Τετέλεσται

Μετάφραση: Μανόλης Πολέντας



Από την πρώτη επαφή μου με την ποίηση του Κόνραντ Έικεν πίστεψα ότι θα έπρεπε να γίνει γνωστός στο Έλληνα αναγνώστη, θεωρώντας τον ισάξιο ποιητών σαν τον Ουόλτ Ουίτμαν, Τ. Σ. Έλιοτ, Έζρα Πάουντ, Ουάλας Στίβενς, Άλεν Γκίνσμπεργκ κ.ά. Πρόκειται για έναν ποιητή τον οποίο ο Έλιοτ αποκάλεσε «μη αναγνωρισμένο γίγαντα της ποίησης». Για έναν σεμνό ποιητή, που ποτέ δεν προκάλεσε ώστε να τραβήξει την προσοχή των συγχρόνων του.
Στην τρυφερότατη ηλικία των έντεκα χρόνων, ο Έικεν έτυχε μάρτυρας της δολοφονίας της μητέρας του από τον πατέρα του και, αμέσως μετά, της αυτοκτονίας του τελευταίου. Αυτή η τόσο τραυματική εμπειρία ίσως έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επίδραση που άσκησε στην ζωή και το έργο του η Ψυχανάλυση, κυρίως του Φρόιντ.
Παρόλα αυτά και με την πολύτιμη βοήθεια μίας θείας του που τον πήρε από την Σαβάνα της πολιτείας Τζόρτζια – όπου γεννήθηκε στις 5 Αυγούστου του 1889 – και τον ανέθρεψε στην πόλη Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, ο Έικεν φοίτησε στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Εκεί γνώρισε και τον Έλιοτ, μαζί με τον οποίον εξέδιδαν για ένα διάστημα το περίφημο λογοτεχνικό περιοδικό The Harvard Advocate. Υπήρξε επίσης συντάκτης του σημαντικού περιοδικού Dial, γεγονός που οδήγησε στη γνωριμία και τη φιλία του με τον Έζρα Πάουντ.
Το 1921 ο Έικεν εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όπου και έγραψε τα περισσότερα έργα του – ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα. Διετέλεσε Σύμβουλος Ποίησης της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου από το 1950 έως το 1952. Κέρδισε πολλά βραβεία, όπως το Βραβείο Πούλιτζερ το 1930 για το έργο του Επιλεγμένα ποιήματα, το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου για τη Συλλογή ποιημάτων του 1954, το Βραβείο Ποίησης Bollingen, το Χρυσό Μετάλλιο Ποίησης από το Εθνικό Ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων και αρκετά άλλα.

Καταθέτω εδώ την μετάφρασή μου του ποιήματος του Έικεν «Τετέλεσται», την οποία ξεκίνησα το 1991 στο Λονδίνο και πρόσφατα ολοκλήρωσα στην Αθήνα, με την παραδοχή ότι είναι το μόνο του ποίημα που επιχείρησα να μεταφράσω ως τώρα στα ελληνικά.

Μ.Π.


Ο Κόνραντ Έικεν
Ο Κόνραντ Έικεν




               

                        1

Πώς να δοξάσουμε το μεγαλείο των πεθαμένων,
Τον μέγα άνθρωπο ταπεινωμένο, τον υπερόπτη που έγινε στάχτη;
Πού είναι η σάλπιγγα που δεν θα ηχήσουμε τόσο περήφανα
Για τον πιο μοχθηρό ανάμεσά μας, που σέρνει τις μέρες του,
Φύλακας της καρδιάς του απέναντι στα χτυπήματα, μέχρι τον
Άσημο θάνατό του;
Δεν είμ' εγώ βασιλιάς, βασίλεια δεν ισοπέδωσα
Πρίγκιπες δεν αιχμαλώτισα, δεν πέρασα πουθενά νικητής
Γυναικών που θρηνούσαν κάτω από ατέλειωτα τείχη σαλπιγκτών·

Καλύτερα να πεις πως δεν είμαι κανένας, ή ένα άτομο*
Καλύτερα να πεις, δύο θεοί τρανοί, σ’ έναν τάφο στην αστροφεγγιά,
Παίζουν σκάκι σκεπτικοί και στο τέλος του παιχνιδιού
Ένα πιόνι, τρεμάμενο πέφτει στο πάτωμα
Και κυλάει στην πιο σκοτεινή γωνιά· κι εκείνο το πιόνι
Ξεχασμένο εκεί, ακίνητο, είμ΄εγώ…
Πες πως δεν έχω όνομα, χαρίσματα, ούτε δύναμη,
Είμαι ένας από τους πολλούς, σιωπηρός κυρίως·
Ένας που ήρθε με μάτια και χέρια και καρδιά,
Που είδε την ομορφιά και την αγάπησε κι ύστερα την άφησε.
Πες πως το γραφτό του χρόνου και του τόπου με ταπείνωσαν
Με πέρασαν μέσα από χιλιάδες πόνους, με σάστισαν
Με τύλιξαν στην ασχήμια· και σαν τεράστιες αράχνες
Με αποτελείωσαν με την ησυχία τους… Λοιπόν, τι;
Δεν μου επιτρέπεται ν’ ακούω, εδώ που κείτομαι στο χώμα,
Τις σάλπιγγες της δόξας που ηχούν στην ταφή μου;


                        ΙΙ

Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν από πάνω μου:
Σπίτια χτίζονταν από πάνω μου· δέντρα έριχναν
Κιτρινισμένα φύλλα επάνω μου, χέρια φαντασμάτων·
Η βροχή έχει ρίξει τις ασημένιες σαϊτες της επάνω μου
Αναζητώντας την καρδιά μου· άνεμοι, βρυχήθηκαν και με πέταξαν·
Η μουσική σε μακριά γαλάζια κύματα του ήχου με ταξίδεψε
Ένα φύκι αδύναμο σε ακρογιάλια απίστευτης σιωπής·
Ο χρόνος από πάνω μου, μέσα μου, χτύπησε το σήμαντρο
Του τρομερού προάγγελου, κοσκινίζοντας τη στάχτη του θανάτου·
Κι εδώ κείτομαι. Ηχήστε τώρα σάλπιγγες της δόξας 
Αλύπητα πάνω από τη σάρκα μου, σεις δέντρα, σεις νερά!
Σεις άστρα και ήλιοι, Κάνωπος, Ντενέμπ, Ρίγκελ,
Αφήστε με, έτσι που κείτομαι, εδώ σ’ αυτό το χώμα
Ν’ ακούσω από μακριά τον ψιθυριστό χαιρετισμό σας!
Βρυχηθείτε τώρα πάνω από τη σάρκα μου που σαπίζει, σεις άνεμοι
Στροβιλίστε τις ευωδιές της γης πάνω απ’ αυτό το πτώμα, μιλήστε μου
Για φτερά και στάσιμα νερά, αγριοτριανταφυλλιές, λοφοπλαγιές!
Μύρωσέ με, βροχή, ρίξε τις ασημένιες σαϊτες σου
Σ’ αυτή τη σάρκα τη σκληρή! Εγώ είμ’ αυτός που σε ονόμασε,
Έζησα μέσα σου και τώρα μέσα σου πεθαίνω.
Εγώ ο γιος σου, η κόρη σου, που ταξίδεψα με τη μουσική,
Κείτομαι κομματιασμένος, υποταγμένος… Μη μ’ αφήνεις να πέσω στη σιωπή.


                        ΙΙΙ

Εγώ ο αεικίνητος· που στριφογύριζα μέσα στους κύκλους·
Ποιμήν και κυνηγός των άστρων, που δε μπόρεσα να συλλάβω
Το μυστικό του εγώ· εγώ που ήμουν τύραννος αδύναμων ανθρώπων,
Χειροδίκης παιδιών· καταστροφέας γυναικών· φθοροποιός
Αθώων ονειροπόλων και γελωτοποιός της ομορφιάς· εγώ
Που εύκολα έφτανα στα δάκρυα και στην αδυναμία με τη μουσική,
Μπερδεμένος και τσακισμένος από τον έρωτα, ο ανίσχυρος μάρτυρας
Του πολέμου στην καρδιά μου του πόθου για πόθο, του αγώνα
Του μίσους με την αγάπη, του τρόμου με την πείνα· εγώ
Που γελούσα δίχως να γνωρίζω την αιτία του γέλιου μου, που
Μεγάλωσα δίχως να θέλω να μεγαλώσω, ένας υπηρέτης του ίδιου μου του κορμιού·
Που αγάπησα δίχως λόγο το γέλιο και τη σάρκα μιας γυναίκας
Υποφέροντας τόσα μαρτύρια για να την βρω! Εγώ που επιτέλους
Γίνομαι πιο αδύναμος, παλεύω πιο άψυχα, κάμπτομαι στον σκοπό μου,
Προτιμώ για νίκη μου ένα τέλος πιο εύκολο, αναπολώ
Παλιότερες κατακτήσεις· ή, παγιδευμένος στην αράχνη, κραυγάζω
Σε απόγνωση απρόσμενη και άδεια, «Τετέλεσται!»
Λυπηθείτε με τώρα! Εγώ, που ήμουν υπερόπτης, σας ικετεύω!
Πείτε μου, εδώ που κείτομαι, πως ήμουν γενναίος.
Ηχήστε τώρα σάλπιγγες του θριάμβου, καθώς κλονίζομαι και είμαι υποταγμένος.
Κομματιάστε τον ουρανό με σάλπιγγες πάνω από τον τάφο μου.


                        IV

… Δες! αυτή η σάρκα πώς θρυμματίζεται σε χώμα και τη σηκώνει ο άνεμος!
Αυτά τα οστά, πώς αλέθουν στον γρανίτη της παγωνιάς
και είναι τίποτα!
Αυτό το κρανίο, πώς χάσκει για μια αναλαμπή του χρόνου στο σκοτάδι,
Κι όμως ούτε γελάει ούτε βλέπει! Κομματιασμένο από το Ηλιόφως
Και τα χέρια είναι κατεστραμμένα…Πίεσε μέσα από τα
Φύλλα του γιασεμιού,
Σκύψε μέσα από τις περιπλεγμένες ρίζες – ποτέ πια δεν θα με βρεις·
Δεν άξιζα περισσότερο από το χώμα κι όμως δεν θα μπορέσεις να με αντικαταστήσεις…
Πάρε το μαλακό χώμα στην παλάμη σου – σαλεύει; τραγουδάει;
Έχει χείλη και καρδιά; Ανοίγει τα μάτια του στον ήλιο;
Τρέχει; Ονειρεύεται; Καίγεται με κάποιο μυστικό, ή τρέμει
Από φόβο για τον θάνατο; Πονάει για σπουδαίες αποφάσεις;…
Άκου!... Λέει: «Γέρνω προς το ποτάμι. Οι ιτιές
Είναι κιτρινισμένες με μπουμπούκια. Λευκά σύννεφα βοούν από το Νότο
Και σκοτεινιάζουν τα μικρά κύματα· μα δε μπορούν να σκοτεινιάσουν την καρδιά μου,
Ούτε το πρόσωπο σαν άστρο στην καρδιά μου…Πέφτει η βροχή στο νερό
Και το σφυροκοπάει και το περικυκλώνει με ασήμι. Οι λεύκες αστράφτουν
Τα σπουργίτια τιτιβίζουν κάτω απ’ τις μαρκίζες· μα το πρόσωπο στην καρδιά μου
Είναι ένα μυστικό της μουσικής…Περιμένω στην βροχή και είμαι σιωπηλός.»
Άκου και πάλι!...Λέει: «Έχω δουλέψει, είμαι κουρασμένος,
Το μολύβι εξασθενίζει στο χέρι μου: Βλέπω απ’ το παράθυρο
Τείχη και τείχη από παράθυρα μπροστά σε πρόσωπα,
Καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό, μια αναρρίχηση γλάρων.
Είμαι κουρασμένος. Έχω παλέψει μάταια, η απόφασή μου ήταν άκαρπη,
Τότε γιατί περιμένω; Με το σκοτάδι, τόσο κοντά, τόσο εύκολα!...
Μα αύριο, ίσως…θα περιμένω και θα βαστάξω μέχρις
Αύριο!»…
Ή ακόμα: «Σκοτάδι. Η απόφαση είναι παρμένη. Είμαι συντετριμμένος
Από φόβο για ζωή. Τα τείχη υψώνονται αργά γύρω μου
Στην παγωνιά. Δεν είχα το κουράγιο. Ήμουν έρημος.
Φώναξα, μου απάντησε η σιωπή…Τετέλεσται!...»


                        V

Άκου πώς ψελλίζει! – Φύσηξε το χώμα από το χέρι σου,
Με τις φωνές και τα οράματά του, ποδοπάτησέ το, ξέχασέ το.
Πάρε τον δρόμο για το σπίτι με όνειρα στο νου σου…Αυτός, λοιπόν, είναι ο ταπεινός, ο ανείπωτος,―
Ο εραστής, ο σύζυγος και πατέρας, που πάλεψε με τις σκιές,
Αυτός που έπεσε κάτω από κραυγές του χάους, το ανθρωπάκι
Που έκλαψε την «ερημιά» του όπως ο Χριστός στον σκοτεινιασμένο λόφο!...
Αυτός, λοιπόν, είναι που ικετεύει, καθώς μαραίνεται προς τη σιωπή,
Για ένα της δόξας πανηγύρι…Και ποιος από μας θα τον απαρνηθεί;





___________
*O ποιητής χρησιμοποιεί την λέξη atom (ΣτΜ)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: