Η προδιάθεση, και όχι η ποίηση, προσφέρει την υποβλητική αίσθηση πως καταφέρνει κανείς να βρεθεί σε συνθήκες που καθιστούν τη σημασία προσελκυσμένη από υποκείμενα που διαδέχονται πλαίσια και ορμές.
Έχοντάς το διατυπωμένο πρότερα με πολλούς τρόπους, το αναδιατυπώνω: στην ποίηση, το υποκείμενο του εγώ απελευθερώνει τις δυνάμεις του για να απομείνει πλήρως εκτεθειμένο σ’ αυτή, παύεται αποφασιστικά ως εγώ μα και ως εμείς, παύει ολικά ώστε ολικά να ανακτηθεί. Όταν λοιπόν το υποκείμενο συστέλλεται, φρικιάζει με τις αναλογίες της ποίησης, αντί να απορρίπτει τις δυνάμεις του ―την αίσθηση της (συναισθηματικής και συγκινησιακής) ισχύς τους― ώστε να απομείνει πλήρως εκτεθειμένο για να δημιουργήσει, δεν είναι ποιητικό, είναι ιδεολογικό, είναι δηλαδή υποβλητικά προδιατεθειμένο. Εάν δεν ίσχυε αυτό, θα σήμαινε αναλόγως πως ένας ηθοποιός του θεάτρου σε ρόλο αυτόχειρα οφείλει να αυτοκτονεί στην πραγματικότητα, πως ένας δημοσιογράφος που ερευνά τη νυχτερινή εγκληματικότητα μιας περιοχής κάνει επιτόπια επίσκεψη μέρα μεσημέρι.
Για τους μη ποιητές εκείνο το αλλόκοτο τίποτα είναι δεσμευτικό ως κατάσταση ανακρίβειας, ως χάσμα, που προκαλεί φόβους επίδοσης μεταξύ υποκειμενικών αισθήσεων και ποίησης, ή, ορθότερα, λειτουργεί ως αδιαπραγμάτευτη αρχική αίσθηση, ενώ στον ποιητή προκαλεί δημιουργική ανανέωση. Ας παρατηρήσει κανείς με λίγη παραπάνω προσοχή από αυτή που συνήθως δίνει, τι είδους κείμενα προβάλλονται: σχεδόν απαρέγκλιτα όσα παρουσιάζουν το «υπαρξιακό χάος» ως κοινωνικοποιημένη έκφραση ή διαρρηγμένη επιθυμία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όσο περισσότερο γράφει κανείς τόσο περισσότερο επιτρέπει στη «δυσκολία» να εμποδίζει μια περαιτέρω κατανόηση που καταλύει πάγιες επιδράσεις, τόσο περισσότερο αποκτά νόημα παρά το δημιουργεί.
Σχέσεις μεταξύ γλώσσας και ιστορικού ή κοινωνικού νοήματος δεν υπάρχουν, όχι διότι τόσο η Ιστορία όσο και η Κοινωνία δεν μπορούν να διαχωριστούν από τη Γλώσσα, μα επειδή η Γλώσσα υπερσκελίζει και τις δυο, καθορίζει το νόημα και το περιεχόμενό τους, ακόμα και την απουσία νοήματος ή περιεχομένου. Οι δύο αυτές καταδείξεις διευρύνονται στο πεδίο κριτικής της γλώσσας της ποίησης και στο πεδίο κριτικής της ίδιας της κριτικής ενώ σ’ αυτό που γενικότερα θεωρείται και λαμβάνεται υπόψη ως κριτική περιορίζονται ή εκτιμώνται ως μονοσήμαντες.
Η ποίηση, παρά την κριτική ακριτομυθία, δεν αποτελεί προσπάθεια αναδιάταξης ή επικαιροποίησης κάποιας παρακαταθήκης απ’ όποιον προσπαθεί, και καταφέρνει, να περιβάλλει ένα παράδειγμα σε κάποιο πλαίσιο που εξυπηρετεί την αιτία και το αιτιατό που τον κατατρώγουν. Την επισήμανση αυτή δεν την αναφέρω ως ενδεικτική μα ως κανονιστική: η πεποίθηση πλαισίου είναι ρυθμιστής σχεδόν κάθε κειμένου που τιτλοφορείται σήμερα ως ποίημα, ενώ κάθε ποίημα δοκιμάζεται εκτός πλαισίων. Εντούτοις αστείρευτες ανοησίες στιχολογούνται ή αραδιάζονται ως υπομνήσεις σημαντικών θέσεων και έργων διότι δίχως αυτές, δίχως την καπηλεία σχέσης και απόδοσης κάποιας σημαντικής θέσης και έργου, τα αποτελέσματα τέτοιων αποπειρών δεν διαφέρουν από ένα εδεσματολόγιο. Αυτό μάλιστα, όντας συμπτωματικός σχολιασμός ετέρου έργου, εμπίπτει ουσιαστικά στη κατηγορία της λογοκλοπής, υπό την έννοια ―όπως απέδειξα πριν από χρόνια σε ειδικό δοκίμιο― πως όταν ένας έτερος λόγος αντιμετωπίζεται τροποποιητικά ως δικός είναι λογοκλοπή. Για χιλιοστή φορά: η ποίηση είναι ετερότητα/διαφορά, δεν είναι ιδεολογικό δελτάριο, συνταγολόγιο ή υπογεγραμμένη από ομόθυμους ανακοίνωση.
Η κριτική όσο παρεμβαίνει καταχρηστικά στη λογοτεχνική, δημιουργική ζωή, δεν καταφέρνει τίποτε άλλο από το να επικροτεί τα υποτιθέμενα «εκσυγχρονισμένα» δεδομένα της. Όσοι βγάζουν φλύκταινες όταν έρχονται αντιμέτωποι με τεκμήρια, καταφεύγουν σε ισχυρισμούς. Ωστόσο ακόμα κι ένας απλός ισχυρισμός δεν μπορεί να σταθεί δίχως εκείνο που εξαρτάται από την εκπλήρωσή του σ’ αυτόν, από εκείνο, δηλαδή, που διατηρείται σε διαρκή γνωσιακή ένταση προς το αντικείμενό του. Η σκέψη σταματά στο όριό της, όχι σε κάποια επιλογή. Όταν σταματά σε κάποια επιλογή, στο όριο κάποιας επιλογής, είναι γνήσιος δογματισμός. Πώς συνδέεται λοιπόν ο δογματισμός με την ποίηση; Υπάρχει δογματική ποίηση; Βεβαίως όχι.
Η ποίηση δεν χρειάζεται αποδείξεις της ολιγότητάς της γιατί αυτές παρέχονται από τη μη ποίηση.
Υπάρχει εκείνη η στιγμή που είναι πια πολύ αργά ακόμα και για να λεχθεί ψιθυριστά πως είναι πια πολύ αργά. Για τον καθένα. Αυτή είναι της ποίησης η αφετηρία, εννοώ των ποιητών η αφετηρία. Και σ’ αυτούς που είναι ήδη έτοιμοι να αποσπάσουν αυτού του κειμένου την καρδιά για να παρουσιάσουν παλμό στο δικό τους πτώμα, λέω: για το άνυσμα από την αφετηρία ως το αυτό χρειάζεται κάτι παραπάνω.
Ένας τρόπος είναι τρόπος ποίησης όταν δεν επικάθεται ερμηνευτικά ή σημασιολογικά σε ψυχικές καταστάσεις και πεποιθήσεις, στην ποίηση η έφαψη είναι στιγμιαία, η διάκριση είναι αιώνια. Όταν ένα κείμενο οφείλεται σε κάποια δέσμευση αποτελέσματος αποτελεί εκπληρωμένη αίσθηση ευφάνταστης προβολής. Απότοκο κάθε είδους συνθηκών πέραν της πνευματικής.
Ένας τρόπος στον οποίο δεσμεύονται αιτηματικές αντιδράσεις μπορεί να εφιστά την προσοχή στην τροπή που αποκτά μέσω αυτών η φαντασία, όμως η σύσταση του τρόπου είναι επιφατική καθώς πάραυτα, με τέτοιες αντιδράσεις, αποδεικνύεται πως ο,τιδήποτε εικάζεται δύναται να αποτελέσει καίρια προσλαμβάνουσα.
Η απόδοση πλαισιακών νοημάτων ή ιδιοτήτων σ’ ένα λογοτεχνικό, ποιητικό αντικείμενο, δεν βοηθά στην κατανόησή του, στην αντίληψη που μπορεί να έχει κάποιος γι’ αυτό. Όταν σκορπάς κεχρί για τα περιστέρια σε μια πλατεία δεν τα αντιλαμβάνεσαι βαθύτερα, δεν εστιάζεις πιο αποδοτικά σ’ αυτά ως αντικείμενο. Το αυτό ισχύει και για τις λέξεις, τις φράσεις, τη σύνταξη, τη στάση ή τη σχέση που φαντάζεται πως έχει κανείς με την ποίηση.
Όταν σχολιάζει ή εξετάσει κανείς την «εμπειρία» σε αντικείμενο, εγγυάται ή δεν εγγυάται σύμφωνα με το φανταστικώς εικάζον που επηρεάζει το συναίσθημα ή μόνο με την εμπειρία ενός συναισθήματος; Και, ανά περίπτωση, η «εμπειρία» αποτελεί τομέα ως ολότητα ή αφορά μόνο συγκεκριμένα της τμήματα; Τέτοιες σημασίες εξαρτώνται από το είδος ερμηνείας που αποδίδει κανείς στην ολοκλήρωσή τους ή στην ταυτότητα της συνείδησης, δηλαδή σε ένα εύρος προσαρμογής των αισθήσεων. Οι αισθήσεις σε αυτή την περίπτωση είναι αμβλυμμένες, περιορισμένες.
Η έκθεση απόψεων ή συναισθημάτων είναι ο ανοιχτός δρόμος προς την έκδοση και την αναγνώριση. Τόσο οι απόψεις όσο και τα συναισθήματα δεν παραδίδονται σε κάποια πνευματική ώση ώστε να αποκτηθεί δημιουργική τροπή, απεναντίας κάθε προσεκτική ή απρόσεκτη κατάθεσή τους θεωρείται ποίηση. Απόψεις και συναισθήματα ενισχύουν πτυχές πεποιθήσεων διότι ―ακριβώς διότι― μέσω αυτών δεν τροποποιούνται ούτε αναγνωρίζονται ηθικές και πνευματικές δυνατότητες, δεν αντέχουν στις υψηλές πιέσεις των προσπελάσεων με τις οποίες ασκείται κανείς στη δημιουργία ποίησης.
Κάθε υποβλητική προδιάθεση βρίσκεται φυλαγμένη σε «ορθές ερμηνείες» οι οποίες διατηρούνται επίκαιρες ως ασυναίσθητες εστιάσεις. Καθοδηγούν το υποκείμενό τους με μια αίσθηση που προσιδιάζει τόσο σε καθήκον, σε ικανότητα περίτεχνης αποκατάστασης. Κάτι τέτοιο, σε μια κοινωνία σαν την ελληνική, όπου όταν κάποιος κρίνεται πιστεύει πως κατηγορείται και όταν ένα κείμενο κρίνεται ευθύς αμέσως αναζητείται ένας τρόπος υπεράσπισής του, μπορεί να θεωρείται ποιητικό. Αυτό έχει να κάνει με το πως σε μια τέτοια κοινωνία αντιλαμβάνεται κανείς τα πάντα με βάση την προσδοκία που τρέφει γι’ αυτά. Ποτέ αλλιώς. Ακόμα και μια υπόνοια ενότητας νοήματος τρομοκρατεί τόσο που κάμποσες ποιητικές συλλογές θα κυκλοφορήσουν ταχύτατα για να αποδείξουν, εντέλει, το ανακριβές αντίθετο.
Η κατανόηση της γλώσσας της ποίησης, από την άλλη, δεν τίθεται ―παρά την εντύπωση που έχουν τόσοι και τόσοι― ως αμφισβητούμενο αντικείμενο μα ως οργανικό μέρος της ίδιας της γλώσσας της ποίησης. Η ποίηση μπορεί να τίθεται από πολλούς ως «κοινό πεδίο», εντούτοις το πεδίο αυτό δεν είναι κοινό επειδή στην πραγματικότητα η επιδίωξη μιας συνομιλητικής ολοκλήρωσης τίθεται στη θέση της ποίησης.
_________________
Το δοκίμιο γράφτηκε στις 16 Αυγούστου του 2022 και δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο ιστολόγιο του ποιητή τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.