γο και για την Μπρα­ζί­λια, πιο πα­λιά. Τώ­ρα ξε­χά­στη­κε, η πό­λη αυ­τή αρ­χί­ζει να γί­νε­ται πα­λιά, έχει και φα­βέ­λες(!).



Putrajaya, η πρωθυπουργική κατοικία
Putrajaya, η πρωθυπουργική κατοικία



Κά­νω της σκέ­ψη πως κά­ποιοι δυ­τι­κοί, ει­δι­κά οι μα­ταιό­σπου­δοι, ίσως να τα λέ­νε τού­τα, να τα σκέ­φτο­νται και να τα νιώ­θουν, κι­νού­με­νοι από ζή­λεια κρυ­φή ή από υπο­συ­νεί­δη­τη πι­κρία. Αυ­τές οι «νέ­ες πό­λεις» τους ([υπ]εν)θυ­μί­ζουν πως εί­ναι οι ίδιοι κά­πως «πα­λιοί» (ή και… «πα­λαιοί των ημε­ρών», οι κα­τε­χό­με­νοι από αί­σθη­ση λευ­κής υπε­ρο­χής), σε έναν κό­σμο όπου το επί­κε­ντρο δεν εί­ναι πια η «πα­λαιά» Δύ­ση. Επι­πλέ­ον, δεν χτί­ζο­νται σή­με­ρα πό­λεις εκ τους μη­δε­νός στη Δύ­ση, δεν υπάρ­χει ίσως κά­ποια (ψευδ)αί­σθη­ση για την δυ­να­τό­τη­τα μιας νέ­ας αρ­χής. Η πρό­θε­ση για μια τέ­τοια σπα­τά­λη δεν θα αντι­με­τω­πι­ζό­ταν ως εύ­λο­γη, θα θε­ω­ρεί­το ανώ­φε­λη και ανορ­θο­λο­γι­κή. (Και μάλ­λον θα ήταν…). Βέ­βαια, το «πα­λαιό» και το «πα­λαι­ι­κό» στοι­χείο σε μια πό­λη έχει την γοη­τεία του και την αξία του. Εί­ναι, εξ ορι­σμού, και αντι­κεί­με­νο του­ρι­στι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος, πο­λύ κερ­δο­φό­ρο, κα­θό­τι το τα­ξί­δι του του­ρί­στα στο χώ­ρο με­τα­τρέ­πε­ται αυ­το­μά­τως και σε τα­ξί­δι στο χρό­νο… (δη­μιουρ­γία υπε­ρα­ξί­ας). Δεν ανα­φέ­ρο­μαι φυ­σι­κά σε αρ­χαιό­τη­τες στην εξο­χή, που εί­ναι σκη­νι­κά, ανοι­χτά μου­σεία. Τέ­λος πά­ντων, αυ­τές οι σκέ­ψεις εί­ναι ίσως άγο­νες και αντι­πα­ρα­γω­γι­κές. Στα­μα­τώ.
Δεν έχω τε­λι­κά τι να πω. Ψυ­χή πά­ντως έχουν, οπωσ­δή­πο­τε, υπέρ­βα­ρη οι πο­λύ γέ­ροι, λί­γο πριν την πα­ρα­δώ­σουν για ζύ­γι­σμα στο επέ­κει­να… Ανα­ντίρ­ρη­τα, οι πα­λιές πό­λεις δια­θέ­τουν μια υπε­ρεκ­χει­λί­ζου­σα συλ­λο­γι­κή ψυ­χή, την οποία έχουν δια­μορ­φώ­σει αι γε­νε­αί πά­σαι  — έχω κα­τά νου την Ρώ­μη. Μια ψυ­χή η οποία δί­νει την πνοή της στο χώ­ρο, αρ­χι­κά, ο οποί­ος, ανα­γκα­στι­κά, αυ­τό­μα­τα, ενί­ο­τε δε και ασφυ­κτι­κά, επι­δρά στον κά­τοι­κο ή και τον επι­σκέ­πτη, τον κα­τα­κλύ­ζει και του επι­βάλ­λε­ται. Γρα­φι­κό φαι­νό­με­νο, ίσως. Από την άλ­λη, οι τε­λεί­ως νε­ό­δμη­τες πρω­τεύ­ου­σες των και­ρών μας, ό,τι και να θέ­λουν να προ­βά­λουν  — ̶π.χ. κά­ποια ισλα­μι­κή κλη­ρο­νο­μιά, αλη­θι­νή η ιδε­α­τή, μα­ζί με μια λα­χτά­ρα να φέ­ρουν κο­ντύ­τε­ρα ένα τε­χνο­κρα­τι­κό μέλ­λον: εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση της Putrajaya— ̶ εί­ναι σαν τα παι­διά. Εντυ­πω­σιά­ζουν με τη χά­ρη τους αλ­λά δεν επι­βάλ­λο­νται. Ο κα­θέ­νας μπο­ρεί να προ­βάλ­λει σε αυ­τές ό,τι επι­θυ­μία ή διά­θε­ση έχει, κα­θό­τι η αι­σθη­τι­κή τους χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ακό­μη από μια δη­μιουρ­γι­κή ασά­φεια.. (Όπως κά­νουν και πολ­λοί γο­νείς με τα παι­διά τους...). Με απο­τέ­λε­σμα μια ανά­λα­φρη αί­σθη­ση ελευ­θε­ρί­ας.

(Γρή­γο­ρες σκέ­ψεις: μια αί­σθη­ση ελευ­θε­ρί­ας γεν­νά και σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κή έλ­λει­ψη αστυ­νο­μία στους δρό­μους. Αλ­λά αυ­τή η έλ­λει­ψη υπήρ­χε και στην Κουά­λα Λού­μπουρ. Τό­σο εξω­ευ­ρω­παϊ­κή… Τό­σο ξε­χα­σμέ­νη. Ανη­συ­χη­τι­κή στην αρ­χή. Κα­θη­συ­χα­στι­κή στη συ­νέ­χεια. Πα­ρέ­χει μια μυ­στι­κή αί­σθη­ση ασφά­λειας. Συ­νο­δευό­με­νη, όμως, και από την πα­ντα­χού πα­ρου­σία ση­μαιών. Να επι­κρα­τεί τά­χα στην Μα­λαι­σία τό­ση αρ­μο­νία; Πά­ντως, που­θε­νά, μα που­θε­νά, στον κό­σμο δεν έχω δει τέ­τοια πυ­κνό­τη­τα (επι)σή­μαν­σης και υπό­μνη­σης, ανά πά­σα στιγ­μή, του κρά­τους όπου βρί­σκε­ται κα­νείς μέ­σω της κα­τά­χρη­σης ση­μαιών. Πιά­νουν τό­πο πά­ντως. Μή­πως η πο­λι­τεία ανη­συ­χεί πως κά­ποιοι, ξέ­νοι ή ντό­πιοι, μπο­ρεί να το λη­σμο­νή­σουν, μια στιγ­μή έστω;)



Putrajaya, το τζαμί Putra
Putrajaya, το τζαμί Putra



Το βα­νά­κι αφή­νει την Κουά­λα Λού­μπουρ και μας με­τα­φέ­ρει προς ένα εθνι­κό πάρ­κο, στην ζού­γκλα. Σκέ­φτο­μαι πά­λι την «εθνι­κή ψυ­χή» της χώ­ρας. Από τη μια μα­ντί­λες οι εθνο­τι­κά Μα­λαί­σιες, από την άλ­λη καυ­τά σορτς οι πο­λυά­ριθ­μες εθνο­τι­κά Κι­νέ­ζες της χώ­ρας. Δί­πλα δί­πλα, στους ίδιους χώ­ρους. Κα­τα­φέρ­νουν και συμ­βιώ­νουν ει­ρη­νι­κά, αν και δεν υπάρ­χει πλέ­ον με­γά­λη «ανά­μι­ξη». Σκέ­φτο­μαι πό­σους τούρ­κι­κους κα­μπι­νέ­δες εί­δα δί­πλα από ευ­ρω­παϊ­κά WC (με λε­κά­νη). Μπας και κα­τα­λά­βω τι παί­ζει… Πό­σο νε­ο­τε­ρι­κή εί­ναι η χώ­ρα. Ή πό­σο δυ­τι­κό­στρο­φη.
Η χώ­ρα εί­ναι σε μια φά­ση με­τά­βα­σης. Χω­ρίς όμως την μα­νία της εθνι­κής κα­θα­ρό­τη­τας, που γέν­νη­σε τό­σα ευ­ρω­παϊ­κά κρά­τη και που οδή­γη­σε στο θά­να­το τό­σους Ευ­ρω­παί­ους. Εδώ το ζή­τη­μα τί­θε­ται και απα­ντιέ­ται εθνο­θρη­σκευ­τι­κά, και οι εθνο­τι­κές δια­φο­ρές —υπαρ­κτές, όχι επι­νοη­μέ­νες, όπως στην Βοσ­νία— ̶ (συγ)κα­λύ­πτο­νται από το θρη­σκευ­τι­κό στοι­χείο. Επι­δέ­ξια αμ­φι­ση­μία. Εξάλ­λου γνω­ρί­ζου­με πως οι Μα­λαί­σιοι, έχουν αλ­λά­ξει στο πα­ρελ­θόν εύ­κο­λα θρη­σκεία.

Εί­ναι ωραί­οι οι Μα­λαί­σιοι; Ωραί­ες οι Μα­λαί­σιες; (Οι… «βε­ρι­τάμπλ», όχι αυ­τοί που φέρ­νουν σα­φώς σε Κι­νέ­ζο ή Ιν­δό...). Δεν θα το έλε­γε κα­νείς… Με εντυ­πω­σια­κή και γοη­τευ­τι­κή εξαί­ρε­ση όσους/ες χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από ερ­μα­φρό­δι­τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, από μια ασά­φεια φύ­λου, μια δη­μιουρ­γι­κή ασά­φεια.
Κοι­τά­ζω δί­πλα στο δρό­μο τις ατέ­λειω­τες φυ­τεί­ες φοι­νί­κων για φοι­νι­κό­λα­δο που επε­κτεί­νο­νται ιλιγ­γιω­δώς κα­τα­τρώ­γο­ντας την ζού­γκλα. Οι­κο­λο­γι­κά κα­τά­πτυ­στη ει­κό­να. Η Μα­λαι­σία εί­ναι ο 4ος με­γα­λύ­τε­ρος πα­ρα­γω­γός φοι­νι­κε­λαί­ου στον κό­σμο. Και εί­ναι, (και) για αυ­τό, σε κα­λή θέ­ση στους πί­να­κες των διε­θνών ορ­γα­νι­σμών, όσον αφο­ρά το δια­θέ­σι­μο ει­σό­δη­μα των πο­λι­τών της. Πράγ­μα­τα που φαί­νο­νται πα­ντού και πά­ντα στην πει­σμα­τι­κά ανα­πτυσ­σό­με­νη αυ­τή χώ­ρα.

Κρις



Σκέ­φτο­μαι ξαφ­νι­κά πως δεν έχω δει ακό­μη kris. Δί­πλα μου μι­λά­ει με­γα­λό­φω­να ένα ζεύ­γος Βρε­τα­νών. Λες και δεν τους ακού­ει, λες και δεν τους κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς. Λο­γο­φέ­ρουν. Προ­σπα­θώ να μην τους ακούω. Τα λό­για τους κό­βουν σα μα­χαι­ριές τον ειρ­μό των σκέ­ψε­ών μου και πλη­γώ­νουν την κα­θη­λω­τι­κή ηρε­μία τους το­πί­ου…

— Chris! λέ­ει από­το­μα κά­ποια στιγ­μή η γυ­ναί­κα στον άντρα.


 

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: