Οντολογικές διερευνήσεις στο έργο του Αργύρη Χιόνη

Οντολογικές διερευνήσεις της φύσης των πραγμάτων (αντικειμένων, ζώων, ανθρώπων)
Ο Αργύρης Χιόνης (φωτ. Χρ. Ρουμελιωτάκης, 2007)
Ο Αργύρης Χιόνης (φωτ. Χρ. Ρουμελιωτάκης, 2007)

Στον Πρόλογο της μετάφρασης των ποιημάτων του Russell Edson ο Αργύρης Χιόνης αναφέρει ότι τα ποιήματα του Αμερικανού ποιητή αποτελούν «συμπυκνωμένα σχόλια πάνω στην ανθρώπινη μοίρα» και ακόμη «οντολογικές διερευνήσεις της φύσης των πραγμάτων (αντικειμένων, ζώων, ανθρώπων)»[1]. Αυτή η παρατήρηση απηχεί και τον τρόπο που ο ίδιος ο Χιόνης διερευνά στο έργο του, τόσο το ποιητικό όσο και το πεζογραφικό, την ανθρώπινη και περισσότερο από ανθρώπινη φύση, που περιλαμβάνει τα μη ανθρώπινα ζώα ή ακόμη την ύλη, η οποία συχνά εμφανίζεται ζωτική και ζωντανή. Άλλωστε ο άνθρωπος, όπως σημειώνει στα Τραγούδια της γης (2004) είναι και αυτός μέρος της ύλης καθώς «παραχώνεται κάπου ανάμεσα σε ορί-/ζοντα εκπλύσεως και ορίζοντα σωρεύσεως. Ναι, κά-/που εκεί σαπίζει και χουμοποιείται ο homo sapiens»[2].
Σε αυτή την έννοια της χουμοποίησης που δηλώνει μια άμεση σχέση με το χώμα και τη γη αναφέρεται στη συλλογή αφηγημάτων του με τίτλο Οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες (2008). Το εισαγωγικό κείμενο αυτού του βιβλίου έχει τον τίτλο «Να γράφεις στα χώματα» και αφορά ευχή που η Ζυράννα Ζατέλη του είχε δώσει: «Να είσαι πάντα καλά και να γράφεις στα χώματα». Σε αυτή την ευχή ο Χιόνης σχολιάζει:

[…] πάντα έγραφα, γράφω και θα γράφω παραμυθίες στα χώματα γι’ αυτούς που είναι πλέον κάτω απ’ αυτά και για όσους βαδίζουν ακόμη πάνω τους, ενώνοντας έτσι το θάνατο με τη ζωή, το υποθετικό τέλος με την υποθετική διάρκεια, αυτά τα, φαινομενικά, δύο άκρα αντίθετα που είναι, στην ουσία, το ίδιο ακριβώς πράγμα, δηλαδή ένα όνειρο[3].

Πώς όμως ενώνεται η ζωή με τον θάνατο, πώς αναιρείται η αντίθεση ανάμεσα στο τέλος (θάνατος) και τη διάρκεια (ζωή) και πώς συνυπάρχουν μέσα σε μια ζωή που μοιάζει με όνειρο;[4] Ο Χιόνης θα διευκρινίσει τη σημασία αυτής της γραφής στα χώματα σε συνέντευξη που δίνει το 2010 στην Κατερίνα Αγγελιδάκη:

Αυτό που εννοώ είναι ότι κεντώ τα κείμενά μου, σαν τατουάζ, πάνω στο δέρμα της μάνας μου, της γης. Με άλλα λόγια, είμαι χοϊκός και όχι αιθεροβάμων ποιητής. Ως τέτοιος, λοιπόν, πιστεύω στην αθανασία της ύλης, δηλαδή στην αέναη ανακύκλωση των υλικών. Όσο ζω, γράφω ποιήματα-όνειρα πάνω στα χώματα. Όταν με καταπιούν τα χώματα και χουμοποιηθώ, θα τροφοδοτώ, ως λίπασμα, νέα όνειρα ζωής[5].

Όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα, ο Χιόνης θεωρεί τη γη βασική στην ποιητική του δημιουργία και συλλαμβάνει τη ζωή ως ένα συνεχή κύκλο υλικής ανανέωσης. Τα ανθρώπινα όντα γίνονται λίπασμα, όπως και όλα τα άλλα όντα στον κόσμο, επιτρέποντας τη δημιουργία νέας ζωής, ενώ παράλληλα καταδεικνύουν μια προφανή σύνδεση μεταξύ ανθρώπινης και μη ανθρώπινης ύλης[6]. Είναι εμφανής εδώ η γεω-κεντρική θεώρηση του Χιόνη που με παρόμοιο τρόπο παρουσιάζεται και στο παρακάτω ποίημα, το οποίο είναι αφιερωμένο στη Ζυράννα Ζατέλη:

                                        στη Ζυράννα Ζατέλη

Από το χώμα ερχόμαστε
στο χώμα επιστρέφουμε.
Στο μεταξύ διάστημα
παριστάνουμε τους κηπουρούς[7].

Διαμορφώνοντας την έννοια του ανθρώπου ως χούμου, ο Χιόνης αμφισβητεί την έννοια του ανθρώπινου εξαιρετισμού και δημιουργεί έναν κόσμο ανάλογο με αυτόν που η Haraway περιγράφει στην εν εξελίξει Κθουλούκαινο εποχή[8]. Πρόκειται για όρο που η Haraway προτείνει σε αντικατάσταση των όρων Ανθρωπόκαινος και Κεφαλαιόκαινος εποχή στη μελέτη της Staying with the Trouble: Making Kin in the Chthulucene (2016). Σύμφωνα με τη Haraway, ο όρος Ανθρωπόκαινος εποχή δηλώνει ένα οριακό γεγονός παρά μια εποχή και σηματοδοτεί, όπως και η Κεφαλαιόκαινος, σοβαρές ασυνέχειες[9]. Έτσι, προτείνει τον όρο Κθουλούκαινος εποχή στην οποία το ανθρώπινο ον είναι μέρος της γήινης ύλης, δηλαδή χούμος και λίπασμα («We are humus, not Homo, not anthropos; we are compost, not posthuman»)[10]. H Κθουλούκαινος εποχή παίρνει το όνομά της από χθόνιες δυνάμεις της φύσης, όπως η Γαία, Naga, Terra κ.ά.[11] Η γη στην εν εξελίξει Κθουλούκαινο εποχή είναι συμ-ποιητική και όχι αυτο-ποιητική[12] ή αλλιώς αποτελείται από ιστορίες και πρακτικές πολλαπλών ειδών που συν-δημιουργούνται («becoming-with»)[13]. Αυτή η αλληλεξάρτηση των όντων δημιουργεί μια δίκαιη συνθήκη μεταξύ πολλών διαφορετικών ειδών ζωής[14].

Στην ποιητική συλλογή του Χιόνη με τίτλο Μεταμορφώσεις διαβάζουμε την ιστορία διαφόρων ειδών και όντων, όπως ενός σκύλου που θυμάται την εποχή που ήταν λύκος, ενός παραπόταμου που αφού έγινε ποταμός μεγάλος και έπνιξε τον κάμπο μετατράπηκε σε έρημη και άγονη γη, ενός ελάχιστου χαλικιού που ζει μέσα στη «γκρίζα μάζα του τσιμέντου» και θυμάται ότι κάποτε ήταν βράχος, ενός κοστουμιού που υποτάσσει το ανθρώπινο σώμα στη δική του φόρμα και τέλος, ενός αγαπημένου όντος του Χιόνη, του τραπεζιού, που παμπάλαιο και απανωτά βερνικωμένο, θυμάται ότι κάποτε ήταν δέντρο:

Είμ᾽ ένα ξύλινο τραπέζι τίποτ᾽ άλλο
Κάποτε θά ᾽μουν οπωσδήποτε ένα δέντρο
Όμως τι δέντρο δεν θυμάμαι
Η πλάνη το πριόνι τα καρφιά και τα βερνίκια
―ω, Θεέ μου πόσ᾽ απανωτά βερνίκια―
Μπορούν να ξεκουτιάνουν και το πιο γερό μνημονικό[15]

Το τραπέζι είναι το αγαπημένο τετράποδο ον του Χιόνη, όπως φαίνεται και στο αφήγημα «Έχων σώας τα φρένας». Σε αυτό ο αφηγητής συζεί με τα αγαπημένα του τετράποδα, μία γάτα, τρία σκυλιά, δώδεκα καρέκλες, ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι. Το τραπέζι όμως είναι «το πιο σταθερό, το πιο ισορροπημένο […] το πιο σοφό από τα τετράποδά» του, είναι αυτό πάνω στο οποίο ακουμπά η γριά Remington, είναι «ολόκληρη η ζωή» του [16].
Πίσω από αυτή την προβολή οντοτήτων, ανθρώπινων και μη ανθρώπινων, βιοτικών ή αβιοτικών που αποκτούν φωνή μπορούμε να δούμε την οικολογική ευαισθησία του Χιόνη και μια ριζοσπαστική θέση απέναντι στη φύση, έναν «αποκαλυπτικό υλισμό», όπως τον προσδιορίζει και ο ποιητής Σταύρος Ζαφειρίου στη μελέτη του για τον Χιόνη[17]. Η οικολογική σκέψη του Χιόνη δεν βλέπει μια ύλη αδρανή, αλλά βλέπει μια «ιστορία» μέσα στην ύλη που τη διασυνδέει με τον υπόλοιπο κόσμο[18]. Ή όπως υποστηρίζει ο Timothy Morton «Όταν βλέπουμε μια σανίδα ξύλου, βλέπουμε μια ιστορία για κάτι που συνέβη σε ένα δέντρο, σε μια σχέση μεταξύ ανθρώπων, πριονιών και δέντρων»[19].

Στα Όντα και μη όντα θα βρούμε και άλλα όντα που αντλούν από την αρχέτυπη φύση των μπορχεσιανών χαρακτήρων[20], όπως ο ισκιοβόρος και ο βασιλίσκος, που θέτουν ή επαναπροσδιορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπινου όντος[21]. Επίσης, στην ίδια συλλογή αφηγημάτων θα συναντήσουμε τα πάνσοφα αιωνόβια δέντρα που υποδέχονται μ’ ένα χαμόγελο επιείκειας τον ξυλοκόπο που τα σωριάζει στο χώμα[22]. Τις «εμβάδες» τις παντόφλες δηλαδή ως αγαθά ζωντανά και υπομονετικά υποζύγια[23], τη βροχή δωματίου, ον εξημερωμένο και οικόσιτο, που τρυπώνει από τις τρύπες της στέγης και κρούοντας τα σκεύη παράγει ήχους μουσικούς απείρου κάλλους[24]. Τις ανεμώνες ακόμη που ξεχνούν τη φύση τους και γίνονται πεταλούδες[25]. Η οντολογική ανατροπή προβάλλεται επίσης στο αφήγημα «Ο μαύρος πάνθηρας ή η ακρίβεια στην ποίηση». Εδώ παρουσιάζεται ένα ποίημα του Αργεντινού ποιητή Esteban Argentea Nieve, μη υπαρκτός ποιητής, που μπορεί να θεωρηθεί προσωπείο του ποιητή[26]:

Κανείς φυσιοδίφης δεν έχει αποφανθεί αν είναι η ζέβρα μαύρο ζώο μ’ άσπρες ρίγες ή μαύρες ρίγες μ’ άσπρο ζώο[27].

Το ποίημα αντιστοιχεί σε έναν παραλογισμό λογικά διατυπωμένο, τον οποίο προσπαθεί να ερμηνεύσει ένας κριτικός του, επίσης φανταστικός, ο οποίος παρατηρεί ότι στο ποίημα επισυμβαίνει όχι μια λογική αντιστροφή αλλά μια «επιτυχής οντολογική ανατροπή»:

το ―άσπρο― ζώο έπεται, η ύπαρξή του κρέμεται σαν εξάρτημα από τις μαύρες ρίγες που ισχυρότερες το κατέχουν, το σημαδεύουν με δυσοίωνο μαύρο[28].

Στην παραπάνω οντολογική ανατροπή οι ρίγες γίνονται μια οντότητα που περιέχει το ζώο. Ζωϊκότητα και υλικότητα, περιέχον και περιεχόμενο, ταυτίζονται στη δημιουργία ενός μοναδικού όντος, αυτού της ζέβρας.

Ένα άλλο ον της πεζογραφίας του Χιόνη που υφίσταται οντολογική ανατροπή είναι ένα άγαλμα στο αφήγημα «Ο ανδριάντας» από το Οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες. Πρόκειται για τον ανδριάντα ενός ευεργέτη μιας επαρχιακής πόλης που άρχισε κάποια στιγμή να πρασινίζει:

Η αηδιαστική, χαλκοπράσινη σάρκα του αγάλματος έδειχνε να ’ναι ζωντανή και ν’ ανυπομονεί να πετάξει από πάνω της τα βαριά, μαρμάρινα ρούχα που τη συνέθλιβαν[29].

Κι ενώ οι κάτοικοι της πόλης ετοιμάζονται από τον φόβο τους να γκρεμίσουν το άγαλμα, αυτό σταδιακά μεταμορφώνεται σε «φοβερό αθλητή, μ’ένα κορμί όλο μύες». Οι πολίτες από τον φόβο τους εγκαταλείπουν την πόλη, αυτή ερημώνει, ενώ ο «ευεργέτης-όλεθρος» έχει κατέβει από το βάθρο του και κόβει βόλτες στην πλατεία[30]. Ο ζωντανός πλέον ανδριάντας σε κάθε του βήμα τσακίζει την άσφαλτο και τα πεζοδρόμια κι έτσι ανασκαμμένο το κέντρο της πόλης και «ποτισμένο από τις πρώτες βροχές» αρχίζει να βλασταίνει: «Ρίζες, πνιγμένες χρόνια κάτω απ’ το κατράμι και το τσιμέντο, ξεσπαθώσανε, τινάξανε από πάνω τους τις ταφόπλακές τους και αμολήσανε νέα βλαστάρια»[31]. Σε λίγα χρόνια στη θέση της πόλης δημιουργήθηκε ένα «πυκνό, βαθύσκιο δάσος». Ο χάλκινος ανδριάντας βρίσκεται ακόμα στο κέντρο του δάσους «σε ξαπλωτή, αναπαυτική στάση», «τυλιγμένος στοργικά από έναν δροσερό, πλατύφυλλο κισσό»[32].
Αυτή η ιδέα της επανάστασης της φύσης που οδηγεί στη μετάβαση από το αστικό στο φυσικό περιβάλλον[33], από την πόλη στο δάσος, προβάλλεται και στο ΚΒ΄ ποίημα της ενότητας «Μικρή φυσική ιστορία», που περιλαμβάνεται στη συλλογή Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (1986):

Το ταπεινό χορτάρι που φυτρώνει
Ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων μας
Δεν είναι διόλου ταπεινό
Είναι το δάσος που επιστρέφει
Είναι η ζούγκλα που ποτέ δεν παραιτήθηκε
Από αυτό που της ανήκει
Και που της πήραμε με τόσο δόλο

Η γάτα που μας γδέρνει τάχα παίζοντας το χέρι
Δεν παίζει διόλου
Είναι το αιλουροειδές που εκδικείται
Για όλ’ αυτά τα χάδια ανάμεσα στα μάτια
Για όλ’ αυτά τ’ αποφάγια της ζωοφιλίας μας
Είναι η τίγρη που τη σάρκα μας γυρεύει

Η χαλασμένη βρύση που στάζει αδιάκοπα
στο νεροχύτη μας
Δεν είναι διόλου χαλασμένη
Είναι ο ποταμός ο καταρράχτης κι ο κατακλυσμός
Που δεν υπέκυψαν ποτέ στο κεντρικό μας δίκτυο
υδρεύσεως
Είναι τα ύδατα που αμφισβητούν το διαχωρισμό τους
απ’ τη γη
Που αμφισβητούν τη γένεσή μας[34]

Το ποίημα απεικονίζει το γρασίδι, τη γάτα και το νερό ως οντότητες με αυτενέργεια που αντιστέκονται στην κυριαρχία του ανθρώπου και την παρέμβασή του στη φύση, επαναπροσδιορίζοντας έτσι τα όρια της ανθρώπινης και μη ανθρώπινης δράσης[35]. Η ανθρώπινη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και η υποδούλωση των ζώων, που συγκαλύπτεται πίσω από την υποκριτική και συγκαταβατική ζωοφιλία, έχουν οδηγήσει σε οικολογικές κρίσεις που τελικά απειλούν την ανθρώπινη ζωή.
Αυτήν την απειλή της ανθρώπινης ζωής θα τη συναντήσουμε και στο αφήγημα «Ο Άψινθος» από τα Όντα και μη όντα. Σε αυτό γίνεται αναφορά στον Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου Άψινθος είναι ο αστέρας που καιόμενος έπεσε εις τας πηγάς των υδάτων και «πολλοί των ανθρώπων απέθανον εκ των υδάτων ότι επικράνθησαν»[36]. Άψινθος επίσης, όπως αναφέρεται στο αφήγημα, είναι και η πόλη της Ουκρανίας με το όνομα Τσέρνομπιλ, όπου εξερράγη ένας πυρηνικός αντιδραστήρας το 1986 και «πολλοί των ανθρώπων απέθανον»[37]. Στο τέλος του αφηγήματος ο Ιωάννης κρυμμένος σε μια γωνιά, αόρατος, χαμογελά ειρωνικά μ’ένα κρυμμένο άσο στο φαρδύ μανίκι του, «έναν καινούργιο Άψινθο»[38].
Μια άλλη εκδοχή περιβαλλοντικής κριτικής βρίσκουμε στο αφήγημα με τίτλο «Η ζωοποιός κρεατομηχανή» από Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, που μέσα από μια απλή και κατά τα φαινόμενα αφελή ιστορία θέτει το ζήτημα της σχέσης του ανθρώπου με την τεχνολογία. Σε αυτό το αφήγημα μια μηχανή κρέατος απεικονίζεται ως επαναστάτρια ενάντια στην καθορισμένη από τους ανθρώπους λειτουργία της. Αυτή η μηχανή είναι «ζωοποιός και ζωόφιλη», επίσης δημιουργός και αναδημιουργός, καθώς μπορεί από τη νεκρή ζωική ύλη να παράγει πραγματικά ζώα αντί για κιμά.

Ήτανε κάποτε ένας παράξενος χασάπης, τόσο παράξενος, που αγαπούσε πολύ τα ζώα. όχι τεμαχισμένα, βέβαια, ούτε ψημένα, αλλά ολόκληρα, ολοζώντανα και με κανονική θερμοκρασία σώματος. Ήτανε, ως εκ τούτου, φυσικό να έχει μιαν εξίσου αφύσικη κρεατομηχανή που, όταν τη μπούκωνε με κρέας, αντί να βγάζει από τις τρύπες της κιμά, έβγαζε αγελάδες, μόσχους σιτευτούς, βόδια και ταύρους στριφτοκέρατους. Με άλλα λόγια, απ΄το κομματιασμένο κρέας έφτιαχνε νέα ζώα, ολοκαίνουργια. Με άλλα ακόμη λόγια, επρόκειτο για μια δημιουργό ή, μάλλον, αναδημιουργό κρεατομηχανή[39].

Στο παραπάνω απόσπασμα περιγράφεται μια μηχανή που αποκαθιστά τη ζωή δημιουργώντας την από την ύλη, εμψυχώνοντας ουσιαστικά το άψυχο. Ωστόσο, η χρήση αυτής της αφύσικης συσκευής ενέχει κινδύνους, εάν χρησιμοποιηθεί για κερδοσκοπικούς σκοπούς. Έτσι, όταν η θαυματουργή μηχανή πέφτει στην κατοχή ενός άλλου χασάπη που προσπαθεί να τη φτιάξει καθώς στερείται αγάπης για τα ζώα, τότε από αυτήν ξεπηδά μια μεγάλη, άγρια και πεινασμένη τίγρη, ικανή να τον κατασπαράξει:

[ο άλλος χασάπης] Της άλλαξε κάνα δυο βίδες, της άλλαξε κάνα δυο γρανάζια, τη λάδωσε και, τελικά, αποφάσισε πως είχε καταφέρει να επαναφέρει την ανώμαλη αυτή αντάρτισσα στην ομαλή οδό παραγωγής κιμά. Τη γέμισε, λοιπόν, με κάμποσα κομμάτια κρέατος, για να τη δοκιμάσει. Και τότε ―ω, του φρικτού θαύματος!― μέσα από τη μηχανή ξεπήδησε ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ, ΑΓΡΙΑ, ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΗ ΤΙΓΡΗ[40].

Το αφήγημα αυτό, που έχει ένα σαφές οικολογικό μήνυμα προβάλλοντας την αγάπη για τα ζώα[41], αντανακλά και την ιδέα δημιουργίας ζωής, όχι μέσα από την αναπαραγωγή, αλλά μέσα από τις μεθόδους της τεχνολογίας. Το 1981 που γίνεται η πρώτη δημοσίευση του αφηγήματος, δεν είχε ακόμη επιτευχθεί η εργαστηριακή δημιουργία της Dolly, αλλά οι βιοτεχνολογικές μέθοδοι είχαν ήδη αναπτυχθεί και το 1952 είχαν πετύχει την κλωνοποίηση βατράχων. O τρόμος που προκαλεί η χωρίς όρια χρήση της τεχνολογίας είναι ένα θέμα διαδεδομένο στη λογοτεχνία ήδη από το μυθιστόρημα Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας (1818) της Mary Shelley, του οποίου η φανταστική υπόθεση αφορά την ιδέα ότι το φυσικό μπορεί να κατασκευαστεί από τους ανθρώπους και ακόμη ότι οι άνθρωποι πιθανόν να αντικατασταθούν από μη ανθρώπους[42]. Όπως υποστηρίζει η Tamar Sharon η καινοτομία των αναδυόμενων βιοτεχνολογιών δημιουργεί μια άνευ προηγουμένου παρέμβαση στην ύλη, καθώς αναδιαμορφώνονται ή ακόμη και διαγράφονται σαφή «όρια που λειτουργούσαν ως σταθερά και αξιόπιστα πλαίσια για πολλές από τις παραδοσιακές κατηγορίες της σκέψης μας, όπως αυτές μεταξύ ανθρώπων και μηχανών, μεταξύ φύσης και τεχνολογίας»[43].

Συνοψίζοντας, τα ποιήματα και τα αφηγήματα του Χιόνη αποτυπώνουν μια περιβαλλοντική οπτική που αναδεικνύει τους κινδύνους από την παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση, παρέμβαση που οδηγεί σε μια νέα εποχή, την εποχή «του Αρουραίου Ανθρώπου ή του Άχθεος Αρούρης», όπως τη χαρακτηρίζει σε ένα πεζό ποίημά του[44]. Απέναντι σε αυτή την οικολογική κρίση, ο Χιόνης επαναπροσδιορίζει την έννοια του ανθρώπινου μέσα από οντολογικές διερευνήσεις που αναδεικνύουν τα πορώδη όρια ανάμεσα στις ανθρώπινες και μη ανθρώπινες οντότητες και προβάλει έναν «βιολογικό εξισωτισμό»[45], δηλαδή μια συμβιωτική συνθήκη ανάμεσα στα ανθρώπινα και μη ανθρώπινα όντα.

_____________
Μια πρώτη μορφή αυτής της μελέτης παρουσιάστηκε σε εκδήλωση για το πεζογραφικό έργο του Αργύρη Χιόνη, με αφορμή τις νέες εκδόσεις της Κίχλης, στο Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου, Θεσσαλονίκη 16-19 Μάϊου 2024, Αίθουσα ΕΙΠ. (διαθέσιμη εδώ: https://www.youtube.com/live/q5Y17e9wiUM - πρόσβαση 23 Αυγούστου 2025). Μια εκτενέστερη μορφή είναι υπό δημοσίευση με τον τίτλο «“Writing on the Soil”. Human and More-than-Human Entities in Argyris Chionis’s Poetics» στο Recent Environmental Approaches towards More-than-Human Humanities, edited by Peggy Karpouzou and Nikoleta Zampaki, Routledge, New York and London, 2026.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: