Ήταν το πιο ωραίο σπίτι της περιοχής και ρήμαξε μετά τον πρόωρο θάνατο της ιδιοκτήτριας. Ο κήπος μαράθηκε, οι γλάστρες έσπασαν, αόρατο χέρι αφαίρεσε από το μπαλκόνι τα διακοσμητικά. Πήραν έως και τα χρωματιστά φωτάκια που έλαμπαν τις νύχτες. Το διάστημα που παρακολουθούσα το σπίτι, όλα αυτά τα έβλεπα αχόρταγα. Και πιο πολύ όσα υπήρχαν στο εσωτερικό. Αν κάτι φοβόμουν ήταν να μην βρω τα στόρια κατεβασμένα. Γιατί θα ήταν αδύνατο να αντέξω αυτόν τον παράλογο αποκλεισμό.
Λαχταρούσα τόσο πολύ να κοιτάξω μέσα στο σπίτι, που έκανα όλους τους πιθανούς σχεδιασμούς. Κατέληξα πως από Οκτώβριο έως Ιανουάριο η τέλεια ώρα να περάσω ήταν πέντε και σαράντα οκτώ. Το είχα προσδιορίσει με τέτοια ακρίβεια που θύμισε ώρα αναχώρησης αξιόπιστου τρένου. Όλη η οικογένεια θα είχε πια συγκεντρωθεί. Θα είχαν ανάψει τα φώτα. Πάνω από όλα ήθελα να δω τη Χλόη να κινείται στο βασίλειο της, όπου κάθε μέρα έμοιαζε με γιορτή. Ωστόσο δεν μου ήταν αδιάφορος ούτε ο σύζυγος, ούτε βέβαια και τα παιδιά της. Ετοιμαζόμουν ώρα για εκείνη την ιερή στιγμή. Φρόντιζα τα ρούχα και τα παπούτσια μου, σαν να επρόκειτο να με καλέσουν να μπω μέσα. Ήθελα να φοράω ένα ωραίο κασκόλ. Εάν κάποιος με πρόσεχε, να έδινε καλή εντύπωση για μένα. Και βέβαια ξεκινούσα πολύ νωρίτερα. Έμπαινα στο αυτοκίνητό μου κι έκανα μια βόλτα στο προάστιο. Είχα και εγώ τα αγαπημένα μου μέρη. Έβγαζα μερικές φωτογραφίες με το κινητό. Το φως της μέρας να σβήνει στη θάλασσα. Την επιγραφή ενός μπαρ να ανάβει. Μια ανηφόρα που σε έβγαζε σε ένα μικροσκοπικό πάρκο. Ο δρόμος στον οποίο μεγάλωσα. Το σχολείο στο οποίο πηγαίναμε με τη Χλόη.
Πλησιάζοντας το σπίτι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ξεκινούσα τις μυστικές προσευχές στον άγνωστο ρυθμιστή της καλής τύχης. «Σε παρακαλώ», «σε παρακαλώ», «σε παρακαλώ». «Σε παρακαλώ» κάνε να είναι η κουρτίνα τραβηγμένη από την σωστή πλευρά να δω το πορτρέτο στον τοίχο, το πολύχρωμο φωτιστικό, την κουζίνα στο βάθος, λευκή, με χαριτωμένο τραπέζι φτιαγμένο από άβαφο ξύλο. Αν μπορούσα θα άνοιγα ήσυχα την πόρτα του κήπου και θα σκαρφάλωνα στο χαμηλό μπαλκόνι χωρίς να με πάρει κανένας είδηση. Όταν η Χλόη θα αντιλαμβανόταν την παρουσία μου, θα είχα ήδη εισχωρήσει στο γιορτινό της κόσμο. Τότε το στόμα της θα σχημάτιζε το όμικρον της έκπληξης. Όμως δεν θα κρατούσε πολύ. Αμέσως μετά θα με αναγνώριζε και θα έπιανε τα χέρια μου εγκάρδια. Ή ακόμη καλύτερα θα άνοιγε την αγκαλιά της και θα έπεφτα μέσα της εγκαταλείποντας τον εαυτό μου.
Ήξερα το όμικρον της έκπληξης της Χλόης, ακόμη κι αν αυτή ήταν δυσάρεστη. Δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ πως μπορούσα να την εκπλήξω και δυσάρεστα, ο μυστικός μας σύνδεσμος ήταν γεμάτος από τέτοιες μικρές συνωμοσίες. Έτσι έκπληκτα και δυσαρεστημένα με κοίταξε εκείνη τη μέρα, την τελευταία του σχολείου. Την ακολούθησα στην αρχή προσεκτικά και μετά ολοένα και πιο απροκάλυπτα. Το βήμα της γινόταν ολοένα και πιο γοργό, να φτάσει σπίτι της όσο γινόταν γρηγορότερα. Ο δρόμος που έμενε και τότε ήταν ο πιο ωραίος του προαστίου. Στις αυλές τα λουλούδια μοσχομύριζαν και το άρωμά τους μου έφερνε ζάλη. Σχεδόν έτρεξα να την προλάβω και εκείνη πριν ανοίξει το στόμα της στο όμικρον της δυσάρεστης έκπληξης, ένιωσε την ανάσα μου στο λαιμό της. Ύστερα είπαν πως πέθανε και γελούσα κρυφά ακόμη και όταν είδα το κηδειόχαρτο σε μια κολόνα. «Χλόη Δρόσου, ετών 18». Από κάτω έγραφε το όνομα της μαμάς και του μπαμπά της, της αδελφής και του αδελφού της. Ακόμη και γραμμένο το όνομα Χλόη Δρόσου είχε κάτι το μη πραγματικό. Ήταν σαν να το επινόησε κάποιος με πρόθεση να αποτυπώσει την απέραντη ομορφιά της ζωής. Αναρωτήθηκα μήπως το επινόησα εγώ. Εξάλλου την πρώτη φορά που είδα τη Χλόη ήταν η ενσάρκωση αυτής της ομορφιάς. Με κοστούμι νιφάδας χιονιού χόρευε σε μουσική της ορχήστρας του Πολ Μοριά στη χριστουγεννιάτικη εκδήλωση του σχολείου. Η Χλόη έκανε ένα χαριτωμένο αλλά αληθινό σάλτο αποδίδοντας τα ασυγκράτητα βιολιά της ορχήστρας την ώρα που εκτελούσαν την γιορτινή μελωδία. Η αίθουσα σείστηκε από τα χειροκροτήματα. Μας ευχαρίστησε κάνοντας μια σεμνή υπόκλιση.
Φυσικά και δεν πίστεψα πως η Χλόη είχε πεθάνει. Γελούσα με τις ολονυκτίες, τις ανθοδέσμες στο προαύλιο και το άδειο της θρανίο, τις έρευνες να μάθουν τι έγινε, χωρίς ποτέ να μάθουν.
Η ακλόνητη απόδειξη ήρθε όταν είκοσι χρόνια μετά την είδα ολοζώντανη να ψωνίζει φρούτα. Δεν πήρε ούτε ένα λεπτό να αποφασίσω πως ήταν πράγματι εκείνη. Δεν με αναγνώρισε αμέσως. Γύρισε και με κοίταξε με άδειο βλέμμα. Θα ερχόταν όμως και η στιγμή της αναγνώρισης, η ώρα να σταθούμε αντικριστά, να μοιραστούμε σημάδια κι αναμνήσεις, όπως στα ομηρικά έπη και τις τραγωδίες. Δεν είχα καμιά αμφιβολία πως ο σύνδεσμός μας ήταν πάρα πολύ βαθύς.
Εξάλλου εκείνη ήταν εκείνη που είχε ρωτήσει, λίγες μόνο μέρες πριν το όμικρον της δυσάρεστης έκπληξης, αν σκάω με τα πολλά ρούχα που φοράω. «Είναι πλέον Ιούνιος», πρόσθεσε και μου χαμογέλασε. Τότε κατάλαβα πως οι δυο μας αιωρούμαστε σε ένα δικό μας σύμπαν, όπου τίποτε άλλο δεν έχει σημασία πάρα μόνο εκείνη, παρά μόνο εγώ. Έτσι κι αλλιώς είχα πάψει από καιρό να δίνω σημασία στα ασήμαντα πράγματα. Δεν ένιωθα ζέστη ή κρύο. Μπορούσα να βγω τον Ιούνιο φορώντας το γκρίζο παλτό μου. Όμως, μόνο εκείνη το είχε προσέξει. Μόνο εκείνη στεκόταν μπροστά μου να το επισημάνει. Μόνο εκείνη μου είχε χαμογελάσει. Η μία και μοναδική σε ολόκληρο το σχολείο.
Για αυτό και θα το ήξερα αν είχε πράγματι πεθάνει. Κι όταν εντόπισα το νέο της σπίτι στο προάστιο, το ωραίο μπαλκόνι με τα χρωματιστά φωτάκια, την κουζίνα στο βάθος, το πορτρέτο στον τοίχο, άρχισα και πάλι να στροβιλίζομαι στη δίνη της ζωής. Οι εποχές μπερδεύτηκαν, όχι πως είχε σημασία αν ήταν καλοκαίρι ή χειμώνας. Ο χρόνος έγινε αξεδιάλυτο ένα. Με έπνιγε η λαχτάρα μου να γνωρίσω καλά τη Χλόη, να εισχωρήσω μέσα στη Χλόη, να γίνω σαν κι αυτή, να γίνω αυτή.
Κι έπειτα, ήταν κι εκείνο το απόγευμα που τα στόρια ήταν κλειστά ως κάτω. Όλη η οικογένεια απουσίαζε. Είχα νευριάσει γιατί δεν μπορούσαν να μου το κάνουν αυτό. Δεν είχαν το δικαίωμα να μου το κάνουν αυτό. Πρώτη επέστρεψε εκείνη. Βγήκε από το αυτοκίνητό της ήσυχα και αμέσως ψαχούλεψε τα κλειδιά του σπιτιού στην τσάντα. Έπειτα, τα κράτησε στην παλάμη της και άνοιξε την πόρτα του κήπου. Μόλις μπήκε βρέθηκα πίσω της. Δεν μπορεί παρά να ένιωσε την ανάσα μου στο λαιμό της. Δεν έστρεψε το κεφάλι να δω το όμικρον της έκπληξης. Αν αυτή ήταν ευχάριστη ή δυσάρεστη. Ίσως όμως πλέον να μην είχε και τόση σημασία. Είχε ξεκινήσει ο στροβιλισμός μας στον νυχτερινό ουρανό. Βλέπαμε μαζί τους πλανήτες, τον γαλαξία, δίναμε όνομα στα αστέρια.
Λίγο καιρό αργότερα θα έλεγαν πως το ωραιότερο σπίτι της περιοχής ρήμαξε όταν πέθανε πρόωρα η ιδιοκτήτρια. Τα συνεργεία μετά από μερικούς μήνες θα έμπαιναν μέσα να το ετοιμάσουν για την επόμενη. Εγώ θα είχα σταματήσει τις περιπολίες με το αυτοκίνητο γνωρίζοντας πως δε θα δω τη Χλόη. Όχι βέβαια γιατί πίστεψα πως είχε πεθάνει. Αλλά γιατί ήξερα ―και έπρεπε πλέον αυτό να το παραδεχτώ― πως δεν μπορεί να πεθάνει μια νεκρή.