Καρτέλες 29/30/31

Τζόρτζιο ντε Κίρικο: «Το σπίτι του ποιητή», 1918
Τζόρτζιο ντε Κίρικο: «Το σπίτι του ποιητή», 1918



_______
Συνέχεια από τον Χάρτη #65 και #66
_______



Να δη­μο­σιεύ­ει κα­νείς κεί­με­να σχε­τι­κά με αντι­κεί­με­νο που δεν κα­τέ­χει, εί­ναι μό­δα. Να λαμ­βά­νει σο­βα­ρά υπό­ψη την απή­χη­σή τους, εί­ναι φρό­νη­μα.

Ο πό­ρος της γλώσ­σας εί­ναι μο­να­δι­κός ακρι­βώς όπως μο­να­δι­κός, μο­να­δι­κά ατο­μι­κός, εί­ναι ο θά­να­τος. Ο θά­να­τος δεν εί­ναι ατο­μι­κός μό­νο σαν εξε­τά­ζε­ται σε επί­πε­δο κοι­νω­νι­κής πα­ρέκ­βα­σης, σε επί­πε­δο ομοιω­τι­κού προ­σπο­ρι­σμού. Ο θά­να­τος θα ήταν κοι­νός μό­νο εάν συ­ντε­λεί­το σε κοι­νό χω­ρο­χρό­νο. Ο κοι­νός αυ­τός χω­ρο­χρό­νος τί­θε­ται ως ση­μα­ντι­κή υπό­θε­ση, διό­λου τυ­χαίο, από τους οπα­δούς ποι­η­τι­κών ιδε­ο­λο­γιών οι οποί­οι ου­σια­στι­κά ει­ρω­νεύ­ο­νται την τέ­χνη της ποί­η­σης χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια θε­ω­ρία διά­σω­σης της αν­θρω­πό­τη­τας η οποία δεν εί­ναι λι­γό­τε­ρο φθη­νή και χυ­δαία από εκεί­νη της υπο­χρέ­ω­σης να δια­τη­ρή­σει αναλ­λοί­ω­τη μια γλώσ­σα την ου­σία, την πα­ρά­δο­ση, ενός θεί­ου λό­γου.
Πό­ρος της γλώσ­σας εί­ναι η διάρ­κεια χρό­νου, στη γλώσ­σα απο­συ­ντί­θε­ται κα­θε­τί πα­ραγ­μέ­νο ―δη­λα­δή πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο― από το μη μο­να­δι­κό, ή έστω απολ­λύ­ε­ται κα­θε­τί δια­μορ­φω­μέ­νο εκτός μο­να­δι­κό­τη­τας: μο­να­δι­κό­τη­τας ζω­ής, μο­να­δι­κό­τη­τας θα­νά­του, μο­να­δι­κό­τη­τας και των δυο κα­θώς απο­τε­λούν ένα πράγ­μα.
Η δη­μιουρ­γία γλώσ­σας ―διό­τι η γλώσ­σα εί­ναι δη­μιουρ­γία― δη­μιουρ­γεί δι­η­νε­κώς ένα κε­νό που δι­η­νε­κώς επι­δέ­χε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρα, κα­θι­στώ­ντας τα αλη­θι­νά απο­κα­θι­στώ­ντας την αλή­θεια τους, γλι­τώ­νο­ντάς τα από κα­θε­τί διεισ­δύ­ο­ντας στην ου­σία, υπερ­βαί­νο­ντας κά­θε εν­νοια­κή συ­ναλ­λα­γή και κά­θε μη μο­να­δι­κή με­τα­βο­λή. Η γλώσ­σα της ποί­η­σης ως δη­μιουρ­γία φέ­ρει διάρ­κεια απο­κα­λυ­πτι­κή και όχι ιστο­ρι­κή (πα­ρε­κτός κι αν φέ­ρου­με τις απο­κα­λύ­ψεις στη γραμ­μή της ιστο­ρί­ας, κά­τι που αυ­το­μά­τως θα τις κα­θι­στού­σε μη απο­κα­λύ­ψεις), φέ­ρει ενό­τη­τα μο­να­δι­κο­τή­των, πε­ριε­χό­με­νο δια­φο­ρών. Ο χρό­νος της γλώσ­σας εί­ναι ιστο­ρι­κός μα ο χρό­νος της γλώσ­σας της ποί­η­σης εί­ναι απο­κα­λυ­πτι­κός. Η γλώσ­σα της ποί­η­σης -όρος ολωσ­διό­λου σχη­μα­τι­κός- δεν απο­τε­λεί εί­δος που όσο εί­ναι άλ­λο τό­σο δεν εί­ναι, δεν απο­τε­λεί κά­τι που εί­ναι λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο από αυ­τό που εί­ναι, δεν εί­ναι κά­τι με εσω­τε­ρι­κά, εν­διά­με­σα κι εξω­τε­ρι­κά μέ­ρη, φα­νε­ρά και κρυμ­μέ­να, δεν εί­ναι φαι­νό­με­νο που εί­ναι και δεν εί­ναι, εί­ναι ποί­η­ση. Όπως εί­χα πα­λαιό­τε­ρα επι­ση­μά­νει, στην ποί­η­ση ό,τι κρί­νε­ται έπε­ται.
Η εμπει­ρία μας λοι­πόν ως άτο­μα με κοι­νω­νι­κή ρί­ζα εί­ναι αστεία σε σύ­γκρι­ση με την εμπει­ρία μας ως άτο­μα με χρο­νι­κή ρί­ζα. Η ανα­γνώ­ρι­ση της χρο­νι­κής ρί­ζας απο­τε­λεί το πρώ­το γράμ­μα της ποί­η­σης. Η ιδε­ο­λο­γία ία­σης της υπαρ­κτι­κής μο­να­ξιάς ―της μο­να­δι­κό­τη­τας και του πε­ριε­χο­μέ­νου της δη­λα­δή― με συμ­με­το­χι­κά προ­σχή­μα­τα κα­θι­στά το νο­ή­μον υπο­κεί­με­νο μέ­ρος ενός αθροι­στι­κού υπο­κει­μέ­νου κοι­νής νοη­μο­σύ­νης ώστε να απαλ­λα­γεί από το πρό­βλη­μα ανα­γνώ­ρι­σης της χρο­νι­κής ρί­ζας, δη­λα­δή της ανα­γνώ­ρι­σης του χρό­νου ως κα­θο­ρι­στή όσων το νο­ή­μον υπο­κεί­με­νο δια­χει­ρί­ζε­ται ή αδυ­να­τεί να δια­χει­ρι­στεί ― ώστε να πα­ρα­με­ρί­σει τη διε­ρώ­τη­ση μο­να­δι­κό­τη­τας.
Το σύ­νη­θες εν­δια­φέ­ρον προς το «νό­η­μα» απο­δί­δει εμ­μο­νή στην πα­ρά­φρα­ση: το ποί­η­μα ολο­κλη­ρώ­νε­ται, εξα­ντλεί­ται, στο πλαί­σιο πρω­το­βάθ­μιας επε­ξή­γη­σης, δη­λα­δή σε μια υπεκ­φυ­γή ποί­η­σης όπου νό­η­μα και ση­μα­σία απο­σκο­πούν σε χρη­στι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή η οποία επι­δέ­χε­ται όλων των ει­δών αλ­λοιώ­σεις και πα­ρεμ­βά­σεις, με πλέ­ον πε­ρί­ο­πτες την ει­ρω­νεία και την κα­τά­κρι­ση οποιου­δή­πο­τε μη άμε­σα κα­τα­νοη­τού στοι­χεί­ου ― οι οποί­ες, διό­λου τυ­χαία, συ­νο­ψί­ζουν ση­μα­σί­ες και νο­ή­μα­τα αμι­γώς ιδε­ο­λο­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα.

Εάν η γλώσ­σα ορί­ζει την κα­τα­νό­η­ση, την ανα­γνώ­ρι­ση, η ποί­η­ση δεν ορί­ζει τί­πο­τα μα ορί­ζε­ται από την κα­τά­στα­ση στην οποία πε­ριέ­χο­νται οι ορι­σμοί, οι ανα­γνω­ρί­σεις και οι μέ­θο­δοι, δη­λα­δή την κα­τά­στα­ση στην οποία πε­ριέ­χο­νται επί­σης οι μη ορι­σμοί, οι μη ανα­γνω­ρί­σεις και οι μη μέ­θο­δοι. Εντού­τοις η γλώσ­σα δεν ορί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ όσο ορί­ζε­ται.
Ο ποι­η­τής λοι­πόν επι­τρέ­πει στον εαυ­τό του μια ει­δί­κευ­ση μο­να­δι­κό­τη­τας η οποία κοι­νω­νι­κά δεν επι­τρέ­πε­ται πα­ρό­τι αυ­τή κοι­νω­νι­κά ―ως «πα­ρα­σκιά» ποί­η­σης― απη­χεί. Γι’ αυ­τό το τι ση­μαί­νει ένα ποί­η­μα δεν έχει νό­η­μα ενώ το νό­η­μά του έχει ση­μα­σία.
Η ποί­η­ση μπο­ρεί να δια­τυ­πώ­νε­ται σε γλώσ­σα που πε­ριέ­χει κα­τ’ ανά­γκη συμ­βα­τό­τη­τες μα το νό­η­μά της βρί­σκε­ται κά­θε άλ­λο πα­ρά σε αυ­τές. Η επαρ­κής δια­τύ­πω­ση δεν αντι­στοι­χεί σε εμπει­ρι­κό πε­ριε­χό­με­νο εκτός δια­δρα­μά­τι­σης πε­ριε­χο­μέ­νου της ποί­η­σης. Κά­θε «χρη­στι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή» λοι­πόν, δη­λα­δή κά­θε τύ­που ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση της ποί­η­σης, αξιο­ποιεί ό,τι αντι­στοι­χεί σε εμπει­ρι­κή πα­ρά­φρα­ση.
Εάν μπο­ρού­με να ορί­σου­με ένα όριο πέ­ραν του οποί­ου εγεί­ρε­ται υψη­λή κα­τα­νό­η­ση, σε αυ­τό ακρι­βώς η ποί­η­ση απο­τε­λεί εκ­κί­νη­ση μιας ολι­κής αναί­ρε­σης. Δεν πρό­κει­ται για διά­τρη­ση του υμέ­να της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ή για ρωγ­μά­τω­ση στην επι­φά­νεια του ψευ­δούς, μα για εξ ολο­κλή­ρου υπέρ­βα­ση η διάρ­κεια της οποί­ας εί­ναι διάρ­κεια ζω­ής. Πρό­κει­ται, συ­νε­πώς, για μια πι­θα­νώς ανυ­πό­φο­ρη τεκ­μη­ρί­ω­ση της αξιο­πι­στί­ας του θα­νά­του ως μέ­τρο αλή­θειας.
Τα απο­λύ­τως βα­σι­κά δυ­σκο­λεύ­ουν διό­τι εί­ναι απο­λύ­τως βα­σι­κά χρό­νου.

________________

Οι «Καρ­τέ­λες» απο­τέ­λε­σαν σει­ρά από μι­κρά ή πο­λύ μι­κρά ημι­τε­λή δο­κί­μια, που γρά­φτη­καν από το 2015 ως το 2020. Ο συ­ντά­κτης τους θε­ώ­ρη­σε σκό­πι­μο να κρα­τη­θούν στην ημι­τε­λή τους μορ­φή. Οι Καρ­τέ­λες 29/30/31 δη­μο­σιεύ­θη­καν αρ­χι­κά στο ιστο­λό­γιο του ποι­η­τή τον Ιού­λιο του 2020.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: