Στιγμιότοποι, 1

Γουινέα-Μπισάου

Στιγμιότοποι, 1

Μπαρ-καφέ «Τσε Γκεβάρα», Μπισάου, Γουνέα-Μπισάου

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε αργά τη νύχτα στο Μπισάου. Το αυτοκίνητο με πήγε στο μπανγκαλόου μου, σε ένα πάλαι ποτέ οικιστικό συγκρότημα για τις οικογένειες των Πορτογάλων διοικητικών, που ήταν θεοσκότεινο και σε κατάσταση πολύ ντεκαντάνς. Βγήκα πρωί-πρωί για πρωινό. Ταράχτηκα. Γύρω από τα κτήρια κυκλοφορούσαν αμέριμνοι κάτι τεράστιοι γύπες. Ο νεαρός μαύρος που σέρβιρε το πρωινό ήταν πολύ φιλικός. Ανέφερα τους γύπες. Δεν έδειξε να δίνει σημασία. Με κάλεσε για μια μπύρα το βράδυ στο κυλικείο του Γαλλικού Ινστιτούτου. Πήγα. Τα μαθήματα ήταν πολύ φτηνά και είχε γραφτεί για να μάθει γαλλικά. (Αγγλικά, που τα είχε πιο πολλή ανάγκη, δεν ήξερε λέξη.) Μετά το τέλος κάθε μαθήματος, ο σπουδαστής είχε δικαίωμα σε μια γαλλική μπύρα (μια Saint Sylvestre) δωρεάν. Η γαλλική πολιτιστική διπλωματία στην Αφρική! Μοιραζόταν την μπύρα με τη φίλη του, την Κάρλα, η οποία σχεδόν πάντα τον περίμενε στο κυλικείο (όπως έμαθα). Τη βραδιά εκείνη τη μοίρασε σ’ εμένα και τη φίλη του.
Έφερα την κουβέντα στους γύπες. Μου εξήγησαν πως, λόγω της θέσης τους στην τροφική αλυσίδα ‒ο νεαρός τα είχε μάθει καλά για να τα λέει στους σπάνιους τουρίστες‒ οι γύπες, μαζί με τα γουρούνια, εκτελούν χρέη σκουπιδιάρηδων σε αυτήν ‒και όχι μόνο αυτήν‒ την αφρικανική πρωτεύουσα. Είπα πως τους φοβόμουν άμα έρχονταν κοντά μου, με τάραζαν. Η κοπέλα μού γέλασε τσαχπίνικα και είπε πως ποτέ δε σιμώνουν σε έναν άντρα όρθιο. Ξεχωρίζουν τους άντρες από τις γυναίκες. Πρόσθεσε αδιάφορα πως θα άξιζε να επισκεφτώ για καφέ ή για ποτό το μπαρ-καφέ «Τσε Γκεβάρα», νευραλγικό σημείο της κοσμικής (!) ζωής της πόλης. Είπα πως θα πήγαινα το άλλο πρωί.
Πήγα. Κάθισα στον ήλιο, ακριβώς μπροστά στην είσοδο. Μέσα ήταν θεοσκότεινα. Ήπια έναν καφέ. Στο δρόμο, σε απόσταση ασφαλείας, σουλατσάριζαν δυο γύπες. Πλήρωσα και σηκώθηκα να φύγω. Ένα δυνατό φτεροκόπημα με ξάφνιασε. Πίσω μου είχε έρθει στα μουλωχτά ένας τρίτος, ο οποίος απομακρυνόταν τώρα εσπευσμένα. Είχε βγει μέσα από μαγαζί, ο πούστης! Ταράχτηκα, χτύπησα στο τραπέζι και έχυσα το νερό.
Άκουσα μια γνωστή φωνή πίσω μου. «Μη φοβάσαι, δεν ξέρεις πως δεν πλησιάζουν ποτέ όρθιους άντρες; Άντρας δεν είσαι;». Και η κοπέλα γέλασε τσαχπίνικα.


Προς ακρόαση ένα σουξέ της εποχής στα μέρη εκείνα

Στην άκρη της ζούγκλας, Κοντά στο Σαφίν, Γουινέα-Μπισάου

Κάναμε ωτοστόπ και βρήκαμε έναν «αξιόπιστο» και συμπαθή φορτηγατζή για να μεταφέρει στο Μπισάου, την πρωτεύουσα, την κοπέλα της παρέας και οδηγό μας ‒ δε θυμάμαι πια το όνομά της, έχουν περάσει χρόνια. Όσο για μένα και τον Φεντερίκου, θα μέναμε να φυλάμε το τζιπ, ακριβώς δίπλα στον αυτοκινητόδρομο, εκεί που άρχιζε η ζούγκλα.
Όλα αυτά γιατί, το πρωί της ίδιας εκείνης μέρας, μια ώρα περίπου μετά το ξεκίνημά μας, στα 50 χιλιόμετρα έξω από το Μπισάου, το τζιπ σταμάτησε ξαφνικά. Διαπιστώσαμε πως το σωληνάκι του καρμπυρατέρ είχε τρυπήσει ανεπανόρθωτα. Το αντικαταστήσαμε με το εξωτερικό περίβλημα από ένα στυλό μπικ. Και συνεχίσαμε χαρούμενοι την εκδρομή. Δε θα χάναμε με τίποτα το μεσημεριανό γεύμα με ψάρια από το ποτάμι σε μια αρχοντική καλύβα στη ζούγκλα· ήταν μεγάλο δέλεαρ. Ήμασταν καλεσμένοι ενός φυλάρχου, του πατέρα μιας φοιτήτριας του Φεντερίκου και οδηγού του τζιπ μας, η οποία ήταν κι εκείνη καθηγήτρια. Ο φύλαρχος είχε προσκαλέσει τους νεαρούς Πορτογάλους καθηγητές της κόρης του, την οποία είχε στείλει να σπουδάσει νομικά στην πρωτεύουσα. Για να τους τιμήσει και να τους προσεγγίσει. Εγώ ήμουν της προσκολλήσεως.
Όντως, ήταν πολύ σπέσιαλ τα ψάρια με καυτερή σάλτσα, ήταν θεϊκό το μαγείρεμά τους πάνω σε καυτές ποταμίσιες κροκάλες. Το πρωινό μπικ έλιωσε κάποια στιγμή ‒ η βενζίνη είναι καλός διαλύτης για τα πλαστικά που παράγονται από υδρογονάνθρακες. Για την επιστροφή βρήκαμε και βάλαμε άλλο μπικ, κι άλλο. Η ώρα προχωρούσε. Μας τελείωσαν τα μπικ. Φτιάξαμε σωληνάκι από χαρτί που δεν κράτησε ούτε ένα χιλιόμετρο. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να πάει η κοπέλα με ωτοστόπ στο Μπισάου και να φέρει ανταλλακτικό και μηχανικό. Ενώ εμείς, ιππότες, θα φυλάγαμε το αμάξι νυχτιάτικα στις παρυφές της ζούγκλας.
Στο δρόμο τα μισά αυτοκίνητα κινούνταν κάπως ύπουλα, δεν είχαν φώτα. Ο Φεντερίκου και εγώ χωθήκαμε κάτω από τις πυκνές και σκοτεινές φυλλωσιές. Ακούγονταν ήχοι. Ύποπτοι. Ο Φεντερίκου υποτίθεται πως αναγνώριζε από τι ζώο προερχόταν κάθε ήχος και μου το έλεγε. (Τρίχες. Μίλαγε ακατάσχετα και έλεγε μάλλον ό,τι του κατέβαινε για να κρύψει το φόβο του.) Εγώ δεν φοβόμουν τη ζούγκλα, εμένα με έλουζε κρύος ιδρώτας για ό,τι με περίμενε στην πρωτεύουσα. Σχεδόν επιθυμούσα μια διανυκτέρευση στη ζούγκλα. Είχα, βλέπετε, συγκατατεθεί, μετά από πολλά παρακάλια της παρέας να δεχτώ την πρόσκληση από τον πατέρα μιας άλλης φοιτήτριας του Φεντερίκου να μας προσφέρει αργά το βράδυ της ίδιας εκείνης μέρας ένα original αφρικανικό δείπνο σε κεντρικό ζυθεστιατόριο της πρωτεύουσας (του οποίου ήταν ιδιοκτήτης και chef), με μια σπάνια και εκλεκτή σπεσιαλιτέ: ψητά ποδαράκια και χεράκια μαϊμούς με σάλτσα από καυτερή πράσινη πιπεριά και αράπικα φιστίκια. Με δυσκολία είχα καταφέρει τον εαυτό μου να πει το μεγάλο ναι. Δεν είχα θελήσει να φανώ, ακατάδεχτος, αγενής και υπερευαίσθητος – ακόμη και ρατσιστή θα μπορούσαν να με πουν. Και δε θα ήθελα τώρα να κάνω πίσω, αν και δεν έπαυα να σκέφτομαι το δείπνο ως αποτρόπαιο βίωμα που μου επεφύλασσε το εγγύς μέλλον.
Μια στιγμή ένιωσα ξαφνικά ένα ανάλαφρο βάρος στον ώμο κι ένα μικρό χεράκι, σα νεογέννητου παιδιού, να μου χαϊδεύει το αυτί, να μου κατεβαίνει ψαχουλευτά στο λαιμό και να πλησιάζει επικίνδυνα στην τσέπη του πουκαμίσου. Ταράχτηκα. Το άρπαξα με το ένα χέρι ενώ με το άλλο άρπαξα γρήγορα τα γυαλιά ηλίου και τα φύλαξα στο σακίδιο. Με το ελεύθερο πια χέρι άναψα τον αναπτήρα και είδα πως κρατούσα ένα ροδαλό και πολύ τρυφερό χέρι, μικρούλικο, σα μινιατούρα. Γεμάτο όμως μικρούς ρόζους και χαραγές. Έτρεμε σαν το ψάρι. Το άφησα. Η μαϊμού σάλταρε στο δέντρο.
Η κοπέλα επέστρεψε με μηχανικό και ανταλλακτικό. Σε μια ώρα περίπου βρεθήκαμε στο Μπισάου, στο ζυθεστιατόριο με τη σπεσιαλιτέ. Κατάφερα και έκανα εμετό πριν την παραγγελία. Είπα πως ήμουν ταραγμένος. «Γιατί δε λες πως χέστηκες πάνω σου με το που έμεινες ένα τρίωρο νυχτιάτικα στη ζούγκλα;», είπε ειρωνικά ο Αουγκούστου, ένας ακόμη Πορτογάλος καθηγητής της ομήγυρης, από τους πέντε που έκαναν όλα τα μαθήματα στη Νομική. Τον κοίταξα με ευγνωμοσύνη και έγνεψα καταφατικά, προσθέτοντας πως στην κατάστασή μου αυτή δεν μπορούσα να φάω, δε θα το ευχαριστιόμουν (!). Ήπια μια μπύρα και ευχαρίστησα για την πρόσκληση.
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο μου, πήγα μια να σταματήσω σε ένα foodstall σε μια πλατειούλα. Πούλαγε ψητό κοτόπουλο με σάλτσα από καυτερή πράσινη πιπεριά και αράπικα φιστίκια. Πείναγα σα λύκος. Θυμήθηκα ξαφνικά πως μου είχαν πει πως τα ψητά χεράκια και ποδαράκια της μαϊμούς θυμίζουν στη γεύση κοτόπουλο.
Πλάγιασα θεονήστικος.


Προς ακρόαση ένα παντοτινό σουξέ στα μέρη εκείνα

Μπουμπάκε, Αρχιπέλαγος Μπιζαγκός, Γουινέα-Μπισάου

«Θα σε δω στο… πλοίο», μου είχε πει γελώντας παιχνιδιάρικα το προηγούμενο βράδυ ο Φεντερίκου.
Ο σκυλοπνίχτης τώρα αρμένιζε νυσταλέα κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο των τροπικών διασχίζοντας τον απέραντο ποταμόκολπο του ποταμού Γκέμπα. Είχαμε φύγει από το Μπισάου γύρω στις 12:00, με καθυστέρηση δυο ωρών σε σχέση με την επίσημη ώρα απόπλου, μέχρι να κοπιάσουν να επιβιβασθούν και οι ουκ ολίγοι καθυστερημένοι μεγαλοπαράγοντες του νησιού και οι λοιποί μεγαλόσχημοι. Έρχονταν για το τριήμερο και γιατί θα έδινε μια συναυλία ένας διάσημος μουσικός, με καταγωγή από εκεί. Ήταν και αυτός στο πλοίο. Μαζί του όλο το συγκρότημα. Και τα όργανα. Οικεία η αίσθηση ως εδώ.
Πηγαίναμε στο Μπουμπάκε, μεγάλο νησί του Αρχιπελάγους Μπιζαγκός, το οποίο αποτελείται από μερικές δεκάδες νησιών, κομμάτια του πάλαι ποτέ αχανούς προσχωσιγενούς δέλτα του ποταμού, τα οποία, με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, είχαν γίνει νησιά. Όλα προστατευόμενα από διεθνείς οργανισμούς, λόγω της πλούσιας χλωρίδας και της πανίδας, αλλά και λόγω ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος· οι περισσότεροι νησιώτες είναι ακόμη ανιμιστές. Υπάρχουν πολλοί μάγοι. Και γίνονται πολλές τελετές. Ακαταμάχητη αίσθηση μυστηρίου.
Το πλοίο ήταν για γέλια: Ένα μεγάλο φαρόπλοιο του πορτογαλικού ναυτικού ‒ για την τροφοδοσία των φάρων. Η Πορτογαλία όταν, το 1974, η Γουινέα-Μπισάου κέρδισε την ανεξαρτησία της μετά από παρατεταμένο και σκληρό αντάρτικο, το παραχώρησε σε ένδειξη καλής θελήσεως στην κυβέρνηση των μέχρι πρότινος ανταρτών. Βασικά το παράτησε, θα του ήταν δύσκολο να αντέξει το ταξίδι μέχρι την πατρίδα. Προπολεμικό, το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι από μεταλλική πλακέτα των ναυπηγείων όταν χρειάστηκε να επισκεφτώ τις τουαλέτες. (Αδυσώπητη η οσμή, αλησμόνητη η εμπειρία, παρεμπιπτόντως). 
Όλοι οι επιβάτες ήταν στο κατάστρωμα, δεν υπήρχαν άλλοι χώροι υποδοχής. Χύμα. Όλοι μαύροι, πλην εμού και του Φεντερίκου. Νησιώτες οι πιο πολλοί. Μαζί και κάποιοι ντόπιοι τουρίστες του Σ/Κ. Οι Ευρωπαίοι ταξιδεύουν στο νησί αεροπορικώς, για να πάνε στο Club Mediteranée, σε μια γειτονική νησίδα. Οι μεγαλοπαράγοντες του νησιού και οι λοιποί μεγαλόσχημοι είχαν βολευτεί μαγικά στις σκιές, οι υπόλοιποι ψηνόμασταν. Εξωπραγματικά φλογερή η αμείλικτη αίσθηση μαστούρας. Κάποια στιγμή το πλοίο άρχισε να πηγαίνει ακόμη πιο αργά. Μέχρι που σταμάτησε. Γύρω-γύρω πολλά τα νησιά, η υγρασία να κολλάει στο δέρμα, η θάλασσα ακύμαντη, λάδι. Και πολλή κάψα. Γενική ανησυχία: Έπρεπε να φτάσουμε μέρα, η αποβίβαση θα ήταν δύσκολη. Δεν ξέρω αν ήταν μια προγραμματισμένη έκπληξη, όπως κυκλοφόρησε, ή αν ήταν μια καλή ιδέα για να ηρεμήσουν οι μαύροι. (Άμα ανησυχήσουν πολύ γίνονται άγριοι και είναι απρόβλεπτοι): Ο μουσικός θα έδινε μια συναυλία κάτω από τον ήλιο μεσοπέλαγα. Για τους φτωχούς συμπατριώτες του που δεν είχαν τα μέσα για να τον ακούσουν στη συναυλία στο νησί. Γρήγορα ήχησαν ζεστές οι πρώτες νότες στη ντάλα του μεσημεριού. Λειτούργησε και η μικροφωνική. Και ξαφνικά, χορός. 
Όλες οι νέγρες ήθελαν να χορέψουν με μένα και τον Φεντερίκου. Μεγάλο πράμα να έχεις σωματική επαφή με λευκό (ή λευκή). Των αδυνάτων αδύνατον να πούμε όχι. Λιώσαμε κάτω από τον ήλιο. Μου έρχονταν στο νου οι στίχοι του τραγουδιού του Τσιτσάνη: «Αραπίνες λάγνες, ξεδοντιάρες…». (Λάθος, αλλά και σωστό). Τελικά μας παρέσυρε το κύμα. Λικνιζόμασταν ηδονικά. Οι τροπικοί έχουν τον τρόπο τους να ξελογιάζουν. Περάσαμε τέλεια. Το πλοίο ξαναπήρε μπρος και άρχισε να λικνίζεται στην αύρα του απομεσήμερου.
Φτάσαμε στο Μπουμπάκε σούρουπο. Το «λιμάνι» ήταν ένα απόκρημνος όρμος. Ένας νεαρός, ο Πάουλου, μας πήρε τα πράγματα και μας βοήθησε να βγούμε πατώντας στην κουπαστή και σκαρφαλώνοντας στα δύσβατα βράχια. Ζόρικο. Νησιώτης και ο Πάουλου, φοιτητής του Φεντερίκου στη Νομική του Μπισάου, που τη διοικούσαν πέντε Πορτογάλοι μεταπτυχιακοί, μεταξύ των οποίων και ο Φεντερίκου. Και δίδασκαν όλα τα μαθήματα σε όλα τα έτη.
Διασχίσαμε την πολίχνη, δηλαδή την «ταμπάνκα», όπως τη λένε, ένα σύνολο από καλύβες γύρω από μια χούφτα κυβερνητικά κτήρια, χτιστά. Μια φαβελοκατάσταση εν ολίγοις. Κατευθυνθήκαμε προς τα μπανγκαλόους μιας γειτονικής παραλίας. Απόσταση μισής ώρας. Ο Πάουλου μας έδινε πληροφορίες σχετικά με το νησί. Και μας ορμήνευε. Μια στιγμή μας έδειξε στο σύθαμπο τα ξύλινα μπανγκαλόους κάτω από τα πυκνά δέντρα της ζούγκλας. Είπε να προσέχουμε τα βράδια. Υπήρχαν λέει στο νησί κάτι πράσινα φίδια, γύρω στο ένα μέτρο, που συχνάζουν σε τόπους χλοερούς, κάτω από δέντρα. Κυκλοφορούν τη νύχτα. Τα λένε τουτού. Επικίνδυνο το δάγκωμά τους. Από αυτό είχε πεθάνει μια γυναίκα την περασμένη βδομάδα. (Το είχε πει και το ράδιο.) Πεθαίνεις στο τέταρτο. Εκτός και αν έχεις μαζί σου ένεση με το αντίδοτο. Δεν είχαμε. «Ιστορίες (των αγρίων) για πολιτισμένους», σκέφτηκα.
Ήμασταν είκοσι μέτρα από το πρώτο μπανγκαλόου, το δικό μας. Ακούστηκε ένα σούρσιμο στα χόρτα, ένας συριστικός ήχος και μετά ένας ξερός ήχος. Ο Πάουλου άναψε το φακό του. Το μαχαίρι του είχε μπηχτεί μες στο πηχτό σκοτάδι στο κεφάλι του φιδιού και το είχε καρφώσει στο χώμα. Το σώμα του φιδιού κυμάτιζε. Χορογραφία θανάτου. Ο Φεντερίκου, μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος, προσπαθούσε να βάλει φλας στη μηχανή του για το απαθανατίσει. (Κυριολεκτικά, το φίδι αργόσβηνε). Εγώ έβαλα τις φωνές και κινήθηκα προς το μπανγκαλόου. Ο Πάουλου μάζεψε το μαχαίρι που είχε εκσφενδονίσει, το σκούπισε στο μπλουζάκι του και το έβαλε στην κωλότσεπη, επιμένοντας σεμνά αλλά σταθερά πως έπρεπε να την κάνουμε, τα τουτού σπάνια κυκλοφορούν μόνα. Ο φωτογραφικός οίστρος του Φεντερίκου τον εγκατέλειψε απότομα.
Μπήκαμε στο μπανγκαλόου. Ο Πάουλου έβαλε πετρέλαιο στη γεννήτρια και ανάψαμε το φως. Εξέτασε εξονυχιστικά τις γωνίες, τις ντουλάπες, το χώρο κάτω από τα κρεβάτια. Κάτι πάτησε που έκανε κλατς. Δε θέλησα να ξέρω τι ήταν. Ήμασταν σε μια λιτή, ξύλινη, βουλγάρικη τροχόβιλα με μικρά παράθυρα – για τους κρύους χειμώνες στα χειμαδιά της Ροδόπης, σκέφτηκα. (Η χώρα μόλις πριν λίγα χρόνια είχε βγει από τη ζώνη επιρροής του ανατολικού μπλοκ, όταν αυτό είχε πια διαλυθεί ‒ Βούλγαροι ήταν μέχρι πρότινος και οι καθηγητές στη Νομική). Ο Πάουλου είπε να προσέχουμε, γενικά. Και το πρωί να μην ταραχτούμε όταν, κατά τις δέκα, θα ακούγαμε δυνατό θόρυβο. Θα ήταν από το αεροπλανάκι που θα προσγειωνόταν στο μοναδικό αεροδρόμιο του Αρχιπελάγους, ένα χιλιόμετρο πιο κάτω στην παραλία. Όταν θα είχαν διώξει τα κατσίκια από τους «διαδρόμους», μετά τη πρωινή βοσκή τους. Το μπαρ στην παραλία άνοιγε για πρωινό στις έντεκα. Ο Πάουλου μετά μας καληνύχτησε και έφυγε. Ούτε λόγος να βγούμε έξω για φαγητό.
Ήμασταν χεσμένοι. Ευτυχώς δε μας έπιασε και χέσιμο. Γιατί οι τουαλέτες ήταν έξω, στο σκοτάδι, κάτω από τα δέντρα και δεν είχαμε φακό. Για κατούρημα θα χρησιμοποιούσαμε, σε πρώτη φάση, τα δυο ποτήρια του μπανγκαλόου. Δεν θα έφταναν, όσο και να είχαμε αφυδατωθεί στον ήλιο του καταστρώματος. Ο Φεντερίκου θυμήθηκε πως είχε ένα πλαστικό μπουκάλι με νερό. Είπε να το χύσουμε, για να μην το πιούμε και να έτσι μειώσουμε το κατούρημα. Και να το χρησιμοποιούμε και αυτό το βράδυ δίκην κοινού δοχείου νυκτός. Από κοινού. Ένιωσα συντροφικά. Γίναμε γρήγορα πολύ φίλοι με τον Φεντερίκου. Ο φόβος φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Μου έστειλε ταχυδρομικά και κάποιες φωτογραφίες που είχε εμφανίσει ο ίδιος από εκείνο το τετραήμερο στο Μπουμπάκε.


Προς ακρόαση ένα σουξέ της εποχής στα μέρη εκείνα

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: