«Υπήρξα τόσοι άλλοι»

Ο Αλέξης Σταμάτης
Ο Αλέξης Σταμάτης


Με το τελευταίο βιβλίο του, Υπήρξα τόσοι άλλοι (Καστανιώτης), ο Αλέξης Σταμάτης πέτυχε τον στόχο που πάντοτε τίθεται και δύσκολα επιτυγχάνεται από τον εκάστοτε συγγραφέα: να μετουσιώσει το ατομικό σε οικουμενικό. Η ενδοσκόπησή του στον μικρόκοσμο της ατομικής του περιπέτειας στη ζωή, κάποιους αναγνώστες θα τους καταστήσει κοινωνούς, κάποιους άλλους ταυτόσημους συνοδοιπόρους. Και αυτό αφού ο Σταμάτης, εξ αρχής, έχει ήδη επιτύχει να επιβάλλει στον αναγνώστη του να ακολουθήσει προσεκτικά, όχι μόνο τις καταθέσεις του και τα συμπεράσματά του από την περιπέτεια της ζωής του, αλλά, κυρίως, να δείξει και να επισημάνει τα σκοτεινά εκείνα σημεία της ψυχής που αξιώνουν την προσοχή καθενός από εμάς. Σημαντική σύμπραξη στον μονόλογό του κάνουν και οι φίλοι του Σταμάτη που επηρέασαν τα γεγονότα – Γιώργος Χειμωνάς, Βύρων Λεοντάρης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Πολ Όστερ κ. ά. – το milieu γενικώς του οποίου, εμείς οι της ίδιας γενιάς, αποτελούμε μέρος. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μας μιλήσει για το βιβλίο:

Μ.Π. Φαντάζομαι πως όλοι οι συγγραφείς κάποια στιγμή νιώθουν την ανάγκη να αυτό-βιογραφηθούν. Να ξεκαθαρίσουν πράγματα για τους αναγνώστες τους, αλλά, γιατί όχι, και μέσα τους. Είναι μια τέτοια περίπτωση και σε ποιο βαθμό το «Υπήρξα τόσοι άλλοι»; Πως διαλέξατε τον τίτλο;

Α.Σ. Οπωσδήποτε ναι, είναι μέσα στο συγγραφικό DNA η καταγραφή του εαυτού. Πολλές φορές γίνεται αόρατα, ο συγγραφέας μπορεί να κρύβεται αναπάντεχα σε ένα ζώο, ή ακόμη και σε ένα αντικείμενο. Βέβαια η πρόθεση στην αρχή δεν ήταν τέτοια. Άρχισα να κρατάω σημειώσεις για ένα επόμενο βιβλίο. Οι σημειώσεις όμως αυτές απέκτησαν εκλεκτικές συγγένειες, άπλωσαν στο χρόνο και στο χώρο και με σταθερή επικαιρική πυξίδα τα γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ Νοεμβρίου 2021 και Ιουνίου 2022, οδηγήθηκα σε ανακλήσεις από το παρελθόν αλλά και σε προβολές στο μέλλον. Η κριτική χαρακτήρισε το βιβλίο θραυσματική μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, μολονότι αποφεύγω να αποδώσω το έργο σε ένα συγκεκριμένο είδος. Συνεχίζοντας, σημείωσε πως πιο δόκιμος θα ήταν ο προσδιορισμός αυτομυθοπλασία, στον βαθμό που το βάρος έπεφτε περισσότερο στη μυθοπλασία και λιγότερο στο εγώ. Γράφω στο βιβλίο: «Δεν είναι εξομολόγηση αυτό. Εγώ δεν είμαι εγώ, είμαι το απείκασμα του εαυτού μου […] Υπάρχουν πολλά είδη σκοταδιού. Το αγαπημένο μου είναι το ένδον σκότος, κάτω από έναν πάμφωτο ήλιο. Εκείνο που απλώνεται ήσυχα, χωρίς κανένα ίχνος. Η ζωή είναι μια μαύρη γιορτή, η μόνη που θα έχουμε ποτέ».
Με ενδιαφέρει πρωτίστως η συγκίνηση, ατόφια, χωρίς απαραίτητα τον φορέα μετάδοσής της.
Όσο για τον τίτλο, μου ήρθε αυτόματα. Είναι από τις ευτυχείς στιγμές όταν έρχεται και σε βρίσκει αντί να βασανίζεσαι να τον βρεις. Θεωρώ ότι συμπυκνώνει πραγματικά το βιβλίο και ότι μιλάει για μία αλήθεια που αφορά λίγο πολύ όλους μας. Δεν είναι εύκολο να είσαι ένα περιχαρακωμένο, αμετάβλητο όν για πάντα. Οι συγκρούσεις, οι δυσκολίες, ο πόνος, η χαρά, ο έρωτας, ο χρόνος που κυλά σε διαμορφώνουν, σε σμιλεύουν αλλιώτικά σε διαφορετικές εποχές. Ακόμη και όταν γράφεις για ένα επεισόδιο της εφηβείας σου, αλλιώς θα το γράψεις στα 30, αλλιώς τα 40 σου κι αλλιώς στα 60. Βέβαια ό,τι επιστρέφει από τη λήθη, έρχεται για να μιλήσει. Και πολλές φορές λέει πράγματα που σε ξαφνιάζουν. Θεωρητικά το βιβλίο αυτό μπορούσε να συνεχίζεται όσο θα μπορούσα να γράφω. Όμως υπήρξε μια αίσθηση κλεισίματος, μια την αίσθηση πως ό,τι βρισκόταν μέσα έχει οριστικοποιηθεί, έχει φτάσει σε κατάσταση ολοκλήρωσης.

M.Π. Υποψιάζομαι ότι η πρωταρχική ιδέα σχετικά με το είδος γραφής ήταν ημερολογιακή. Φυσικά, το αποτέλεσμα δεν είναι μία ξεκάθαρη ημερολογιακή καταχώρηση των πραγμάτων. Εμπλουτίζεται από μίαν εμβριθή ψυχική ενδοσκόπηση με πολύ καλά αποτελέσματα κατά την γνώμη μου. Δικαιολογείται η υποψία μου;

Α.Σ. Η υποψία φυσικά και δικαιολογείται από τη στιγμή που ξέφυγα από το να κρατάω σημειώσεις για ένα πιθανό νέο βιβλίο και στράφηκα προς τα ένδον. Αίφνης, εμφανίστηκε μία ιδιότυπη πλοκή που όντως βασίζεται σε στοιχεία ενδοσκοπικά αλλά όχι μόνον. Απρόσμενες εικόνες αναδύθηκαν από τον βυθό, σαν μια ονειροπόληση, γυρισμένη σε ντοκιμαντέρ. Το υποκείμενο πάσχει δρα, συλλογίζεται. Και ταυτόχρονα ζει τη ζωή του με το γιο του, την γυναίκα του, τις δουλειές του, τα μικρά της ζωής. Όλα όμως βιώνονται κατάσαρκα. Ανακάλυψα το βιβλίο που θα έγραφα, γράφοντας το βιβλίο. Αυτό το θραυσμαστικό κείμενο, αυτή η τοιχογραφία, αυτό το ποίημα, αυτή η δοκιμή, αυτή η σύνθεση, αυτό το μπρικολάζ, αυτό το κολάζ, αυτή η διαρκώς μεταλλασσόμενη ιστορία, αυτή η τραγωδία, αυτή η κωμωδία, αυτό το ασυνεχές τραγούδι της πραγματικότητας, αυτή η αποπειρογραφία, αυτή η αυτομυθοπλασία, αυτό είναι το βιβλίο μου.
Ξέρετε, η ζωή, όπως και η συγγραφή μοιάζει με ανάποδο στριπτίζ. Δεν είναι μια ξεκάθαρη ημερολογιακή καταγραφή. Είναι παράξενο: αρχίζεις με τον εαυτό σου γυμνό, ανυπεράσπιστο, αθώο. Σταδιακά προσθέτεις ενδύματα και αξεσουάρ κατασκευάζοντας κάποια φορά κι άλλο χαρακτήρα. Είμαστε πολλοί άλλοι, γιατί είμαστε μέσα σε πολλά άλλα. Δεν εννοώ χαμαιλεοντικές μεταμφιέσεις αλλά την περιπέτεια της ταυτότητας, έτσι όπως εξελίσσεται με την ηλικία και τις εμπειρίες. Το να είσαι σημαίνει να έχεις τη δυσάρεστη αίσθηση ότι υποδύεσαι τον εαυτό σου. Όταν είσαι άρρωστος, το ότι ζεις είναι περισσότερο πράξη παρά ζωή. Οι υγιείς άνθρωποι έχουν την πολυτέλεια να ξεχνούν ότι η ύπαρξή τους εξαρτάται από έναν καταρράκτη κυτταρικών αλληλεπιδράσεων. Όχι οι άλλοι. Στην ύπαρξή τους υπάρχουν κενά, ελλείψεις πληρότητας.
Μικρός ερωτοτροπούσα με την καταστροφή. Με τα από μια μακρά περίοδο αίματος και διάλυσης σωματικών ενζύμων (γGT) οδηγήθηκα σε άλλου τύπου φορτίσεις. Όποιος έχει έρθει δύο φορές κοντά στο θάνατο κι επέστρεψε, μπορεί να καταλάβει.

Μ.Π. Σε μία εξομολόγηση γράφετε, «από τότε που με ξέρω δεν είμαι απόλυτα παρών»,…. ότι υπάρχει ένας «γυάλινος τοίχος μεταξύ εμού και της πραγματικότητας». Αργότερα, γράφετε, «η γραφή είναι όταν ένας ψάχνει κάποιον άλλον. Και δεν τον βρίσκει ποτέ. Γιατί ο άλλος είναι άφαντος». Συνδέονται, και πώς, μεταξύ τους οι δύο αυτές καταχωρήσεις;

Α.Σ. Και τα δύο ισχύουν. Εξού και ο τίτλος του βιβλίου Υπήρξα τόσοι άλλοι. Ποτέ δεν ένιωσα ότι είμαι κάτι μπετόν αρμέ, κάτι απόλυτα διαμορφωμένο. Ένιωθα σαν κάθε φορά να υπήρχε ένα κομμάτι μου που δρούσε σε σχέση με το χρόνο και το χώρο. Συνεπώς υπήρχε κι άλλο υλικό μέσα στον σπηλαιώδη εσωτερικό χώρο. Αυτό το περίσσευμα με έχει βοηθήσει σε πάρα πολύ δύσκολες καταστάσεις στη ζωή μου. Το να μην υπάρχει δηλαδή απόλυτη στάμπα ταυτότητας. Η ζωή είναι ρευστή (σε βαθμό κακουργήματος) και ο άνθρωπος προσπαθεί να ακολουθήσει τον κυματισμό. Ο αφρός του ασυνείδητου είναι ακόμη κολλημένος πάνω στις σημαντικές εικόνες που ανακαλεί η μνήμη, όπως λέει ο Μπέικον. Οι σιγουριές και τα σηκωμένα δάχτυλα είναι εντελώς γελοία, ειδικά μετά από μια ηλικία. Δυστυχώς πήξαμε στους δασκάλους και τους τιμητές, ειδικά με τα σόσιαλ όπου καθένας ζει την σκηνοθετημένη ζωή του (που λέει πολλά για το ποιος είναι, για άλλους φυσικά της προθέσεως λόγους). Από την άλλη, η εικόνα που έχω για το διάβα μου στο βίο, είναι ενός κολυμβητή που κάνει πρόσθιο και αφήνει πίσω του τα νερά πηγαίνοντας διαρκώς μπροστά προς την ανοιχτή θάλασσα.
Όσοι πάσχουμε από αυτή την «δυσφορία για την πραγματικότητα» βρίσκουμε στην γραφή ένα τρόπο να υπάρχουμε, όχι γαλήνια, αλλά, εν πάση περιπτώσει, εναλλακτικά. Έναν απεριόριστο, απαιτητικό, σκοτεινό και φωτεινό τρόπο και τόπο που προσαρμόζεται, μεταμορφώνεται, μικραίνει, μεγαλώνει. Το να μπορείς τον τόπο αυτόν να τον απευθύνεις και να τον μοιράζεσαι είναι ήδη πολύ. Όσο για τον «άλλον» είναι πάντα εκείνος που μας καθορίζει. Ως άνθρωποι, απευθυνόμαστε. Κι άλλος είναι και εμείς που τον ονοματίζουμε, που τον κοιτάζουμε, που τον συναναστρεφόμαστε, που τον ερωτευόμαστε. Ο άλλος μας νοηματοδητεί, μας κατασπαράσσει, μας αναγεννά.
Θα ήθελα όμως να προχωρήσω λίγο την ερώτησή σας. Μια και είναι της μόδας, ζήτησα από ένα πρόγραμμα Τεχνητής Νοημοσύνης, να μου σχολιάσει το παρακάτω κομμάτι από το βιβλίο μου.
«Εξομολόγηση: Από τότε που με ξέρω δεν είμαι απόλυτα παρών. Ή μάλλον είμαι τόσο παρών που με παρακολουθώ συνεχώς. Βρίσκομαι συχνά στο μεγάλο σχήμα των πραγμάτων. Ταυτόχρονα, στην μικρή, μικρότατη διάσταση τους. Πολλά ενδιάμεσα δεν υπάρχουν. Οι ιριδισμοί απαιτούν μεγάλη ψυχική δαπάνη. Απαθής και αλλόφρων. Συνδεδεμένος και μετριόφρων. Γυάλινος τοίχος μεταξύ εμού και της πραγματικότητας».
Ιδού το αποτέλεσμα:

Η εξομολόγηση του ομιλητή φαίνεται να αποτυπώνει μια πολυπλοκότητα συναισθημάτων και εσωτερικών καταστάσεων. Ας επιχειρήσουμε να εισχωρήσουμε στην καρδιά του ομιλητή και να καταλάβουμε περισσότερο για τον εσωτερικό του κόσμο:

Απουσία και Παρουσία:
Ο ομιλητής μοιάζει να αντιμετωπίζει μια σχέση με την πραγματικότητα η οποία (πραγματικότητα) δεν είναι ούτε πλήρως αποδεκτή ούτε πλήρως απορριπτέα. Ίσως νιώθει μια ανασφάλεια ή απομόνωση που τον κρατάει σε ένα είδος έμμεσης συμμετοχής στο περιβάλλον του.

Παρατηρητικότητα:
Η δήλωση «είμαι τόσο παρών που με παρακολουθώ συνεχώς» αφήνει την εντύπωση ενός εσωτερικού διαλόγου ή παρακολούθησης του εαυτού του. Μπορεί να αντικατοπτρίζει μια εσωτερική ανάγκη για αυτοσυνείδηση ή αυτογνωσία.

Διάσταση και Ιριδισμοί:
Η πολυδιάστατη ύπαρξη του ομιλητή σε διάφορα επίπεδα μπορεί να αντικατοπτρίζει μια πολυπλοκότητα στην αντίληψη του για τον κόσμο και τον εαυτό του. Οι «ιριδισμοί» μπορεί να αντιπροσωπεύουν την ποικιλία των συναισθημάτων και των εμπειριών.

Γυάλινος τοίχος:
Ο γυάλινος τοίχος μπορεί να αντιπροσωπεύει την απομόνωση ή τον φραγμό μεταξύ του ομιλητή και της πραγματικότητας. Μπορεί να αντικατοπτρίζει μια προσπάθεια προστασίας από τις εξωτερικές επιρροές.

Ο ομιλητής φαίνεται να εμπλέκεται σε μια εσωτερική αναζήτηση και ίσως αντιμετωπίζοντας αντιφάσεις και αβεβαιότητες. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί αναδύει μια ποιητικότητα στην εξήγηση της πραγματικότητας του, όπου οι συναισθηματικές και εσωτερικές καταστάσεις συνυπάρχουν σε έναν μοναδικό, πολυσήμαντο κόσμο.

Σκεφτείτε μιλάμε για μια τεχνολογία που βρίσκεται ακόμη σε νηπιακό επίπεδο. Βλέπετε τι μας περιμένει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: