Το όνομα της ήταν Ελπίδα

Vladimir Mouchkarof: «Η Ελπίδα με το σφυρί», ιδιωτική συλλογή αλληγορικών φωτογραφιών
Vladimir Mouchkarof: «Η Ελπίδα με το σφυρί», ιδιωτική συλλογή αλληγορικών φωτογραφιών

Η Ελπίδα βούλιαξε στον ύπνο.
Ξύπνησε ή νόμισε πως ξύπνησε σ’ έναν αχανή υδάτινο θάλαμο. Ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα· μόνο καθρέφτες, παντού. Άπειρες εκδοχές του εαυτού της την κοιτούσαν αμίλητες. Μόνο δύο κινήθηκαν.
Η πρώτη βγήκε απ’ τον καθρέφτη. Το περπάτημά της στιβαρό, βλέμμα αιχμηρό και η φωνή της σαν πριόνι που πριόνιζε το σώμα της.
Φορούσε κόκκινο φόρεμα, σαν φλόγα και κρατούσε ένα σφυρί που έμοιαζε πολύ βαρύ.

Η δεύτερη δεν μίλησε καν. Ξεγλίστρησε απαλά από τον καθρέφτη φορώντας λευκό πανωφόρι, σαν σιωπή που θεραπεύει. Τα μάτια της βουρκωμένα χωρίς να κλαίνε. Μιλούσε χωρίς φωνή, μόνο με το βλέμμα της:

— «Αν γκρεμίσεις τα πάντα, πώς θα θυμάσαι τι αγάπησες; Δεν χρειάζεται να θρυμματίσεις τους καθρέφτες· αρκεί να διαλέξεις σε ποιον θα σταθείς απέναντι, με τόλμη »

Η πρώτη γέλασε ειρωνικά. Ύψωσε το σφυρί και το έριξε στους καθρέφτες. Κάθε κομμάτι που έσπαζε, χάραζε κι ένα σημάδι στο σώμα της Ελπίδας.

Η άλλη γυναίκα γονάτισε. Δεν μίλησε. Άρχισε να μαζεύει τα σπασμένα κομμάτια. Έχτισε ένα καινούργιο είδωλο, τραυματισμένο μα αληθινό.

Η Ελπίδα στάθηκε ανάμεσά τους.
Το σφυρί έκαιγε στο χέρι της· ήταν εύκολο να το σηκώσει. Αλλά το βάρος της δεύτερης γυναίκας που θεράπευε ήταν εκείνο που την τραβούσε: μια αόρατη έλξη προς το άθραυστο που φτιάχνεται από θραύσματα.

Και τότε, ξύπνησε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: