Μια δοκιμιακή μεσολάβηση για την κατανόηση της λογοτεχνικής δημιουργίας και του μεταμοντερνισμού με αφορμή τις «Αναγνωρίσεις» του W. Gaddis

“What’s any artist, but the dregs of his work?
The human shambles that follows it around.”
W. G.

α´

Για την άπαυτη σύγχυση που επικρατεί στους ακαδημαϊκούς και στους αντι-ακαδημαϊκούς κύκλους, σχετικά με την έλευση του καινούργιου και του νέου, όπου το νέο προσλαμβάνεται ως καινούργιο —ως κάτι, δηλαδή, που αντικαθιστά το προηγούμενο κατά τη διαδοχή ενός είδους— και το αντίστροφο, μα και ο καινούργιος τρόπος χρήσης ενός προϋπάρχοντος στοιχείου προσλαμβάνεται ως κάτι νέο.      

Τα προβλήματα που αφορούν την άσκηση μα και την κριτική του μεταμοντερνισμού, είναι περισσότερα απ’ όσα φαίνονται και, εντέλει, ο μεταμοντερνισμός ήταν κάτι ο οποίο —λαμβάνοντας υπόψη τις μεθόδους μέσω των οποίων αναδείχθηκε και τις μεθοδεύσεις που επί μακρόν δέχθηκε— λειτούργησε δημιουργικά μόνο σε ένα μικρό ποσοστό της λογοτεχνίας (ποίησης και πεζογραφίας εξίσου) που αποκλήθηκε μεταμοντέρνα.[1]     

Εάν υπάρχει σήμερα κάποιος ισχυρότατος λογοτεχνικός κανόνας, ένας κανόνας από τον οποίο παρεκκλίνουν ελάχιστες εξαιρέσεις, αυτός δεν είναι εκείνος της κριτικής ισορροπίας ή της επίδρασης, (όπως αρέσκονται να δηλώνουν οι εκπρόσωποι κριτικού μανιχαϊσμού) μα το πως τα κείμενα ακολουθούν αυστηρά την εδραιωμένη κριτική, —με εκείνα που προάγουν «καινοτομία» ή «πρωτοπορία» να πρωτοστατούν— προκειμένου να γίνονται άμεσα αποδεκτά ή καταναλώσιμα. Η «ανανέωση» αναγνωρίζεται εφόσον αλληλοκαλύπτεται με τον ακαδημαϊσμό και τον αντι-ακαδημαϊσμό, εφόσον αντισταθμίζει ο ένας τον ρόλο του άλλου, όντας κι οι δυο τους αντισταθμισμένοι με την «ανανέωση».

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που περιμένουν το αντίθετο έργο να εξαφανιστεί κάτω από το κριτικό βάρος (κατηγορία στην οποία ανήκει και η απουσία κριτικής) το οποίο αποθέτουν στην επιφάνεια ή στις παρυφές του αντίθετου έργου∙ επιδιώκοντας τη δημιουργία μιας αίσθησης ασυνέπειας, απογοήτευσης, ικανή να αποκλείσει, ή και να εξαφανίσει ακόμη, το αντίθετο έργο για μία χρονική περίοδο, κατά το δυνατό μεγαλύτερη. Η αναμονή αυτή, μέσω της προαναφερθείσας μεθόδου, συγκαταλέγεται στις έγκριτες μεταμοντερνιστικές τακτικές, χρησιμοποιώντας εδώ, σε αυτό το σημείο, τον όρο «μεταμοντερνισμός», όχι όπως αυτός συνετέθη από λογοτέχνες του επιπέδου του William Gaddis μα από τα ιδρυματικά και μη, λίαν δημοφιλή, θεσμικά μεταμοντερνιστικά μορφώματα, τα οποία αποτελούν είδη στενογραφίας ή καρικατούρας της μεταμοντερνιστικής πνευματικής δυνατότητας.

Η πραγματική ιστορία της κριτικής δεν είναι παρά μία ατελής διερεύνηση, ορισμένες φορές διαλογική, σχετικά με τον προσδιορισμό του δημιουργικού απολύτου της τέχνης του λόγου και όχι, όπως υποστηρίζεται από το ενενήντα πέντε τοις εκατό του φερόμενου ως κριτικού σώματος, μία μακρά επικοινωνία ή συζήτηση που αφορά έννοιες και κατηγορίες οι οποίες θεωρούνται αναμφισβήτητες ή αμφίλεκτες.

Η πεζογραφία, η ποίηση —όταν ως όροι δεν γράφονται εντός εισαγωγικών— δεν είναι διαδεδομένες θεραπείες, ούτε ευεργετικά ή αβλαβή φάρμακα∙ είναι φαινόμενα, εκ δημιουργίας και επί δημιουργίας, οξυνόμενα. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει τίποτε σημαντικό που μπορεί να απομονωθεί κριτικά από το περιεχόμενό τους, ή να προσδιορίσει το περιεχόμενό τους δίχως να έχει πρώτα ολικά προσδιοριστεί από αυτό.  

Οι, λεγόμενοι, θεωρητικοί της λογοτεχνίας, στοχεύουν σε μία κριτική, επιστημονική, αντικειμενικότητα η οποία, τουλάχιστον από τα μέσα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, διαφέρει τόσο από τη λογοτεχνική αντικειμενικότητα που χρειάζεται πάντοτε μία επικουρική, δευτερεύουσα, ουδετεροποιητική ερμηνεία εντός ερμηνείας, -άλλοτε ενθουσιώδη και άλλοτε μετριοπαθή- ώστε να μπορέσει να κρατηθεί για κάμποσα έστω χρόνια σε κάποιες σελίδες ως αποσβενόμενη εγγραφή, την οποία κάποια επόμενη αποσβενόμενη θα αντικαταστήσει επιφέροντας ανώφελα μια ακόμη ουδετεροποιητική ερμηνεία εντός ερμηνείας∙ ενώ η λογοτεχνική αντικειμενικότητα θα ξεπερνά ένα ακόμη όριο, κριτικά ή συγκριτικά —μα όχι λογοτεχνικά— ανεξέλεγκτου περιεχομένου.

Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο παλαιότερα, η προσοχή που δίνεται σε κάποιο κείμενο είναι επικεντρωμένη στη ανάδειξη των όποιων ετερόνομων ηθικοκοινωνικών αντικειμενικοποιήσεων και ουδόλως ή σχεδόν ουδόλως επικεντρωμένη στην ανάδειξη της αμιγώς αισθητικής, δημιουργικής του αξίας. Συνεπαγωγή αυτού: η επιβολή ενός ψευδούς εκδημοκρατισμού ο οποίος τεκμηριώνεται αδιάλειπτα από τον υποβιβασμό του ξεχωριστού, μεμονωμένου, πρωτότυπου λογοτέχνη, ως απειλή για τη λογοτεχνία και την κοινωνία.

Το λογοτεχνικό έργο εκτιμάται για διάφορους λόγους από διαφορετικούς ανθρώπους επειδή είναι φορέας ορισμένων απολύτως προσδιορισμένων, παραδόξως, αξιών. Οι λόγοι και οι άνθρωποι τις περισσότερες, αν όχι όλες, φορές, συγχέουν το περιεχόμενο του έργου με τις εκφραστικές του αξίες αλλά και με τη λειτουργία, τη διαμόρφωση των αξιών του, οι οποίες δεν εκπληρώνουν το περιεχόμενο ούτε συνδέονται υποχρεωτικά κατά τρόπο κριτικό μαζί του∙ υπόκεινται στο περιεχόμενό του δίχως να το καθορίζουν, και, αντιθέτως, το υπηρετούν.

Αυτό που χρειάζεται στο ενενήντα πέντε τοις εκατό, είναι, εντέλει, μια οριστικά ανανεώσιμη λογοτεχνική αξιολογία, δηλαδή, με απλά λόγια, όχι μία επιστήμη κριτικών αξιών, μα μία κριτική που υπόκειται απόλυτα στη λογοτεχνία και μία λογοτεχνία που δεν υπόκειται διόλου στην κριτική.

Ο William Gaddis
Ο William Gaddis

β´

Ο ποιητής, ο συγγραφέας, υποχρεώνει τον αναγνώστη σε μη αναμενόμενη αναγνώριση περιεχομένου, αναγνώριση εαυτού: εκθέτει τη λατρεία προς το ψεύδος, προς την οργανωμένη ενημέρωση που ικανοποιεί ως γνώση τον αναγνώστη∙ τον αφήνει γυμνό και εκτεθειμένο αποκαλύπτοντάς του τον «νεωτερισμό» και την «υψιπετεία» της υπέρτατης σύμβασης: την πλήρωση των εναυσμάτων και των τελειοποιήσεων που ενισχύουν τη δύναμή του να εξακολουθεί ασφαλής όντας κρυμμένος πίσω από μια σελίδα, μια αράδα, πίσω από κάποιο βιβλίο, το οποίο κρίνει σαν να το έχει συλλάβει ή συγγράψει ο ίδιος.  

Οι Αναγνωρίσεις του William Gaddis εάν δεν είναι το κορυφαίο πεζογραφικό έργο των τελευταίων εκατό χρόνων, είναι αδιαμφισβήτητα ένα ανάμεσα στα τρία ή τέσσερα κορυφαία∙ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των πλέον αυστηρών, συνετών και διακεκριμένων κριτικών. Κατά τα δεδομένα της δεύτερης άποψης όμως, Οι Αναγνωρίσεις αναδεικνύονται με διαφορά ως ανώτερο των υπολοίπων, καθώς όχι μόνο διακρίθηκαν μέσω μίας απίθανης ανάλυσης των διαθέσιμων λογοτεχνικών στοιχείων, αλλά αναδημιούργησαν διαχρονικές έννοιες και αντιπαραβολές μέσω ενός εντελώς νέου τρόπου σκέψης και έκφρασης, ο οποίος έως σήμερα δεν έχει, τουλάχιστον με τόση συγγραφική ενάργεια και ευρύτητα, επαναληφθεί.

Η όποια εμφατική, κριτική εμμονή στον Gaddis, υπό όρους προσέγγισης ενός εκ των ιδρυτών του μεταμοντερνισμού, ή, εξίσου, ενός εκ των εξυψωτών του μοντερνισμού, εκτρέπει εντέλει κάθε προσέγγιση του έργου του η οποία στοχεύει σε διαπιστωτική επικρότηση. Ο Gaddis, στις Αναγνωρίσεις, υπήρξε λογοτέχνης που δεν επιδέχθηκε κατατάξεις, ταξινομήσεις, κατηγοριοποιήσεις, διότι το βιβλίο δεν τις επιδέχθηκε. Με τον τρόπο που το Μόμπι Ντικ υποχρέωσε τους ιστορικούς της λογοτεχνίας σε θέσπιση προ και μετά Μπόμπι Ντικ περιόδων, οι Αναγνωρίσεις υποχρέωσαν σε θέσπιση περιόδων προ και μετά Αναγνωρίσεων. Το πως πρόκειται για ένα, το πρώτο χρονολογικά, από τα ελάχιστα αριστουργήματα του μεταμοντερνισμού, δεν σημαίνει πως η πολιτισμική και η αισθητική του ιδέα εξαρτώνται από τις όποιες μεταμοντερνιστικές κατατάξεις ή ερμηνείες, καθώς αυτές δεν έχουν ακόμη αποδώσει, εκδιπλώσει πλήρως, το νόημα και το περιεχόμενό τους∙ σε αντιδιαστολή με το σύνολο των υπολοίπων μεταμοντέρνων έργων των οποίων το νόημα και το περιεχόμενο έχουν πραγματευθεί και συμπεριληφθεί κατά τρόπο διεξοδικό στις ύλες του τομέα που διερευνά εκτενέστερα τη λογοτεχνία. Οι Αναγνωρίσεις δεν είναι ακόμη πλήρως αξιοποιημένες.

Η λογοτεχνία ανθεί εδώ και δεκαετίες ως μόδα, όχι ως λογοτεχνία. Κάθε φορά που κάνει την εμφάνισή της η υψηλότερη λογοτεχνική επιδεξιότητα, αμέσως τίθεται, από τους υπηρέτες της μόδας, ζήτημα αναγνωστικής απόλαυσης, αναδεικνύεται το πρόβλημα της δυσκολίας, το οποίο συχνότατα δέχεται την κορώνα της ασυνάφειας. Μιας δυσκολίας και μιας ασυνάφειας οι οποίες, από την πλευρά της λογοτεχνίας, αιτιολογούνται ως διττός αντίποδας στη λογοτεχνική μόδα, αντίποδας εν πολλοίς στη δημιουργική καθετοποίηση, στην τεχνητή κρημνοβασία, στην παραδοσιακή οιστρηλάτηση.      

Η εύκολη, η καθ’ όλες τις έννοιες εμπορική, αξιολόγηση και η λογοτεχνία που αυτή ευαγγελίζεται, αποτελούν ένα επιπλέον μέσο μαζικής ενημέρωσης. Αυτή η σχεδόν γκεμπελική υποταγή στον προοδευτισμό της κανονικότητας και κατά συνέπεια στους νεωτερισμούς των λογοτεχνικών κατασκευών, απαιτεί και επιβάλλει, κατά τον πλέον βλοσυρό τρόπο, την αμέριστη υποστήριξη των πάντων στην αντιπροσωπευτικότητα των ταυτοτήτων, των προτύπων και των ειδωλικών τους ανανεώσεων, οι οποίες επίσης εγγράφονται ως νεωτερισμοί.    

Τα συμπτώματα που υποδηλώνουν δυσκολίες οι οποίες ανακύπτουν από μη εγγενείς εστιάσεις στην τέχνη του λόγου, οδηγώντας, ολοένα και συχνότερα πια, σε αλλοπρόσαλλες μα καθόλα αποδεκτές αναμεικτικές θεωρήσεις υποκαταστάσεων της λογοτεχνίας για χάρη της λογοτεχνικοφάνειας, ήτοι μιας αξιακά διαχειρίσιμης «λογοτεχνίας», εμφανίζονται σχεδόν παντού.

Η λογοτεχνία δεν ήταν ποτέ πριν τόσο διαφορετική από τη λογοτεχνία: η πρώτη προσφέρει αφειδώς την ψευδαίσθηση συμμετοχής, κατανόησης, ακόμη και συν-δημιουργίας, κατά το κοινώς αποδεκτό «αναγνωρίσιμο» δίχως να απαιτούνται ικανότητες, προσφορά χρόνου και στάση ζωής, ενώ η δεύτερη προσφέρει το αντίθετο και μαζί μ’ αυτό ορισμένες ειδικότερες απαιτήσεις. Η λογοτεχνία δημιουργεί καταναλωτές βιβλίων, η λογοτεχνία διευρύνει ή μεταστοιχειώνει την ίδια τη ζωή.

Οι Αναγνωρίσεις αποτελούν ένα από τα πλέον ξεχωριστά και υπαινικτικά λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα. Θέμα του, η πλαστογραφία της τέχνης, η απάτη και η παραχάραξη ως παράγοντας της σύγχρονης ζωής. Ο William Gaddis, λογικός και οξύνους, στον αντίποδα των μαρξικών θέσεων, προσέγγισε το φαινόμενο απήχησης της πλαστότητας, αντλώντας στοιχεία από τον Καλβινισμό, τον Καθολικισμό και από ένα ευρύτατο φάσμα δυτικών φιλοσοφικών παραδόσεων, από τον Αριστοτέλη έως τον Γκαίτε∙ για να απολήξει στον συγγραφέα των Αναγνωρίσεων: ελεύθερη σκέψη και έκφραση, βλασφημία, ορμή, πολυτροπία, ευρυμάθεια, μοναδική επινοητικότητα.    

Ως σημαντική πτυχή της κριτικής και αυτοκριτικής αυτού που λανθασμένα και ευρύτερα θεωρείται μεταμοντερνισμός, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί κοινωνική παρα-επιστήμη, ή ένα ακόμη λογοτεχνικό μέσο μαζικής ενημέρωσης. Οι ποιοτικές προϋποθέσεις της σύγχρονης κοινωνικής κατανόησης όμως, η οποία δεν εκκρίνεται απλώς από το συναίσθημα και τη φαντασία, μα από βαθύτατη ανάγκη για συγκεκριμενοποίηση της ζωής, ήτοι του ερεθίσματος της αυθεντικότητας, δείχνουν πως οι προϋποθέσει αυτές όχι μόνο αφορούν την κοινή ιστορικότητα, τις συμπεριφορικές διαστάσεις που προσεγγίζουν ως τέτοια την εμπειρία ως σημάδι μα και ως μεθερμήνευση, αλλά είναι σε τέτοιο βαθμό συμπλεγμένες μαζί της που συχνά εγγράφονται ως διευκρινήσεις ή υποκινήσεις με μορφή λέξεων, φράσεων, βιβλίων. Εντούτοις ο μεταμοντερνισμός, όπως κάθε άλλη λογοτεχνική μεταστροφή, αποτελεί ανακαλυπτόμενη παλαιότητα, με τον τρόπο ακριβώς που ο άνθρωπος ανανεώνεται διαρκώς με τη βοήθεια των μνημείων και των τεχνών που συντηρεί ως απόδειξη της χωρο-χρονικής του πορείας προς μία ατελή και αδιανόητη αλήθεια.

Δηλαδή, όπως το έχω θίξει προηγούμενα και σε άλλα κείμενα, η νεότητα είναι ένα ζήτημα, ένα φάσμα ορθότερα, το οποίο εμφανίζεται μόνο εντός της προϋπόθεσης μίας απτής παλαιότητας — η οποία δεν μπορεί να είναι νεότητα δίχως να είναι μοναδική, πρωτότυπη, αυθεντική. Η νεότητα είναι εκείνη που δημιουργεί την παλαιότητά της, την καταγωγή της, και όχι το αντίστροφο. Ετούτο, προς το παρόν, δεν γίνεται ολικά κατανοητό, μα γίνεται, από κάποιους, πραγματοποιήσιμο, εφόσον δεν τίθεται ως προσέγγιση, αλλά ως θανατική υποκίνηση, ως σχέση.

Η σχέση αυτή ως δημιουργική πράξη, οπωσδήποτε εξασθενεί μέσα στη διάρκεια της ολοκλήρωσής της, κάτι όμως απομένει: νέα υλικά, κάπως απίθανα στην πρώτη τους επεξεργασία, στην πρώτη τους ανάγνωση: αποδοχές, αναγνωρίσεις.

Η λογοτεχνία τα έχει καταφέρει ως πείσμων, ανθεκτικός ισχυρισμός, που τείνει να ιδρυθεί εντός χρόνου, εντός χάους, με ελιγμούς οι οποίοι ανθίστανται στο υπάρχον διανοητικό μοντέλο/είδωλο, επιβουλεύονται την ανάγκη του ανθρώπου για σταθερότητα, για οριστική παρουσία, πότε δημιουργώντας πειραματικά συστήματα, πότε δημιουργώντας περαιτέρω αστάθεια.

Η φόρτιση, η πράξη, όλων αυτών, αποτελεί μία υπόθεση αμιγώς διανοητική, της οποίας η αισθητική, όντας προεξοφλημένη μέσω της βεβαιότητας του θανάτου, εκφράζεται μόνο στον βαθμό που ο θάνατος είναι σύμφυτος με τη λογοτεχνική εργασία.

Ο μεταμοντερνισμός, τουλάχιστον εκείνος του Gaddis, είναι καίριος, βρίθει από εσωτερικές μεταδόσεις οι οποίες παρότι είναι ιδιαίτερα εύθραυστες θραύουν την αφηγηματική τακτική του έργου και αναδεικνύουν αντ’ αυτών τις υποκειμενικές συνέπειες οι οποίες εστιάζουν παραδειγματικά στην ανάκτηση μίας υπαρξιακής γλώσσας, στην ίδρυση μίας αλήθειας η οποία θα στεκόταν ικανή να πάψει κάθε άλλη ιστόρηση, κάθε σύγκριση στόχων, κάθε απόπειρα εξομοίωσης της τάξης και του νοήματος, τόσο της ζωής όσο και της λογοτεχνικής γραφής.

Ωστόσο ο Gaddis των Αναγνωρίσεων δεν είναι εξαιρετικός επειδή είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο μεταμοντέρνος, αλλά επειδή ως συγγραφέας υπερσκελίζει το ιστορικό και αισθητικό του πλαίσιο, υπερσκελίζει πιθανώς κάθε προϋποθετικό περιβάλλον∙ εκπροσωπώντας αποκλειστικά τις εμπνεύσεις του και διόλου άλλες κρίσεις ή συνιστώσες και αυτό είναι κάτι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο για τη νεότερη αμερικανική και ευρωπαϊκή πεζογραφία.  

Η παράμετρος που ονομάζεται χρόνος είναι ζωτικής σημασίας, γιατί είναι η ισχυρότερη που αναγκάζει τον άνθρωπο να αναστοχάζεται την έννοια του μοναδικού, της αυθεντικότητας, ενώ παράλληλα καταδεικνύει πως είναι κάτι το οποίο δεν δύναται να οργανωθεί παρά μόνο να βιωθεί, υπό όρους που δεν καθορίζονται απ’ αυτόν, μα ωστόσο το βίωμα είναι πιο δίκαιο από κάθε δική του επινόηση∙ ακριβώς γι’ αυτό η επινόηση των Αναγνωρίσεων είναι τόσο καίρια και συναρπαστική. Προς τούτοις, η Φλαμανδική τέχνη, που βρίσκεται στον προσχηματικό πυρήνα των Αναγνωρίσεων, αποτέλεσε αποκορύφωμα συγκεκαλυμμένου ανα-συμβολισμού.  

Η εξέταση της χρονικής πραγματικότητας, η οποία επισκιάζει και παραμορφώνει όσα αντιπροσωπεύουν την αλήθεια ως διαχρονικότητα, υλοποιείται με τη μυθοπλασία, με τις αναπαραστάσεις της προσωρινότητας. Άλλοτε εξαιρετικά περίπλοκες και άλλοτε αλληλένδετες, αυτές οι δομές σχετίζονται με την ενδεχομενικότητα της ιδέας αυτού του κόσμου που βρίσκεται σε ροή, ενστερνιζόμενες κατά βάθος τον λόγο και τη φύση αυτής της εντυπωσιακής απροσδιοριστίας. Αυτό που αντικατοπτρίζεται είναι οι μορφές του πόνου της ανθρώπινης προσπάθειας και διόλου η σημασία, το νόημα, η πιθανότητα νοήματος, έστω, αυτής της κοινής μοίρας.

Οι επινοήσεις, ο πλούτος των πιθανών νοημάτων, κατοχυρώνονται μέσω λογοτεχνικής γλώσσας με τον τρόπο που αναδεικνύεται το μεγαλείο ενός λογοτέχνη, ενός μεγαλειώδους λογοτεχνικού έργου: ουδείς σημαντικός επίγονος θα επαναλάβει τα γνωρίσματά του, αντιθέτως, ακριβώς επειδή αναγνωρίζει το μεγαλείο, θα στραφεί στο κενό νέων ανακαλύψεων, νέων προστριβών με την αλήθεια. Πράγμα το οποίο δεν έπραξαν οι μάλλον μέτριοι ως φερόμενοι επίγονοί του (Τ. Πίντσον, Τζ. Φράνζεν, Ντ. ΝτεΛίλο, Τ. ΜακΚάρθι, Ντ. Φ. Γουάλας, Ρ. Πάουερς κ. ά.) οι οποίοι είναι έκδηλο πως προσπάθησαν να ξεκινήσουν, τρόπον τινά, από το σημείο όπου σταμάτησε ο Gaddis, αδυνατισμένοι από την ακόρεστη αντιεπικοινωνιακή αρμονία των Αναγνωρίσεων και τον εκθεμελιωτικό τους μαγνητισμό. Το δημιουργικό πρόβλημα που άφησε πίσω του, ή ορθότερα, μπροστά του, ο Gaddis, εκείνο που του κόστισε μια ευρεία και δίκαιη αναγνώριση, ήταν πως δεν σταμάτησε σε κάποιο σημείο, δεν έφτασε σε κάποιο όριο, ούτε έθεσε κάποιο∙ μελλοντοποιήθηκε, και μία από τις αποδείξεις αυτής της μελλοντοποίησης εντοπίζεται στην πολυμελή και εμφανώς παράτυπη «σχολή» που, δίχως να το επιζητούσε, δημιούργησε.    

Η άρνηση ενταφιασμού των νεκρών είναι εκπόρνευση των νεκρών παρά τιμητική διάκριση. Η εξαίρεση δεν αποτελεί απουσία που χρήζει διέγερσης, μα ακριβώς το αντίθετο. Η «σχολή» αυτή λοιπόν, δεν κατάφερε παρά να παίξει τον ρόλο των, ανέκαθεν αναμενόμενων, αντιδραστικών παρυφών της ακαδημαϊκής βολής.  

Όλες οι μορφές εξαγοράς και πλαστότητας, άλλωστε, κρύβουν μέσα τους ένα πάθος για δημιουργία, μα ο πλαστογράφος καθώς και το πλαστό έργο είναι υποχείρια ενός αλλοτριωμένου και εμπορευματοποιημένου κόσμου, ο οποίος τροφοδοτείται ακατάπαυστα από περισσότερο ή λιγότερο γοητευτικές πληροφορίες, μέσω περισσότερο ή λιγότερο γοητευτικών σαλτιμπάγκων, οι οποίοι αποσιωπούν το πρωτότυπο, απαξιώνουν την αυθεντικότητα της τέχνης αλλά πρωτίστως της ζωής.

Κάθε επιτυχημένη πλαστογράφηση δεν παύει να είναι πλαστογράφηση, αδυνατεί να καταγράψει την εσωτερική χρονολογία, τον εσωτερικό χρόνο, που καθιστά πνευματική μια παρουσία.

Ως εκ τούτου ο Gaddis ενήργησε επινοητικά εντός οργανικότητας, αποφεύγοντας την, έτι και νυν, ιεροποιημένη βατότητα της εκφραστικής τελειοποίησης, ακόμη και σε επίπεδο «προοδευτικής καινοτομίας», συναρτώμενος με μια οργανική σθεναρότητα η οποία δεν βασανίστηκε από προβλήματα απτότητας ύφους, καθώς αυτό ήταν συνυφασμένο με το περιεχόμενο.

Λόγω του ότι τα παραπάνω σημεία δεν εξετάστηκαν, ή αποσιωπήθηκαν, όλες οι μεταγενέστερες (διότι εύθετες δεν υπήρξαν) συγκριτικές παρατηρήσεις, περιήλθαν εύλογα στο απόσωσμα της γνώριμης υπερκριτικής. Ο άνθρωπος, παντελώς εκτεθειμένος στον ίδιο του τον εαυτό, διέτρεχε και διατρέχει τον υπαρκτικό του χρόνο προσπαθώντας όλο και πιο πεισματικά να δημιουργήσει μία αίσθηση χρόνου σε συμφωνία με την φαυλότητά του.  

Η διάχυτη επιτάχυνση των υλικών συνθηκών της καθημερινής ζωής, η κατά το δη λεγόμενον πνευματική εντύπωση, η κοινωνική αυτοπαγίδευση, διαρθρώνουν το φαινόμενο ενός ζωικού, παγκόσμιου καπρίτσιου. Σύσσωμοι κοινωνιστές και ηθικοπλάστες, υπαγορεύουν την υποχρέωση ανακατασκευής, έως και ανακατάληψης, του ανθρωπίνου κέντρου, αποφεύγοντας, δηλαδή, την πιθανότητα ανακάλυψής του.  

Μετέτρεψε ο άνθρωπος τη θνητότητά του σε μαυσωλείο ευδοκίμησης ενός, δεδομένου, δικαιώνοντος αντικειμενισμού. Έτσι ή αλλιώς, ο άνθρωπος, η δημιουργική φύση του ανθρώπου, υπόκειται, δεν αντίκειται, γι’ αυτό τείνει σε εποπτεία της αντικειμενικότητας, στο ξεπέρασμα της συνείδησης. Διαφορετικά θα έτεινε -όπως το πράττει η περιεχομενικά τυποποιημένη συγγραφή, ο τυποποιημένος άνθρωπος- σε εποπτεία της υποκειμενικότητας. Εντοπίζεται εδώ κάποια ετερότητα ανάμεσα στο τι είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί και τι είναι ο άνθρωπος που προσκολλάται στη διορισμένη του θηλαμόνα.  

Η συνεύρεση των υποκειμενικοτήτων δύναται να συνθέσει το αντικειμενικό, ακριβώς όπως γράφεται ένα ποίημα, ένα βιβλίο. Το αντίστροφο, η συνεύρεση των αντικειμενικοτήτων, το πολύ-πολύ να επιπλήξει τα αγριόχορτα.  

Τα στοιχεία που αναβαθμίζουν σημασιολογικά τα κείμενα -κατ’ εξοχήν δάνεια από φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά έργα- είναι βέβαιο πως συνέρχονται ως κριτήρια, μα, ως τέτοια καταλήγουν στο φινάλε αμβλυμμένα, αφού αντί να επαναδιαμορφώνουν την αντίληψη των αναγνωστών για τον κόσμο, με τον τρόπο που ανασυντίθενται μάλλον την προσανατολίζουν σε μια αναβαθμισμένη ιδεολογία, μια ιδεολογία κατανάλωσης που καταναλώνει, υπεράνω όλων, την αδικαίωτη κοινωνικότητά της.

Δεν είναι τυχαίο πως οι πιο αγαπημένες αφηγήσεις είναι εκείνες που προσαρτούν στη συμβιβαστικότητά τους μία δόση, τραυλής ή όχι, ελευθεριότητας, νοσταλγικής κοιτίδας, μία εσθήτα διανθισμένη από αμυδρά ρινίδια υστερούσας παιδείας και απευκταίας ελευθερίας. Μία λογοτεχνία, δηλαδή, που διαπνέεται από κοινό αίσθημα και αντί να το μεταστρέφει, έχει ήδη μεταστραφεί εκείνη από αυτό, πριν ακόμη εκτυλιχθεί πάνω στο χαρτί. Ο χρόνος της έχει τελειώσει και εφεξής διαρκεί ως επικουρική ανάμνηση∙ τα έχει καταφέρει τόσο καλά που τεκμηριώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο πως δεν είναι λογοτεχνία.  

Οι πόλοι, κατά τη γενική θεώρηση, είναι αντεστραμμένοι: η εκφραστική δεξιοτεχνία είναι αδιαμφισβήτητη σε αντίθεση με την επινόηση περιεχομένου. Εάν τελικώς είναι λογοτεχνία η πρώτη, δεν μπορεί να είναι λογοτεχνία η δεύτερη. Η δεύτερη, πιστεύω πως δεν αποτελεί επιλογή, είναι σύμφυτη της λογικής κενότητας, ακριβώς γι’ αυτό είναι τέχνη του λόγου και όχι απλά εκφραστική δεξιοτεχνία του γράφειν.    

Τίποτε δεν είναι πιο εντροπικό από τις χαλκεύσεις και την αποσπασματικότητα των νεότερων τεχνικών, οι οποίες επαναφέρονται αδιάκοπα σε μία κατάσταση αναδρομικής τέλεσης των ήδη τετελεσμένων, κοπιάζοντας να αναστρέψουν μία πτώση η οποία έχει ήδη ολοκληρωθεί. Προς τι λοιπόν αυτή η καινούργια τυποποίηση μίας καθολικότητας η οποία κάποτε υπήρξε αγαπημένη, συμβολική αντιπροσωπεία μίας δικαίως ακληρονόμητης -από την πλευρά της τέχνης του λόγου- εμπειρίας; Μία σορός, που επικυρώθηκε από την προαναφερθείσα εκφραστική δεξιοτεχνία του γράφειν, η οποία δαπανήθηκε υπέρ της;

Ο ύστερος μεταμοντερνισμός φέρει βαθιά τα σημάδια ενός μετατραυματικού σοκ, τραύματα που με την πρώτη ευκαιρία επιδεικνύει ως τιμητική ροζέτα μιας συμφοράς, την οποία ευγνωμονεί για τις παρηγορητικές της παροχές.      

Υπάρχει όμως —όταν υπάρχει— εκείνο που αιτείται η λογοτεχνία, η ποίηση, το οποίο δεν αναλώνεται στην ατέρμονη επίκριση του υπάρχοντος —αυτό είναι πια τόσο εύκολα πραγματοποιήσιμο και ανούσιο—, αντιθέτως, μετατοπίζει το ενδιαφέρον, την ανάγκη, στην ακύρωση του υπάρχοντος ενώ διαθέτει κάτι νέο∙ κατά την έννοια της σύλληψής του και όχι της χρησιμότητάς του, επινοημένο.

Στον William Gaddis και στις Αναγνωρίσεις, στη μοναδικότητα και των δύο, συνελήφθη ο προσδιοριστικός διασκελισμός του λογοτεχνικού επέκεινα, μέσα στο οποίο εξακολουθούν οι τωρινές, και ίσως ένα μεγάλο μέρος από τις ερχόμενες, διαμορφώσεις.  

Οι Αναγνωρίσεις, έργο απαράμιλλο και αδευτέρωτο για την εποχή του και για την εποχή που γράφεται αυτό το δοκίμιο. Η απουσία κριτικής στην οποία συμπεριελήφθηκαν και οι όχι λίγες αρνητικές κριτικές που δέχτηκε κάποια στιγμή το βιβλίο, ήταν κάτι το οποίο αν δεν χαρακτηριστεί δικαιολογημένα ως αναμενόμενο, ήταν τουλάχιστον εξισορροπητικό. Οι Αναγνωρίσεις θα μπορούσαν να είχαν διαφορετική κριτική υποδοχή μόνον στην περίπτωση που θα αποτελούσαν άλλο βιβλίο, πόνημα άλλου συγγραφέα.  

Ένα λογοτεχνικό έργο του οποίου ακόμη και το απόξεσμα της εννοιοποίησής του είχε ξεπεράσει τα όρια της συγκριτικής και της ερμηνευτικής του μοντερνισμού και συνάμα προκαλούσε κατάρρευση στις αιτιοκρατικές θεωρήσεις που εισηγήθηκαν τον μεταμοντερνισμό, δεν θα μπορούσε να δεχθεί άλλη αντιμετώπιση.

Το αυτό εντός του: την επικείμενη αρνητική κριτική υποδοχή, ο Gaddis την είχε προβλέψει και με σατιρικό τρόπο περιγράψει προς το τέλος του βιβλίου.

Όταν κυκλοφόρησαν Οι Αναγνωρίσεις (1955), οι κριτικοί δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο έργο, δεν διέθεταν εξάλλου τα μέσα για κάτι τέτοιο καθώς η κριτική ασκείτο —σχεδόν στον ίδιο βαθμό με τον οποίο ασκείται σήμερα— επί μιας πολύ γενικής τάσης ή ενός περιστασιακού κοινωνικού μοντέλου, δίχως ουδεμία ειδική κριτική νύξη που αφορούσε τα έργα ως λογοτεχνία, τουναντίον αξιολογούνταν (και αξιολογούνται, ως επί το πλείστον) ως ενημερωτικά συμβάντα κοινωνικής σχετικότητας, στην πραγματικότητα δηλαδή ως εμπορικά προϊόντα.

Ο Gaddis πολύ πριν ξεκινήσει να γράφει τις Αναγνωρίσεις, ένιωθε αποστροφή προς τους κριτικούς και συνέχισε να τους αποστρέφεται ως το τέλος της ζωής του, επειδή τόσο συχνά αποδεικνύονταν ανάξιοι και κατώτεροι των περιστάσεων, οδηγούσαν σχεδόν όλα τα έργα αιχμής στο περιθώριο, δεν μπορούσαν ή αρνούνταν να τα κρίνουν είτε επειδή τα έκριναν σημαντικά με βάση τα επουσιώδη τους γνωρίσματα, παρακάμπτοντας, εσκεμμένα ή όχι, τα ουσιώδη.        

Στις μαινάδες της κριτικής, δεν είχε απομείνει παρά μία λοξή εξεταστική πρεμούρα για να αποκρύψουν έστω ένα μέρος από τη συντριβή τους, να προβούν σε βεβιασμένη και ατυχή «σύγκριση» του έργου με κείμενα του Τζόις, του Ζιντ κ.α. — το έργο έπρεπε να υποβιβαστεί σύμφωνα με την απόκλισή του από την επιβεβαίωση των σπλάχνων και του κορμού της καθεστηκυίας κριτικής, δηλαδή της μόνης αναγνωρισμένης «κριτικής». Διότι μια άλλη κριτική, εκείνη της διαχρονίας της τέχνης του λόγου, που δεν έπαιζε ρόλους και η ανάδειξή της στα λογοτεχνικά μέσα ήταν αδιανόητη, είχε εγκαίρως τοποθετήσει το έργο στη θέση που, με καθυστέρηση δεκαετιών, τοποθετήθηκε εκ των υστέρων, με όρους μάλλον απολογητικούς, αποζημιωτικούς, παρά αισθητικούς και αδιάσειστους.

Οι Αναγνωρίσεις, πέραν του ότι αποτέλεσαν εδραιωτική λίθο του μεταμοντερνισμού, ήταν το πρώτο πεζογράφημα που καταπιάστηκε μακροτενώς με τη φύση και την αξιολόγηση της πρωτοτυπίας, καταμεσής μίας παγκόσμιας πολιτισμικής διάστασης η οποία στηριζόταν σε αντίγραφα, simulacra — με βάρος λόγου που αφορά επίσης την παρούσα εποχή, αφού τα στηρίγματα εξακολουθούν να είναι τέτοια, αντιγραφικά.    

Ετούτη η συμβατότητα, καθιερωμένη πια ως ηθικό και λογοτεχνικό θέσφατο, γιγαντωμένη λόγω της δημιουργικής αδυναμίας που χαρακτηρίζει εν γένει τα simulacra που καταναλώνονται, κανονιστικά και κατεστημένα πλέον, ως λογοτεχνία∙ εμφωλεύει επιτυχημένα σε μεγάλο μέρος της μεταμοντερνικότητας, το οποίο δεν διαθέτει αυτονομία και πρωτοτυπία — εφόσον το μικρό, πολύ μικρό, εκείνο κομμάτι της μεταμοντερνικότητας που έχει ξεπεράσει με όρους επινόησης και ιδιοσυγκρασίας το δικαίωμα της «λογοτεχνικής ιδιοκτησίας», δεν εξαρτάται από την τυπική και διαδεδομένη μεταμοντέρνα χωλότητα, μα ούτε και συγχέεται μαζί της: «ο μεγαλοφυής, δεν κλέβει, κατακτά∙ την επαρχία που κάνει δική του την προσαρτά στην αυτοκρατορία του», όπως είχε δηλώσει κάποτε ο Δουμάς.      

Ο Gaddis δεν στηρίχθηκε σε προϋπάρχοντα κείμενα, τα χρησιμοποίησε, μα αυτή η χρήση δεν αποτέλεσε εντέλει διασύνδεση, διακειμενική αξία, αλλά κριτική επανεξέταση η οποία ανασυνέστησε τα περιεχόμενα παλαιότερων έργων εντός των Αναγνωρίσεων. Το ζήτημα, δηλαδή, δεν ήταν ο διακειμενισμός -ο οποίος ευρύτερα μα και ειδικότερα, από τη δεκαετία του 1970 αποτέλεσε στίβο συγγραφικής μετριότητας- μα το δημιουργικό διαφέρον.    

Στα λεγόμενα «εγκυκλοπαιδικά» πεζογραφήματα, και δη στα μεταμοντέρνα, στα οποία ανήκουν οι Αναγνωρίσεις -όπου οι τέχνες, οι επιστήμες, η Ιστορία, η φιλοσοφία και οι θρησκείες συνθέτουν ένα λογοτεχνικό ανάπτυγμα- ο αναγνώστης δεν έχει την πολυτέλεια να επιβάλλει στο έργο μία καθοδηγητική, αναγνωστική οργάνωση ώστε να εξάγει κατά τον γνωστό τρόπο μία ποθητή ερμηνεία. Ο αναγνώστης δεν έχει άλλη επιλογή από την ωριμότητα μιας πλήρους, εντούτοις δημιουργικής, «υποταγής» στο κείμενο, κατά την οποία μεταμορφώνεται στο μέσο, το οποίο σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ήταν το βιβλίο, το κείμενο, και όχι εκείνος.

Ο Gaddis δεν ενδιαφερόταν τόσο για το πώς θα διαβαστεί το βιβλίο, αλλά για το τι θα διαβαστεί μέσα σ’ αυτό – μολονότι ο τρόπος είναι ο δρόμος, ένας δρόμος χωρίς τέλος, και το περιεχόμενό του, ο λόγος του, που βρίσκεται μέσα σ’ αυτόν, δεν αποτελεί καταληκτικό γεγονός, μα πυρήνα συγκλίσεων και αποκλίσεων. Για παράδειγμα, ο υποτιθέμενος κεντρικός ήρωας, παύει πολύ σύντομα να είναι και ενορχηστρώνεται μέσα στη ροή, όντας τίποτε παραπάνω από ένα στοιχειακό προσάρτημα∙ εντελώς απροσδόκητα εξαφανίζεται, επανεμφανίζεται και μετονομάζεται.

Οι διάλογοι μέσα στο βιβλίο είναι και δεν είναι καίριοι, ορισμένες φορές δεν είναι καν «χρήσιμοι», οι χαρακτήρες αδυνατούν να ολοκληρώσουν εκείνο που θέλουν να πουν. Ο Gaddis θραύει τη ροή, τη συνοχή, ορισμένες φορές μιμείται τους καθημερινούς προβληματικούς, μη εστιασμένους, διαλόγους, χρησιμοποιεί διάφορες γλώσσες, επηρεάζει ακόμη και τους συλλαβισμούς, παραμορφώνει τη σύνταξη, τις λέξεις, τον χρόνο.  

Ο αναγνώστης καταναλώνεται από το κείμενο, υποχρεώνεται σε ένα επίπεδο βαθύτερης συμμετοχής, ώστε να συνειδητοποιήσει πως τα υπάρχοντα κάθε σελίδας, κάθε κεφαλαίου, είναι πράγματι λογοτεχνικά μόνον εφόσον αμφισβητούνται αδιάκοπα – με όρους ανάγνωσης, διόλου με όρους νοηματοθηρίας, υποκειμενικοποίησης.  

Συμβατική πλοκή δεν προσφέρεται. Στις Αναγνωρίσεις διερευνάται το αν και πώς είναι δυνατό να δημιουργήσει κανείς αυθεντική, πρωτότυπη τέχνη, δηλαδή και ζωή. Ο Gaddis όμως δεν παρουσιάζει απλώς τη δική του γνώμη, δεν υποστηρίζει τη δική του αίσθηση, ούτε διεξάγει κάποια προσωπική ή μη-προσωπική διατύπωση. Ο συγγραφέας είναι σπάνιος, ασυνήθιστος, μόνο γνησιότητα, μόνο πρωτοτυπία προσφέρει.

Μια δοκιμιακή μεσολάβηση για την κατανόηση της λογοτεχνικής δημιουργίας και του μεταμοντερνισμού με αφορμή τις «Αναγνωρίσεις» του W. Gaddis

γ´

Ο Gaddis, όσο αφορούσε την πιθανότητα μετάφρασης των Αναγνωρίσεων, δεν έδειχνε ειδικό ενδιαφέρον καθώς πίστευε πως ακόμη και μία τέλεια μετάφραση καθίσταται ένα έργο αλλιώτικο από το πρωτότυπο, εντούτοις είχε την απαίτηση να μην εκδοθεί ουδέποτε το βιβλίο, τόσο στη γλώσσα του πρωτοτύπου όσο και σε άλλη, παρά σε έναν συμπαγή, ευμεγέθη τόμο.

Τα ονόματα και τις φράσεις από άλλες γλώσσες που εμφανίζονται στο κείμενο, ο συγγραφέας, κατά ομολογία του ιδίου, δεν τα είχε προφέρει ποτέ, δεν γνώριζε την προφορά τους ούτε φρόντισε να κατατοπιστεί σχετικά με αυτή, διότι δεν υπήρχε λόγος, καθώς έλεγε, να ακουστούν, αρκούσε η γραπτή τους μορφή, αρκούσε δηλαδή η πολυστιξία του αδιεξοδικού χαρακτήρα της συγγραφής – η συγκοπή της αναγνωστικής διερμήνευσης, καθώς ο Gaddis κατέστησε τον αναγνώστη εκπρόσωπο μίας σχετικής πρόσληψης, μη αυθωρεί ικανοποιητικής, διότι στην πραγματικότητα ο αναγνώστης όσο περισσότερο προσπαθεί να καταφέρει μια ανάγνωση συμμετοχική, ως προς το περιεχόμενο, τόσο λιγότερο αναγνωρίζει το έργο και την αισθητική του περαίωση.

Οι παραθέσεις που δεν ανήκουν στην αγγλική γλώσσα, οι οποίες δεν είναι λίγες και δημιουργούν ένα ποιητικό —ποιητικής φύσης— ψηφοθέτημα αναφορών, συναντώνται στο κείμενο ως εξαρτώμενα —από το κείμενο και τη ροή του κειμένου— στοιχεία σύνθεσης, τα οποία λειτουργούν ως συνδετήρες της οργανικότητας του βιβλίου δίχως να χρειάζεται να δείξουν τις απτές πληροφορίες τους∙ γι’ αυτό εξάλλου και Οι Αναγνωρίσεις εκδόθηκαν, εσκεμμένα, δίχως σημειώσεις ή ειδικό ευρετήριο.  

Αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν ήταν καίριες μόνο σε αμιγώς αισθητικό επίπεδο μα και σε επίπεδο ανώτερης κριτικής, τόσο επειδή λήφθηκαν υπόψη, ως προς την αναφορικότητα, μείζονα στοιχεία που είχαν ήδη λογοτεχνικά καταχωριστεί, όσο και επειδή κανένα από τα μείζονα καταχωρισμένα δεν γινόταν να μην απωλέσει ένα κομμάτι της μελλοντικής του οδηγίας, καθώς η φύση της συνέχειας —και ο τρόπος ανάλυσής της— μετεβλήθη δραματικά αμέσως μετά το πέρας του Β´ Παγκοσμίου πολέμου.    

Οι Αναγνωρίσεις αποτελούν κατεξοχήν έργο που χρήζει πολύ ειδικής αντιμετώπισης, Από την εποχή που εκδόθηκε μέχρι σήμερα θεωρείται μακράν το δυσκολότερο και πιο απαιτητικό λογοτεχνικό έργο προς μετάφραση, παγκοσμίως.[2] 

Το πρώτο πράγμα που οφείλει να εφαρμόσει ο μεταφραστής για να είναι ορθή μία μετάφραση, είναι η αποφυγή μιας, ιδιωματικής ή μη, γλωσσικής παραλλαγής της γλώσσας σε σύγκριση με τη γλώσσα του συγγραφέα. Αυτό σημαίνει πως ο ξένος δεν πρέπει να εμφανιστεί ως δικός που θα μπορούσε να έχει γράψει το κείμενό του στο γνωσιακό και αισθητικό περιβάλλον της χώρας στης οποίας τη γλώσσα γίνεται η μετάφραση∙ τουναντίον, ο μεταφραστής οφείλει να ξαναγράψει το κείμενο διατηρώντας το γνωσιακό/αισθητικό περιβάλλον εντός του οποίου γράφτηκε και επινοήθηκε το έργο, όντας φορέας μια άλλης γλώσσας, ως γλωσσικός επισκέπτης, δηλαδή, στο περιβάλλον και τις προδιαγραφές όπου συντέθηκε το πρωτότυπο.  

Η γλώσσα στην οποία γίνεται η μετάφραση δεσμεύεται απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο, δεν πρέπει το κείμενο να δεσμεύεται στη γλώσσα στην οποία μεταφράζεται. Τότε έχουμε έναν πίνακα του Γιάν βαν Άικ από χέρι πλαστογράφου. Μεταφραστικά εγκλήματα έχουν συντελεστεί και συντελούνται στον χώρο των ελληνικών εκδόσεων, όπου ξένοι ποιητές και συγγραφείς έχουν εμφανιστεί ως ελληνόφωνοι δημιουργοί, ως λογοτέχνες, εν πολλοίς, που απέδωσαν τις δεξιότητες και τις επινοήσεις τους στην ελληνική. Αυτό το λάθος αντιστοίχισης είναι ολέθριο.  

Η γλωσσική εγκυρότητα του κειμένου μίας μετάφρασης δεν κρίνεται από διαστάσεις και αναλογίες οι οποίες δεν τεκμηριώνονται από την έδρα του πρωτοτύπου κειμένου. Η αξία μίας μετάφρασης δεν ορίζεται μονομερώς από τη γλώσσα στην οποία μεταφέρεται το πρωτότυπο κείμενο, αντιθέτως, ορίζεται και από τη γλώσσα του πρωτοτύπου εξίσου – εννοώ το διττό σχήμα που περιλαμβάνει την εθνική και, πολύ περισσότερο, την προσωπική γλώσσα ενός λογοτέχνη. Η μετάφραση αποτελείται από δύο γλώσσες και από δύο ανθρώπους – κατά τον τρόπο που μπορούν αυτές οι δύο πλευρές, των γλωσσών και των ανθρώπων, να επικοινωνήσουν στη βάση της αναδημιουργίας ενός λογοτεχνικού κειμένου.    

Όταν λοιπόν μία μετάφραση δεν αναδημιουργεί τη γλώσσα του πρωτοτύπου, διατηρώντας (σε αυτό το σημείο δεν επιτρέπεται να συμπληρώσω «κατά το δυνατό» διότι τότε θα ακύρωνα την ειδικότητα και τη σημασία του όρου «μετάφραση») την αισθητική και το περιεχόμενου του πρωτοτύπου, είναι, αδιαμφισβήτητα, μία μετάφραση κακή, άκυρη. Αυτά, τα ολίγα, περί μετάφρασης γενικώς μα και ειδικώς επί των Αναγνωρίσεων που αποτελούν την καλύτερη αφορμή για να θίξει κανείς τα παραπάνω, καθώς η εφαρμογή τους ερμηνεύει επίσης τις εκδοχές του φαινομένου της πλαστότητας σύμφωνα με την επινοητική είσδυση και το χιούμορ του Gaddis.    

Η κωμική πτυχή των Αναγνωρίσεων εξακολουθεί να είναι η πλέον υποεκτιμημένη. Ερωτηθείς κάποια στιγμή ο συγγραφέας σχετικά με την «πολιτικο-κοινωνική» σημασία του έργου, αποκρίθηκε πως αν υπάρχει κάποια, αυτή είναι η ακριβώς αντίθετη μ’ εκείνη που απεικονίζει το βιβλίο. Ο Gaddis υπήρξε βαθιά σατυρικός δίχως να προσφέρει αφειδώς και ευκόλως αυτό που ονομάζουμε «γέλιο»: η έκθεση του παγκόσμιου δράματος από την κοινωνία είναι εφικτή μα η συνείδηση του παγκόσμιου δράματος από την ίδια είναι ανέφικτη. Ο άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό πρωτίστως επειδή αναγνωρίζει τον κοινωνικό του ρόλο μέσω του ψεύδους. Η αλήθεια είναι φονέας της κοινωνίας. Ο φανατικός αυτοκτονεί πιο εύκολα από τον λογικό ή τον αδιάφορο, παρόλα αυτά ο κόσμος αποτελείται από φανατικούς, τα είδη λοιπόν είναι προσχηματικά, όπως και η πανσπερμία των κοινωνικών, ήτοι αισθητικών, οραμάτων. Το κοινό λάθος δεν διαφέρει απ’ το ατομικό, εντούτοις το σύνολο των ατομικών λαθών δεν συνθέτει ένα ακριβές κοινό λάθος μολονότι μοιάζει να εκφράζει κάτι τέτοιο∙ το αυτό συμβαίνει επακριβώς με το «κοινό καλό» και το «κοινό κακό». Η πλαστότητα είναι, τελικώς, ζήτημα έλλειψης ενότητας.    

Ορισμός της αυθεντικότητας από τον Gaddis δεν υπήρξε, ο συγγραφέας κατέγραψε διαφορετικές αποδόσεις της αυθεντικότητας απεικονισμένες στα διατρέξαντα κάθε χαρακτήρα. Πρόσθεσε όμως, κατά τρόπο ενδεικτικό του πνεύματος των Αναγνωρίσεων, πως για να θεωρηθεί στο εξής κάτι αυθεντικό, πρωτότυπο, δεν χρειάζεται παρά να «εγκριθεί» ως τέτοιο από την κοινωνία∙ η έγκριση αυτή σημαδεύει τον θλιβερό τραγέλαφο της γενικευμένης αποφυγής και παραγνώρισης ο οποίος έχει αναληφθεί στα ουράνια της θεσμικής προφύλαξης.  

Η κοινωνία δεν αποτελεί παρά ένα σύνολο αντιμετωπίσιμων και μη αντιμετωπίσιμων φαινομένων, ο καλλιτέχνης συγκρούεται και με τα δυο, διότι για να είναι αληθινός δεν γίνεται να είναι κοινωνικός: το πρότυπο της κοινωνικής ζωής, το ναδίρ της όπως και η χίμαιρά της, δεν αποτελούν ζωή — αυτή η λέξη λέγεται και γράφεται εύκολα μα εμπράκτως, στην καθημερινότητα, το νόημά της παραμερίζεται, αποφεύγεται συστηματικά.    

Από τη μία αναγνώριση λοιπόν, οδηγείται κανείς στην άλλη, κι από εκείνη οδηγείται στην επόμενη, στη σκληρότητα αποδοχής του παρελθόντος, των επανεκτιμήσεών του, που καθιστούν το παρόν εφικτό ως ίζημα μιας απαράδεκτης αλήθειας: οι αναγνωρίσεις τελειοποιούνται όσο εκκρεμούν, αναγνωρίσεις τελικές δεν υπάρχουν∙ έκτη έγκλιση, ή έβδομη, η αποτελειωτική.

Ο William Gaddis ήταν ένας ανάμεσα στους τέσσερεις-πέντε τραγικούς ανθρωπιστές που εμφανίστηκαν στο λογοτεχνικό στερέωμα από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Δηλαδή υπήρξε λογοτέχνης της πλέον εποπτικής παράδοσης, ένας συγγραφέας που αντιτέθηκε στις επιβεβαιώσεις και τις διαπιστώσεις με τις οποίες συνεχίζει η ανθρωπότητα τον δρόμο της, εξέθεσε σωρεία απ’ όσα οι άνθρωποι σκοπίμως αγνοούν, αρνήθηκε να ακολουθήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις λιγότερο ή περισσότερο εκλεκτικές προβολές του ασυνειδήτου που καθορίζουν την προσέγγιση ενός βιβλίου από τον αναγνώστη: η δυσφορία που προκαλεί η αλήθεια είναι ανεπιθύμητη, η αλήθεια ως λογοτεχνία, αναντίλεκτη.    


Παρίσι, Φεβρουάριος 2019

[Αναδιαμόρφωση κειμένων που γράφτηκαν το 2009, το 2011 και το 2016]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: