Ποιήματα

Ο Τσαρλς Σίμικ (Charles Simic) γεννήθηκε στο Βελιγράδι το 1938 και μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Σικάγο σε ηλικία 15-16 ετών. To 1964 παντρεύτηκε την σχεδιάστρια μόδας Ιλέιν Ντάμπιν (Helene Dubin) με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, και το 1971 έγινε Αμερικανός πολίτης. Παρόλο που όπως αναφέρει, κανένας παλιός του δάσκαλος, ίσως ούτε και η μητέρα του δεν το πίστευαν, από το 1973 μέχρι τη συνταξιοδότησή του δίδαξε αγγλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο του New Hampshire, όπου συνέχισε ως ομότιμος καθηγητής Αμερικανικής Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Γραφής σχεδόν μέχρι τον θάνατό του. Δημοσίευσε 26 πρωτότυπες συλλογές ποίησης, δοκίμια και μεταφράσεις, κερδίζοντας πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων τα Βραβεία Griffin, Pulitzer και Wallace Stevens, ενώ υπήρξε ο 15ος δαφνοστεφής ποιητής της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ, το 2007. Οι εμπειρίες του από τον πόλεμο και τη μεταπολεμική Σερβία ήταν καθοριστικές για τη συγκρότησή του. Τα ποιήματά του συνθέτουν άλλοτε ρεαλιστικούς και άλλοτε οιονεί ρεαλιστικούς μικρόκοσμους, με φανταστικές ή εξωφρενικές παρεκκλίσεις, όπου το μυθικό, η ειρωνεία και η πρόκληση αφθονούν, αντλώντας υλικό από την ιστορία, το υποσυνείδητο και τη μνήμη, και οδηγούν σε μια παραβολική αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας. Έγραψε πολλά σύντομα, αλλά ιδιαίτερα πυκνά σε νόημα, ποιήματα. Σε αυτά, η μελαγχολική στάση συνδυάζεται με αισθησιακή και πνευματώδη διάθεση, έχοντας για κύρια χαρακτηριστικά το ειρωνικό χιούμορ και τις συγκλονιστικές μεταφορές. Όπως είχε εξομολογηθεί το 2013 σε συνέντευξή του στο περιοδικό Granta, «απ’ όσα έχουν ειπωθεί για την ποίηση, το αξίωμα ότι το λιγότερο προσφέρει περισσότερα, μου έκανε τη μεγαλύτερη και πιο διαρκή εντύπωση». Για την ποιητική γραφή είχε αναφέρει ότι «οι λέξεις κάνουν έρωτα στη σελίδα σαν μύγες μες στην καλοκαιρινή ζέστη, και ο ποιητής είναι απλώς ο ξαφνιασμένος θεατής». Έτσι, τα ποιήματά του, φτιαγμένα με καθημερινές λέξεις και αντικείμενα, μιλούν για τα μεγάλα ζητήματα του ανθρώπου, προσφέροντας μια ματιά στο ατέρμονο. Πέθανε την Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023 στα 84 του χρόνια, αφήνοντάς μας πλούσιο υλικό, να τον κρατάμε ζωντανό με τις συζητήσεις μας.

Προηγουμένως στον Χάρτη έχουν δημοσιευτεί νεκρολογία, που περιλαμβάνει μετάφραση του ποιήματος Ο αντικατοπτρισμός: Τσαρλς Σίμικ / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης [#50, Φεβ 2023] και μεταφράσεις δεκαπέντε ακόμη ποιημάτων του: Κοσμολογία του Χάρου & άλλα ποιήματα / Τσαρλς Σίμικ - Χάρτης [#12, Δεκ 2019], τα οποία είναι: Κοσμολογία του Χάρου, Σύννεφα μαζεύονται, Παροράματα, Εργασία και κεφάλαιο, Ο μέσα άνθρωπος, Τόσο νωρίς το πρωί, Ύπατη μωρία, Αυτοκρατορία των ονείρων, Σε αυτόν ακριβώς τον δρόμο στο Βελιγράδι, Καρπούζια, Ποίημα χωρίς τίτλο, Διάβασε τη μοίρα σου, Επικών διαστάσεων κούρασή μου, Πώς να ψαλμωδείτε και Μάτια στερεωμένα με καρφίτσες.

Γ.Β.



___________
Παραλλαγή του παραπάνω κειμένου έχει δημοσιευτεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο, στις 14/1/2023.




Ο Τσαρλς Σίμικ
Ο Τσαρλς Σίμικ




Μαντόνες με μούσια

Ήταν η αρχαιότερη Μεταφυσική (καημένη Μεταφυσική!),
Ολοστόλιστη με φο μπιζού.
Φύγαμε αγκαζέ για μια βολτίτσα, ανταλλάσσοντας φιλιά δημοσίως,
Παρά τη διαφορά ηλικίας.

Είναι ακόμη δέκατος ένατος αιώνας, μου ψιθύρισε.
Περνούσαμε από μια συνοικία με μαχαιροβγάλτες,
Ανάμεσα σε κάτι ερείπια της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Λίγο πιο κάτω, με διαβεβαίωσε ότι
Στο πίσω μέρος ενός ζαχαροπλαστείου που μόνο εκείνη γνώριζε,
Οι πελάτες διάβαζαν απορροφημένοι τη Φαινομενολογία του Πνεύματος.

Είναι περασμένα μεσάνυχτα, περιστέρι μου, άγγελέ μου!
Καλύτερα να προσέχουμε, σκέφτηκα.
Νεαροί αλήτες γύρναγαν στις γωνιές των δρόμων
Με σταυρούς και μεταλλικά καρφιά στα δερμάτινα μπουφάν τους.
Φαινόταν να ‘χουν διαβάσει όλοι Δαρβίνο κι εκείνον τον μουρλό τον Παβλόφ,
Κι ήταν έτοιμοι να μας ζητήσουν φωτιά.


Ιστορία

Ένα γκρίζο βράδυ
Ενός γκρίζου αιώνα,
Έφαγα ένα μήλο
Χωρίς κανείς να με δει.

Ήταν ένα μικρό, ξινό μήλο
Στο χρώμα φωτιάς
Που σκούπισα πρώτα
Στο μανίκι μου.

Ύστερα τέντωσα τα πόδια
Όσο πήγαιναν,
Είπα στον εαυτό μου
Γιατί όχι, ας κλείσω τα μάτια μου τώρα

Πριν τις τελευταίες
Ειδήσεις και τον Καιρό.

Από την συλλογή AusteritiesΔυσκολίες, 1982


Το κρεβάτι του Ανρί Ρουσό

Πήρα το κρεβάτι μου στο δάσος.
Τι γαλήνη, σκέφτηκα,
όταν εμφανίστηκε η πανσέληνος.
Το λευκό ελάφι μασούλαγε το μαξιλάρι μου,

το νυχτοπούλι τραγουδούσε μέσα στα χέρια
του τεράστιου τριχωτού πιθήκου.
Δεν ήταν το πουλί του παραδείσου.
Ήταν μια τσιγγάνα με μαντολίνο.

Το έβαλα στα πόδια γυμνός με το κρεβάτι στην πλάτη,
χτύπησα την πύλη της φυλακής,
ζήτησα να με βάλουν στο σκοτεινότερο κελί.
Με βόλεψαν, με τους αρουραίους κι όλα τα σχετικά…

Η πανέμορφη κόρη του δήμιου
ήρθε να με δει στις μύτες των ποδιών.
Έφερε θλιβερό ψωμί, το θλιβερότερο στον κόσμο.
Η ομορφιά της κάλυψε τα μάτια μου.

Δεν είναι μικρό κατόρθωμα να μεταφέρεις
ολόκληρο κρεβάτι με το ποδήλατο της αϋπνίας.
Σαν σκουλήκι που διασχίζει τη γέφυρα του Μπρούκλιν,
Βρέθηκα στην κουζίνα ενός φιλοσόφου.

Ήταν παγωμένη και λευκή σαν τον Βόρειο Πόλο.
Χιόνι έπεφτε ασταμάτητα μέσα σε άδειες γλάστρες.
Θα ‘πρεπε να είχα βάλει μια αγέλη σκύλων
να τραβήξουν το κρεβάτι μου, ή μια ουρά από υπνοβάτες…

Στο μεταμεσονύκτιο σινεμά που βρέθηκα μετά,
ξαπλωμένος κάτω απ’ την οθόνη,
στο μεγάλο θέατρο αιγυπτιακού στυλ που ήταν άδειο,
μπορούσε κανείς ν’ ακούσει τον άνεμο να σφυρίζει ανάμεσα στ’ αστέρια.

Στην ταινία, μια μοναχική γυναίκα με πέπλο
έσφιγγε ένα μαντίλι στο στήθος της.
Είσαι η τσιγγάνα; φώναξα.
Κι αν ναι, πού είναι το μαντολίνο σου;

Όχι, απάντησε εκείνη. Είμαι του δήμιου η όμορφη κόρη.
Φεύγω για τα νησιά Γκαλαπάγκος.
Χρειάζομαι γυαλιά με σκελετό χελώνας να ψάξω τον αγαπημένο μου
που κοιμάται στο σκοτεινό δάσος.


Από την συλλογή Unending BluesΑτέρμονη θλίψη, 1986


[Εραστή των ατέλειωτων διαψεύσεων]

Εραστή των ατέλειωτων διαψεύσεων, με τη συλλογή σου από παλιές καρτ-ποστάλ, έρχομαι! Έρχομαι! Θέλεις να μου δείξεις έναν σιδηροδρομικό σταθμό, με το ρολόι του σταματημένο στις πέντε και πέντε. Τίποτα δε φαίνεται μέσα απ’ το θολό παράθυρο του σταθμάρχη, η βρωμιά έχει σβήσει κάθε ίχνος ζωής. Δεν ξέρουμε καν αν υπάρχει τρένο στην αποβάθρα, πόσο μάλλον αν μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα διασχίζει βιαστικά την είσοδο. Κανείς άλλος δεν διακρίνεται, πρέπει να είναι ένας ήσυχος σταθμός. Σε κάποια πόλη μικρή, τόσο σβησμένη απ’ τον χρόνο που δεν έχει απομείνει παρά μόνο μια χήρα με πέπλο, και τώρα φεύγει κι αυτή, παίρνοντας μαζί το μυστικό της.


Από την συλλογή The World Doesn’t End – Ο κόσμος δεν τελειώνει, 1989



Ένα γράμμα

Αγαπητοί φιλόσοφοι, με πιάνει θλίψη όταν σκέφτομαι.
Συμβαίνει άραγε το ίδιο και σ’ εσάς;
Ενώ είμαι έτοιμος να βυθίσω τα δόντια μου στο νοούμενον,
Κάποια παλιά φίλη έρχεται να με αποσπάσει.
«Ούτε καν με σάρκα και οστά!» φωνάζω στον ουρανό.

Το κρύο φως μ’ έβγαλε απ’ τον δρόμο μου.
Είδα κρεβάτια καλυμμένα με τα ίδια γκρι σκεπάσματα.
Είδα άντρες βλοσυρούς να κρατούν μια γυμνή γυναίκα
Και να την καταβρέχουν με κρύο νερό.
Ήθελαν να την ηρεμήσουν ή να την τιμωρήσουν;

Πήγα να δω τον φίλο μου τον Μπομπ και μου είπε:
«Φτάνουμε στο πραγματικό μόνο ξεπερνώντας την πλάνη των εικόνων.»
Αισθάνθηκα πανευτυχής, ώσπου κατάλαβα ότι
Ποτέ δεν θα κατάφερνα να πετύχω τέτοια εγκράτεια.
Έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο.

Ο πατέρας του Μπομπ έβγαζε το σκυλί τους βόλτα.
Περπατούσε με δυσκολίαˑ ο σκύλος τον περίμενε.
Δεν υπήρχε άλλος στο πάρκο,
Μόνο δέντρα γυμνά σε απειρία τραγικών μορφών
Για να σε δυσκολεύουν να σκεφτείς.




Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης

Άφησα κομμάτια του εαυτού μου παντού
Όπως οι αφηρημένοι άνθρωποι αφήνουν
Γάντια και ομπρέλες
Που έχουν χρώματα θλιμμένα από την τόση κακοτυχία.

Κοιμόμουν σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο.
Ήταν σαν έργο της αρχαίας Αιγύπτου.
Δεν ήθελα ούτε να σαλέψω.
Άφησα τη μακριά σκιά μου να πάρει το βραδινό τρένο.

«Δίνουμε θάνατο σ’ ένα παιδί όταν του δίνουμε μια κούκλα»,
Είπε η γυναίκα που είχε διαβάσει Τζούνα Μπαρνς.
Ψιθυρίζαμε όλη νύχτα. Είχε ταξιδέψει στη σκοτεινότερη Αφρική.
Είχε ένα σωρό ιστορίες να διηγηθεί για τη ζούγκλα.

Ήμουν ήδη στη Νέα Υόρκη ψάχνοντας για δουλειά.
Έβρεχε όπως στις μέρες του Νώε.
Τρύπωσα κάτω από πολλά κατώφλια αυτής της μεγάλης πόλης.
Μια φορά ζήτησα τσιγάρο από έναν άντρα με σμόκιν.
Μου έριξε μια φοβισμένη ματιά κι έφυγε μες στη βροχή.

Δεδομένου ότι «ο άνθρωπος επιθυμεί από τη φύση του την ευτυχία»
Σύμφωνα με τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη,
Που απέδειξε αδιάψευστα την ύπαρξη και τον σκοπό του Θεού,
Ασχολήθηκα με το φόρτωμα εμπορευμάτων σε νταλίκες στη συνοικία Γκάρμεντ.
Εγώ κι ένας μαύρος κλέψαμε ένα κόκκινο γυναικείο φόρεμα.
Ήταν από μετάξι· έλαμπε.

Μια νύχτα σκοτεινή με το ερωτικό πάθος να μας καίει,
Διασχίσαμε όλο το μήκος της μεγάλης άδειας λεωφόρου,
Κρατώντας ο καθένας από ένα μανίκι.
Η ζέστη ήταν αφόρητη, αναγκάζοντας ένα σωρό φάτσες τρομακτικές
Να βγουν απ’ την κρυψώνα τους.

Στο αναγνωστήριο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης
Ο μοναδικός ανεμιστήρας οροφής γυρνούσε με το ζόρι.
Είχα τα ταξίδια του Χέρμαν Μέλβιλ για μαξιλάρι.
Βρισκόμουν σ’ ένα πλοίο-φάντασμα με όλα τα πανιά του τεντωμένα.
Στεριά δεν φαινόταν πουθενά.
Η θάλασσα και τα τέρατά της δεν μπορούσαν να με δροσίσουν.

Ακολούθησα μια νοσοκόμα με πρόσωπο αγίας στο γραφείο ενός γιατρού.
Περάσαμε ανάμεσα σε ανθρώπους με δεμένα μάτια κι αυτιά.
«Είμαι ένας φιλόσοφος του μεσαίωνα σε εξορία,»
Εξήγησα στη σπιτονοικοκυρά μου εκείνο το βράδυ.
Και πράγματι, δεν έμοιαζα πια με τον εαυτό μου.
Φορούσα γυαλιά με ένα άσχημο σπάσιμο σαν ιστό αράχνης στο ένα μάτι.

Έμεινα στον κινηματογράφο βλέποντας ταινίες όλη μέρα.
Μια γυναίκα στην οθόνη περπατούσε σε μια βομβαρδισμένη πόλη
Ξανά και ξανά. Φορούσε μπότες στρατιωτικές.
Τα πόδια της ήταν μακριά και γυμνά. Όπου κι αν βρισκόταν έκανε κρύο.
Μου είχε την πλάτη γυρισμένη, αλλά εγώ την είχα ερωτευτεί,
Περίμενα ότι θα βρω την Ευρώπη στην εποχή του πολέμου όταν θα έβγαινα.

Μα ούτε που χιόνιζε! Όποιον κι αν συναντούσα
Φορούσε ένα κομμάτι απ’ το πεπρωμένο μου σαν αποκριάτικη μάσκα.
«Είμαι ο Μπάρτλμπι ο Γραφιάς», είπα στον Ιταλό σερβιτόρο.
«Κι εγώ το ίδιο», μου απάντησε.
Και δεν έβλεπα τίποτα άλλο εκτός από τασάκια ξέχειλα
Που τα εξέταζαν προσεκτικά μύγες με ανθρώπινο πρόσωπο.

Από την συλλογή The Book of Gods and Devils – Το βιβλίο των θεών και των δαιμόνων, 1990




Ο άσωτος

Η βροχή του σκοτεινού πρωινού
Που προορίζεται
Για μια φυλακή και μια αυλή σχολείου,
Πέφτει στο μεταξύ
Πάνω στη μητέρα μου και το γέρικο σκυλί της.

Πόσο αργά σέρνει τα πόδια της τώρα
Φορώντας τα κυριακάτικα παπούτσια του πατέρα μου.
Ο σκύλος δίπλα της
Τρέμει σε κάθε βήμα
Προσπαθώντας να την φτάσει.

Εγώ περιμένω σε κάποια άλλη γωνιά
Με το κεφάλι ξυρισμένο.
Το μυαλό μου πετάει σαν σπουργίτι
Μέσα στη βροχή.
Την παρακολουθώ συνέχεια κι ανησυχώ γι’ αυτήν.

Όλα είναι μια μαγική τελετουργία,
Μια μυστική ταινία,
Ο τρόπος που εμφανίζεται στο παράθυρο αργότερα
Ν’ αφήσει το άδειο μπολ
Και το κουτάλι στο τραπέζι,
Κι ύστερα φεύγει
Ώστε η μέρα να περάσει,
Κι η νύχτα να πέσει
Μέσα στο άδειο μπολ,
Στο άδειο δωμάτιο, στο άδειο σπίτι,
Ενώ η βροχή συνεχίζει
Να χτυπάει την εξώπορτα.


Από την συλλογή Hotel Insomnia – Ξενοδοχείο Η Αϋπνία, 1992



Οι νεκροί στις φωτογραφίες

Στέκονταν απλώς με αθωότητα
Ακίνητοι μπροστά στον φακό,
Μόνο λίγοι σκέφτονταν να κουνηθούν
Και ν’ αφήσουν μια θολούρα για την αιωνιότητα.

Άλλοι κρατούσαν το χαμόγελο τους για πάντα.
Ο γαμπρός μ’ ένα κοστούμι που του ‘πεφτε μεγάλο,
Κι η νύφη με ένα μικρό ψάθινο καπέλο
Στολισμένο με φράουλες στην κορυφή.

Στο Λος Άντζελες, μια Κυριακή πρωί,
Ο φωτογράφος απαθανάτισε
Ένα κουρείο κλειστό
Και μια μαύρη γάτα να διασχίζει την άδεια λεωφόρο,

Έναν τυφλό έξω απ’ τον σταθμό των λεωφορείων
Να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει,
Κι ένα μικρό αγόρι να πλησιάζει προς τη μηχανή
Χαμογελώντας και βγάζοντας τη γλώσσα.


Από την συλλογή A Wedding in Hell – Ένας γάμος στην κόλαση, 1994



Η σφαγή των αθώων

Οι ποιητές της ύστερης δυναστείας των Τανγκ
Δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα παρά μόνο να γράψουν:
«Στους δυτικούς λόφους ο ήλιος δύει…
Τ’ άλογα που άρπαξε ο ανεμοστρόβιλος ποδοπατούν τα σύννεφα».

Ούτε κι εγώ μπορούσα να βοηθήσω. Ένιωθα χαρά
Ακόμα και στη θέα του κορακιού που έκανε κύκλους πάνω μου
Καθώς τεντωνόμουν στο γρασίδι
Μονάχος τώρα με τη σιωπή του ουρανού.

Μόνο το ελαφρύ θρόισμα του αέρα ακουγόταν
Που γύριζε δίπλα μου τις σελίδες του βιβλίου
Μπρος πίσω, καθώς έψαχνε να βρει κάτι
Να το διαβάσει εκείνο το βλαμμένο το κοράκι.


Via del Tritone

Στη Ρώμη, στον δρόμο που φέρει το όνομα αυτό,
Περπατούσα μόνος μες στον ήλιο
Στη ζέστη του μεσημεριού, όταν είδα ένα σπίτι
Με κλειστά παραθυρόφυλλα, που η θέα του
Με πόνεσε, που θα μπορούσα να είχα
Γεννηθεί εκεί και να ‘χα φύγει απαρηγόρητος.

Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ώχρα, η παλιά πόρτα έγερνε,
Μπήκα στον πειρασμό να την ανοίξω αλλά δεν το έκανα,
Γνώριζα ήδη τη δροσιά της εισόδου,
Τον κήπο με τον φοίνικα στο βάθος,
Τη σκοτεινή σκάλα στην αριστερή μεριά.

Τα παντζούρια ήταν κλειστά για να δροσίζονται τα σκιερά δωμάτια
Με ταβάνια απίστευτα ψηλά,
Ενώ εδώ κι εκεί μέσα σε καθρέφτες που έκαναν νερά
Το χλωμό και παραμορφωμένο πρόσωπό μου
Με χαιρετούσε και με ξάφνιαζε πάλι και πάλι.

«Βρήκες αυτό που έψαχνες,»
Περίμενα να ψιθυρίσει κάποιος.
Αλλά δεν ήταν κανείς, ούτε εκεί
Ούτε στον δρόμο, που ήταν έρημος
Μες στην απίστευτη ζέστη που γεννάει
Ψεύτικες αναμνήσεις και τρίτωνες.


Το μυστικό

Έχω τη δικαιολογία μου, κ. Θάνατε,
Έλεγε το παλιό σημείωμα που έγραψε η μητέρα μου
Τη μέρα που δεν πήγα στο σχολείο.
Έπεφτε χιόνι. Της είπα ότι με πονάει το κεφάλι
Και το στήθος. Το ρολόι μετρούσε
τις ώρες. Ξάπλωσα στο κρεβάτι του πατέρα μου
Κι έκανα ότι κοιμάμαι.

Μέσα απ’ το παράθυρο έβλεπα
Τις χιονισμένες στέγες. Στο μυαλό μου
Κάλπαζα πάνω σ’ ένα άλογο· ήμουν σ’ ένα πλοίο
Στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ύστερα με πήρε ο ύπνος.
Όταν ξύπνησα, το σπίτι ήταν ήσυχο.
Πού ήταν η μητέρα μου;
Έγραψε το σημείωμα κι έφυγε;

Σηκώθηκα κι άρχισα να την ψάχνω.
Στην κουζίνα, η λευκή μας γάτα
Τσιμπολογούσε το ματωμένο κεφάλι ενός ψαριού.
Στην τουαλέτα η μπανιέρα ήταν γεμάτη,
Ο καθρέφτης και το παράθυρο θαμπά απ’ τους ατμούς.

Όταν τα σκούπισα, είδα τη μητέρα μου
Με κόκκινο μπουρνούζι και παντόφλες
Να μιλάει μ’ έναν στρατιώτη στο δρόμο
Καθώς το χιόνι συνέχιζε να πέφτει,
Και τότε εκείνη έβαλε το δάχτυλο
Στα χείλη της, και το κράτησε εκεί.

Από την συλλογή A Wedding in Hell – Ένας γάμος στην κόλαση, 1994



Οι φίλοι του Ηράκλειτου

Ο φίλος σου πέθανε, εκείνος
με τον οποίο γύρναγες στους δρόμους,
Όποια ώρα κι αν ήταν, μιλώντας για φιλοσοφία.
Έτσι, σήμερα βγήκες μόνος,
Σταματώντας συχνά για ν’ αλλάξεις θέση
Με τον φανταστικό σου σύντροφο,
Και να λογομαχήσεις με τον εαυτό σου
Για το θέμα των φαινομένων:
Ο κόσμος που έχουμε στο μυαλό μας
Κι ο κόσμος που βλέπουμε κάθε μέρα,
Πόσο δύσκολο είναι να τους ξεχωρίσεις
Όταν η θλίψη κι η οδύνη μάς λυγίζουν.

Συχνά εσείς οι δυο παρασυρόσασταν
Και καταλήγατε σε άγνωστες γειτονιές
Χαμένοι ανάμεσα σε ανθρώπους αφιλόξενους,
Αναγκασμένοι να ζητήσετε οδηγίες
Ενώ ήσασταν στο χείλος κάποιας ύψιστης σύλληψης,
Επαναλαμβάνοντας την ίδια ερώτηση
Σε μια γριά ή σ’ ένα παιδί
Που ίσως ήταν και οι δύο κωφάλαλοι.

Ποιο ήταν εκείνο το απόσπασμα του Ηράκλειτου
Που προσπαθούσες να θυμηθείς
Όταν πάτησες τη γάτα του χασάπη;
Εσύ ο ίδιος στο μεταξύ είχες χαθεί
Ανάμεσα στο ολοκαίνουργο μαύρο παπούτσι
Που κάποιος είχε παρατήσει στο πεζοδρόμιο
Και στην ξαφνική τρομάρα που όμως έγινε ευφορία
Στη θέα εκείνης της κοπέλας
Ντυμένης με ρούχα βραδινής εξόδου
Να περνάει σαΐτα δίπλα σου πάνω στα πατίνια της.

Χαλαρώνοντας στο τρελοκομείο

Είχαν ήδη κολλήσει τα δάκρυα του δειλινού στα τζάμια.
Ο στρατηγός ήταν απασχολημένος με τη μυρμηγκοφωλιά μες στο κεφάλι του.
Οι άγιοι αναπαύονταν στους τάφους τους, όλοι εκτός από έναν που ήταν αιχμάλωτος μιας μελαχρινής σταρ του σινεμά.
Ο Μωυσής φορούσε ψεύτικη γενειάδα, το ίδιο και ο Λίνκολν.
Ο Χ ακολουθούσε τη σωκρατική μέθοδο ανάκρισης αποδεικνύοντας πόσο άσχετο ήταν το ταβάνι.
«Μου έκλεψαν το μυστικό του μουσικού σπιρτόκουτου», εκμυστηρεύτηκε ο Αδάμ.
«Παρά λίγο να γίνω διάσημη για τον μεγαλύτερο κόκορα του κόσμου», είπε η Εύα.
Ω, τι όμορφα που είναι να τρέχεις γυμνός στο σκοτεινό λιβάδι μετά το κρύο ντους!
Στη λευκή πτέρυγα η νοσοκόμα μετέτρεπε το νερό σε κρασί,
Βιάσου να γυρίσεις στο σπίτι, σκοτεινό σύννεφο.

Από την συλλογή Walking the Black Cat – Βγάζοντας βόλτα τον μαύρο γάτο, 1996



Σχολείο για οραματιστές

Ο δάσκαλος κάθεται με τα μάτια κλειστά.
Όταν παίζεις σκάκι μόνος πάντα είναι η δική σου σειρά.
Κάθομαι στην τελευταία σειρά με μια πυγολαμπίδα στην παλάμη μου.
Το κορίτσι με τις κόκκινες πλεξούδες, ποιος είδε το κορίτσι με τις κόκκινες πλεξούδες;

        *

Πιστεύεις σε κάτι αληθινότερο απ’ την αλήθεια;
Τεντώνεις τ’ αυτιά σου ακόμη κι όταν ξέρεις πως δεν έρχεται κανείς;
Μήπως αυτό εξηγεί τις γραμμές στο μέτωπό σου;
Η αόρατη φίλη σου τι απέγινε;

                        *

Ο βιαστικός άνεμος σταματάει για ν’ ακούσει.
Ο κρατούμενος ανοίγει το χοντρό λεξικό που ακουμπάει στα γόνατά του.
Το πάτωμα είναι παγωμένο και τα πόδια του ξυπόλυτα.
Ένα παιχνίδι που το μασουλάνε οι θεοί, αυτό είναι;

                        *

Χαζεύεις επίμονα το τζάμι κάθε σκοτεινού παράθυρου
Σαν να ‘ταν φωτογραφία των αγέλαστων γονιών σου;
Νοσταλγείς το σπίτι από τραπουλόχαρτα;
Αυτός ο θλιβερός νυχτερινός βήχας είναι δικός σου;

Από την συλλογή Jackstraws – Τιποτένιοι, 1999



Άνθρωποι που τρώνε μεσημεριανό

Και με κάθε μπουκιά σκέφτονται,
Ή έτσι φαίνεται, όπως είναι καθισμένοι
Στον πάγκο του καφέ, κόβοντας δαγκωνιές
Από χοντρά σάντουιτς, μασώντας
Και προσεκτικά ζυγίζοντας την κατάσταση πριν πιούν
Άλλη μια μικρή γουλιά απ’ το αναψυκτικό τους.

Ο γκριζομάλλης πίσω από τον πάγκο
Που παίρνει παραγγελία στέκεται να σκεφτεί
Με το μολύβι σταματημένο πάνω στο μπλοκάκι,
Ο τύπος με το μπλε καπέλο του μπέιζμπολ
Κι η γυναίκα με τα σκούρα γυαλιά
Δείχνουν προβληματισμένοι εντελώς
Καθώς ανακατεύουν ξανά και ξανά τους καφέδες τους.

Αν σηκώσουν τα μάτια τους, μπορεί να δουν
Τον ίδιο τον Σωκράτη σκυμμένο πάνω απ’ την ψησταριά
Με λεκιασμένη λευκή ποδιά και καπέλο
Φτιαγμένο απ’ τη χθεσινή εφημερίδα,
Να ρίχνει μια ομελέτα με φιλοσοφημένο τρόπο,
Σ’ ένα μικρό τηγάνι μαυρισμένο απ’ τη φωτιά.



Ξύλινη εκκλησία

Δεν είναι παρά μια παρατημένη καλύβα με καμπαναριό
Κάτω απ’ τον καυτό καλοκαιρινό ουρανό
Σ’ έναν δρόμο απόμερο με ελάχιστη κίνηση
Όπου οι σκιές των ψηλών δέντρων
Αγγίζονται γαλήνια σαν μια σειρά από αγχόνες,
Και τα κοράκια χωρίς ψοφίμι στον ορίζοντα
Κρώζουν το ένα στο άλλο για περασμένα μεγαλεία.

Ίσως το εκκλησίασμα προσεύχεται ακόμα.
Αγρότες σε φωτογραφίες με βρωμιές από μύγες
Στέκονται στη σειρά με σκυμμένα κεφάλια
Λες και αφουγκράζονται τα βήματά σου που πλησιάζουν.
Ακούγονται τόσο αργά, που ίσως αναρωτιούνται
Πώς γίνεται να είμαστε εδώ τη μια στιγμή
Κι αμέσως μετά να έχουμε χαθεί για πάντα;

Δοκιμάζεις την κλειδωμένη πόρτα, ύστερα χτυπάς μια φορά.
Τα κοράκια μένουν κρυμμένα.
Ψηλά από πάνω σου, ο κεκλιμένος πύργος του καμπαναριού.
Ακόμα νιώθει το χτύπημα της τελευταίας καταιγίδας.
Κι έπειτα έρχεται η σιωπή του απογεύματος ...
Ακόμα κι ένας άπιστος θα νιώσει τη δύναμή της.



Θεραπεία με αναδρομές ζωής

Μου έδειξαν έναν κομψό αξιωματικό καβάλα στο άλογο
Να περνάει μπροστά από μια φλεγόμενη αγροικία
Και μια ξυπόλυτη γυναίκα με φθαρμένο νυχτικό
Να του πετάει πέτρες και να τον αποκαλεί Εωσφόρο,

Μου εξήγησαν την αιτία των ματωμένων επιδέσμων
Που έβλεπα ξανά και ξανά στο ίδιο όνειρο,
Μου γιάτρεψαν τον πόνο στη μέση που απέκτησα από τις υποκλίσεις στο παλιό μου αφεντικό,
Μ’ έκαναν να σταματήσω να βάζω πινέζες γύρω απ’ το κρεβάτι μου.

Όταν ήμουν παιδί με αχυρένια μαλλιά και μπαλωμένη φόρμα,
Οι κότες φώλιαζαν ελεύθερα στο κεφάλι μου.
Μερικές γεννούσαν τ’ αυγά τους καθώς έπαιζα το γιουκαλίλι
Κι η μάνα κι ο πατέρας μου έκαναν το σταυρό τους.

Ύστερα, είδα τον εαυτό μου σ’ ένα εγκαταλειμμένο βενζινάδικο
Να προσπαθεί να μετατρέψει ένα φέρετρο σε διαστημόπλοιο,
Να μαζεύει ρολόγια χαλασμένα σ’ ένα σπίτι στο Σαν Φρανσίσκο,
Να γράφει βρισιές με σπρέι σ’ έναν ανισόπεδο κόμβο.

Κάποιες μέρες, όμως, άνοιγαν τη μια πόρτα μετά την άλλη,
Ψάχνοντας σ’ όλα τα δωμάτια, αλλά δε μπορούσαν να με βρουν.
Μόνο ένα σιγανό τσίριγμα ακουγόταν που και που μες στο σκοτάδι,
Σαν καναρίνι μεταλλωρύχου που είχε πιαστεί σε ποντικοπαγίδα.


Από τη συλλογή Night Picnic – Νυχτερινό Πικνίκ, 2001


[ Ε  Π  Ε  Τ  Α  Ι        Σ  Υ  Ν  Ε  Χ  Ε  Ι  Α ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: