Οι υφάντρες

Οι υφάντρες

 

Ήταν αργά το βράδυ όταν έφθασα στην εγκαταλελειμμένη βιοτεχνία των υφαντών. Υπολόγιζα ότι θα ήμουν εκεί νωρίς το απόγευμα, αλλά μια αβαρία με το αυτοκίνητο με πήγε πολλές ώρες πίσω. Δεν υπήρχε ξενοδοχείο στην περιοχή.

Η μεσίτρια που μου είχε δώσει τα κλειδιά , μου είπε ότι μπορούσα να μείνω εκεί το βράδυ ,υπήρχε μια κρεβατοκάμαρα που χρησιμοποιούσε παλιά ο βιοτέχνης. Την επόμενη θα ερχόταν εκείνη να της τα παραδώσω και να αποφασίσω αν με ενδιαφέρει το οίκημα.

Ήταν γεμάτη από ιστούς η κρεβατοκάμαρα, καθάρισα μόνο τον χώρο πάνω από το κρεβάτι, ευτυχώς μέσα σε μια ντουλάπα βρήκα κάτι καθαρά σκεπάσματα, έστρωσα και κατάκοπος έπεσα να κοιμηθώ.

Μοναδικός φωτισμός ένα παλιό πορτατίφ, η λάμπα του τρεμόσβηνε, έμοιαζε να χαροπαλεύει ανάμεσα σε δύο κόσμους, μη μπορώντας να αποφασίσει που ανήκει. Την άφησα ανοικτή. Δεν μ' έπιανε ο ύπνος αλλά τελικά τα κατάφερα.

Ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο της πόρτας ξαφνικά με ξύπνησε.

Πέντε γυναικείες φιγούρες έρποντας στα τέσσερα με εύκαμπτες και απίστευτα συμμετρικές κινήσεις με πλησίασαν. Κουνούσαν παράξενα τα κεφάλια τους ποτέ δεξιά και ποτέ αριστερά μα σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους .Φορούσαν ρόμπες εργασίας , είχαν τα δύο τρία τελευταία κουμπιά τους κομμένα με αποτέλεσμα οι λευκοί όμορφοι μηροί τους να είναι σε πλήρη θέα.

— Ποιές είστε; Ψέλλισα μισοκοιμισμένος .

Με πλησίασαν δίχως να μιλούν άρχισαν να με αγγίζουν και να με φιλούν με σαγήνη. Τα χέρια τους απίστευτα μαλακά. Τα χείλη τους άφηναν πάνω μου μια κολλώδη ουσία που με μούδιαζε σαν από μεθύσι και δεν μ' άφηνε να αντιδράσω. Άρχισαν να με γδύνουν και να ερωτοτροπούν μαζί μου .Τα κορμιά τους βελούδινα μ' ένα χνούδι απαλό σαν μωρού. Ήταν μια απίστευτη βραδιά . Δεν καταλάβαινα αν είμαι ξύπνιος ή ναρκωμένος, όταν όμως μια από εργάτριες άρχισε να βγάζει από τον αφαλό της μεταλλικές κλωστές και να πλέκει μ' αυτές μια θηλιά , κατάλαβα ότι εκείνη προοριζόταν για τον λαιμό μου και πετάχτηκα από το κρεβάτι έντρομος .

Ως δια μαγείας οι εργάτριες εξαφανίστηκαν στην θέση τους πάνω στο σεντόνι μου πέντε ταραντούλες, που όμως αντί για κεφάλια είχαν σε μικρογραφία τα πρόσωπα των εργατριών . Μου χαμογελούσαν ειρωνικά και με χλεύαζαν βγάζοντας κοροϊδευτικά τις γλώσσες τους. Έφυγα κακήν κακώς από την βιοτεχνία. Άφησα τα κλειδιά πάνω στην πόρτα.

Όταν άναψα την μηχανή του αυτοκινήτου για να φύγω, θυμήθηκα ότι η μεσίτρια όταν την συνάντησα φορούσε ένα παράξενο αραχνοΰφαντο φόρεμα.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: