Μεταξύ μας. Για τους άλλους – Ιντερμέδιο Ι

Ο Άγιο Ιερώνυμος, ο προστάτης άγιος των μεταφραστών κατά τους καθολικούς,  μεταφράζει τη Βίβλο στα λατινικά. Τον πίνακα έχει φιλοτεχνήσει ο Caravaggio και βρίσκεται στη Βαλέττα της Μάλτας. Αποδίδει αριστοτεχνικά τη σωματική ένταση που απαιτούν κάποιες μεταφραστικές στιγμές -το ξέρουν όσοι μεταφράζουν λογοτεχνία αυτό πολύ καλά. Πρόκειται για μια σωματική ένταση και συγκέντρωση που θα μπορούσε να παραπέμψει συνειρμικά και σε κάποιες ερωτικές στιγμές. Τελικά, φαίνεται πως  μεταφράζουμε με το χέρι.
Ο Άγιο Ιερώνυμος, ο προστάτης άγιος των μεταφραστών κατά τους καθολικούς, μεταφράζει τη Βίβλο στα λατινικά. Τον πίνακα έχει φιλοτεχνήσει ο Caravaggio και βρίσκεται στη Βαλέττα της Μάλτας. Αποδίδει αριστοτεχνικά τη σωματική ένταση που απαιτούν κάποιες μεταφραστικές στιγμές -το ξέρουν όσοι μεταφράζουν λογοτεχνία αυτό πολύ καλά. Πρόκειται για μια σωματική ένταση και συγκέντρωση που θα μπορούσε να παραπέμψει συνειρμικά και σε κάποιες ερωτικές στιγμές. Τελικά, φαίνεται πως μεταφράζουμε με το χέρι.

(H μεταφραστική σχέση ως αλληγορία της ερωτικής)


Τούτη τη φορά η στήλη δεν παρουσιάζει μια συζήτηση με κάποιο/α συνάδελφο, αλλά με τον κατεξοχήν συνάδελφό μου —λόγω της αναπόφευκτης (;) αλληλεγγύης και συνάφειας—, δηλαδή τον υπογράφοντα (με την ιδιότητα του μεταφραστή) το παρόν κείμενο. Έτσι, για διάλειμμα, για μια αλλαγή.[1]



Την αφορμή για το κείμενο μου την έδωσε η πολυετής συνάφειά με το σινάφι. Το μεταφραστικό σινάφι. Πάει καιρός που έχω φτάσει στο συμπέρασμα πως οι συνάδελφοι, μεταφράστριες και μεταφραστές λογοτεχνίας, μπορούν να καταταχθούν σε δυο κατηγορίες: σε αυτές και αυτούς που μιλούν πάντα, όπου και με όποιον και όποιαν βρεθούν, για το βιβλίο που μεταφράζουν (ενίοτε με αναφορές και σε άλλες μεταφράσεις τους, παλαιότερες ή… και μελλούμενες). Και σε εκείνους και εκείνες που δε βγάζουν ποτέ άχνα για το εκάστοτε βιβλίο που τους/τις συνοδεύει μεταφραστικά. Εκτός και αν ερωτηθούν ευθέως ή και αδιάκριτα. Και πάλι, με το τσιγκέλι. Θέλουν θαρρείς κάτι να κρύψουν. Και αυτό δε σχετίζεται με το αν είναι πολυμερείς ή μονομερείς χαρακτήρες. Πολλοί και πολλές τους, που είναι εγνωσμένα μονομερείς χαρακτήρες και έχουν ως επίκεντρο τη δουλειά τους, κρατούν το στόμα τους επιμελώς κλειστό για ό,τι μεταφράζουν, για τη δουλειά τους δηλαδή. Κατευθύνουν τεχνηέντως την κουβέντα σε άλλα θέματα. Θέματα που ίσως είτε αγνοούν είτε αδιαφορούν για αυτά. Από την άλλη, πολλοί πολυμερείς χαρακτήρες, από τους τύπους εκείνους οι είναι ικανοί να φλυαρούν επιτυχώς επί παντός επιστητού, επιμένουν να μιλούν για τα συγκεκριμένα μεταφραστικά τους προβλήματα -και τις αντίστοιχες μεταφραστικές τους απολαύσεις-, στις περιόδους που «βρίσκονται σε σχέση», ακόμη και όταν ο συνομιλητής τους είναι άμπαλος. Άμπαλος, στα περί τη λογοτεχνική μετάφραση. Ας όψεται για αυτό η αδιαφάνεια του μεταφραστή, που λένε. Συχνά όμως άμπαλος και στα περί τη γλώσσα και τη λογοτεχνία.

Σε μια ξαφνική αναλαμπή του νου συνειδητοποίησα πως σε κάπως ανάλογες κατηγορίες χωρίζονται και οι άνθρωποι ως προς το άτομο -ή τα άτομα- με το οποίο τους συνδέει σχέση ερωτική. Ή έστω ό,τι θα λέγαμε τσιλιμπούρδισμα ή ερωτοδουλειά διαρκείας, αυτό που είθισται κάποιοι αποκαλούν affaire και που ο Α. Ubidia ορίζει ως μικροπάθος[2]. Έχει παρατηρηθεί πως κάποιοι άνθρωποι τιτιβίζουν εδώ και εκεί ακατάπαυστα για τους έρωτες και τους νταλκάδες τους, ενώ κάποιοι άλλοι επιμένουν να παραμένουν εντελώς βουβοί, κινδυνεύοντας, στο πέρασμα του χρόνου, να χαρακτηριστούν αθεράπευτα και πεισματικά ανέραστοι από τις παρέες τους. Να συμβαίνει αυτό λόγω λιγότερης ή περισσότερης κτητικότητας και μυστικοπάθειας; Δε νομίζω. Μιλούν συνήθως πολύ αυτοί που προσμένουν το θαυμασμό των άλλων για την αγάπη τους (ή την κατάκτησή τους). Ή, στη χειρότερη, μια συμβουλή, σε κάποια δύσκολη στιγμή, σε μια ερωτική στενωπό. Αυτοί που δεν προσβλέπουν σε τίποτα από όλα αυτά, σωπαίνουν. Κάπως έτσι, νομίζω, πως εξηγείται και η στάση μεταφραστριών και μεταφραστών όσον αφορά τη σχέση τους με τις εκάστοτε μεταφραστικές τους ενασχολήσεις και έγνοιες.

Ένα άλλο στοιχείο στην μεταφραστική σχέση, η οποία την κάνει να (υπεν)θυμίζει την ερωτική είναι η πολύωρη συνύπαρξη (ή και συμβίωση) του μεταφραστή ή της μεταφράστριας με το μεταφραζόμενο βιβλίο. Μακριά από τα μάτια των ξένων. Καθώς και τη συγκινησιακή φόρτιση και συναισθηματική αλλοίωση που αυτή συνεπάγεται. Κάτι ανάλογο με τις πολύωρες κατ’ ιδίαν στιγμές των ερωτευμένων. Θα αντιτείνει κανείς πως ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται και σε άλλα δημιουργικά επαγγέλματα. Όπως, για παράδειγμα, σε αυτό του κατασκευαστή κοσμημάτων. Πολύ σωστά, εκεί όμως λείπει το στοιχείο ενός συνεχούς λεκτικού διαλόγου με την προς μετάπλαση πρώτη ύλη. Κάτι που υπάρχει στον έρωτα και οδηγεί στη συναισθηματική και σωματική εξοικείωση.( Ακόμη και ότι δεν υπάρχει ο διάλογος αλλά ο νους γυροφέρνει σε αυτόν: τι μου είπε, τι του/της είπα, τι του/της λέω, τι μου λέει, τι θα του/της πω, τι θα μου πεί;). Το ασήμι όμως δε μιλάει. Ενώ το άτομο που μεταφράζει λογοτεχνία έχει την αίσθηση, οφείλει να την έχει, έστω και ας είναι ψευδαίσθηση, πως το πρωτότυπο (ή… ο συγγραφέας: μια μικρή διαστροφή που θα δούμε στη συνέχεια) τού/τής μιλάει. (Αν δεν την έχει, κινδυνεύει σοβαρά να μην ξεπεράσει ποτέ την επαγγελματική μετριότητα, σοβαρά…). Και πως και το ίδιο, μέσα από το μεταφραστικό του έργο, συνεχώς απαντάει… Και αυτό δημιουργεί μια (υπό ευρεία έννοια) διαλογική σχέση ανάλογη με την ερωτική. Με στιγμές, ή και περιόδους, σύγκλισης και απόκλισης. Και με στιγμές αμφιβολίας. Το στοιχείο του λόγου, της πρόσληψης και της αφομοίωσής του, της στοχευμένης αναδημιουργίας του μέσω των αναζητούμενων αναλογιών, αποβλέποντας στο πλησίασμα, στην οικείωση, είναι εκείνο που βρίσκεται στη ρίζα και στο επίκεντρο της ομοιότητας ανάμεσα στην ερωτική και στη μεταφραστική σχέση.

Η μεταφραστική σχέση, όπως και η ερωτική εξάλλου, πολλές φορές ξεκινά αδιαμεσολάβητα. Συγκεκριμένα, όταν ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια νιώθει να έλκεται από ένα έργο είτε να θέλει να το «κατακτήσει» (αυτό το ίδιο ή/και το prestige του). Και το προτείνει προς μετάφραση και έκδοση σε έναν εκδότη. Πιθανόν ακόμη είναι να έχει νιώσει έλξη από κάποιο άλλο έργο του ίδιου συγγραφέα και να έχει ζηλέψει τον ή την συνάδελφό του που το έχει μεταφράσει και το έχει απολαύσει τόσο «προσωπικά». Ή να έχει ζηλώσει τη δόξα του/της. Ένα κοντινό, δηλαδή, λόγω επαγγέλματος, άτομο που είχε μια μεταφραστική σχέση με ανάλογο έργο. Κάτι πολύ ανάλογο συμβαίνει και στο ερωτικό αλισβερίσι, ιδίως σε ό,τι αφορά νεαρούς ή νεόκοπους εραστές. Ίσως πάλι ο επίδοξος μεταφραστής ενός έργου να έχει νιώσει την έλξη της περσόνας του συγγραφέα του, συνολικά. Έτσι όπως την εκφράζουν τα έργα του. Ή -και εδώ τα πράγματα μπερδεύονται (και ο μεταφραστής επίσης)- της περσόνας που έχουν φτιάξει για αυτόν τα ΜΜΕ, τα κοινωνικά μέσα και η αγορά. Ανθρώπινα όλα αυτά. Της αγάπης πράγματα.

Μπορεί όμως το μεταφραζόμενο έργο να ήταν αδιάφορο ή και παντελώς άγνωστο στο μεταφραστή. Ίσως και να μην του αρέσει, όταν του το γνωρίσουν. Μπορεί, δηλαδή, να του το έχει γνωρίσει/προξενέψει ο εκδότης, ο προαγωγός, για να μείνουμε πιστοί στην ορολογία του A. Ubidia. Δελεάζοντας το μεταφραστή ή τη μεταφράστρια με ενίσχυση της φήμης του στο σινάφι του βιβλίου (και άνοδο του κασέ του, υποτίθεται…). Ή, το συνηθέστερο, προίκα καλή, δηλαδή ικανοποιητική αμοιβή. Μια καθαρά αγοραία σχέση, θεμιτή και αυτή στην κοινωνία της αγοράς που ζούμε. Αν και στον έρωτα, παρά τις όποιες αγοραίες εξιδανικεύσεις του ανά τους αιώνας, κάτι τέτοια συμβαίνανε πάντα. Δυο χιλιάδες χρόνια πριν, ο Οβίδιος Πόπλιος Νάσων, στο κλασικό ερωτολογικό του δοκίμιο Ars amatoria (= Η τέχνη του έρωτα) γράφει σχετικά με την αρέσκεια και την απαρέσκεια απέναντι στο ερωτικό ταίρι: «…μα πιο πολύ αρέσουν τα δώρα. Κι όσο πιο πλούσια είναι, τόσο εκείνος που τα δίνει είναι σίγουρος πως θ' αρέσει, ακόμη κι αν είναι γέρος ή άσχημος σαν τέρας. Ζούμε στον αιώνα του χρυσού. Η τιμή αποχτιέται με χρυσάφι, και με χρυσάφι κερδίζεται η αγάπη»[3]. Στην τέχνη που μας αφορά, στη μεταφραστική τέχνη, το χρυσάφι αυτό, προσφερόμενο επ’ ονόματι του προς μετάφραση έργου, μπορεί να το προσφέρει ο προαγωγός-εκδότης, προκειμένου να εγγυηθεί στο έργο (και στο συγγραφέα, ενίοτε) μια καλή μεταφραστική σχέση, χάρη σε μια μεταφραστική μαιτρέσα (ή γκέισα) όλο κατανόηση, τρυφερότητα, υπομονή και, κυρίως, προσαρμοστικότητα. Κυκλοφορεί ευρέως η εξιδανικευτική άποψη πως ο μεταφραστής, ειδικά ο καλός μεταφραστής, παρέχει ανώτερη ποιότητα, ή έστω εχέγγυα ανώτερης ποιότητας, αν το έργο είναι της αρεσκείας του, είναι επιλογή του και εκδοτική πρότασή του. Δεν είναι όμως πάντα έτσι: μια καλή αμοιβή μπορεί να γεννήσει το ενδιαφέρον του μεταφραστή και να θέσει τα θεμέλια μιας καλής μεταφραστικής σχέσης με ένα έργo, να τον κάνει να δουλέψει με μεράκι που λένε. Προσβλέποντας ίσως και σε ανάλογες καλές οικονομικά προτάσεις στο μέλλον από τον ίδιο ή άλλον προαγωγό-εκδότη. Στο σημείο αυτό, ας μην το λησμονούμε, ο προξενητής/προαγωγός δεν έχει σα στόχο το γάμο του βιβλίου με τον μεταφραστή, αλλά μια καλή σχέση. Ο γάμος του μεταφραστή με το βιβλίο θα σήμαινε πως ο εκδότης δε θα πάρει ποτέ στα χέρια του τη μετάφραση από τον τελειομανή μεταφραστή… Η μετάφραση είναι μια τέχνη του εφικτού και του εφήμερου, άντε έστω του εφήμερου διαρκείας!. Η μεταφραστική σχέση είναι μεν σα μια ερωτική σχέση αλλά με καθοριζόμενη πάντα από το συμβόλαιο ημερομηνία λήξεως. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά τους. Ο εκδότης που προτείνει ένα βιβλίο με καλή αμοιβή σε έναν καταξιωμένο μεταφραστή είναι ένα γραφείο συνοικεσίων με στόχο τη σύναψη συμβολαίων συμβίωση και όχι γάμου, όπως αναφέραμε και πιο πριν. Που όμως θυμίζει, όλο και πιο πολύ, dating site που δίνει bonus στα δραστήρια και προικισμένα μέλη του.

Αν όμως δεν υπάρχει προαγωγός -αλλά και αν υπάρχει, μερικές φορές- ποια έργα προτιμούν συνήθως οι μεταφραστές ή οι μεταφράστριες; Κάποιοι προτιμούν τα μικρά, για να τελειώνουν σύντομα και να μην πλήττουν, δε θέλουν μακροχρόνια δέσμευση. Άλλοι προτιμούν να μεταφράζουν κουμούτσες, για να μη σκοτίζουν και πολύ το νου του όταν πια έχουν πάρουν το κολάι, για να βάζουν τον αυτόματo. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

Η διεξαγωγή της μετάφρασης, δηλαδή η μεταφραστική σχέση επί τω έργω, είναι σαν την ερωτική σχέση που απειλείται και δοκιμάζεται στους σκοπέλους της καθημερινότητας. Μιας καθημερινότητας η οποία, παράλληλα, την εμπλουτίζει και την ποικίλει. Υπάρχουν στιγμές έντασης και ενδιαφέροντος αλλά και στιγμές κόπωσης και χαλάρωσης, ακόμη ίσως και μπουχτίσματος. Ακόμη και όταν το έργο ήταν επιλογή ενός ερωτόπληκτου μεταφραστή. Οι τρίτοι, ο περίγυρος του μεταφραστή, παίζουν σημαντικό ρόλο στην πορεία της μεταφραστικής σχέσης, ειδικά οι τρίτοι που προέρχονται από το σινάφι. Παίζουν, ίσως, πολύ πιο σημαντικό ρόλο αν ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια είναι από εκείνους που μιλούν για το εκάστοτε έργο που έχουν αναλάβει. Η επήρεια των τρίτων, οι έξωθεν συμβουλές και απόψεις, είναι συνήθως θετική, αν ο μεταφραστής έχει ο ίδιος επιλέξει το έργο και έχει μια συγκεκριμένη στόχευση (και σαφείς προθέσεις) σχετικά με αυτό. Αν έχει μια στρατηγική, έστω και υποσυνείδητα και αχνά διαμορφωμένη, για την εξέλιξη και το αποτέλεσμα που προσδοκά τελικά από τη σχέση. Δηλαδή αν θέλει κάτι με βάθος ή μια κάπως παρατεινόμενη και επαναλαμβανόμενη ξεπέτα μέχρι την ώρα της παράδοσης και της αμοιβής του έργου. Αν και πάντα -για να μην ξεχνιόμαστε- η μεταφραστική σχέση μπορεί να μοιάζει με την ερωτική, αλλά έχει μια (περίπου) γνωστή στο μεταφραστή ή τη μεταφράστρια ημερομηνία λήξεως. Συχνά, ανάμεσα στους τρίτους, υπάρχει και κάποιος ή κάποια που είναι ο έμπιστος ή η έμπιστη του μεταφραστή ή της μεταφράστριας, ένα είδος κολλητού ή κολλητής, που παίζει το ρόλο του εξομολογητή και του συμβουλάτορα σε σειρά μεταφραζόμενων έργων. Αν είναι συνάδελφος μεταφραστής ή μεταφράστρια, ο ρόλος του/της είναι σχεδόν πάντα θετικός, είναι η φωνή της λογικής που προστατεύει τον μεταφραστή ή τη μεταφράστρια από ακραίες λύσεις και ολισθήματα. Πράγματα δηλαδή που συμβαίνουν σε κάποιον/αν κυριευμένο/η και τυφλωμένο/η από το μεταφραστικό πάθος για ένα έργο. Δυστυχώς, αυτό το άτομο δεν είναι πάντα από το σινάφι. Τότε το ρόλο του καλείται να παίξει επί χρήμασι και εκ των υστέρων ο επιμελητής ή η επιμελήτρια. Αν έχει τα προσόντα και τη διάθεση να καταλάβει τον καημούς του μεταφραστή ή της μεταφράστριας.

Αξίζει στο σημείο αυτό να υπογραμμισθεί πως ακόμη και οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες που αρέσκονται να μιλούν για το έργο τους, είναι φορές που προσπαθούν να το κρύψουν από τους άλλους. Ή από κάποιους/ες από τους άλλους/ες. Όπως κάνουν πολλοί και πολλές που «είναι σε σχέση» με μη παρουσιάσιμες -για ποικίλους λόγους- γκόμενες (ή και γκόμενους). Στο μεταφραστικό σινάφι αυτό συνήθως συμβαίνει –όποτε και με όποιους/ες συμβαίνει- αν το μεταφραζόμενο έργο θεωρείται μπανάλ ή/και ο συγγραφέας ασόβαρος. Αν πρέπει να «το παρουσιάσουν», δηλαδή να μιλήσουν για τη μετάφρασή του, δηλώνουν πως το έχουν αναλάβει γιατί είναι καλοπληρωμένο. Καθόλου σωστό και δεοντολογικό βέβαια. Παρόλα αυτά είναι κατανοητό, καθότι είναι ανθρώπινο, στο βαθμό που μαρτυρεί αισθήματα ενοχής. Υπάρχουν και οι αντίποδες αυτών των ατόμων. Οι νερόβραστοι και οι νερόβραστες που διακατέχονται από το υπερβολικό πάθος της δικαιοσύνης και παρουσιάζουν με το ίδιο ζήλο ή/και πάθος το έργο που μεταφράζουν είτε ο συγγραφέας του είναι ο Τζ. Τζόις είτε ο Φ. Φούφουτος.

Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι, κάποιες φορές, αν το βιβλίο ήταν ήδη γνωστό και προσφιλές στο μεταφραστή πριν από την ανάθεση, το ερωτικό πάθος (ή το μεταφραστικό του μεράκι, αν το προτιμάτε) ως προς αυτό μπορεί να σβήσει γοργά. Και αντίθετα, αν το βιβλίο είναι κάτι σα μια γνωριμία στα τυφλά, που (καθ)όρισε ο εκδότης, μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητο πάθος. Το άγνωστο πολλές φορές μπορεί να είναι απροσδόκητα θελκτικό, ειδικά αν η μεταφραστική αμοιβή είναι δελεαστική και ο εκδότης υπόσχεται ή υπαινίσσεται και άλλες καλές και πολύφερνες γνωριμίες στο μέλλον.

Πάντως, ακόμη και όταν σβήσει το πάθος του έμπειρου μεταφραστή ή της μεταφράστριας, στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με καλό επαγγελματία, η εμβάθυνση της σχέσης που έχει ήδη δομηθεί μπορεί πάντα να διασφαλίσει μια καλή έκβαση. Μια έκβαση που θα απαιτήσει περιορισμένη μόνο χρήση των υπηρεσιών του επιμελητή/ψυχολόγου για μια ανάταξη των τραυμάτων της μεταφραστικής σχέσης, λίγο προτού το βιβλίο παραδοθεί οριστικά στον εκδότη για να πάει στο τυπογραφείο.      

Ένα ακανθώδες και αμφιλεγόμενο ζήτημα στη λογοτεχνική μετάφραση, αντιμετωπιζόμενη πάντα ως μία αλληγορία της ερωτικής, είναι το πώς λειτουργούν οι παράλληλες σχέσεις, δηλαδή η μετάφραση περισσότερων του ενός λογοτεχνικών βιβλίων παράλληλα από το ίδιο άτομο. Σε συζητήσεις με το σινάφι, αλλά και μέσα από την αναγνωστική μου πείρα, έχω διαπιστώσει πως εμπλουτίζουν και διευρύνουν, συνήθως, το διάλογο του μεταφραστή ή της μεταφράστριας με το κάθε ένα από τα βιβλία που δουλεύει παράλληλα. Ανανεώνεται το ενδιαφέρον, η ματιά γίνεται πιο πολυπρισματική, άρα και πιο διεισδυτική. Επιπλέον, αναβάλλεται μια κάποια αίσθηση κανονικότητας και ρουτίνας, η οποία σκοτώνει το πάθος, δηλαδή το μεταφραστικό μεράκι. Είναι δε τα μείζονα λογοτεχνικά έργα, ειδικά, εκείνα που ελάχιστα απειλούνται να παραμεληθούν, λόγω μιας απιστίας του μεταφραστή (ή της μεταφράστριας) με άλλα έργα (ιδίως αν αυτά δεν είναι μείζονα). Πάντως, το όλο ζήτημα σχετίζεται εν πολλοίς και με το βαθμό μεταφραστικής μονογαμικότητας ή πολυγαμικότητας κάθε μεταφραστή ή μεταφράστριας. Είναι, δηλαδή, και ιδιοσυγκρασιακό. Εν πάση περιπτώσει, όταν κάποιος ή κάποια συνάδελφος δουλεύει ένα βιβλίο που έχει επιλέξει ο ίδιος (ή η ίδια). έχω παρατηρήσει πως εκφράζει δυσφορία όταν, για λόγους βιοπορισμού (;), αναγκάζεται να βγει στο κλαρί και να δεχτεί επιπλέον και μια επιλογή του εκδότη. Βέβαια, αν έχει επιλέξει να δουλεύει παράλληλα δύο ή και παραπάνω βιβλία της επιλογής του/της όλα, το αποτέλεσμα είναι συνήθως λαμπρό, η ψυχολογική κατάστασή του/της λαμπρή επίσης. Ελλοχεύει, βέβαια, ο κίνδυνος υπερκόπωσης… Και εμφάνισης αστοχιών.

Δεν είναι λίγες οι φορές που η (ερωτική) σχέση με το μεταφραζόμενο βιβλίο οδηγεί σταδιακά το μεταφραστή ή τη μεταφράστρια σε έναν ανέφικτο (;) έρωτα προς το συγγραφέα. (Κάτι μου λέιε πως μπαίνουμε σε βαθιά νερά). Πλατωνικό, εξ ορισμού. Πλατωνικό, σχεδόν πάντα. Και γοητευτικό. Εν πάση περιπτώσει, η ψυχανάλυση λέει πως σε κάθε ερωτική σχέση συμμετέχουν τουλάχιστον τέσσερα άτομα, παραπέμποντας στους γονείς των εραστών. Συνήθως, αυτή η μεταβίβαση του συναισθήματος οδηγεί κάποιους μεταφραστές και μεταφράστριες (να προσπαθούν) να μεταφράζουν όλα ή πολλά βιβλία του ίδιου συγγραφέα. Ένα είδος γάμου ή μιας σχέσης «για πάντα».      

Και ερχόμαστε τώρα στο τέλος της σχέσης, δηλαδή την παράδοση του βιβλίου στον εκδότη και στα μετά. Το τέλος είναι συχνά δύσκολο, ειδικά άμα πρόκειται για τη μετάφραση ενός έργου που είχε ερωτευθεί αδιαμεσολάβητα ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια. Συνήθως δυσκολεύεται να το αποχωριστεί. Έχουμε, προφανώς, το γνωστό θέμα της σχέσης «για πάντα»: ένα όραμα που καμιά φορά τρομάζει αλλά, στην συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον μαγεύει. Εν πάση περιπτώσει -να και κάτι που δεν είναι καθόλου δεδομένο για όλες τις ερωτικές σχέσεις όταν λήγουν-υπάρχει πάντα η ελπίδα μιας επανασύνδεσης, μιας δεύτερης ευκαιρίας. Προκειμένου να βιωθούν όσα δε βιώθηκαν ή βιώθηκαν «λάθος» κατά τη μετάφραση του βιβλίου. Αναφερόμαστε στην πολυαναμενόμενη επανέκδοση του βιβλίου και την ελπίδα να δεχτεί ο εκδότης κάποιες βελτιωτικές αλλαγές από τον μεταφραστή ή τη μεταφράστρια.

Το πιο δύσκολο πάντως μετά τον χωρισμό είναι η αναπόφευκτη πλέον αποκάλυψη της μεταφραστικής σχέσης σε όλους, στο λεγόμενο αναγνωστικό κοινό. Και η κριτική της από κριτικούς και μη. Όταν πια τίποτα δεν μπορεί να διορθωθεί στη σχέση.

Στην αλληγορία που αναπτύσσουμε στο κείμενο αυτό, ενδιαφέρον θα είχε να μελετηθεί η μεταφραστική σχέση στην περίπτωση της συλλογικής μετάφρασης, την οποία αρκετοί –συνάδελφοι μερικοί, αλλά κυρίως εκδότες- εξακολουθούν να θεωρούν ως ένα είδος ομαδικού σεξ διαρκείας. Θα είχε ακόμη ενδιαφέρον μια μελέτη, μέσα από το πρίσμα αυτής της αλληγορίας, σχετικά με το μεταφραστικό habitus, τις έξεις δηλαδή και τα χούγια, λεξιλογικής υφής κυρίως, του μεταφραστή ή της μεταφράστριας, όπως αυτό διαμορφώνεται και προκύπτει από τη μελέτη πολλών και ποικίλων μεταφραστικών του σχέσεων μες στο χρόνο και συν τω χρόνω. Έξεις και χούγια που τον/την ακολουθούν είτε μεταφράζει Ντοστογιέφσκι είτε μεταφράζει Μπουκόφσκι. Κατά την ταπεινή μου γνώμη το habitus δηλώνει κάπως την αντίληψή του μεταφράζοντος υποκειμένου περί (μιας) ιδανικής μεταφραστικής σχέσης. Τα δύο όμως αυτά ζητήματα ανοίγουν καινούργια κεφάλαια και θα απαιτούσαν ένα άλλο κείμενο. Στο μέλλον.

Το κείμενο αυτό -ελπίζω να έγινε αντιληπτό- δεν είναι και πολύ μεταφρασεολογικό. Έχει ως επίκεντρο κυρίως το άτομο που μεταφράζει· όχι τόσο τη μετάφραση εν γένει, αλλά τη συγκεκριμένη μεταφραστική σχέση του x μεταφραστή με το y πρωτότυπο στον z χρόνο και με τον w περίγυρο, η οποία μπορεί, σε τελική ανάλυση, να είναι καλή και ενδιαφέρουσα, ψυχωφελής και επωφελής, με πο(λαπ)λλούς και ποικίλους τρόπους. (Ειδικά όταν πρόκειται για μείζονα λογοτεχνικά έργα). Πράγμα που συμβαίνει και σε κάθε ερωτική σχέση Και που αρχίζει πλέον να γίνεται συνείδηση εντός των (μεταφραστικών τουλάχιστον) τειχών. Σημείο των καιρών: αρχίζει να κερδίζει ουσιαστικά έδαφος αυτή η διαπίστωση στους κόλπους του σιναφιού. Όπως και σημείο των καιρών είναι και η διαφαινόμενη όλο και πιο συχνά ακομπλεξάριστη και ανάλαφρη (αλλά όχι ανεύθυνη) μεταφραστική σχέση του όλο και μεγαλύτερου μέρους του σιναφιού με μείζονα προς μετάφραση λογοτεχνικά έργα.

Μεταξύ μας. Για τους άλλους – Ιντερμέδιο Ι


Προσφάτως είχα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη: στην 7η Συνάντηση Ελληνόφωνων Μεταφρασεολόγων, την εξαιρετική παρουσίαση Ο αργαλειός της µετάφρασης: Μεταφορές ελληνόφωνων µεταφραστριών και µεταφραστών, της Φαίδρας Γαβουνέλη, η οποία ολοκληρώνει συναφή διπλωματική εργασία επιπέδου μεταπτυχιακού στο ΕΚΠΑ. Η ομιλήτρια, αναλύοντας το λόγο συναδέλφων μεταφραστών και μεταφραστριών, διαπιστώνει τη συχνή αναφορά λέξεων και εκφράσεων που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε κατηγορίες εκφραζόμενες από τις λέξεις ΠΑΛΗ, ΑΓΑΠΗ, ΤΑΞΙΔΙ, ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ κά, προκειμένου να περιγράψουν το μεταφραστικό τους έργο.[4] Λέξεις οι οποίες παραπέμπουν σαφώς (και) στην ερωτική σχέση και ανοίγουν ενδιαφέροντα πεδία ερευνών μέσα από τις περί μεταφράσεως μεταφορές, οι οποίες μαρτυρούν πολλά περί αντιλήψεων και στάσεων. Ένιωσα πως είμαι στο σωστό δρόμο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: