Η λύκαινα

Jackson Pollock: «Η λύκαινα», 1943
Jackson Pollock: «Η λύκαινα», 1943


12 Ιανουαρίου 1992


Είναι η μέ­ρα που πα­ντρευ­τή­κα­με με τον Χρι­στό­φο­ρο. Η γνω­ρι­μία μας εξαι­ρε­τι­κά μι­κρή. Γνω­ρι­στή­κα­με με συ­νοι­κέ­σιο. Οι γο­νείς μου επέ­με­ναν ότι ήταν μια πο­λύ κα­λή τύ­χη για μέ­να και έτσι δεν την άφη­σα να μου φύ­γει.
Ο Χρι­στο­φό­ρος όμως εί­χε δύο πρό­σω­πα. Ένα πο­λύ κα­λό και ευ­γε­νι­κό για τους γο­νείς μου και τους φί­λους μας και ένα πο­λύ κα­κό και σκλη­ρό για μέ­να όταν ήμα­σταν μό­νοι μας.
Ένα βρά­δυ δί­χως λό­γο πή­γε να ση­κώ­σει χέ­ρι πά­νω μου. Τε­λευ­ταία στιγ­μή ξε­γλί­στρι­σα από τα χέ­ρια του, έτρε­ξα στο αυ­το­κί­νη­το μου και διέ­φυ­γα στο γει­το­νι­κό δά­σος.
Όταν έφτα­σα εκεί ήμουν πο­λύ φο­βι­σμέ­νη, τό­τε εί­δα μια σκιά να με πλη­σιά­ζει.
Έμοια­ζε με λύ­κο αλ­λά πα­ρά­ξε­νο δεν τον φο­βή­θη­κα. Ήρ­θε πο­λύ κο­ντά μου με κοί­τα­ξε απευ­θεί­ας στα μά­τια και το βλέμ­μα του, μου έδω­σε με­γά­λη δύ­να­μη.
Πλέ­ον δεν φο­βό­μουν και γύ­ρι­σα στο σπί­τι.


28 Φεβρουαρίου 1992


Πάλι σή­κω­σε χέ­ρι πά­νω μου.
Αυ­τή την φο­ρά δεν την γλύ­τω­σα και με γέ­μι­σε με­λα­νιές.
Δεν ήθε­λα να μι­λή­σω στους γο­νείς μου, δεν ήθε­λα να τους γε­μί­σω ενο­χές για τις θερ­μές προ­τρο­πές του να τον πα­ντρευ­τώ.
Πο­νού­σα πο­λύ από τα χτυ­πή­μα­τα αλ­λά ξα­να­πή­γα στο δά­σος.Ο λύ­κος ήταν εκεί και με πε­ρί­με­νε. Κά­θι­σε δί­πλα μου σε από­στα­ση ανα­πνο­ής. Απί­στευ­το, άρ­χι­σε να τρί­βει απα­λά το τρί­χω­μά του επά­νω μου και να ανα­κου­φί­ζει τα ση­μά­δια μου. Τον αγκά­λια­σα σφι­χτά με τα δυο μου χέ­ρια.Τό­τε αι­σθάν­θη­κα μια δύ­να­μη σχε­δόν υπερ­φυ­σι­κή και πή­ρα μια πο­λύ σο­βα­ρή από­φα­ση.

17 Μαρτίου 1992

Ο Χρι­στο­φό­ρος έφυ­γε από το σπί­τι. Δεν ξέ­ρει κα­νείς που πή­γε.
Οι γο­νείς μου προ­σπα­θούν να με πα­ρη­γο­ρή­σουν για το κα­κό που με βρή­κε.
Όταν όλοι φεύ­γουν από το σπί­τι πάω στο μπά­νιο και ξε­φλου­δί­ζω το θλιμ­μέ­νο μου πρό­σω­πο. Τό­τε ένα κε­φά­λι λύ­κου ξε­προ­βάλ­λει. Εκεί­νο το βρά­δυ στις 28 Φλε­βά­ρη, εγώ και ο λύ­κος γί­να­με ένα και ορ­γα­νώ­σα­με το πιο τέ­λειο σχέ­διο.
Έδω­σα τον Χρι­στό­φο­ρο να πιει ένα καυ­τό τσάι, του ζή­τη­σα αμέ­σως με­τά να πά­με μια βόλ­τα με το αυ­το­κί­νη­το στο δά­σος. Οδή­γη­σα εγώ.
Όταν φτά­σα­με ήταν βα­θιά κοι­μι­σμέ­νος.
Σκέ­πα­σα με χώ­μα το χα­ντά­κι που τον έρι­ξα, στην τε­λευ­ταία φτυα­ριά ούρ­λια­ξα ελεύ­θε­ρη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: