H Sophia de Mello Breyner Andresen, η «Σοφία» όπως την αναφέρουν, με μια τρυφερή αίσθηση πηγαίας οικειότητας, πολλοί Πορτογάλοι, ακριβώς όπως αναφέρουν και την Amália Rodrigues απλώς ως «Αμάλια», γεννήθηκε το 1919 στο Πόρτο και πέθανε το 2004 στη Λισαβόνα. Ήταν παιδί μας πλούσιας οικογένειας της παλαιάς πορτογαλικής αριστοκρατίας και μεγάλωσε με πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό γύρω της. Ο προπάππους της, από την πλευρά του πατέρα, ήταν Δανός, και ο παππούς της είχε αγοράσει ένα τεράστιο κτήμα, το οποίο σήμερα είναι ο Βοτανικός Κήπος του Πόρτο, στο οποίο η Sophia πέρασε πάμπολλες ώρες της παιδικής της ηλικίας. Η επαφή με τη φύση ως παιδί τη σημάδεψε, μεταφυσικά σχεδόν, όπως τη σημάδεψαν και πολλά χριστουγεννιάτικα, και όχι μόνον, έθιμα της βόρειας Ευρώπης. Η μητέρα της ήταν θυγατέρα του κόμη της Μάφρα, γιατρού και φίλου του βασιλιά της Πορτογαλίας D. Carlos, και εγγονή του μεγαλοεπιχειρηματία και κόμη Henrique Burnay, βελγικής καταγωγής.
Έλαβε αυστηρότατη καθολική ανατροφή, φοίτησε σε καθολικά σχολεία και, φοιτήτρια πλέον στο πανεπιστήμιο της Λισαβόνας, όπου παρακολούθησε μαθήματα Κλασικής Φιλολογίας (1936-1939), χωρίς να αποφοιτήσει, ηγήθηκε συντηρητικών καθολικών και οιονεί φιλοκαθεστωτικών νεολαιίστικων κινημάτων. Άρχισε να συνεργάζεται νεότατη με τη λογοτεχνική επιθεώρηση Cadernos de Poesia, όπου γνώρισε σημαντικούς διανοούμενους και ποιητές, όπως τον Jorge de Sena και τον Rui Cinatti, με τους οποίους αλληλογραφούσε. Έτσι, στη συνέχεια στράφηκε προς τις πιο φιλελεύθερες ιδέες των μοναρχικών, κατήγγειλε τον σαλαζαρισμό και ήρθε σε επαφή με σχετικά προοδευτικούς και αντιπολιτευόμενους το φασιστικό καθεστώς καθολικούς κύκλους.
Στη σταδιακή ιδεολογική μεταστροφή της σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο γάμος της με τον Francisco Sousa Tavares (1946), με τον οποίοι απέκτησε πέντε παιδιά, δικηγόρο, δημοσιογράφο, πολιτικό —χρημάτισε Υπουργός Ποιότητας Ζωής στην 9η Συνταγματική Κυβέρνηση της Πορτογαλίας (1984-1985)— ο οποίος υπεράσπισε πολλούς πολιτικούς κρατούμενους επί σαλαζαρισμού και υποστήριξε τον Humberto Delgado, τον υποψήφιο για την προεδρία (1958), ο οποίος ήταν δηλωμένα αντισαλαζαρικός και δολοφονήθηκε από την PIDE, τη μυστική αστυνομία του καθεστώτος. Στον τόμο διηγημάτων Contos Exemplares (1962), στον οποίο η συγγραφέας προσπαθεί να «παντρέψει» την έννοια της πολιτικής παρέμβασης με την βιωματική ανθρωπιστική και χριστιανική της κοσμοαντίληψη υπάρχει μια αφιέρωση στο σύζυγό της: «Στον Φρανσίσκου, που μου έμαθε το κουράγιο και την χαρά του άνισου αγώνα». Η Sophia συμμετείχε στην ίδρυση της Εθνικής Επιτροπής Αρωγής στους Πολιτικούς Κρατούμενους, Πρόεδρος της Πορτογαλικής Γενικής Συνέλευσης Συγγραφέων και, μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων (1974) που ανέτρεψε τη δικτατορία, διετέλεσε βουλευτής της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Αυστηρή και «ανοιχτή» συνάμα στα πράγματα των καιρών που της έλαχαν να ζήσει, σκιαγραφεί απλά, κομψά και έντιμα τη στάση της απέναντι στα πράγματα στο ποίημα «Μακάρι»: «Μακάρι να μη μ’ έδεναν όρια κι εντολές/ Ω ζωή με τις χίλιες όψεις που με ξεπερνούν/ Να μπορώ τις προσκλήσεις σου να κάνω δεκτές/ Ενώ αιωρούνται απ’ τις στιγμές που περνούν».
Το εκτενέστατο έργο της περιλαμβάνει πολλές ποιητικές συλλογές —η πρώτη εκδόθηκε το 1944 και περιλάμβανε ακόμη και ποιήματα από την εφηβεία της—, συλλογές διηγημάτων, ιστορίες για παιδιά, δοκίμια, θεατρικά έργα και εξαιρετικές μεταφράσεις, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν μεταφράσεις του Ευριπίδη, του Κλοντέλ, του Σαίξπηρ και του Δάντη. Ήταν η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο για συγγραφέα που γράφει στα πορτογαλικά, το βραβείο Camões (1999), ενώ της απονεμήθηκαν επίσης τα βραβεία Max Jacob για την ποίηση (2001) και Reina Sofía για την ιβηροαμερικανική ποίηση (2003).
Η ποίηση της Sophia, ως προς τη θεματολογία της, είναι ευρύτατη, συνοπτικά όμως θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως:
Η γλώσσα της ποιήτριας, απλή και ευθύβολη, χωρίς βερμπαλισμούς και ποιητικίζουσες φιοριτούρες, χαρακτηρίζεται από έναν ιερατικό(sic), παρότι συχνά αναπάντεχα οικείο, τόνο, από εκφραστική αυστηρότητα και πυκνότητα, από μια επιδέξια και διακριτική υποβολή οραματικών καταστάσεων στον αναγνώστη, από σύμβολα, αλληγορίες και, κυρίως, από την ανάδειξη της σχέσης των λέξεων με τα πράγματα, σε έναν κόσμο ολόφωτο, όπου νους και ρυθμός, άλλοτε με ρίμα και άλλοτε χωρίς, συμβαδίζουν τέλεια, περνώντας μέσα από τις μελωδικές φόρμες, στην ανέλιξη κάθε ποιήματος. Παρά τη βαθύτητα των νοημάτων, η ποιήτρια, χάρη στη γλωσσική διαφάνεια της ποίησής της, δεν είναι ερμητική σε ό,τι αφορά την ποιητική της. Για το λόγο δε αυτό, μαζί με τα άλλα πολύ «πορτογαλικά» στοιχεία που αναφέραμε, ίσως να ήταν και να είναι ακόμα δημοφιλής στους Πορτογάλους. Σε τούτο συνέβαλε ο μοντερνισμός στην έκφραση και ο κλασικισμός στον τόνο των ποιημάτων της, σε ένα μόνιμα διαλεκτικό παιχνίδισμα. Αναγνωρίζοντας την απόλυτη πρωτοκαθεδρία του αισθητικού στοιχείου, η Sophia συνεργάσθηκε με συγγραφείς και καλλιτέχνες ποικίλων ιδεολογιών, αντιλήψεων και στάσεων .
https://www.loc.gov/item/93842...