Ασύναπτη κοιτίδα

Μαουρίτσι Εφράιμ Μόζες Λίλιεν : «Ντιμπούκ». Το έργο είναι επιλογή του συγγραφέα.
Μαουρίτσι Εφράιμ Μόζες Λίλιεν : «Ντιμπούκ». Το έργο είναι επιλογή του συγγραφέα.

Είδος που προκαλεί τα μέσα και τους όρους για την εξέτασή του, μα όχι για τη δημιουργία του· αυτή είναι που το ιδρύει εξ ολοκλήρου.
Η ποίηση, το ποίημα, δεν αποτελεί γενική ή κοινή ποιότητα στην οποία εντοπίζει κανείς τον εαυτό του μέσω ενός καθορισμένου, επίσης γενικού ή κοινού, στοιχείου στο οποίο αναφέρεται η πρόθεση ή προσοχή του. Η ποίηση, το ποίημα, είναι κάτι μοναδικό η αποκάλυψη του οποίου λειτουργεί ως επιτομή κενού. Πρόκειται για είδος και όχι για ποιότητα, παρότι υφίστανται ποιοτικές διαβαθμίσεις. Με το πολυτάραχο «έρεισμα του γενικού καλού» όμως, δεν προσεγγίζονται τα βαθύτερα ή τα υψηλότερα σημεία της ποίησης, γιατί αυτά δεν είναι το γενικό καλό, η υπέρτατη αξία της «ένθερμης κοινότητας» μα η κατάσταση στην οποία δίνεται η δυνατότητα να αναπτύσσονται, μεταξύ όλων των υπολοίπων, και τα δυο.

Το ποίημα δεν χρειάζεται αλήθεια, όχι επειδή ο λόγος του μ’ αυτή πλεονάζει μα επειδή εκείνη τον περιέχει ως αδιατήρητο ενδεχόμενο. Το ποίημα είναι μέσο με το οποίο η αλήθεια υπερσκελίζει.

Βρισκόμαστε πλέον εκτός μυθολογίας, μα αυτό θα ήταν υπέροχο μόνο εάν η παγκόσμια κοινωνία δεν είχε περάσει το κατώφλι μιας πραγματικότητας που έχει απωλέσει σχεδόν όλη της την πνευματικότητα και την ανθρωπιά.

Από τα πλεονεκτήματα μιας ηθικής επιφύλαξης προχωρά κανείς σε ό,τι πιστεύει πως είναι προορισμένο, ετοιμασμένο νοηματικά· να υποκαταστήσει το πρόβλημα, το αλλόκοτα τεράστιο πρόβλημα της λογικής, όταν (δηλαδή πάντοτε, στο κινητοποιημένο παρόν της απασφαλισμένης μωροδοξίας) η λογική δεν σημαίνει τίποτε άλλο από «σκατά σε τάφους».

Αυτή η αποφασιστική κατακρήμνιση από την αρχή της κουπαστής ως το άμετρο βάθος του πλατύσκαλου στον υπέροχο οίκο της στόχευσης δεν καταλύει μονάχα τη μεταβατικότητα κάθε έννοιας και σημασίας μα αναδεικνύει το δράμα των δραμάτων που συντελείται στο ενδιάμεσο.

Η προχωρημένη ταύτιση της μομφής με την ευρύτερη έννοια του κριτικού λόγου, συμπεριλαμβανομένου και του ποιητικού, δίνει να καταλάβει κανείς, ακόμα και να πειστεί, πως επιτυγχάνεται κάτι το οποίο κάπου «αλλού» έχει το όμοιό του, το ανάλογο ή το ισοδύναμό του, ή, πιο συγκεκριμένα, την επαλήθευσή του. Ο μη ποιητής τρέφει δικαιολογημένο ενδιαφέρον για το δεδομένο που αποκτά περαιτέρω νόημα, νοήματα, όσο εμπίπτει στη θεμελιότητα με την οποία ταξινομούνται τα πάντα εκτός από το αταξινόμητο – εκείνο που με ό,τι συσχετιστεί προκαλεί ματαίωση των τερματισμών και των επανατερματισμών στους ορίζοντες των νοημάτων· εκεί όπου τίθεται σε προτεραιότητα η ανθεκτικότητα της εικασίας με τις διαψεύσεις που αποφέρει.

Η αποδεκτή υποστήριξη, σε αντίθεση με την αναπόδεκτη, δεν είναι αντικείμενο κρίσης, διερεύνησης ή δημιουργίας, πολλώ μάλλον καθορισμός μιας εξ αυτών. Για ό,τι συμβαίνει εντός μας δεν χρειάζονται η επιμονή και η ένταση που είναι υποχρεωτικές για όσα συμβαίνουν γύρω μας, μα όταν αυτές παρατηρούνται εντός μας είναι προβολές των όσων συμβαίνουν γύρω μας λόγω των όσων συμβαίνουν εντός μας. Αυτό μπορεί, εάν υπάρξει η απαιτούμενη τόλμη, να συμβαίνει και αντίστροφα.

Υπάρχουν όμως και πράγματα που έχουν ως προϋπόθεση τη ρήξη με τις προϋποθέσεις τους. Το γλωσσικό περιεχόμενο δεν είναι περιεχόμενο ποίησης, γιατί η ποίηση εγείρεται από το άλεκτο και το άγραφτο, και τα δυο όμως, όπως εξήγησα παλαιότερα, ουκ ολίγοι συχνότατα τα επικαλούνται επειδή δεν μπορούν να εντοπίσουν την ένωση της λεκτικής ουσίας με τη χρονική, αναφέρονται και στα δυο απλά για να προσδώσουν στον παραλογισμό της επιτακτικής οικειότητας της γραφής τους μια αίσθηση προτεραιότητας, ομοιογένειας στόχου, με καθέναν που προτίθεται να βιώσει ό,τι συνεπάγεται η εν λόγω επίκληση. Όχι όμως με άλλον, μ’ εκείνον που δεν τα επικαλείται διότι γνωρίζει τι περιέχει μια τέτοια επίκληση, ακόμα κι αν είναι μεταφορική, που δεν τα επικαλείται γιατί θα ήταν σαν να επικαλείτο ως αναιτιολόγητο το γεγονός πως η αυτότητά του δεν υπάρχει επ’ άπειρον.

Όταν η ποίηση στερείται εκείνο που συνιστά το πρόβλημα της ουσίας της, την ουσία της δημιουργίας, δηλαδή στερείται την αλλότητα προς το αιώνιο, δεν είναι ποίηση, είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, απρόσκοπτος αντικειμενισμός: καλλιεργημένη ευαισθησία. Όταν δεν στερείται κάτι τέτοιο, είναι πολύ πιθανό να μετατραπεί κάποτε σε εκλεπτυζόμενη νοοτροπία, να αφιχθεί στην ποίηση.

Αυτό μπορεί να σημαίνει για κάποιους πως η ποίηση είναι είδος παρεμβατικής συμπεριφοράς, μπορεί όμως επίσης να σημαίνει και πως αποτελεί ενεργειακή ιδιότητα, ένωση ειδικού λάθους με την αλήθεια και όχι πρόσμιξη αιτήματος με ποιητική θεωρία.

Εάν ο εικοστός πρώτος αιώνας είχε ξεκινήσει με τις κατάλληλες αποκαταστάσεις, με δυναμικές εκπαιδευτικές εξουδετερώσεις, με εμπλουτισμό των β α σ ι κ ώ ν, η διάνοια, η δημιουργικότητα, θα ήταν πολύ ειδικότερα εξαρτημένες από την αιώνια κατάρα της αλήθειας.

Το αίσθημα οικειότητας, η κοινή οικειότητα, που προκαλείται από εστιάσεις στο κοινώς απροσέγγιστο, στον κοινό πόνο αυτών των εστιάσεων, δηλαδή η αντίξοη γενικότητα, είναι σαφώς πιο «επικοινωνιακή» από το παροδικό βίωμα της αιωνιότητας που όχι μόνο δεν μπορεί να είναι μα δεν πρόκειται ποτέ να είναι οικείο ή αντιπροσωπευτικό μιας κοινά υποδηλούμενης πραγματικότητας. Υπάρχει και η αλήθεια.

Ομόθυμος ή αντίθετος γίνεται με κάποια προσπάθεια κανείς μα ζωντανός ή νεκρός δεν γίνεται γιατί ήδη είναι. Το πρόβλημα έχει τις δικές του διαστάσεις, τα προτεινόμενα πλαίσια είναι εσκεμμένα ψεύδη, η ποίηση δεν βρίσκεται σε αυτά μα στου προβλήματος τις διαστάσεις, σε ό,τι απ’ αυτές αναπότρεπτα εξαρτάται.

Η μελαγχολία της ποίησης, λοιπόν, έχει κάποια σχέση με την αλήθεια επειδή αναδύεται σε απόλυτο τίποτα, όχι σε απότοκα αποκλίσεων, αντιδράσεων, ή στάσεων. Η μελαγχολία είναι κοιτίδα, επιφέρει, δεν είναι επιφερόμενο. Είναι είδος και ιδέα ακατεύναστου βασανισμού που υπερσκελίζει το κατορθωτό και το ακατόρθωτο, δεν περιέχεται στη σφαίρα των αξιών μα περιέχει τη σφαίρα των αξιών. Το ίδιο και η γλώσσα.

Αυτό είναι απόδειξη μεταφυσικού προσδιορισμού ή εξαίρεση λόγου, απομάκρυνση από τους φυσικούς νόμους; Η αξιοπιστία βρίθει βεβαιότητας; Η σημαδεμένη ψυχή είναι σαρκαστικά ανούσια στη σιωπή της, στο άκρο της ύπαρξής της; Χρειάζεται λεκτική τελείωση ή κοινότητα; Ας μιλήσουμε λοιπόν για γελοιότητα, για προσποίηση και αποφυγή. Για δυνατότητα δίχως τιμιότητα. Για σθένος με σεβαστά προνόμια.

Ζούμε σε μύχια εσχατολογία όχι λιγότερο αποκαρδιωτική από τα συμπεράσματα της κοινωνικοποιημένης ύπαρξης. Στον αληθινό πόνο παύει κάθε αίτημα, κάθε σημασία. Όσο διαθέτει κανείς ελπίδα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει το νόημα της θυσίας. Όποιος έχει κάτι να θυσιάσει είναι προύχοντας, όσο το θυσιάζει κρατάει τη θέση του. Δεν είναι λίγες οι συναινέσεις που αποδεικνύουν ακραίους διχασμούς. Οι βέβηλοι βασίζονται στον πόνο ακριβώς όπως ένας δικτάτορας στηρίζεται στη χειραγώγηση. Αποκαλούνται ωστόσο ποιητές παρότι ο ποιητής υποφέρει αληθινά γιατί κάθε θυσία από την πλευρά του θα ήταν πλεονασμός, η ανθρώπινη κατάσταση αποτελεί θυσία. Δεν καθίσταται όμως ποιητής γι’ αυτό.

Στη φρεναπάτη της ανεξαρτησίας από το αρχέγονο, η χάρη, το ύφος, η παρουσία, έχουν αντικατασταθεί από εντάσεις διαφωνιών ή ομοφωνιών ολότητας, λες και η ολότητα αποτελείται από μέρη και μέλη που καθίστανται συγκεκριμένα λόγω μιας αποτύπωσης εκείνου που δικαίως ή αδίκως μπορεί ανά περιπτώσεις να θεωρείται καθολική πορεία της ζωής. Εκείνο το άλλο λοιπόν, δεν διερμηνεύεται, δεν αντιμετωπίζεται, τόσο από την αρχή των πραγμάτων μέχρι το σημείο του όσο από το σημείο του ως την αρχή και συνάμα από το σημείο του μέχρι το γίνωμα του τέλους του.

Ό,τι εξαρτάται από τη ζωή δεν είναι ίδιο ή ισάξιο μ’ εκείνο που εξαρτάται από τρόπο ζωής. Το σύμφυτο φθείρεται από τις συνθήκες μολονότι αυτές αφανίζονται λόγω των υπέρλεπτων ισορροπιών που, στην περίπτωση ενός ποιητή, θέτουν απο-προσδιοριστικές προϋποθέσεις στη διαμόρφωση μιας άχρονης προοπτικής. Κατά κανόνα και συνήθεια ο χρόνος επιβεβαιώνεται επειδή επιβεβαιώνει κάτι οριστικά, οι άνθρωποι ως επί το πλείστον αρνούνται τον επιβεβαιούμενο χρόνο, δεν ανέχονται την ιδέα των επιβεβαιούμενων πραγμάτων. Η κατανόηση είναι ένα φαινόμενο τρομακτικά δραματικό γιατί η άποψη είναι ωφελιμιστική διαπραγμάτευση.

Δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς με τη δέουσα προσοχή τον προσδιορισμό του ορθού και του δικαίου στις θεωρούμενες καλύτερες ποιητικές συλλογές: κάθε ανεπάρκεια οδηγεί σε αλλαγή πλαισίου, κάθε ανεπάρκεια πλαισίου οδηγεί σε επινόηση νέου πλαισίου, πρόκειται για παρανοϊκό ιδεαλισμό που συχνότατα καταφεύγει σε νόρμες ολοκληρωτισμού, το αίτημα ακυρώνεται από την αιτία του. Στοιχεία και απόψεις εν πλήρη ακαταλληλότητα, όσο αφορά την ποίηση, δηλαδή ιδεολογικοποιήσεις τόσο στον τομέα της θεωρίας όσο και στον τομέα της δημιουργίας -που υπό μία έννοια κατέδειξαν κατά τρόπο εξαίρετο το μη ποιητικό όντας εκτός οργανικότητας- αντί να καταχωριστούν ως τέτοια, χρησιμοποιήθηκαν για τη σύσταση μιας γραφής που για αμιγώς πολιτικο-ιδεολογικούς λόγους έγινε αποδεκτή ως ποίηση. Αξίζει να προσθέσω εδώ πως τα όρια ή οι εκδοχές της οργανικότητας δεν γνωρίζουν σταθερότητα διότι ο εμπλουτισμός, οι μεταστροφές της, είναι οργανικές, η ποίηση είναι δημιουργούμενη τέχνη, οι απόψεις που τη θέλουν λειτουργό ή ρυθμιστή στο πεδίο της κοινωνικής ή ανθρωπολογικής μερικότητας είναι εξίσου ανάρμοστες και ασύμβατες.

Όσο για τη γλώσσα, αυτή εκτιμάται ως σημαντική μόνο εφόσον αποτελεί προέκταση μιας ήδη υπάρχουσας την οποία, για να σταθεί εκείνη της προέκτασης στα σημασιακά της πόδια, έχει κακοποιήσει παρά ακολουθήσει, ή είναι σε σχέση με την ήδη υπάρχουσα απλώς παραλλαγμένη και φέρει νεοαποκτηθέν βάρος λόγω κάποιας αισθητικής ή πολιτικής ιδεολογίας, με την οποία, δεν είναι τυχαίο, πιστεύεται πως τεκμηριώνεται γλωσσικά ως προέκταση. Η μακρά πορεία ωστόσο, δεν είναι μακρηγορία.

Ό,τι μη τονισμένο περιστοιχίζει (το ρήμα δεν θα ήταν λάθος να γραφτεί με γιώτα αντί για όμικρον γιώτα στην προκειμένη περίπτωση) ό,τι παρουσιάζεται ως κομβικό, ακριβώς όπως συνέβαινε στην παγκόσμια ποίηση πριν ακόμα την εμφάνιση του μοντερνισμού και μολονότι στις πλέον σχολιασμένες περιπτώσεις οι λέξεις-κλειδιά απλά αντικαθίστανται από φράσεις-κλειδιά ή περιόδους-κλειδιά, η ρύθμιση, ή συνθετική ή η σημασιακή τελεσφόρηση παραμένει παλαιά, αυτό όμως τι σημαίνει ή τι δεν σημαίνει τελικά;

Εάν η ποίηση φέρει ουσία, τη φέρει ως απρόβλεπτη καινοτομία: δαμάζεται από τον χρόνο δίχως να ωστόσο να επαναλαμβάνεται, όσο κι αν ο εφιάλτης που κατατρώγει τη δημιουργία επανέρχεται ίδιος και απαράλλακτος από τα βάθη της ανθρώπινης παρουσίας. Ο ποιητής είναι ομοούσιος με το ποίημα στο σημείο όπου η δημιουργία αντιπαρατάσσεται στον χρόνο. Η ποίηση ωστόσο δεν αντιπαρατάσσεται γιατί ο ποιητής είναι θνητός, η κοιτίδα του παραμένει ασύναπτη όσο είναι ζωντανός.

Κάτι αληθές δεν είναι ποτέ συγκεκαλυμένο ώστε να απαιτείται η αποκάλυψή του, όντας επαναστατικά αποκεκαλυμμένο από τη φύση του δημιουργεί ισχυρότατο πλήγμα απόκρυψης στον ημιμαθή. Όποιος καταγίνεται με την αγνότητα θα πρέπει να αποκλείσει όλα τα νοήματα εκτός από εκείνο της γέννησης. Το πρόβλημα δεν είναι θεσμικό, είναι απολύτως ανθρώπινο.

Το μη αληθές αμέτρητες φορές αποκαλύπτεται επιτυχώς, κατά τρόπο επίσης επαναστατικό, δίχως να αποκαλύπτει κάτι περισσότερο από την εξαπάτηση που το συγκροτεί. Αυτή η εξαπάτηση δεν είναι επιπόλαιη μήτε παροδική, οδηγεί επιτροπές και ειδήμονες σε αξιομνημόνευτες συγκινήσεις, καθιστά «ποιήσεις» προσφιλείς και σέρνει ολόκληρες γενιές πίσω από το γιγαντοπανό της.

Ας δούμε πρώτα τι υπάρχει μπροστά από τα κείμενα και τις λέξεις, όσο δεν γνωρίζουμε τι υπάρχει μπροστά εκείνο που βρίσκεται πίσω τους είναι ακριβώς το ίδιο.

Το περιεχόμενο της ποίησης δεν είναι συμβατικό, γι’ αυτό η ποίηση είναι μία εκ των τεχνών, δεν πρόκειται για πολλά ιδιωτικά αντικείμενα ζωής που είναι κοινά σε ένα σύνολο γραφής και προσδίδουν στην αναγνωστική εμπειρία ένα αίσθημα κοινής αντικειμενικής συγκρότησης, αυτό είναι μέρος του ρόλου της κοινωνικοποίησης, της κοινωνικής σύμπνοιας, όχι της τέχνης. Οι ποιητές δεν φέρουν μεταξύ τους ίδιο αντικείμενο, κάθε ένας φέρει και θέτει τη δική του δημιουργία, σε μοναδικό χρόνο, μοναδική ζωή και μοναδικό θάνατο – δηλαδή εκεί όπου προσεγγίζεται αενάως, στη διαφορά του.

Η αλήθεια εξάλλου δεν είναι τόσο εναργής δίχως την ενάργεια μιας ειλικρινούς προσπάθειας να την προσεγγίσει κανείς, αυτή η διευρυνόμενη γενναιοδωρία του αγνώστου και του απολύτου είναι η αλήθεια. Αυτή είναι επίσης το μέτρο της ανθρώπινης αξίας, εάν υπάρχει τέτοιο πράγμα.

Η εμπειρία ενός πρωτότυπου δημιουργικού προορισμού στην επιβλάβεια είναι ποίηση. Το ποίημα όσο είναι, είναι κάτι εφόσον ο ποιητής μπροστά στο αντικείμενό του είναι τίποτα.

Η διαφορά μεταξύ ποιητή και ποιητή έγκειται στο ότι ο πρώτος παρακμάζει με ό,τι ασπάζεται ενώ ο δεύτερος παρακμάζει με ό,τι υπερβαίνει.

Ιούλιος 2024

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: