Τέσσερα μη μεταφράσιμα σονέτα για τον Ισπανικό Εμφύλιο και τον φρανκισμό

ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ-ΠΑ­ΡΟΥ­ΣΙΑ­ΣΗ-ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΗ
Νί­κος Πρα­τσί­νης






Στις 17 με 18 Ιου­λί­ου του 1936 εκ­δη­λώ­θη­κε το στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα του στρα­τη­γού Φράν­κο, στην Ισπα­νία, ενα­ντί­ον της νό­μι­μα εκλεγ­μέ­νης κυ­βέρ­νη­σης του Λαϊ­κού Με­τώ­που. Τον Φράν­κο ακο­λού­θη­σε μέ­ρος του στρα­τού και με­γά­λο μέ­ρος του επι­χει­ρη­μα­τι­κού κό­σμου της χώ­ρας. Το γε­γο­νός πυ­ρο­δό­τη­σε τον Ισπα­νι­κό Εμ­φύ­λιο, που άφη­σε πί­σω του 500.000 θύ­μα­τα, και από τις δύο πλευ­ρές. Κα­θώς και μια Κοι­νω­νι­κή Επα­νά­στα­ση, υπο­στη­ρι­ζό­με­νη από τους αναρ­χι­κούς κα­τά βά­ση, στην Κα­τα­λο­νία, το Λε­βά­ντε, την Αρα­γο­νία, την Αν­δα­λου­σία, κα­τά κύ­ριο λό­γο. Ο Φράν­κο, με τη βο­ή­θεια της να­ζι­στι­κής Γερ­μα­νί­ας και της φα­σι­στι­κής Ιτα­λί­ας, κα­θώς και την πο­λι­τι­κή της «μη επέμ­βα­σης» των δη­μο­κρα­τιών της Αγ­γλί­ας και της Γαλ­λί­ας, επε­κρά­τη­σε το 1939. Πολ­λές δε­κά­δες χι­λιά­δων από την πλευ­ρά των ητ­τη­μέ­νων πέ­θα­ναν σε στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης, 500.000 πε­ρί­που ανα­γκά­στη­καν να πά­ρουν το δρό­μο της εξο­ρί­ας. Εί­χε αρ­χί­σει η μα­κρά νύ­χτα της φα­σι­στι­κής δι­κτα­το­ρί­ας του Φράν­κο.
Με τον θά­να­το του Φράν­κο, τον Νο­έμ­βριο του 1975, και βά­σει της φραν­κι­κής νο­μο­θε­σί­ας, η εξου­σία, σχε­τι­κά ομα­λά, με­τα­βι­βά­σθη­κε στον βα­σι­λιά Χουάν Κάρ­λος. Οι δη­μο­κρα­τι­κοί θε­σμοί απο­κα­τα­στά­θη­καν στα­δια­κά και, χά­ρη στον Νό­μο πε­ρί Αμνη­στί­ας του 1977, οι άν­θρω­ποι του Φράν­κο πα­ρέ­μει­ναν στις θέ­σεις τους, δί­χως συ­νέ­πειες, ακό­μη και οι υπεύ­θυ­νοι για εγκλή­μα­τα κα­τά την δια­δι­κα­σία της με­θο­δευ­μέ­νης με­τα­πο­λί­τευ­σης, όπως για τη Σφα­γή της Βι­τό­ρια (1975) από αστυ­νο­μι­κές δυ­νά­μεις και τη Σφα­γή στην Ατό­τσα (1977), από ακρο­δε­ξιούς τρο­μο­κρά­τες.
Πριν κά­ποια χρό­νια ξε­κί­νη­σε στην Ισπα­νία μια κί­νη­ση, η οποία αγκά­λια­σε ση­μα­ντι­κό μέ­ρος του πλη­θυ­σμού, με στό­χο την ανα­ψη­λά­φη­ση του πα­ρελ­θό­ντος, αρ­χής γε­νο­μέ­νης από την ανα­ζή­τη­ση των ομα­δι­κών τά­φων εκτε­λε­σθέ­ντων δη­μο­κρα­τι­κών και την ανα­γνώ­ρι­σή τους, και προ­χω­ρώ­ντας σε μια ανα­σύ­στα­ση και απο­κα­τά­στα­ση της ιστο­ρι­κής μνή­μης με­τά από από­πει­ρες δε­κα­ε­τιών να λη­σμο­νη­θεί. Ο Ρο­ντρί­γκεθ Φερ πρω­το­στα­τεί στην κί­νη­ση αυ­τή.



Ο Κλάουδιο Ροντρίγκεθ Φερ
Ο Κλάουδιο Ροντρίγκεθ Φερ



Ο Claudio Rodríguez Fer γεν­νή­θη­κε το 1956 στο Λού­γο της Γα­λι­κί­ας, στην Ισπα­νία. Εί­ναι εί­ναι ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας και δο­κι­μιο­γρά­φος, γρά­φο­ντας στα γα­λι­κια­νά, κα­θώς και με­λε­τη­τής της ισπα­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας, γρά­φο­ντας στα ισπα­νι­κά. Εί­ναι πρό­ε­δρος της Asociaociόn para la Dignificaciόn de las Víctimas del Fascismo en Galicia (Ένω­ση για την Από­δο­ση Σε­βα­σμού και Αξιο­πρέ­πειας στα Θύ­μα­τα του Φα­σι­σμού στην Γα­λι­κία). Κα­τέ­χει την έδρα Ποί­η­σης και Αι­σθη­τι­κής Valente στο πα­νε­πι­στή­μιο του Σα­ντιά­γο δε Κο­μπο­στέ­λα, διευ­θύ­νει την επι­θε­ώ­ρη­ση Moena και, από κοι­νού με την Carmen Blanco, τα τε­τρά­δια Uniόn Libre (Ελεύ­θε­ρη Ένω­ση). Έχει δι­δά­ξει ακό­μη σε πολ­λά μέ­ρη της Ευ­ρώ­πης, της Αμε­ρι­κής και της Αφρι­κής, έχει με­τα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες, το δε ποί­η­μά του «A Cabeleira» έχει με­τα­φρα­σθεί και έχει δη­μο­σιευ­θεί, δια­δι­κτυα­κά, σε εβδο­μή­ντα (με­τα­ξύ των οποί­ων και στα ελ­λη­νι­κά): https://​www.​aca​bele​ira.​com/​a_​cab​elei​ra_​mul​tili​nge.​html. Στα ελ­λη­νι­κά επί­σης έχει με­τα­φρα­στεί συλ­λο­γι­κά το δι­ή­γη­μά του Πε­τα­λού­δι­σέ με» https://​kon​stan​tino​s-​pal​eolo​gos.​blo​gspo​t.​com/​2017/​12/​bol​bore​tame-​de-​claudio-​rod​rigu​ez-​fer-​en.​html
Στα έρ­γα του κυ­ριαρ­χεί ο ερω­τι­κός βι­τα­λι­σμός, το «άνοιγ­μα» προς το δια­πο­λι­τι­σμι­κό στοι­χείο, η ελευ­θε­ρια­κή ου­το­πία, η ου­μα­νι­στι­κή ηθι­κή, η στρά­τευ­ση στον αντι­φα­σι­στι­κό αγώ­να, ο διά­λο­γος ανά­με­σα στις τέ­χνες και ο αι­σθη­τι­κός πει­ρα­μα­τι­σμός.
Έχει συ­γκε­ντρώ­σει τα ποι­ή­μα­τά του σε έναν τό­μο με τον τί­τλο Amores e clamores (Έρω­τες και κραυ­γές), τα πε­ζά σε άλ­λον, με τον τί­τλο Contos e descontos (Ιστο­ρί­ες και εκ­πτώ­σεις) και την οπτι­κή του ποί­η­ση στους τό­μους Cinepoemas (Κι­νο­ποι­ή­μα­τα), Cinepoética (Κι­νο­ποι­η­τι­κή) και Criptografías (Κρυ­πτο­γρα­φί­ες).



Γκρά­φι­τι σε τοί­χο του Λιο­μπρε­γκάτ (Κα­τα­λο­νία), φό­ρος τι­μής στη μνή­μη των Ισπα­νών μα­κί, δη­λα­δή των ανταρ­τών στην Ισπα­νία επί φραν­κι­σμού, αλ­λά και κα­τά των Γερ­μα­νών κα­τα­κτη­τών στην Γαλ­λία, πολ­λοί από τους οποί­ους ήταν εκτο­πι­σμέ­νοι του Ισπα­νι­κού Εμ­φυ­λί­ου.



Με αφορ­μή την επέ­τειο της έναρ­ξης του Ισπα­νι­κού Εμ­φυ­λί­ου, τον επό­με­νο μή­να, και σε σχέ­ση με την κί­νη­ση της απο­κα­τά­στα­σης της ιστο­ρι­κής μνή­μης και του σε­βα­σμού στα θύ­μα­τα του φραν­κι­σμού, μας έστει­λε τέσ­σε­ρα οπτι­κά σο­νέ­τα μα­ζί με ένα ση­μεί­ω­μα σχε­τι­κά με την οπτι­κή ποί­η­ση, κα­τά την οπτι­κή του, κα­θώς και κά­ποια λό­για για τα σο­νέ­τα.

Aς δού­με λοι­πόν τι λέ­ει ο ίδιος για την οπτι­κή ποί­η­ση:


ΟΠΤΙ­ΚΗ ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΚΑΙ ΟΙ­ΚΟΥ­ΜΕ­ΝΙ­ΚΗ ΕΠΑ­ΝΑ­ΣΤΑ­ΣΗ

Η οπτι­κή μου ποί­η­ση γεν­νιέ­ται από την ίδια ανά­γκη για ολο­κλη­ρω­μέ­νη γνώ­ση και εκ­φρα­στι­κό πει­ρα­μα­τι­σμό, από την οποία γεν­νιέ­ται και η λε­κτι­κή, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας όμως μέ­σα που εί­ναι πιο οι­κου­με­νι­κά και λει­τουρ­γούν λι­γό­τε­ρο πε­ριο­ρι­στι­κά στην επι­κοι­νω­νία από ό,τι τα γλωσ­σι­κά.
«Η ποί­η­ση εί­ναι ει­κό­να». Μια ει­κό­να αξί­ζει πιο πο­λύ από χί­λιες λέ­ξεις. «Μια ποι­η­τι­κή ει­κό­να αξί­ζει πιο πο­λύ από χί­λιες οπτι­κές ει­κό­νες. Κλπ κλπ. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι κα­θα­ρό πως μια ει­κό­να έχει αξία πιο πολ­λή, και για πιο πο­λύ, από χί­λιες λέ­ξεις, εάν δε η ποί­η­ση εί­ναι ει­κό­να ή, έστω, αυ­τό επι­ζη­τεί να εί­ναι, για­τί να μην την πραγ­μα­τώ­νου­με άμε­σα και απευ­θεί­ας μέ­σω ει­κό­νων, όπως συμ­βαί­νει με την σου­ρε­α­λι­στι­κή τέ­χνη;
Η οπτι­κή ποί­η­ση, η οποία, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υπάρ­χει από την αρ­χαιό­τη­τα, αν και, λό­γω των ελευ­θε­ρια­κών δυ­να­το­τή­των που προ­σφέ­ρει, βρί­σκε­ται σχε­δόν πά­ντα εκτός των κα­θο­ρι­σμέ­νων και ανα­γνω­ρι­σμέ­νων λο­γο­τε­χνι­κών κα­νό­νων, υπήρ­ξε πά­ντα ένα μέ­σο εκ των ων ουκ άνευ, στο οποίο κα­τέ­φυ­γαν όλες οι πρω­το­πο­ρί­ες, πα­ρό­τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει και κά­τι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από μια εναλ­λα­κτι­κή επι­λο­γή, από την άπο­ψη της μορ­φής, ακό­μη δε και της ση­μειο­λο­γί­ας, για­τί τρο­πο­ποιεί τον τρό­πο σκέ­ψης αυ­τού που την δη­μιουρ­γεί, κα­θώς και αυ­τού που την βλέ­πει, εγ­γρά­φο­ντάς την σε έναν οι­κου­με­νι­κό κώ­δι­κα που εί­ναι ανοι­χτός στην ου­το­πία, δη­λα­δή στην επα­νά­στα­ση για τη ζωή.

Ας δού­με τώ­ρα τι λέ­ει για τα 4 οπτι­κά σο­νέ­τα που ακο­λου­θούν και τα οποία, όπως κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς, δεν χρειά­ζε­ται/γί­νε­ται να με­τα­φρα­στούν:



T
α τέσ­σε­ρα οπτι­κά σο­νέ­τα αντα­να­κλούν την ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή του Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου, της φραν­κι­κής δι­κτα­το­ρί­ας, κα­θώς και της ελ­πί­δας για απε­λευ­θέ­ρω­ση στην Ισπα­νία: το πρώ­το ανα­πα­ρι­στά τις βλέ­ψεις του αγω­νι­ζό­με­νου προ­λε­τα­ριά­του κα­τά την Δεύ­τε­ρη Δη­μο­κρα­τία μέ­σα από το ξύ­λι­νο μέ­τρο που χρη­σι­μο­ποιού­σε στη δου­λειά του ο πα­τέ­ρας μου, το δεύ­τε­ρο ανα­πα­ρι­στά τον πό­λε­μο και την δι­κτα­το­ρία μέ­σα από τα κά­γκε­λα της φυ­λα­κής και εί­ναι, συμ­βο­λι­κά, κόκ­κι­νο και μαύ­ρο, το τρί­το ανα­πα­ρι­στά τη μα­κρά νύ­χτα της τυ­ραν­νί­ας μέ­σα από τους ιστούς της αρά­χνης, το τέ­ταρ­το ανα­πα­ρι­στά την ελ­πί­δα για απε­λευ­θέ­ρω­ση μέ­σα από το πέ­ρα­σμα από το κε­νό στον σπό­ρο, από αυ­τόν στο βλα­στό που ξε­φυ­τρώ­νει, και από αυ­τόν στην αν­θο­φο­ρία.


Σονέτο του προλεταριάτου
Σονέτο του προλεταριάτου
Σονέτο της φυλακής
Σονέτο της φυλακής
Σονέτο με τους ιστούς της αράχνης
Σονέτο με τους ιστούς της αράχνης
Σονέτο του σπόρου
Σονέτο του σπόρου
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: