Δύο μισιριώτικα και ένα χριστουγεννιάτικο

Δύο μισιριώτικα και ένα χριστουγεννιάτικο

Κάι­ρο 1
(άγνοια)

Ο σκα­ρα­βαί­ος στην αρ­χαία Αί­γυ­πτο ήταν ιε­ρός:
έδι­νε δύ­να­μη στους μα­χη­τές,
χά­ρι­ζε γο­νι­μό­τη­τα στις γυ­ναί­κες,
έτσι πι­στεύ­αν· και έσπρω­χνε τον δί­σκο του ήλιου
να ανα­τεί­λει κά­θε μέ­ρα.
Μι­κρό ζώο αλ­λά δυ­να­τό και χα­ρι­σμα­τι­κό.
τον θε­ω­ρού­σαν μά­λι­στα σύμ­βο­λο
ανα­νέ­ω­σης, ανα­γέν­νη­σης και ανά­στα­σης.

Δεν πή­γα στο μου­σείο να δω σκα­ρα­βαί­ους
σε ανα­θή­μα­τα, κτε­ρί­σμα­τα, φυ­λα­χτά, κο­σμή­μα­τα.
Κυ­κλο­φο­ρούν στους δρό­μους σκα­ρα­βαί­οι,
με­γά­λοι και πολ­λοί, σε κά­θε χρώ­μα, ωραί­οι.

Δεν έχει αξία σή­με­ρα η δύ­να­μη στη μά­χη,
η γο­νι­μό­τη­τα στη γυ­ναί­κα δεν εί­ναι το παν.

Αγνοώ αν οι κά­το­χοι τό­σων σκα­ρα­βαί­ων εί­ναι:
ανα­νε­ω­μέ­νοι, ανα­γεν­νη­μέ­νοι ή
έστω ανα­στη­μέ­νοι.

Δύο μισιριώτικα και ένα χριστουγεννιάτικο

Κάι­ρο 2
(μα­ταί­ω­ση)

17/11/2021, ηλιό­λου­στη μέ­ρα, Αλ­λάχ χα­ρά.
Στο φαρ­δύ πε­ζο­δρό­μιο της οδού Μαχ­μούντ Χά­φιζ
έξω από την National Bank of Egypt
κά­τω από τέ­ντες, σε άνε­τα κα­θί­σμα­τα,
σε απο­στά­σεις με­τα­ξύ τους, το χαρ­τά­κι προ­τε­ραιό­τη­τας ανά χεί­ρας,
—όλα τα έχει η τρά­πε­ζα φρο­ντί­σει κι­μπά­ρι­κα, σο­φά και φα­ρα­ω­νι­κά—,
οι γέ­ροι (και όχι μό­νο), πε­ρι­μέ­νουν άνε­τα, ήρε­μα και σκιε­ρά
μέ­χρι να ‘ρθει σει­ρά. (Μέ­τρα για τον Covid -19 και εδώ).

Εκ­πλήσ­σο­μαι θε­τι­κά, βγά­ζω μια φω­το­γρα­φία.
Σπεύ­δει αμέ­σως βλο­συ­ρός μαυ­ρο­φό­ρος σε­κιου­ρι­τάς.
Λέ­ει —ως ει­κά­ζω— και μου δεί­χνει πως αυ­τό απα­γο­ρεύ­ε­ται.

(στο νου μου οι­κεί­ες ει­κό­νες πρό­σφα­τες από την Εθνι­κή:
δια­πλη­κτι­σμοί ορ­θί­ων για τη σει­ρά, μες στο λιο­πύ­ρι ή και υπό βρο­χή)

κι ενώ εγώ καί­γο­μαι να του πω πό­σο θαυ­μά­ζω
τη χώ­ρα του και τις τρά­πε­ζές της,
σε­βα­στι­κές προς τον ηλι­κιω­μέ­νο και τον πε­λά­τη,

(μά­ταιο, όμως, ως ει­κά­ζω: ανε­παρ­κή τα αγ­γλι­κά του
και τα αρα­βι­κά μου για τσι­ρι­μό­νιες)

πε­ριο­ρί­ζο­μαι να χα­μο­γε­λά­σω γλυ­κά,
—αυ­τός με κοι­τά ακό­μη αγριω­πά—
και απο­μα­κρύ­νο­μαι βου­βά.



Με τον Φά­νη και τη Χα­ρά

—Ας ανε­βού­με λί­γο ακό­μη,
με­τά από δια­κό­σια μέ­τρα
θα φα­νούν και τα έλα­τα.
Κοί­τα­ξα τον Φά­νη:
—Τα απε­χθά­νο­μαι τα έλα­τα,
όλα τους ίδια κι όμοια, όλα μα­ζί σα λε­γε­ώ­να,
και δε συ­να­γε­λά­ζο­νται με άλ­λα δέ­ντρα,
εκτός και αν εί­ναι Χρι­στού­γεν­να·
τό­τε, μό­λις στο­λι­στούν,
αρ­χί­ζου­νε να τα κοι­τούν
κα­θώς αυ­τά τρι­ζο­βο­λούν
στο τζά­κι·
τα χα­ζεύ­ουν αδιά­φο­ρα.
—Χαι­ρέ­κα­κα, διόρ­θω­σε η Χα­ρά.

Από τα ποι­ή­μα­τα του και­ρού

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: