Ο θησαυρός του ξένου

William Sallis / Επιτραπέζιο παιχνίδι, Λονδίνο 1860.
William Sallis / Επιτραπέζιο παιχνίδι, Λονδίνο 1860.

 

Μόνος, ανάμεσα σε δυο ερωτικές συναντήσεις
στο απρόβλεπτο σκοτάδι στου Νάρκισσου το δούναι λαβείν
μ΄ εργασία φθηνή, μετανάστης,
είχε απ’ τα χρόνια στην Αμερική,
σε βιτρίνες δει θησαυρούς κοσμημάτων.
Τον θάμπωναν, όπως το κάλλος των σωμάτων.
Σε κάθε σχόλη δινόταν
στην πυρετική θήρα του έρωτα.

Ο πόθος του για ομορφιά,
η στέρηση και η μοναξιά
άνθισαν μέσα του, και κάποια στιγμή τα είδε.
Σαν πέρλες, σαν διαμάντια, σαν ζαφείρια
λάμπουν ριγμένα στα σκουπίδια
και μπιμπελό και εργαλεία μικρά
κάποιον σαν αυτόν έρημα περιμένουν.
Τα μάζεψε ζηλόφθονα πριν προλάβουν άλλοι
τα πήγε σπίτι κρυφά
– λάφυρα πρώτης μέρας
μιας χρυσοθηρικής ζωής, νέας.
Τα έπλυνε, τα γυάλισε και τα ΄κρυβε σ’ ένα συρτάρι.

Όταν γύρισε στην πατρίδα συνέχισε ν’ αναζητεί
αγνοημένη ομορφιά.
Μάζευε ξεχωριστά κομμάτια, αστραφτερά
και από κάδο σε κάδο τριγύριζε.
Στο σπίτι, σε σειρές στη βάση του τοίχου τα μάζευε,
ύστερα σε ράφια και στο δάπεδο μετά.
Έκλεισε τη βεράντα, όταν το σπίτι γέμισε,
με καραβόπανο που έδεσε καλά
και σώρευε τους θησαυρούς εκεί.

Πέρασαν χρόνοι βαδιστές ακάματοι.
Ντυμένος πάντα με κοστούμι και γραβάτα,
λεπτός, πλησίαζε νέους στα κρυφά
και νέες στα φανερά
- με τρόπο κι ύστερα φορτικά,
γυναίκες που έρχονταν καθημερινά
στη γειτονιά να εργαστούν,
χωρίς να ξέρει κανείς
αν το ’κανε από επιθυμία ή για προσποίηση,
ν’ αντιπαρέλθει του κόσμου τα σχόλια.
Αν τον συναντούσε γνωστός σε κάδους κοντά,
στεκόταν με στραμμένη πλάτη να τον αποφύγει
όπως σε ραντεβού,
σε στέκι έρωτα απαγορευμένου.

Στην εκκλησία πήγαινε συχνά
στεκόταν δίπλα στο ψαλτήρι
και σπάνια, αν έμενε ένας ψάλτης μόνος,
συμπονετικός, τον άφηνε να διαβάσει λίγο, συνοδευτικά.
Συνέχιζε να συλλέγει κομμάτια λαμπερά.
Ένα πρωί, στις επτά, τέλος Γενάρη,
τον βρήκε πεσμένο δίπλα σε κάδους ένας παπάς,
κάλεσε ασθενοφόρο, ως το νοσοκομείο
είχε καταλήξει – ανακοπή καρδιάς.

Σαν μπήκαν στο σπίτι τους δυσκόλεψαν οι σωροί.
Τα βγάλαν έξω λίγα λίγα.
Απορριπτικοί, πλανεμένοι, σκληροί
για έναν ήδη απόντα για πάντα.
Δεν είδε την αξία των κομματιών αυτών κανείς.
- θύματα μαζικής αυθυποβολής
πολύτιμα κοσμήματα τα χάρισαν σε παλιατζήδες,
που τους ξεγέλασαν, υποτιμητές ειδικοί.
Κι άλλα, που δεν ήθελε κανείς, μείναν
έξω στο πεζοδρόμιο πεταμένα
τα πλούτη ενός ανθρώπου που ήταν
ξένος και στην πατρίδα και στα ξένα.


 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: