Τρία μικροδιηγήματα

 

Είδος υπό εξαφάνιση


Απ’ τη μέρα που γεννήθηκα με αντιμετωπίζουν καχύποπτα, μου επιβάλλουν απαγορεύσεις, μην ακουμπάς, πρόσεχε, θα κάνεις ζημιά, άτσαλα τρως, μην καπνίζεις, παιδιαρίζεις, τεμπελιάζεις, δούλευε, μην κοιτάς το ρολόι σου, κάτσε φρόνιμος, μη σηκώνεις κεφάλι, θα σου το κόψουμε, σκάσε πια!
Στην αρχή πάλευα, αντιστύλωνα τα πόδια στη γη, μα με χτυπούσαν, θα σε μάθουμε τρόπους μου φώναζαν, θα σε κάνουμε άνθρωπο, μ’ έδερναν για το καλό μου γιατί το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο.
Υποτάχτηκα, σκύβω το κεφάλι, δεν αντιστέκομαι πια, τον στρώσαμε επιτέλους λένε με καμάρι, με ισοπέδωσαν λοιπόν λέω με ντροπή, όλοι συμφωνούν πως κοινωνικοποιήθηκα σωστά.
Έπιασα δουλειά, έβαλα κοστούμι, φόρεσα γραβάτα, έγινα λοιπόν άνθρωπος –ίσως– πάντως τις νύχτες βγαίνω έξω και αλυχτώ, τελευταία ανέπτυξα ακοή αγριμιού, μιλούν χαμηλόφωνα μα τους ακούω, τρέμουν μην ξυπνήσω.
Μέσα μου μουγκρίζει το ζώο, λέω πως είμαι άνθρωπος αφού φορώ κοστούμι, μα τις νύχτες βγαίνω στο βουνό κι αλυχτώ, γδέρνω με τα νύχια μου τις φλούδες των πεύκων, ψάχνω σε ποια συνομοταξία ανήκω, παλεύω να καταταγώ ως είδος.
Οι φιλοζωικές οργανώσεις δεν ενδιαφέρονται να με σώσουν. Είμαι… είδος υπό εξαφάνιση.



Ενθύμιο


Χθες βράδυ, που φυσούσε, έπεσε το διατηρητέο νεοκλασικό σπίτι στη γωνία. Όταν ξημέρωσε, εκεί που έστεκε το παλιό κτήριο, υπήρχαν μόνο πέτρες, χώμα, σίδερα… όλα ανάκατα. Τα υλικά σκορπίστηκαν στον δρόμο κόβοντας την κυκλοφορία. Ευτυχώς η κατάρρευση έγινε αργά τη νύχτα, δεν περνούσαν αυτοκίνητα και δε χτύπησε κανείς.
Όλο το προηγούμενο διάστημα μια κακογραμμένη πινακίδα ειδοποιούσε τους περαστικούς να μένουν μακριά γιατί έπεφταν σοβάδες. Πρόχειρες σκαλωσιές στήριζαν κάτι παλιοσανίδες για να κόβουν τη φόρα των υλικών που η βαρύτητα τραβούσε προς τη γη. Χθες όλα αυτά αποδείχτηκαν ανεπαρκή.
Το πρωί μια μπουλντόζα κι ένα φορτηγό ήρθαν να απομακρύνουν τα μπάζα. Οι περίοικοι ανακουφίστηκαν. Επιτέλους θα ξεβρόμιζε η γειτονιά. Τις νύχτες στο ερειπωμένο σπίτι μπαινόβγαιναν ναρκομανείς. Παλιότερα το είχαν καταλάβει άστεγοι μετανάστες. Λίγα χρόνια πριν στέγαζε έναν οίκο ανοχής. Μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι θυμούνται αμυδρά πως δεκαετίες πριν έμενε εδώ μια κανονική οικογένεια. Τα τελευταία χρόνια τα δωμάτιά του ήταν γεμάτα σκουπίδια και τρωκτικά. Υποβάθμιζε όλη τη γειτονιά. Γι’ αυτό χαρήκαν που έπεσε.
Το μεσημέρι ήρθε ένα αυτοκίνητο. Οδηγούσε ένας μεσόκοπος άντρας. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν μια γριά. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Έμεινε για λίγο ακίνητη. Μετά χώθηκε ανάμεσα στα μπάζα. «Φύγε, γιαγιά, κινδυνεύεις», φώναξε ο μπουλντοζιέρης. Εκείνη έσκυψε κι άρχισε να τραβά μια βαριά πέτρα. «Τι τη θες την πέτρα, μάνα;» φώναξε απ’ το αυτοκίνητο ο άντρας. «Είναι το σπίτι μου», ψέλλισε εκείνη. Ο γιος βγήκε, σήκωσε την πέτρα και την απόθεσε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. «Έλα μέσα!» της είπε. «Να μου την ακουμπήσεις στο μπαλκόνι μας, να τη βλέπω!» του είπε η γριά.
Το αυτοκίνητο έφυγε, ενώ η μπουλντόζα άδειαζε το περιεχόμενο της δαγκάνας της στο φορτηγό.
Δυο μέρες μετά η γειτονιά άστραφτε από καθαριότητα.



Ιησούς


Κάποτε παρουσίαζα ένα βιβλίο μου σ’ ένα νησί. Ήταν καλοκαίρι, κοσμοπλημμύρα, δεν κατάφερα να εξασφαλίσω μια άνετη αίθουσα. Τη λύση έδωσε ένας φίλος, που μου παραχώρησε τη μικρή αυλή του.
Μαζεύτηκε πολύς κόσμος.
Εξαιτίας της στενότητας του χώρου, ένας βιβλιόφιλος ανέβηκε σε μια μουριά και παρακολούθησε από εκεί την εκδήλωση. Η αφοσίωσή του με εντυπωσίασε.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησα.

«Δάσκαλε, είμαι ο Ζακχαίος!» αποκρίθηκε.
Εγώ –δάσκαλος ων– ένιωσα σαν Ιησούς.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: