Υπομονή / Οι μαστοί

 

Υπομονή

Από μωρό άκουγα τη λέξη υπομονή, καθώς η μάνα μου με ταχτάριζε όταν σφάδαζα από τους κολικούς, το ίδιο όταν πεινούσα, όταν στο πάρκο έπεφτα απ’ την κούνια μια και δυο και τρεις φορές κι έκλαιγα, έκλαιγα πολύ, μα εκείνη μου ’λεγε «θα περάσει μωρό μου, υπομονή» και όταν μίλησα η πρώτη λέξη που είπα δυνατά ήταν «Υπομονή», η πρώτη που έμαθα να γράφω στα πέντε μου, μα στα δεκαπέντε άρχισα να σωπαίνω, όταν οι συμμαθητές μου με φώναζαν «χοντρή, χοντρομπαλού φάε κι άλλο γιαουρτλού» κι έκανα υπομονή μέχρι να ’ρθουν οι γιορτές και οι καλοκαιρινές διακοπές για να βρεθώ στο νησί με τον παππού και τους ψαράδες, που υπομονετικά έβγαζαν απ’ τα δίχτυα την ψαριά τους κι αργότερα τραβούσαν μέχρι τη στεριά τις βρεγμένες μάνες με τα παιδιά τους, που όσοι ήταν τυχεροί φορούσαν τα πορτοκαλί σωσίβια, άλλοι πάλι δεν πρόλαβαν να δουν στεριά και «υπομονή όλα θ’ αλλάξουν για σας στην καινούργια γη», έλεγαν οι χωριανοί, μα οι άνθρωποι πεινούσαν και πονούσαν, γιατί δεν είχαν άλλη υπομονή. Κι εγώ μεγάλωσα και τώρα τρέχω πια πολύ ακούγοντας μουσική στ’ ακουστικά μου, η Annie Lenox τραγουδάει I saved the word today, δυο αγόρια περπατάνε ανέμελα στο δρόμο κρατώντας χέρια και κοιτιούνται πού και πού τρυφερά, κι εγώ υπομονετικά περιμένω τους ανθρώπους να τηρούν τις υποσχέσεις τους, «δεν ήτανε ληστής», «πατέρα πού ήσουν τόσα χρόνια», «όχι άλλα ψυχοφάρμακα μητέρα», «μη με χτυπάς άλλο αγάπη μου, πονάω, αιμορραγώ, πεθαίνω», κι όλοι λένε «ήταν η κακιά η ώρα, τι τραγικό συμβάν, ήταν καλό παιδί», μα εγώ κάνω υπομονή με όλους και όλα, και για εκείνα τα συγγνώμη που ήρθαν ή δεν ήρθαν ποτέ ή ίσως θα’ ρθουν μάνα, πατέρα, αδελφή, άντρα, φίλε, και κάθομαι στο πάρκο με υπομονή κοιτώντας τα πουλιά στον ουρανό ελεύθερα να φτερουγίζουν.

 

Υπομονή / Οι μαστοί

Οι μαστοί

Πενήντα χρόνια τους κουβαλάει μαζί της·
καλά κρυμμένους κάτω από μπλούζες και φουστάνια.
Κάποτε— εξαιτίας τους — αποθήκευε θύελλες·
τώρα δεν τους κοιτάει πια κανείς·
μέστωσαν, έπειτα μαράθηκαν,
τους βλέπει στον καθρέφτη και
της μοιάζουν σαν ξένοι.
«Μια αλλοίωση μου φαίνεται πως είναι.»
«Αλλοίωση;» ρωτάει παγωμένα
στο δωμάτιο του ιατρείου.
Με το χέρι ακουμπισμένο πίσω απ’ το κεφάλι
θυμάται τον Απολινέρ και τον Φρανσίς Πουλένκ
κοιτώντας λέξεις και νότες στο ταβάνι
Αχ Τειρεσία!
Δεν έχει πεθάνει ακόμη, και η ζωή συνεχίζεται
με ή χωρίς τους μαστούς που τώρα κοιτάει επίμονα.
Άραγε να τους χαϊδέψει απαλά
ή να τους ξεριζώσει με τα χέρια της;

Ευτυχώς που δεν μπορούν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον.

 

 

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: