Η «Γραμμή ανάμεσά μας» και η νέα εισβολική λογοτεχνία της Κύπρου

Η συλ­λο­γή της Μα­ρί­ας Τζια­ού­ρη Χίλ­μερ Γραμ­μή ανά­με­σά μας (Αθή­να 2020) προ­σθέ­τει έναν ακό­μη τί­τλο Κυ­πρί­ου συγ­γρα­φέα στον κα­τά­λο­γο των εκ­δό­σε­ων Το Ρο­δα­κιό, του οί­κου που ανα­δει­κνύ­ε­ται σε ένα από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα κα­νά­λια με­τα­κέ­νω­σης της σύγ­χρο­νης κυ­πρια­κής λο­γο­τε­χνί­ας στην Ελ­λά­δα.[1] Η Γραμ­μή απο­τε­λεί την πρώ­τη αυ­τό­νο­μη πα­ρου­σία της Χίλ­μερ στο εκ­δο­τι­κό σκη­νι­κό. Προη­γή­θη­καν δύο συλ­λο­γι­κά έρ­γα (Λαί­μαρ­γα, Λε­με­σός 2019·[2] The story of a moment (Ιστο­ρία μιας στιγ­μής), Λε­με­σός 2017) και σει­ρά πε­ζών και ποι­η­μά­των, δη­μο­σιευ­μέ­νων σε έντυ­πα και ηλε­κτρο­νι­κά πε­ριο­δι­κά, ορι­σμέ­να από τα οποία απο­θη­σαυ­ρί­ζο­νται στη Γραμ­μή.
Στο κεί­με­νο που ακο­λου­θεί θα ανα­πτύ­ξω τα δύο βα­σι­κό­τε­ρα, κα­τά την κρί­ση μου, αι­σθη­τι­κά και γραμ­μα­το­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του βι­βλί­ου. Θα ανα­φερ­θώ, πρώ­τα στη «μου­σι­κή» δό­μη­ση της συλ­λο­γής γύ­ρω από ένα κε­ντρι­κό μο­τί­βο, το οποίο τυγ­χά­νει πολ­λα­πλού (επα­να)προσ­διο­ρι­σμού στα επι­μέ­ρους δι­η­γή­μα­τα, ορι­σμέ­να από τα οποία δα­νεί­ζο­νται στοι­χεία από τις τε­χνι­κές του σύγ­χρο­νου (με­τα-με­τα­μο­ντέρ­νου, θα έλε­γε κα­νείς) αφη­γη­μα­τι­κού εί­δους της flash fiction. Ακο­λού­θως, θα εξε­τά­σω τη θέ­ση που διεκ­δι­κούν τα κυ­πριό­θε­μα δι­η­γή­μα­τα της Γραμ­μής στην εν γέ­νει κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία της Ει­σβο­λής όπως αυ­τή δια­μορ­φώ­νε­ται από το έτος-ορό­ση­μο 2003 και εξής.

1

Όπως και στα Λαί­μαρ­γα, συλ­λο­γι­κό πό­νη­μα που σχε­δί­α­σε και κα­τηύ­θυ­νε στην εκτέ­λε­σή του η φι­λό­λο­γος ἅμα καὶ μου­σι­κός συγ­γρα­φέ­ας, τα δι­η­γή­μα­τα που πα­ρου­σιά­ζου­με σή­με­ρα πε­ρι­στρέ­φο­νται σαν μου­σι­κή σύν­θε­ση γύ­ρω από ένα κε­ντρι­κό μο­τί­βο στις διά­φο­ρες ερ­μη­νεί­ες και εκ­δο­χές του – εν προ­κει­μέ­νω το μο­τί­βο της «γραμ­μής ανά­με­σά μας». Στα πρώ­τα έξι δι­η­γή­μα­τα της συλ­λο­γής, που έχουν κυ­πρια­κό θέ­μα και το­πο­θε­τού­νται στην Κύ­προ με­τά την Ει­σβο­λή, η «γραμ­μή» εί­ναι απτή, οδυ­νη­ρά κυ­ριο­λε­κτι­κή: εί­ναι η Πρά­σι­νη Γραμ­μή, που κό­βει το νη­σί και τις ζω­ές των αν­θρώ­πων του στα δύο. Η «γραμ­μή ανά­με­σά μας» απο­κτά επι­πλέ­ον με­τα­φο­ρι­κές προ­ε­κτά­σεις τό­σο στα κυ­πριό­θε­μα δι­η­γή­μα­τα όσο, κυ­ρί­ως, σε αυ­τά που ακο­λου­θούν, τα οποία το­πο­θε­τού­νται στην Ελ­λά­δα ή αλ­λού υπο­γραμ­μί­ζο­ντας την οι­κου­με­νι­κό­τη­τα του μο­τί­βου. Πρό­κει­ται για το χά­σμα με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων (συ­ζύ­γων, ερα­στών, παι­διών, γο­νέ­ων που λεί­πουν στην ψυ­χή ή στο σώ­μα· το χά­σμα του ατό­μου με το κοι­νω­νι­κό του πε­ρι­βάλ­λον, του ατό­μου με τον νε­ώ­τε­ρο ή τον υγιέ­στε­ρο ή τον ευ­τυ­χέ­στε­ρο πα­λαιό εαυ­τό του). Τα δι­η­γή­μα­τα εξε­τά­ζουν, με την προ­γραμ­μα­τι­κή αδρο­μέ­ρεια που ανα­μέ­νει κα­νείς από αυ­τού του εί­δους την πε­ζο­γρα­φία, τις αι­τί­ες που προ­κα­λούν το χά­σμα (χω­ρι­σμός, εγκα­τά­λει­ψη, βία, απώ­λεια, συ­γκυ­ρί­ες, κοι­νω­νι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις, ερω­τι­κή ατολ­μία, ψυ­χι­κή νό­σος, αλ­κο­ο­λι­σμός) και τις συ­νέ­πειες που αυ­τό επι­φέ­ρει (απο­ξέ­νω­ση, μο­να­ξιά, κα­τά­θλι­ψη, αρ­γή ψυ­χι­κή φθο­ρά, κα­κο­ποί­η­ση, από­γνω­ση, αυ­το­χει­ρία, φό­νος).
Τε­χνο­τρο­πι­κά, αρ­κε­τά από τα δι­η­γή­μα­τα της Γραμ­μής σχε­τί­ζο­νται με το εί­δος εκεί­νο της αφη­γη­μα­τι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας που απο­κα­λεί­ται flash fiction.[3] Πρό­κει­ται, όπως υπο­βάλ­λει ο όρος, για συ­μπυ­κνω­μέ­νες αφη­γή­σεις, που έχουν έκτα­ση με­ρι­κών δε­κά­δων έως με­ρι­κών εκα­το­ντά­δων λέ­ξε­ων (ορι­σμέ­νοι θε­ω­ρη­τι­κοί το­πο­θε­τούν το συμ­βα­τι­κό όριο στις 1000 λέ­ξεις). Θα ήταν εσφαλ­μέ­νο, προ­φα­νώς, να θε­ω­ρή­σου­με πως κά­θε σύ­ντο­μο δι­ή­γη­μα αδια­κρί­τως απο­τε­λεί flash fiction και σί­γου­ρα δεν εντάσ­σο­νται σε αυ­τή την κα­τη­γο­ρία όλα τα κεί­με­να της Γραμ­μής, ού­τε καν κά­ποια από τα πο­λύ σύ­ντο­μα, όπως ο «Κό­μπος στον λαι­μό» (που εί­ναι μάλ­λον πε­ζο­ποί­η­μα). Το ου­σιώ­δες γνώ­ρι­σμα των flash αφη­γή­σε­ων εί­ναι η υπό­νοια, εξ ου και η χρή­ση του όρου hint fiction,[4] «αφη­γη­μα­τι­κή πε­ζο­γρα­φία του υπαι­νιγ­μού», ει­δι­κά για τις συ­ντο­μό­τε­ρες από αυ­τές. Στη flash fiction δεν δί­νε­ται πα­ρά το χον­δρι­κό διά­γραμ­μα μιας ιστο­ρί­ας και των προ­σώ­πων της, έτσι ώστε να υπο­βάλ­λε­ται ερε­θι­στι­κά η προϊ­στο­ρία της, οι ψυ­χο­λο­γι­κές της συ­ντε­ταγ­μέ­νες και η θε­μα­τι­κή της. Πρό­κει­ται δη­λα­δή για στρα­τη­γι­κώς αφαι­ρε­τι­κά αφη­γή­μα­τα, γε­μά­τα σκό­πι­μα κε­νά· για ιστο­ρί­ες συ­νει­δη­τά μι­σοει­πω­μέ­νες, φορ­τι­σμέ­νες με όχι πε­ρισ­σό­τε­ρο από νύ­ξεις για το πριν και το με­τά, οι οποί­ες απορ­ρο­φούν τον ανα­γνώ­στη στη δια­δι­κα­σία της συ­γκρό­τη­σής τους. Για­τί ο έφη­βος γιος φο­ρά­ει «τα φλο­ράλ φου­στά­νια» της μά­νας του («Τα φλο­ράλ φου­στά­νια», σσ. 43-45); Πρό­κει­ται για γνή­σια πα­ρεν­δυ­τι­κή ρο­πή ή μή­πως για απε­γνω­σμέ­νη προ­σπά­θεια, σε πνεύ­μα πα­ρό­μοιο με τις απε­γνω­σμέ­νες προ­σπά­θειες άλ­λων ηρώ­ων στη Γραμ­μή, να απο­κα­τα­στή­σει την ψυ­χο­σω­μα­τι­κή επα­φή με τη γυ­ναί­κα που τον γέν­νη­σε, τη μά­να, που ήταν μα­ζί του κά­πο­τε θερ­μή και τρυ­φε­ρή, αλ­λά που με­τά τη φυ­γή του πα­τέ­ρα απο­σύρ­θη­κε στον ζό­φο; Η επι­τυ­χία της flash fiction κρί­νε­ται από τον βαθ­μό στον οποίο ανα­γκά­ζει τον ανα­γνώ­στη να συ­μπλη­ρώ­σει την ιστο­ρία.

Στα κυ­πρια­κά δι­η­γή­μα­τα, όπου θα επι­κε­ντρω­θώ πε­ρισ­σό­τε­ρο, η «γραμ­μή ανά­με­σά μας» χα­ράσ­σε­ται, όπως έγρα­ψα ήδη, από τη θε­μα­το­λο­γία της Ει­σβο­λής. Το με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον εδώ έγκει­ται στο ότι τα πιο κοι­νά θέ­μα­τα της προ­σφυ­γιάς, των αγνο­ου­μέ­νων, της απώ­λειας τό­πων, αν­θρώ­πων και μνη­μών, συ­μπλη­ρώ­νο­νται από άλ­λες, πιο δη­κτι­κές πα­ραλ­λα­γές της βί­αι­ης, εγκάρ­σιας σχά­σης ανά­με­σα στον άν­θρω­πο και ό,τι τον συν­δέ­ει με τις υπαρ­κτι­κές αφε­τη­ρί­ες του.
Ανά­με­σα στις πα­ραλ­λα­γές αυ­τές ξε­χω­ρί­ζω πρώ­το το μο­τί­βο της με­τα­τε­θει­μέ­νης ορ­γής: στο εναρ­κτή­ριο «Κα­σε­το­φω­νά­κι» (σσ. 11-13), ο με­θυ­σμέ­νος πρό­σφυ­γας ξε­σπά με λύσ­σα στο τα­πει­νό μαύ­ρο Sanyo, με το οποίο η γυ­ναί­κα του επι­χει­ρεί να ξε­φύ­γει από τις μαύ­ρες μνή­μες έστω για λί­γο, έστω για λί­γο να χα­θεί στις άχρο­νες με­λω­δί­ες του Μπραμς, για να μην αντι­κρύ­ζει την άμου­ση άβυσ­σο του τώ­ρα της.
Ξε­χω­ρί­ζω ακό­μη το συγ­γε­νές μο­τί­βο της απελ­πι­σμέ­νης άρ­νη­σης του πρό­σφυ­γα να συμ­βι­βα­στεί με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μια τρα­γι­κή στη μα­ταιό­τη­τά της με­τα­φο­ρά του Δεν Ξε­χνώ από τα πο­λι­τι­κά­ντι­κα ύψη της ρη­το­ρι­κής του Μα­κρο­χρό­νιου στη θλι­βε­ρή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των προ­σφύ­γων – τις μνή­μες, που ανα­πό­δρα­στα ξε­γλι­στρούν, γερ­νούν και σβή­νουν μα­ζί με τους βιω­μα­τι­κούς φο­ρείς τους. Σε δύο δι­η­γή­μα­τα, η αυ­τα­πά­τη ότι θα μπο­ρού­σε ίσως να ανα­σχε­θεί η φυ­σι­κή ρο­πή των πραγ­μά­των προς τη φθο­ρά και τη λή­θη εκ­δη­λώ­νε­ται ως μια ανέλ­πι­δη από­πει­ρα να με­τα­τε­θούν στον νέο κό­σμο της προ­σφυ­γιάς πτυ­χές του κό­σμου που χά­θη­κε, λες και εί­ναι δυ­να­τόν, συ­νεκ­δο­χι­κά, το μέ­ρος να ξα­να­ζω­ντα­νέ­ψει το όλον. Στο δι­ή­γη­μα «Οι λε­μο­νιές της Αντρικ­κούς» (σ. 18), ο λε­μο­νό­κη­πος της γριάς εκτο­πι­σμέ­νης στη Λε­με­σό απο­κα­θι­στά προ­σω­ρι­νά μια εν­σώ­μα­τη κοι­νω­νία με το γο­νι­κό χώ­μα, συ­ντη­ρεί τη μυ­ϊ­κή μνή­μη της όσφρη­σης και της γεύ­σης, μέ­χρι που η ίδια η γριά – και το συμ­βο­λι­κό Δεν Ξε­χνώ της – μοι­ραία δεν υπάρ­χουν πια. Οι μνή­μες της νε­α­ρής αφη­γή­τριας στο δι­ή­γη­μα δεν εί­ναι πα­ρά αντα­να­κλα­στι­κές· το δι­κό της Δεν Ξε­χνώ εί­ναι δια­με­σο­λα­βη­μέ­νο: η Αντρικ­κού «τής θυ­μί­ζει» τη δι­κή της για­γιά και εί­ναι η για­γιά πα­ρά το χω­ριό που απο­τε­λεί βιω­μέ­νη μνή­μη για τη νέα αυ­τή γυ­ναί­κα, αγέν­νη­τη ή μι­κρό παι­δά­κι ίσως το ᾽74. Ό,τι η αφη­γή­τρια δια­θέ­τει από το χω­ριό δεν εί­ναι πα­ρά ανα­μνή­σεις κλη­ρο­νο­μη­μέ­νες και άρα βιω­μα­τι­κά δευ­τε­ρο­γε­νείς και ανε­παρ­κείς, όσο και η αντί­λη­ψη που έχει η κο­πέ­λα για τη φύ­ση της λε­μο­νιάς ως δέ­ντρου. Πα­ρο­μοί­ως, στο δι­ή­γη­μα «Νού­με­ρο 22» (22), η επω­νυ­μία ενός δρό­μου στην προ­σφυ­γιά πα­ρα­πέ­μπει στην απο­λε­σθεί­σα πα­τρί­δα: «οδός Καρ­πα­σί­ας», εκεί όπου ο νε­α­ρός γιος αυ­το­κτο­νεί με το κυ­νη­γε­τι­κό όπλο του αγνο­ού­με­νου πα­τέ­ρα που δεν γνώ­ρι­σε· κυ­ρί­ως εκεί, όμως, όπου δεν σε τα­ρά­ζει τό­σο η αυ­το­χει­ρία όσο η ψυ­χα­να­γκα­στι­κή, πα­νι­κό­βλη­τη πά­στρα με την οποία η μά­να του αυ­τό­χει­ρα συ­ντη­ρεί το προ­σφυ­γι­κό της, ακό­μη και με­τά τον θά­να­το όλων των αν­θρώ­πων της, λες και η πα­ρα­μι­κρή κη­λί­δα θα αμαύ­ρω­νε όχι τις κά­μα­ρες και τις αυ­λές αλ­λά την άσπι­λη μνή­μη όσων, αν­θρώ­πων και τό­πων, έχουν χα­θεί. Πα­ρό­λα αυ­τά, κι ας μέ­νουν όλα κα­θα­ρά και πα­στρι­κά στην οδό Καρ­πα­σί­ας, αριθ­μός 22 (τα φυ­τά, τα έπι­πλα κή­που, η κόκ­κι­νη πόρ­τα), ώστε η αφη­γή­τρια να τα ατε­νί­ζει ανα­κα­λώ­ντας νο­σταλ­γι­κά τα παι­δι­κά της χρό­νια, το ευώ­δες για­σε­μί, όπως οι λε­μο­νιές της Αντρικ­κούς, θα ξε­ρα­θεί μα­ζί με τα χέ­ρια που το φρό­ντι­ζαν. Τα Δεν Ξε­χνώ της δεύ­τε­ρης (και βά­λε…) γε­νιάς των προ­σφύ­γων, μοιά­ζουν να υπαι­νίσ­σο­νται τα δύο δι­η­γή­μα­τα, δεί­χνουν να μην εί­ναι πα­ρά ένα θέ­α­μα σκη­νο­θε­τη­μέ­νο από έναν θί­α­σο πα­ρηκ­μα­σμέ­νο, που σύ­ντο­μα δεν θα υπάρ­χει πια.

2

Η πραγ­μά­τευ­ση των γε­γο­νό­των του ᾽74 στα κυ­πριό­θε­μα δι­η­γή­μα­τα της Γραμ­μής εντάσ­σε­ται εμ­φα­νώς σε ένα νέο ντι­σκούρ, που ανα­δει­κνύ­ε­ται στην κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία από το 2003 και εξής, έτος που οφεί­λει να ανα­γνω­ρι­στεί ως ορό­ση­μο και για τα λο­γο­τε­χνι­κά πράγ­μα­τα της χώ­ρας. Η διά­νοι­ξη των οδο­φραγ­μά­των[5] δεν δη­μιούρ­γη­σε απλώς, για πρώ­τη φο­ρά από το 1974, συν­θή­κες επι­κοι­νω­νί­ας με­τα­ξύ των δύο πλευ­ρών του de facto δι­χο­το­μη­μέ­νου νη­σιού, αλ­λά και μια νέα ιστο­ρι­κή δυ­να­μι­κή, ισχυ­ρή και ευ­ρύ­τε­ρη, που απο­τυ­πώ­νε­ται ευ­δια­κρί­τως και στη λο­γο­τε­χνία. Μπο­ρού­με πλέ­ον με ασφά­λεια, πι­στεύω, να μι­λά­με για μια νέα φαι­νο­με­νο­λο­γία της Ει­σβο­λής, μια πρω­τό­τυ­πη στρο­φή στο ει­σβο­λι­κό με­γά­θε­μα, τα βα­σι­κά γραμ­μα­το­λο­γι­κά συ­στα­τι­κά της οποί­ας θα εκ­θέ­σω ακο­λού­θως διά βρα­χέ­ων στον βαθ­μό που αντα­να­κλώ­νται στη Γραμ­μή ανά­με­σά μας.
Πρώ­τον, σε σχέ­ση με τη θε­μα­το­λο­γία, χω­ρίς προ­φα­νώς να εξα­φα­νί­ζο­νται οι πα­ρα­δο­σια­κό­τε­ρες προ­σεγ­γί­σεις, δια­μορ­φώ­νο­νται δύο του­λά­χι­στον ιδιαί­τε­ρα ρεύ­μα­τα.[6] Το πρώ­το αγ­γί­ζει τη συ­γκλο­νι­στι­κό­τε­ρη εξέ­λι­ξη των τε­λευ­ταί­ων δύο δε­κα­ε­τιών στο επί­πε­δο της μι­κροϊ­στο­ρί­ας: την ανεύ­ρε­ση λει­ψά­νων αγνο­ου­μέ­νων και την ταυ­το­ποί­η­σή τους με τη μέ­θο­δο του DNA, η οποία, πέ­ραν της εγ­γε­νούς της τρα­γι­κό­τη­τας, προ­κα­λεί, όπως στον «Βα­γο­ρή» της Χίλ­μερ, μια επα­νε­κτί­μη­ση των γε­γο­νό­των από μια δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη πλέ­ον, με­ταη­ρω­ι­κή, ίσως και με­τα­ε­θνι­κή, σκο­πιά.[7] Το δεύ­τε­ρο και­νού­ριο θε­μα­τι­κό ρεύ­μα θα μπο­ρού­σε να φέ­ρει την επω­νυ­μία «ο πα­ρά­ξε­νος νό­στος»: πρό­κει­ται για την οιο­νεί επι­στρο­φή των προ­σφύ­γων στις κα­τε­χό­με­νες εστί­ες τους (ή γε­νι­κό­τε­ρα των Ελ­λη­νο­κυ­πρί­ων στην «άλ­λη πλευ­ρά»)[8] υπό την ιδιό­τη­τα πια του επι­σκέ­πτη[9] ή του του­ρί­στα ή, όπως στο δι­ή­γη­μα «Γλυ­κό­πι­κρα» της Γραμ­μής, του αν­θρώ­που που για διά­φο­ρους λό­γους κεί­ται δι­χα­σμέ­νος έν­θεν και έν­θεν της γραμ­μής αντι­πα­ρά­τα­ξης.[10] Εδώ πια η «γραμ­μή ανά­με­σά μας» δεν αφο­ρά το «πο­τζιεί τζιαι το πο­δά»: όταν η προ­σω­πι­κή υπέρ­βα­ση του μί­σους δεν ευ­θυ­γραμ­μί­ζε­ται με το κοι­νό αί­σθη­μα, ο άν­θρω­πος απο­μο­νώ­νε­ται όχι από τους Άλ­λους αλ­λά από τους «Δι­κούς».
Αυ­τή η και­νού­ρια ει­σβο­λι­κή λο­γο­τε­χνία, λοι­πόν, στην οποία ανή­κουν τα έξι πρώ­τα δι­η­γή­μα­τα της Γραμ­μής, ση­μα­σιο­δο­τεί­ται ψυ­χο­λο­γι­κά από το και­νο­φα­νές πα­ρά­δο­ξο των οδο­φραγ­μά­των. Μι­λώ για «πα­ρά­δο­ξο» για τον εξής λό­γο. Τα οδο­φράγ­μα­τα, που ήταν κά­πο­τε αδια­πέ­ρα­στα, δεν έχουν γί­νει πια απλώς πε­ρα­τά· κα­τέ­λη­ξαν να μοιά­ζουν λί­γο με τη γά­τα του Σρέ­ντι­γκερ: και υπάρ­χουν και δεν υπάρ­χουν· εί­ναι και πέ­ρα­σμα και σύ­νο­ρο· δη­μιουρ­γούν επί του εδά­φους ευ­και­ρί­ες δια­πί­δυ­σης με­τα­ξύ του «πο­δά τζιαι του «πο­τζιεί» το­νί­ζο­ντας έτσι, όμως, πιο κα­θα­ρά από πο­τέ, ότι υπάρ­χει το «πο­δά τζιαι το πο­τζιεί». Πλέ­ον τον δια­χω­ρι­σμό δεν τον βλέ­πεις μο­νά­χα ως συρ­μα­τό­πλεγ­μα, τον ζεις ως νέα κα­νο­νι­κό­τη­τα.[11] Πλέ­ον το «πο­τζιεί», για τους ουκ ολί­γους που δεν το έζη­σαν, δεν ανή­κει στη σφαί­ρα του φα­ντα­σια­κού· δεν εί­ναι απλώς τα δα­κρυό­ε­ντα «κα­τε­χό­με­να εδά­φη μας» της δη­μό­σιας παι­δεί­ας και ρη­το­ρι­κής, που ήδη το 2003 για τον μι­σό κυ­πρια­κό πλη­θυ­σμό δεν ήταν πα­ρά θο­λή παι­δι­κή ανά­μνη­ση ή πα­ρα­μύ­θι της για­γιάς. Εί­ναι ένας χώ­ρος που θα έπρε­πε να εί­ναι οι­κεί­ος, αλ­λά, πε­νή­ντα σχε­δόν χρό­νια με­τά, τί­θε­ται – ενο­χι­κά – το ερώ­τη­μα μή­πως εί­ναι στ᾽ αλή­θεια ξέ­νος. Στην ει­σβο­λι­κή κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία από το 2003 και εντεύ­θεν, τα «ανοι­κτό­κλει­στα» οδο­φράγ­μα­τα εμ­φαί­νουν τις συ­νέ­πειες της Ει­σβο­λής από μια αλ­λιώ­τι­κη πια ιστο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή – εκεί­νην που επι­βάλ­λει η πι­κρή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ότι ο χρό­νος που πα­ρήλ­θε εί­ναι ήδη πο­λύς και εν­δε­χό­με­να μοι­ραί­ος, ότι οι συ­νέ­πειες της κα­το­χής έχουν εμπε­δω­θεί δη­μιουρ­γώ­ντας δυ­να­μι­κές «λει­τουρ­γι­κής και βιώ­σι­μης δι­χο­τό­μη­σης»[12] και ότι για αυ­τόν ακρι­βώς τον λό­γο η συν­θή­κη της διαί­ρε­σης έχει πλέ­ον ευ­διά­κρι­τα (και αμε­τά­κλη­τα;) διο­λι­σθή­σει από την Τρα­γω­δία στο Πα­ρά­λο­γο,[13] αί­σθη­ση που με­γε­θύ­νε­ται κα­θώς η ορ­μη­τι­κή φο­ρά της Ιστο­ρί­ας αλ­λά­ζει μεν τα­χύ­τα­τα τον τό­πο και τους αν­θρώ­πους, μα ου­δό­λως συμ­βα­δί­ζει με την πο­λι­τι­κή, η οποία πα­ρα­μέ­νει απα­ράλ­λα­κτη και στά­σι­μη σαν απο­λι­θω­μέ­νη.

Κι αυ­τό μας φέρ­νει σε μια εσώ­τε­ρη αλ­λα­γή. Πέ­ραν της θε­μα­το­λο­γί­ας, ο τό­νος επί­σης αλ­λά­ζει σε αρ­κε­τά ει­σβο­λι­κά λο­γο­τε­χνή­μα­τα που βλέ­πουν το φως από το 2003 και εξής. Σε αυ­τή τη νέα ει­σβο­λι­κή λο­γο­τε­χνία, δεν εί­ναι πια η ει­μαρ­μέ­νη, η θυ­σία, η προ­δο­σία, η ηρω­ι­κή πτώ­ση ενός αδού­λω­του λα­ού και μιας «θα­λασ­σο­φί­λη­της πα­τρί­δας» που προ­βάλ­λουν·[14] δεν κυ­ριαρ­χούν πια οι επι­κές εξυ­ψώ­σεις και οι ελε­γεια­κοί κο­πε­τοί, οι ιαμ­βι­κοί μύ­δροι και οι τρα­γω­δι­κές μυ­θο­ποι­ή­σεις των μα­κρο­γε­γο­νό­των, αλ­λά μια εμ­φα­νής τά­ση εξέ­τα­σης, έως και απο­δό­μη­σης, όσων μέ­χρι τώ­ρα τε­λού­σαν υπε­ρά­νω αμ­φι­σβή­τη­σης. Κα­τα­γρά­φο­νται πλέ­ον στά­σεις ένα­ντι των γε­γο­νό­των που απο­κλί­νουν από το «εθνι­κό» (δη­λα­δή το δε­ξιό, «εθνι­κό­φρον») αφή­γη­μα[15] και εκ­φρά­ζουν εί­τε κό­πω­ση από την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη εκ­κρε­μό­τη­τα στο Κυ­πρια­κό[16] εί­τε αυ­το­κρι­τι­κή και προ­βλη­μα­τι­σμό για το μέ­ρι­σμα των Ελ­λη­νο­κυ­πρί­ων στην ευ­θύ­νη ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την Άλ­λη οπτι­κή[17] εί­τε (ιδιαί­τε­ρα στις νε­ώ­τα­τες γε­νιές λο­γο­τε­χνών) μια τά­ση ψυ­χο­λο­γι­κής απο­στα­σιο­ποί­η­σης (με ή χω­ρίς ενο­χές) από το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό άχθος του ᾽74, τον πό­νο για τη χα­μέ­νη πα­τρί­δα και τη νο­σταλ­γία της επι­στρο­φής[18] – από τα Δεν Ξε­χνώ, που, αν αντι­κρύ­σου­με λί­γο τολ­μη­ρό­τε­ρα τους εαυ­τούς μας, φα­ντά­ζουν εμ­φυ­τευ­μέ­να και «υπο­χρε­ω­τι­κά», σαν την ανά­γκη μας να νιώ­σου­με τον πό­νο της γριάς Αντρικ­κούς, που κά­τι μας θυ­μί­ζει αλ­λά δεν τον έχου­με ζή­σει οι ίδιοι στο πε­τσί μας.

Ευχαριστώ την ποιήτρια και διδάκτορα φιλολογίας Αυγή Λίλλη για τις πολύτιμες παρατηρήσεις της.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: