O σοφός Ελιέζερ δεν μου είχε στείλει τη σύντροφό του, όπως είχε κάνει την περασμένη φορά, προφασιζόμενος ασθένεια. Είχε έρθει ο ίδιος. Ο σοφός Ελιέζερ δεν σηκώθηκε, ως συνήθως, για να δει· δεν υπήρχε γι’ αυτόν τίποτα ενδιαφέρον να δει –είχα γι’ αυτό μεριμνήσει. Τον ρώτησα, ως συνήθως, να μου πει τη γνώμη του για τα τρία δυικά ποιήματα:
―Καλά, στοχαστικά ως συνήθως, αλλά αγνοείς, γι’ άλλη μια φορά, πως για να υπάρξει απονιά πρέπει να έχει προϋπάρξει πόνος.
ΟΚ, σοφός αλλά σκατόψυχος, σκέφτηκα γι’ άλλη μια φορά. Έτοιμος, βέβαια, ως συνήθως, να σωπάσω. Τον άκουσα, όμως, τον κόπανο, να μονολογεί ψιθυριστά:
―Εφιαλτικά…
Αδύνατον πια να σωπάσω. Άσε που, κάπως…, ήξερα πως δεν ήταν άρρωστος την περασμένη φορά, είχε απλώς προτιμήσει να κοιμηθεί. Ξέσπασα:
―Και οι εφιάλτες είδος ονείρων είναι!
Δεν περίμενα ν’ ακούσω απάντηση.