Από τον άξονα στον πήχη

O Έζρα Πάουντ
O Έζρα Πάουντ



Το κεί­με­νο γρά­φτη­κε κα­τά την πε­ρί­ο­δο που ο υπο­γρά­φων δια­τη­ρού­σε άτι­τλη στή­λη στην Ελευ­θε­ρο­τυ­πία. Εντού­τοις η δη­μο­σί­ευ­σή του δεν στά­θη­κε δυ­να­τή για λό­γους που γνώ­ρι­ζε η αρ­χι­συ­ντα­ξία. Σή­με­ρα, μο­λο­νό­τι το κεί­με­νο εί­ναι ξε­πε­ρα­σμέ­νο από τον συ­ντά­κτη του και, σε σχέ­ση με τη ση­μα­ντι­κό­τη­τα του θέ­μα­τός του, συ­νο­πτι­κό, δη­μο­σιεύ­ε­ται ως επι­βε­βαιω­τι­κή αφορ­μή, ως δεί­κτης ανα­βι­βα­σμού που δέ­χθη­κε η κρι­τι­κή αβα­σι­μό­τη­τα κα­τά την τε­λευ­ταία ει­κο­σα­ε­τία στους κόλ­πους της ελ­λη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Τα πα­ρα­κά­τω εξε­τά­ζο­νται πιο ει­δι­κά και διε­ξο­δι­κό­τε­ρα σε ερ­γα­σί­ες οι οποί­ες θα εκ­δο­θούν σύ­ντο­μα από τις εκ­δό­σεις Ίν­δι­κτος.


Από τον άξονα στον πήχη


Θεω­ρεί­ται «λυ­μέ­νο ζή­τη­μα» πως ο Πά­ουντ ήταν απο­λύ­τως φα­σί­στας και πως απο­λύ­τως αβά­σι­στος εί­ναι κά­θε ημι­μα­θής ή φα­ντα­σμέ­νος που δια­τεί­νε­ται το αντί­θε­το ή δια­τεί­νε­ται πως οφεί­λο­νται κρι­τι­κές αμ­βλύν­σεις σ’ αυ­τό το τεκ­μή­ριο. Ωστό­σο το αι­σθη­τι­κό και πνευ­μα­τι­κό μέ­ρος του σύγ­χρο­νου συλ­λο­γι­σμού με βά­ση το οποίο κρί­νε­ται πα­ρα­δο­σια­κά το έρ­γο του Πά­ουντ, απο­δεί­χθη­κε ότι σύ­γκει­ται από την ίδια ου­σία, από το ίδιο κο­σμο­θε­ώ­ρη­μα∙ και προς απο­φυ­γή πα­ρε­ξή­γη­σης προ­σθέ­τω: σύ­γκει­ται από ίδια ανά­γκη τε­λειω­τι­κής σύ­στα­σης ενός κέ­ντρου το οποίο πρέ­πει εντέ­λει να πα­ρα­μέ­νει φυ­λαγ­μέ­νο, προ­στα­τευ­μέ­νο, από κα­θε­τί επα­νιε­ραρ­χεί κι επα­να­προσ­διο­ρί­ζει την αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση και, κα­τ’ επέ­κτα­ση, την κα­τά­στα­ση της ποί­η­σης.
Η πα­ρα­δο­ξό­τη­τα αυ­τού του φαι­νο­μέ­νου πα­ρα­μέ­νει ασχο­λί­α­στη∙ διό­τι μπο­ρεί μό­νο ως ταύ­τι­ση με την πα­ου­ντι­κή θε­ω­ρία να σχο­λια­στεί. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει μό­νο πως η κε­ντρι­κό­τη­τα ου­σί­ας της υπο­τι­θέ­με­νης ελεύ­θε­ρης λο­γο­τε­χνι­κής δια­νό­η­σης εντο­πί­ζει το αντί­κρι­σμά της στην ποί­η­ση ενός καλ­λιε­πούς ολο­κλη­ρω­τι­σμού, ση­μαί­νει επί­σης πως η ανά­γκη τε­λειω­τι­κής σύ­στα­σης προ­κα­θο­ρί­ζει τι ακρι­βώς ση­μαί­νουν κα­τ’ αυ­τή οι όροι νε­ω­τε­ρι­σμός, επα­νιε­ράρ­χι­ση και, οπωσ­δή­πο­τε, ποί­η­ση.
Υπ’ αυ­τή την έν­νοια, τα πά­ντα έχουν να κά­νουν με νε­ω­τε­ρι­σμούς επι­βε­βαί­ω­σης, όχι με νε­ω­τε­ρι­σμούς ποί­η­σης. Συ­νε­πώς η συλ­λο­γι­στι­κή με την οποία «εξε­τά­ζε­ται» το έρ­γο του Πά­ουντ εντο­πί­ζε­ται στον το­μέα μιας διευ­ρυ­νό­με­νης ηθι­κο-αι­σθη­τι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας και ου­δό­λως στον το­μέα της ποι­η­τι­κής τέ­χνης.

—— ≈ ——

Ο φα­σι­σμός εί­χε τους στο­χα­στές του, τους δια­νο­ού­με­νους, τους καλ­λι­τέ­χνες του, όπως κά­θε άλ­λη κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κή πα­ρα­μυ­θία, πα­ρά τα όσα υπο­στη­ρί­ζο­νται σή­με­ρα από ιλου­ζιο­νι­στές ετέ­ρων ιδε­ο­λο­γι­κών κο­σμο­θε­ω­ριών, οι οποί­οι επι­δί­δο­νται σε διαρ­κή πα­ρα­χά­ρα­ξη όρων, ση­μα­σιών και λει­τουρ­γιών στον το­μέα των κοι­νω­νι­κών επι­στη­μών και των τε­χνών, υπο­στη­ρί­ζο­ντας εντέ­λει πως μό­νο η Αρι­στε­ρά δια­θέ­τει στο­χα­στές, δια­νο­ού­με­νους και καλ­λι­τέ­χνες.
Οι μύ­θοι της ορι­στι­κής πα­ρακ­μής και της από­λυ­της ανα­γέν­νη­σης, οι οποί­οι υπήρ­ξαν στον φα­σι­σμό ιδιαί­τε­ρα ενι­σχυ­μέ­νοι και κα­θο­ρι­στι­κοί, απέ­δι­δαν ένα εί­δος αν­θρω­πι­σμού, το οποίο δεν ήταν και τό­σο ασύμ­βα­το, εντέ­λει, μα συ­μπλη­ρω­μα­τι­κό, συ­γκρι­νό­με­νο με τους αν­θρω­πι­σμούς που ευ­ρύ­τε­ρα ανα­πτύ­χθη­καν κα­τά το πρώ­το μι­σό του προη­γού­με­νου αιώ­να. Ίσως οφεί­λου­με να δού­με πού αλ­λού έπαι­ξαν και παί­ζουν εξί­σου κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο αυ­τοί οι μύ­θοι.
Η «αν­θρω­πιά» ή η «κοι­νω­νι­κή έγνοια» του Πά­ουντ λει­τούρ­γη­σαν στο πλαί­σιο που πε­ριε­γρά­φη­κε πα­ρα­πά­νω, όχι έξω απ’ αυ­τό. Κι οι δυο λει­τουρ­γούν πά­ντο­τε εντός πλαι­σί­ου. Τέ­τοια εί­ναι η αξια­κή πρό­νοια των αν­θρώ­πων, ευ­ρύ­τε­ρα, όχι ει­δι­κά. Οι δια­στά­σεις και οι όψεις κά­θε πλαι­σί­ου φέ­ρουν ση­μα­σί­ες ίσως ανώ­τε­ρες και πιο κα­τα­δει­κτι­κές από εκεί­να που προ­βάλ­λουν ή απο­δί­δουν. Μια αυ­θαί­ρε­τη εξέ­τα­ση και των δύο εκτός αυ­τού του συ­γκε­κρι­μέ­νου πλαι­σί­ου δεν εί­ναι άστο­χη, άκυ­ρη, μό­νο σε επί­πε­δο ου­μα­νι­στι­κής κρι­τι­κής μα και σε επί­πε­δο κρι­τι­κής της ποί­η­σης. Πέ­ραν αυ­τών, εξε­τά­ζο­ντας τί, κα­τα­λή­γει κα­νείς σε τέ­τοια δια­πί­στω­ση; Εξε­τά­ζο­ντας τα ποι­ή­μα­τα που εί­χε με­τα­φρά­σει τα οποία εντε­λώς πα­ρά­λο­γα θε­ω­ρού­νται πα­ου­ντι­κά έρ­γα; Εξε­τά­ζο­ντας τον πα­ου­ντι­κό νε­ω­τε­ρι­σμό ο οποί­ος δεν ήταν τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο από αρ­χειο­θέ­τη­ση ποι­η­τι­κών υλι­κών, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εκ των οποί­ων ήταν δά­νεια που πα­ρου­σιά­στη­καν σε νέο πλαί­σιο δια­τυ­πω­μέ­να;
Εξε­τά­ζο­ντας το δεύ­τε­ρο μι­σό του συ­νό­λου των Κά­ντος – όπου ο Πά­ουντ εξέ­φρα­σε την προ­σχη­μα­τι­κή του με­τά­νοια και την ποι­η­τι­κή του απο­κα­θή­λω­ση, τις οποί­ες ανε­πι­τυ­χώς ανέ­λα­βε όμως επι­τυ­χώς διεκ­πε­ραί­ω­σε; Από τον βαθ­μό επί­δρα­σης του έρ­γου του; Στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση υπο­στη­ρί­ζω σα­φώς πως η απο­συν­θε­τι­κή δια­στο­λή του προ­σχη­μα­τι­κού ήταν ση­μα­ντι­κή, ση­μα­ντι­κό­τε­ρη των υπο­λοί­πων στοι­χεί­ων, πως δί­χως την απο­σύν­θε­ση του προ­σχη­μα­τι­κού αυ­τή η ποί­η­ση δεν θα ήταν ση­μα­ντι­κή, δη­λα­δή δεν μπο­ρεί να εί­ναι ση­μα­ντι­κή για εκεί­να που αξιώ­νουν τό­σοι δια­βά­ζο­ντάς την, ανα­βι­βά­ζο­ντάς τα στο απω­θη­μέ­νο πο­θη­τό.
Η ποί­η­ση και η ποι­η­τι­κή του Πά­ουντ ―στα κα­λύ­τε­ρά τους― υπήρ­ξαν ανα­βιω­τι­κοί κλά­δοι της κλα­σι­κής κι­νε­ζι­κής και ια­πω­νι­κής ποί­η­σης οι οποί­οι σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις συ­ντέ­θη­καν με την ιστο­ριο­γρα­φία και άλ­λο­τε με την ει­δη­σε­ο­γρα­φι­κή πα­ρα­θε­τι­κό­τη­τα. Τα Cantos εξάλ­λου δεν εί­ναι γραμ­μέ­να πα­ρά σύμ­φω­να με τη μέ­θο­δο της πα­λαιάς κι­νε­ζι­κής χρο­νι­κο­γρα­φί­ας∙ η οποία μά­λι­στα ορι­σμέ­νες φο­ρές απο­κτού­σε και ποι­η­τι­κά γνω­ρί­σμα­τα.

—— ≈ ——

Η «αν­θρω­πιά» και η «κοι­νω­νι­κή έγνοια» στα έρ­γα φα­σι­στών λο­γο­τε­χνών, πα­ρά το γε­γο­νός πως εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νης εμ­βέ­λειας και προ­ϋ­πο­θέ­τουν μια απα­ρά­βα­τη αξια­κή δέ­σμευ­ση, δη­λα­δή προ­ϋ­πο­θέ­τουν ένα έναυ­σμα αντι­στρο­φής της ισχύ­ος από το με­ρι­κό στο κα­θο­λι­κό, από το πρέ­πον στο ανα­γκαίο, πρέ­πει να εντο­πί­ζο­νται ως τέ­τοιες και ως τέ­τοιες να κρί­νο­νται. Η ανα­γνώ­ρι­σή τους ως ση­μά­δια λαν­θά­νου­σας σχε­τι­κό­τη­τας, λαν­θά­νο­ντος αν­θρω­πο­κε­ντρι­σμού, εί­ναι ατυ­χής και υπο­θάλ­πει τις πραγ­μα­τι­κές δια­στά­σεις, τη με­ρι­κό­τη­τα και την ιδε­ο­λο­γι­κή υστε­ρο­βου­λία όσων προ­βαί­νουν σε μια τέ­τοια ανα­γνώ­ρι­ση.
Έχει έρ­θει η ώρα να γί­νει λό­γος για γκρί­ζες λο­γο­τε­χνι­κές ζώ­νες; Το «κα­λό» κρί­νει το «κα­κό» που δεν μπο­ρεί να κρί­νει το «κα­λό»; Η αν­θρω­πιά και η κοι­νω­νι­κή έγνοια εί­τε υπάρ­χουν εί­τε δεν υπάρ­χουν, αυ­τός εί­ναι και ο λό­γος για τον οποίο η ποί­η­ση υπερ­βαί­νει το υπο­κεί­με­νό της, το τα­νύ­ζει, δεν του ανοί­γει διά­πλα­τα το στό­μα, όπως πι­στεύ­ουν οι στι­χο­λά­γνοι του τη­λε­βόα.
Ο φα­σί­στας ποι­η­τής δεν εί­ναι πα­ρά ένας πα­ρα­στρα­τι­σμέ­νος «πνευ­μα­τι­κός άν­θρω­πος»; Κόν­ξες ημι­μά­θειας. Η ποί­η­ση εί­ναι πα­ντού, μα δεν εί­ναι ίδια. Η ποί­η­ση εί­ναι με τον άν­θρω­πο όχι για τον άν­θρω­πο.
Η λο­γο­τε­χνι­κή Αρι­στε­ρά πνί­γε­ται με το δι­κό της ψα­ρο­κό­κα­λο. Ποιος τη βοη­θά ν’ απο­βάλ­λει εκεί­νο που της φρά­ζει τον λαι­μό; Κά­ποια ποί­η­ση που προ­σβλέ­πει στο δι­κό της «συμ­μορ­φω­τι­κό κα­κό»; Ένας Πά­ουντ μαρ­ξια­κός; Ή ένας Πά­ουντ αδιά­λει­πτα με­τα­τρε­πό­με­νος, λό­γω κά­ποιας κοι­νής, εντέ­λει, πνευ­μα­τι­κής πα­ρα­κα­τα­θή­κης; Δεν εί­ναι η ποί­η­ση το ζη­τού­με­νο, λοι­πόν, μα η εγκρι­τό­τη­τα ενός ορά­μα­τος.

—— ≈ ——

Από την ποί­η­ση, από ένα ποι­η­τι­κό έρ­γο, δεν αφαι­ρεί­ται τί­πο­τα όπως δεν τού προ­στί­θε­ται τί­πο­τα. Εάν αφαι­ρεί­ται ή προ­στί­θε­ται, πρώ­τα ακυ­ρώ­νε­ται η κρι­τι­κή του έρ­γου, κα­τό­πιν ακο­λου­θεί η ακύ­ρω­ση του έρ­γου. Οι ερ­μη­νεί­ες, λοι­πόν, για να εί­ναι εύ­στο­χες πρέ­πει να μην απο­δί­δουν δο­κού­ντα εκεί­νων που κρί­νουν, αλ­λά μό­νο πε­ριε­χό­με­νο. Τα δο­κού­με­να των ποι­η­τών, ας υπεν­θυ­μί­σω, απο­τε­λούν μέ­ρος του πε­ριε­χο­μέ­νου της ποί­η­σής τους. Ο κό­σμος εντός ποι­ή­μα­τος εί­ναι άλ­λος από τον κοι­νό κό­σμο, λό­γω ποί­η­σης, λό­γω ποι­ή­μα­τος, όχι λό­γω κοι­νού κό­σμου. Το ποί­η­μα δεν εί­ναι λήμ­μα, γρά­φε­ται διό­τι ο ποι­η­τής υπερ­βαί­νει το κοι­νό, όχι διό­τι ση­μαί­νει το κοι­νό, το οποίο ση­μαί­νε­ται από μό­νο του. Εάν το ποί­η­μα ση­μαί­νει εκεί­νο που ση­μαί­νε­ται από μό­νο του, τό­τε δεν πρό­κει­ται για ποί­η­μα μα για ιδε­ο­λο­γι­κή μπρο­σού­ρα.
Αυ­τό που κρί­νε­ται, λοι­πόν, εί­ναι εκτε­νέ­στε­ρο και βα­θύ­τε­ρο απ’ ό,τι μοιά­ζει μέ­χρις αυ­τού του ση­μεί­ου να κρί­νε­ται. Φαί­νε­ται μό­νο η κο­ρυ­φή ενός πα­γό­βου­νου. Μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη κρι­τι­κή στον (αι­σθη­τι­κά εκλε­πτυ­σμέ­νο) φα­σι­σμό που κυο­φο­ρεί­ται στην κοι­λιά της ποί­η­σης οδη­γεί σε επί­σης ολο­κλη­ρω­μέ­νη κρι­τι­κή άλ­λων ολο­κλη­ρω­τι­σμών που κυο­φο­ρού­νται μέ­σα της: πρω­το­κα­θε­δριών, δι­καιω­μα­τι­σμών, ηθι­κο-αι­σθη­τι­κών επι­τα­γών.
Πολ­λές φο­ρές δεν χρειά­ζε­ται πα­ρά ν’ αντι­κα­τα­στή­σει κα­νείς έναν-δυο βα­σι­κούς όρους, ν’ αντι­κα­τα­στή­σει μο­νά­χα μια-δυο λέ­ξεις για να αλ­λά­ξει ρι­ζι­κά το πε­ριε­χό­με­νο, η ση­μα­σία και, συ­νε­πώς, η ερ­μη­νεία και η κρι­τι­κή από­δο­ση ενός έρ­γου – δεν εί­ναι υπο­χρε­ω­τι­κό να ξα­να­γρα­φτεί εντε­λώς αλ­λιώ­τι­κα. Αυ­τό ση­μαί­νει κά­τι που υπερ­βαί­νει όσα μπο­ρεί να το­νί­ζο­νται με μια «κρι­τι­κή επα­λή­θευ­ση». Κα­τ’ αυ­τό σχο­λιά­ζω. Κα­τ’ αυ­τό που ακο­λου­θεί το βα­σι­κό, όσο και κα­τ’ αυ­τό που ανα­κλά­ται σε συν­δυα­σμό με το πρώ­το.
Από το λυ­πη­ρό δεν φτά­νει κα­νείς στο επαί­σχυ­ντο μό­νο με εγκλή­μα­τα πο­λέ­μου μα και με αρά­δες κει­μέ­νων. Η από­βλε­ψη ενώ­νει τα φαι­νο­με­νι­κά αιω­νί­ως χω­ρι­σμέ­να για­τί η από­βλε­ψη δεν εί­ναι ποί­η­ση. Με την από­βλε­ψη απο­φεύ­γο­νται τα ζη­τή­μα­τα, δη­μιουρ­γώ­ντας «ζη­τή­μα­τα» γύ­ρω από αυ­τά.
Ως και η σιω­πή που χα­ρα­κτή­ρι­σε τον Πά­ουντ τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζω­ής του (η οποία δεν ήταν πα­ρά απο­φυ­γή κά­θε συ­ζή­τη­σης για τον φό­βο ανα­φο­ράς στην ιδε­ο­λο­γι­κή του το­πο­θέ­τη­ση και τον αντι­ση­μι­τι­σμό, μα και χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τής ―επί­ση­μα δια­γνω­σμέ­νης― ναρ­κισ­σι­στι­κής δια­τα­ρα­χής προ­σω­πι­κό­τη­τας από την οποία έπα­σχε) απο­δό­θη­κε και ακό­μη απο­δί­δε­ται από δια­φό­ρους ως δείγ­μα βα­θιάς κι εντα­τι­κής εν­δο­σκό­πη­σης, ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ποι­η­τι­κή σιω­πή η οποία απη­χεί το ερ­μη­νευ­τι­κό άπαν.

—— ≈ ——

Όντως ση­μα­ντι­κό, πράγ­μα­τι ση­μα­ντι­κό, ήταν ένα μι­κρό μέ­ρος του πα­ου­ντι­κού έρ­γου, όχι το σύ­νο­λό του, κι αυ­τό όχι τό­σο για τον τρό­πο με τον οποίο διε­λή­φθη­σαν όσα διε­λή­φθη­σαν στο μι­κρό αυ­τό μέ­ρος, μα για τις συ­γκρί­σεις που μέ­σω αυ­τών προ­κλή­θη­καν. Ο Πά­ουντ (κι όχι μό­νο ο Πά­ουντ) πρέ­πει να κρι­θεί για την ποί­η­σή του με τους όρους της ποί­η­σής του, όχι με άλ­λους. Κά­θε αξιο­πρό­σε­κτο έρ­γο φέ­ρει τους δι­κούς του όρους και αυ­τοί οι όροι κα­θο­ρί­ζουν τους επό­με­νους που ίσως χρεια­στούν για μία εκ νέ­ου εξέ­τα­σή του. Ει­δάλ­λως η αβά­σι­στη χρή­ση συ­να­πτό­με­νων όρων δεν απο­τε­λεί μό­νο πλε­ο­να­σμό, κα­τα­δει­κνύ­ει τον βαθ­μό στον οποίο μία κρι­τι­κή, μία προ­σέγ­γι­ση, εί­ναι ανε­παρ­κής, προ­βλη­μα­τι­κή: κα­θέ­νας εί­ναι εγκλω­βι­σμέ­νος στην ερ­μη­νευ­τι­κή άμυ­νά του, στην πε­ρι­χά­ρα­ξη μιας τε­λειω­τι­κής από­δο­σης.
Ο ακα­δη­μαϊ­κός συ­ντη­ρη­τι­σμός δια­θέ­τει έναν κα­λά αι­τιο­λο­γη­μέ­νο νε­ω­τε­ρι­σμό. Αυ­τός ο επι­φα­τι­κός, δια­σφα­λι­στι­κός νε­ω­τε­ρι­σμός, εί­ναι προ­πέ­τα­σμα που κρύ­βει το ύψος στο οποίο βρί­σκε­ται πραγ­μα­τι­κά ο πα­ου­ντι­κός πή­χης.

—— ≈ ——

Η ιδε­ο­λο­γι­κή δυ­σω­δία δεν έρ­χε­ται μό­νο από μία πλευ­ρά. Έρ­χε­ται από πα­ντού. Δεν εί­ναι λί­γες οι ποι­ή­σεις που έχουν ανά­γκη διαρ­κούς δια­σφά­λι­σης κι­νή­τρων και απο­βλέ­ψε­ων. Η ερω­τα­πό­κρι­ση Γιά­σπερς/Χάι­ντε­γκερ επί Χί­τλερ, «Wie soll ein so ungebildeter Mensch wie Hitler Deutschland regieren?» «Sehen Sie nur seine wunderbaren Hände an απο­δί­δει θαυ­μά­σια μια δια­κρι­τή αντι­στοι­χία στο σή­με­ρα: «Πώς γί­νε­ται να πρω­τεύ­ει στην ποί­η­ση ένας νε­ω­τε­ρι­στής του συ­ντη­ρη­τι­σμού;» «Δες απλά τη θε­σμι­κό­τη­τα των στί­χων του!»
Σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν υπο­στη­ρί­ζω πως το έρ­γο του Πά­ουντ ήταν, στο σύ­νο­λό του, υπο­δε­έ­στε­ρο λό­γω των ιδε­ο­λο­γι­κών και πο­λι­τι­κών από­ψε­ων του ιδί­ου, υπο­στη­ρί­ζω όμως πως το έρ­γο αυ­τό ήταν μία κρι­τι­κή πα­ρά­θε­ση με­ρι­κο­τή­των οι οποί­ες πα­ρέ­μει­ναν τέ­τοιες, δεν απο­κά­λυ­ψαν ένα ποι­η­τι­κό θαύ­μα ολό­τη­τας, δεν απο­τέ­λε­σαν από­δο­ση επο­πτεί­ας ή νέ­ας αι­σθη­τι­κής. Ως τέ­τοιο ενί­σχυ­σε ένα ανά­λο­γο σύ­στη­μα ακα­δη­μαϊ­κής όσο και αντι-ακα­δη­μαϊ­κής κρι­τι­κής μα και σπου­δής της νε­ό­τε­ρης ποί­η­σης.
Ανα­ρω­τιέ­μαι, όμως, ποια θα ήταν η τε­λι­κή απο­δο­χή του έρ­γου του εάν η επι­τη­δειό­τη­τα του Πά­ουντ και του υπευ­θύ­νου ψυ­χιά­τρου του ψυ­χια­τρεί­ου Σεντ Ελί­ζα­μπε­θ’ς δεν στέ­κο­νταν αρ­κε­τές για να ξε­φύ­γει από τη, δί­καιη, κα­τα­δί­κη κι εκτέ­λε­σή του; Όποιος έχει ασχο­λη­θεί σο­βα­ρά με την πε­ρί­πτω­ση του Πά­ουντ γνω­ρί­ζει πως δεν υπάρ­χουν πλέ­ον αμ­φι­σβη­τή­σι­μα στοι­χεία, ού­τε στο ια­τρι­κό του ιστο­ρι­κό ού­τε στη στά­ση και τις δη­λώ­σεις του κα­τά την πε­ρί­ο­δο 1958-1972 ― κα­τά την οποία μό­νο επι­λε­κτι­κά υπήρ­ξε ολι­γό­λο­γος, πό­σο μάλ­λον «σιω­πη­λός».

—— ≈ ——

Επι­στρέ­φο­ντας στις νύ­ξεις της πρώ­της πα­ρα­γρά­φου, θα προ­σθέ­σω πως η ποί­η­ση δεν εί­ναι για όλους ευ­χά­ρι­στη, ίσως ού­τε καν προ­σεγ­γί­σι­μη: οι ποι­η­τές κα­θο­ρί­ζουν την επο­χή, δεν κα­θο­ρί­ζο­νται εκεί­νοι απ’ αυ­τήν, σε όποιον βαθ­μό και αν τρο­φο­δο­τού­νται από τις ει­δι­κές της εμπει­ρί­ες.
Αυ­τό ήταν και πα­ρα­μέ­νει θε­με­λια­κό ση­μείο ερ­μη­νευ­τι­κής τρι­βής σχε­τι­κά με το τι ήταν ή δεν ήταν μο­ντερ­νι­σμός. Με βά­ση λοι­πόν την ιδέα πως μια πο­λι­τι­σμι­κή με­τα­τό­πι­ση, μια αι­σθη­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή με­τα­στρο­φή του ποι­η­τή -η οποία φέ­ρει νε­ω­τε­ρι­σμό πε­ριε­χο­μέ­νου και όχι νε­ω­τε­ρι­κή χρή­ση προ­ϋ­πάρ­χο­ντος πε­ριε­χο­μέ­νου- δί­νει χα­ρα­κτή­ρα και νό­η­μα στην επο­χή και ακρι­βώς γι’ αυ­τό εί­ναι νέα ποί­η­ση∙ ο Πά­ουντ (όπως και ο Έλιοτ) δεν ήταν πρω­το­πό­ρος, διό­τι το νέο πε­ριε­χό­με­νο και κα­τά συ­νέ­πεια το νέο νό­η­μα εί­ναι προ­κλη­τά από τη διά­νοια και τη γλώσ­σα του ποι­η­τή στην κα­θαυ­τή χρο­νι­κή στιγ­μή. Ένας μο­ντερ­νι­σμός, δη­λα­δή, ο οποί­ος συ­ντί­θε­ται υπό το σκε­πτι­κό ύπαρ­ξης κά­ποιας πο­λι­τι­σμι­κής στει­ρό­τη­τας, ενός αδιε­ξό­δου και οδη­γεί σε ανά­κτη­ση πα­ρελ­θό­ντος, χα­μέ­νων νοη­μά­των, λε­κτι­κών ιδιο­τή­των και απω­θη­μέ­νων ερ­μη­νειών, εί­ναι κί­βδη­λος σε σχέ­ση και σύ­γκρι­ση με τον μο­ντερ­νι­σμό, εκεί­νον, δη­λα­δή, που κα­θο­ρί­ζει εκ νέ­ου το πα­ρελ­θόν λό­γω πρό­κλη­σης μέλ­λο­ντος – που επη­ρε­ά­ζο­ντας το μέλ­λον επη­ρε­ά­ζει το πα­ρελ­θόν.
Με πό­σους τρό­πους, εντέ­λει, δια­βά­ζε­ται, για πα­ρά­δειγ­μα, ο στί­χος «To confess wrong without losing rightness»; Για ποιους μπο­ρεί να εί­ναι ανυ­πό­φο­ρη αυ­τή η ερ­μη­νεία; Το εύ­ρος του λο­γο­τε­χνι­κο-εκ­παι­δευ­τι­κού υπερ-συ­στή­μα­τος φτά­νει πο­λύ πιο μα­κριά από τα βα­σι­κά, εντό­νως προ­βαλ­λό­με­να, ση­μεία για τα οποία ξο­δεύ­ε­ται πο­λύ με­λά­νι και θυ­σιά­ζο­νται αμέ­τρη­τες ώρες απα­σχό­λη­σης.
Προ­τού κρί­νει κα­νείς ας βε­βαιω­θεί πως κά­νει πράγ­μα­τι ανά­γνω­ση, πως οδη­γεί εαυ­τόν στο γρα­πτό και δεν προ­σπα­θεί να οδη­γή­σει το γρα­πτό στον ίδιο. Ας εξε­τα­στεί, επί­σης, η πι­θα­νό­τη­τα όταν γί­νε­ται λό­γος για κα­τα­νό­η­ση να υπο­φώ­σκει το δρά­μα μιας κρυ­φής αδυ­να­τό­τη­τας, όταν γί­νε­ται λό­γος για αξιο­ποί­η­ση να υπο­φώ­σκει το δρά­μα μιας κρυ­φής ομο­θυ­μί­ας.


[ Μετς 2009 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: