«Σημάδια κίτρινα»: Το κίτρινο ως σημείο επαφής μεταξύ λόγου και εικόνας

O Mίλτος Σαχτούρης.
O Mίλτος Σαχτούρης. / (Επιχρωματισμένη) φωτ. Μιχάλης Αναστασίου

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση του ποιήματος του Μίλτου Σαχτούρη «Σημάδια κίτρινα» από την συλλογή Χρωμοτραύματα (1980) μέσα από το πρίσμα των διακαλλιτεχνικών και διαμεσικών σπουδών. H συλλογή ανήκει στην τρίτη ποιητική περίοδο του δημιουργού, στην οποία διαμορφώνει μια προσωπική μυθολογία που χαρακτηρίζεται από μια έντονη απολογιστική διάθεση. Η χρωματολογία στην συγκεκριμένη συλλογή του Σαχτούρη εμφανίζει έναν πολλαπλό ρόλο στην διαμόρφωση της αισθητικής και της ποιητικής του: γραμματικοσυντακτικό, εικαστικό, μορφολογικό και οντολογικό. Τα τραύματα της μεταπολεμικής εποχής αποκτούν μια τοπογραφία χρωματολογικά προσδιορισμένη, όπου κυριαρχεί το παράλογο καθώς και μια εξπρεσιονιστική αναδιάταξη της παράδοσης του παραμυθιού και των παραλογών.
Ο Μαρωνίτης θεωρεί την χρωματολογία ως μια βασική συντεταγμένη στην ποίηση του Σαχτούρη και ορίζει τρεις βασικές κατευθύνσεις που συντελούν στην ιδιαίτερη σημασία που διαδραματίζει το χρώμα στο εκφραστικό σύστημα του ποιητή: Η πρώτη κατεύθυνση είναι η στατιστική συχνότητα των λέξεων με χρωματικό περιεχόμενο στην ποιητική παραγωγή του δημιουργού. Η δεύτερη είναι η γραμματική κατάταξη των λέξεων με χρωματικό περιεχόμενο. Η τρίτη βασική έρευνα αφορά την συντακτική λειτουργία των χρωματικών φορέων: ποια είναι η φύση, δηλαδή, του υποκειμένου που δέχεται ένα χρώμα και ποια είναι η προσδοκώμενη ή απροσδόκητη σύζευξη χρωματικού όρου και υποκειμένου που τον δέχεται, είτε στο επίπεδο της κυριολεξίας είτε σε αυτό της μεταφοράς.[1] Έχοντας κατά νου αυτές τις πολύ χρήσιμες κατευθυντήριες γραμμές του Μαρωνίτη, μπορούμε να ξεκινήσουμε διαβάζοντας το ποίημα του Σαχτούρη, «Σημάδια κίτρινα».

ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΙΤΡΙΝΑ

Κίτρινα αερόπλοια ξάφνου γέμισαν τον ουρανό
άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα
κίτρινοι σκελετοί κούναγαν τα χέρια
και ουρλιάζαν
όπως και κίτρινες κανάρες μεγάλες
πεταλούδες με πόδια μικρών παιδιών που
κρέμονταν
μαζί μ’ αστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν
και τα μισούσαν
από τη γη κοίταζαν κίτρινοι
οι αστροναύτες
δεν το περίμεναν

Το κίτρινο χρώμα στο ποίημα αυτό, δεν λειτουργεί ως ένα χρωματικό πρόσημο με διακοσμητικό χαρακτήρα, αλλά εμφανίζει μια οντολογική βαρύτητα στο ποιητικό πλάτωμα, ορίζοντας ένα εφαπτόμενο χώρο μεταξύ λόγου και εικόνας, έναν διαμεσικό χώρο, ενώ παράλληλα αποτελεί κεντρικό τοπολογικό σημείο της εξπρεσιονιστικής του αισθητικής. Το κίτρινο είναι η λέξη, η οποία επιτρέπει την εισχώρηση του εικαστικού σώματος στο λογοτεχνικό σώμα του ποιήματος, δημιουργώντας «σημάδια» σε αυτό. Αυτά τα σημάδια λειτουργούν ως ερμηνευτικοί οδοδείκτες και σχηματίζουν με την επαναληψιμότητά τους μια χαρτογράφηση του ποιητικού κειμένου.
Αν θέσουμε ως υπόθεση εργασίας ότι το συγκεκριμένο ποίημα σκηνοθετεί στο κειμενικό του σώμα εικαστικά σημεία, και συγκεκριμένα ένα ορισμένο χρώμα, τότε μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το σημείο επαφής του εικαστικού και του λογοτεχνικού μέσου είναι το χρώμα κίτρινο. Το χρώμα αυτό, βέβαια, δεν εμφανίζεται οπτικά στο έργο, αλλά λεκτικοποιείται. Το ορατό γίνεται λεκτικό, αλλά φέρει, παράλληλα, όλη την εικαστική του παράδοση. Όταν εφάπτονται δύο διαφορετικές μορφές τέχνης, ακόμη κι όταν αυτό πραγματοποιείται σε ένα σκηνοθετημένο επίπεδο, τότε είθισται το εφαπτόμενο σημείο να εντοπίζεται στα ίχνη του απόντος καλλιτεχνικού μέσου, στην περίπτωσή μας, δηλαδή, της ζωγραφικής. Το ερώτημα, βέβαια, που προκύπτει είναι γιατί να προέρχεται το σημείο επαφής μεταξύ λόγου και εικόνας από το μέσο, το οποίο είναι αφηγηματολογικά πιο αδύναμο σε ένα έργο; Γιατί ακριβώς αυτή η απουσία ενός αναφερόμενου μέσου καθιστά ισχυρά και παρόντα τα ίχνη του. Αυτά τα ίχνη συνιστούν ανοίγματα, τα οποία επιτυγχάνουν έναν διαμεσικό διάλογο, ακόμη και αν αυτός σκηνοθετείται μέσα σε ένα μόνο μέσο, στο ποιητικό στην περίπτωσή μας σώμα. Το μεσικά μονοφωνικό σώμα του ποιήματος διακόπτεται και ένα άλλο μέσο, το εικαστικό, εμφανίζεται στην ποιητική σκηνή, επιτυγχάνοντας μια διαμεσική πολυφωνία.
Η φαντασία του ποιητικού υποκειμένου δημιουργεί ένα ονειρικό τοπίο που μπορεί να προσληφθεί ως ετεροτοπία, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει το κίτρινο. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι όλα τα ουσιαστικά του ποιήματος είναι κίτρινα. Το κίτρινο δεν χρωματίζει όμως εδώ απλά τις επιφάνειες, αλλά τους προσδίδει μια οντολογική βαρύτητα. Η ποιητική χαρτογράφηση αυτού του φανταστικού χώρου δομείται από κίτρινα σημάδια, που ως πινέζες καρφώνονται στο ποιητικό σώμα και δρουν καθοδηγητικά. Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό και οπτικά στο ποίημα, καθώς η λέξη «κίτρινο» εμφανίζεται συμμετρικά με μια συγκεκριμένη επαναληψιμότητα, καθορίζοντας τον ρυθμό του ποιήματος. Ο ρυθμός δεν είναι πλέον μόνο ακουστικός, αλλά οπτικοποιείται. Η λέξη «κίτρινο» λειτουργεί ως ένα σκαλί σε μια καθοδική πορεία, ξεκινάει, δηλαδή, στην πρώτη θέση ενός στίχου («Κίτρινα αερόπλοια ξάφνου γέμισαν τον ουρανό»), και μεταφέρεται όλο και δεξιότερα, για να καταλήξει ως τελευταία λέξη στον στίχο «από τη γη κοίταζαν κίτρινοι». Δεν είναι τυχαίος ο διασκελισμός που κατεβάζει έναν στίχο τους αστροναύτες. Πρόκειται για μια διαρκή μετατόπιση μεταξύ ουρανού και γης, παρότι οι δύο τοπολογίες δεν έχουν σαφές περίγραμμα και συνεχώς υπονομεύουν την τάξη των πραγμάτων. Τα αερόπλοια γέμισαν τον ουρανό, αλλά οι αστροναύτες από την γη κοίταζαν.
O οριοθετημένος ποιητικά και εικαστικά χώρος περιλαμβάνει τόσο φανταστικά όσο και πραγματικά στοιχεία. Αυτή η ανάμειξη ακολουθεί από την μια τους αισθητικούς κανόνες μια εξπρεσιονιστικής σκέψης και από την άλλη οδηγεί στην διατάραξη των ορίων μεταξύ του δυνατού και του αδύνατου. Βασικό εργαλείο της ποιητικής του Σαχτούρη είναι το παράλογο, το οποίο, ωστόσο, όπως επισημαίνει η Νόρα Αναγνωστάκη «στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας. Σπάνια χρησιμοποιείται με τους αχαλίνωτους τρόπους ενός ανερμάτιστου υποσυνείδητου» (158). Το παράλογο στον μεταπολεμικό ποιητή προέρχεται από την παράδοση των παραμυθιών και των δημοτικών τραγουδιών και αναμειγνύεται με την προσωπική του μυθολογία, η οποία αντανακλά μια κλιμακούμενη υπαρξιακή αγωνία. Ο υπαρξισμός του δεν είναι, ωστόσο, ιδεολογικός ή φιλοσοφικός, αλλά απορρέει, όπως επισημαίνει ο Κουτσούνης από την διαλεκτική και βιωματική σχέση με τα πράγματα γύρω του (12). Η ανατροπή των προσδοκώμενων ρόλων, τα υβριδικά πλάσματα που κινούνται μεταξύ μεταμορφώσεων και παραμορφώσεων, δημιουργούν μια δυστοπία, η οποία αντικατοπτρίζει τα μεταπολεμικά τραύματα.

Επιστρέφω στο ποίημα: όλα είναι κίτρινα, ακόμη και αν στην πραγματικότητα δεν είναι: κίτρινα αερόπλοια, κίτρινοι σκελετοί, κίτρινες κανάρες, αστέρια κίτρινα, κίτρινοι αστροναύτες. Το λυρικό υποκείμενο χτίζει ένα μονοχρωματικό εικονοποίημα, στο οποίο το χρώμα λειτουργεί, όπως παρατηρεί η Ιωακειμίδου ως κεντρικό αφηγηματολογικό και σημασιολογικό μοτίβο.[2] Γιατί τώρα ο Σαχτούρης επιλέγει το χρώμα κίτρινο; Οι ερμηνευτικές κατευθύνσεις μπορούν να είναι πολλές. Το κίτρινο συχνά προσδιορίζεται ως μακάβριο χρώμα, ενώ συνδέεται με έναν από τους τέσσερεις τύπους χαρακτήρων, σύμφωνα με την χυμοπαθολογία, τον τύπο του χολερικού. Ο χολερικός, ο οποίος έχει στο σώμα του μεγαλύτερα ποσοστά κίτρινης χολής, χαρακτηρίζεται από μεγάλη ευαισθησία και από πυρετώδη δραστηριότητα, σε αντίθεση με το φλεγματικό. Το κρίσιμο, ωστόσο, εδώ δεν είναι τι σημαίνει το χρώμα, αλλά πώς ένα χρώμα καθορίζει την μορφική και σημασιολογική δομή του ποιήματος και λειτουργεί ως εφαπτόμενο σημείο μεταξύ λόγου και εικόνας. Και εδώ εισάγεται η σκηνοθετημένη διαμεσικότητα, η οποία είναι σημαντική για την πραγμάτωση του ποιήματος. Χωρίς την χρωματική ποιότητα (χρωματικό στοιχείο, το οποίο σκηνοθετείται και κειμενοποιείται από το λυρικό υποκείμενο) χάνει το ποίημα την ουσία του. Τα δύο μεσικά σώματα, της ποίησης και της ζωγραφικής, βρίσκονται σε διαρκή επαφή πάνω στο ποιητικό πλάτωμα. Αν αποστασιοποιηθούν, χάνεται η επαφή τους και καταργείται το ίδιο το ποίημα. Αν αφαιρέσουμε με λίγα λόγια την λέξη κίτρινο από το ποίημα και χωρίσουμε τα δύο μεσικά σώματα τότε καταστρέφεται και το ίδιο το ποίημα.

Κάνω μια μικρή παρέκβαση στο σημείο αυτό για να επισημάνω ότι το κυρίαρχο χρωματικό τρίγωνο στον Σαχτούρη είναι το μαύρο (100 παραπομπές), το κόκκινο (60 παραπομπές) και το άσπρο (47 παραπομπές), μιλώντας με όρους συχνότητας που εμφανίζονται στο ποιητικό σώμα. Το χρώμα κίτρινο αντίθετα εμφανίζεται μόνο 11 φορές στο ποιητικό του έργο.[3] Δεν είναι ωστόσο μονοσήμαντη η λειτουργία του κάθε χρώματος στον Σαχτούρη, αλλά αντίθετα τα χρώματα εναλλάσσονται, συνδυάζονται συχνά ή αντικαθιστούν το ένα το άλλο με όρους που δεν υπακούν σε μια ορισμένη ερμηνευτική γραμμή. Αυτό που περισσότερο έχει σημασιολογική βαρύτητα είναι ότι το χρώμα επιλέγεται με έναν εξπρεσιονιστικό τρόπο και πλήττει την οποιαδήποτε χρωματική προσδοκία. Γιατί, δηλαδή τα τραύματα να είναι χρωματικά προσδιορισμένα; Γιατί ακριβώς το τραύμα προϋποθέτει ένα προσωπικό βίωμα, μια αντιπαράθεση μεταξύ του υποκειμένου και της πραγματικότητας, μια σύγκρουση προσωπική. Τα μεταπολεμικά τραύματα στον Σαχτούρη χρωματίζονται από την προσωπική του παλέτα, που ορίζεται από την ατομική του μνήμη. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν αφορά και την συλλογική μνήμη, ή ότι αυτή δεν μπορεί να αναπαρασταθεί στο ποίημα. Εκπροσωπείται, και αυτό γίνεται αφού ο ποιητής παράγει ένα ποίημα, που αποτελεί από μόνο του ένα επικοινωποινιακό συμβάν. Ωστόσο, το ποιητικό εγώ λειτουργεί ως κυρίαρχος διαμεσολαβητής.

Κάποια πραγματολογικά σχόλια είναι σημαντικά για την ανάδειξη της σχέσης του ποιητή με την ζωγραφική. Έτσι, μπορεί να κατανοηθεί ότι η επαφή μεταξύ λόγου και εικόνας δεν είναι τυχαία, αλλά αποτυπώνει ένα διαρκές εσωτερικό αισθητικό πρόταγμα του ποιητή. Ο Σαχτούρης περιγράφει ορισμένα ποιήματά του ως ζωγραφισμένη ποίηση και ομολογεί πως αν δεν ήταν ποιητής, θα μπορούσε να είναι μονάχα ζωγράφος. Τα ποιηματά του προσομοιάζουν σε σκηνικές συνθέσεις, ενώ χρησιμοποιεί παράλληλα την τεχνική του μοντάζ των εικόνων (Κουτσούνης 12). Γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Το ποίημα μου ξεκινά πάντοτε με μια εικόνα. Η πρώτη αυτή εικόνα είναι συχνά βοηθητική της κύριας που ακολουθεί. Άλλοτε πάλι συμβαίνει αυτή η πρώτη να είναι και η κυρίαρχη εικόνα του ποιήματος». (Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος 1997, 148).

Η εικόνα λειτουργεί ως μια τεκτονική ενότητα στο ποίημα, ως διαμεσολαβητής μεταξύ ιδέας και μορφής.[4] Έχει συνεπώς συντακτικό και σημασιολογικό χαρακτήρα. Ο Γιάννης Δάλλας εντοπίζει τρία δομικά στοιχεία στο σαχτουρικό ποίημα: πρώτον μια ιστορία-μήνυμα, δεύτερον την σκηνική διάρθρωση: διαδoχικές σκηνές με προτίμηση στα γκρο πλαν που δείχνουν την ιστορία εν κινήσει και τρίτον, η ιδεοπλαστική εικόνα, η οποία ορίζει μια ισοτιμία μεταξύ της ιδέας και της πλαστικής της απεικόνισης.[5] Τα «Σημάδια κίτρινα» δομούνται, συνεπώς, από μια σειρά σκηνών, οι οποίες σημασιολογικά δρουν αυτοδύναμα η μια από την άλλη και σχηματίζουν ένα παράλογο λυρικό τοπίο. Συνεκτικό δομικό στοιχείο σε αυτήν την σύνθεση είναι η ιδεοπλαστική εικόνα, ένα κίτρινο αντικείμενο που αλλάζει συνεχώς μορφή και το οποίο συνδέει το καθημερινό με το ανοίκειο. Αυτή η αμφίσημη λειτουργία της εικόνας περιγράφεται από τον Δάλλα ως αντιπαράσταση.[6] Πρόκειται για μια αντιπαράσταση πραγμάτων, καταστάσεων και διαφορετικών επιπέδων. Αυτός ο όρος αιτιολογεί τον δίσημο χαρακτήρα αυτής της ποιητικής, ο οποίος ακολουθεί, από την μια, τις αρχές του παραλόγου και του φανταστικού και μιμείται, από την άλλη, το πραγματικό αποκαλύπτοντας την τραγική του φύση. Όταν όλα φαίνονται να έχουν χάσει το σημασιολογικό τους πρόσημο, γίνεται ξάφνου μια σύνδεση με την καθημερινή πραγματικότητα που εξισορροπεί το μη αναπαραστάσιμο νοηματοδοτώντας το. Ο Σαχτούρης σχολιάζει ως εξής την σχέση του με την ζωγραφική:

Η ζωγραφική με βοήθησε πολύ στην ποίησή μου. Ορισμένα ποιήματα βγήκαν από οράματα ζωγράφων, που είχα δει, και από εικόνες εν γένει. Αυτά που ζωγραφίζω εγώ είναι ποιήματα. Δεν είναι ζωγραφιές. Είναι ξεσπάσματα. Το χαρτί πάνω στο οποίο σχεδιάζω, σχίζεται σχεδόν από την πίεση του μπικ.[7]

Το χρώμα για τον Σαχτούρη αποτελεί όπως επισημαίνει η Νόρα Αναγνωστάκη ισότιμη πρώτη ύλη με την λέξη. «Τα χρώματα», συνεχίζει, «αντιστοιχούν σε βασικά ζωικά υπόβαθρα, σε διαθέσεις καθορισμένες σε τόνους χρωμάτων» (166).[8] Άρα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το χρώμα κίτρινο λειτουργεί ως ένας τελεστής δράσης στο ποίημα που καθορίζει την φυσιογνωμία του, η οποία είναι διαμεσική. Φόρμες και χρώματα λεκτικοποιούνται και οι λέξεις παράλληλα αποκτούν έναν οπτικό χαρακτήρα και δείχνουν. Το ποίημα «Σημάδια κίτρινα» αν το ερμηνεύσουμε με εικαστικούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Από την μια, όλα όσα αιωρούνται στον ουρανό και από την άλλη, όσα πατούν στην γη. Έτσι, στο πρώτο επίπεδο, το ουράνιο, έχουμε «κίτρινα αερόπλοια», «κίτρινες κανάρες μεγάλες πεταλούδες με πόδια μικρών παιδιών», «αστέρια κίτρινα». Στο γήινο επίπεδο έχουμε κίτρινους σκελετούς και κίτρινους αστροναύτες. Το ενδιαφέρον παρουσιάζεται στο γεγονός, ότι οι δύο κίτρινοι τελεστές που βρίσκονται στην γη επιδιώκουν επικοινωνία με το ουράνιο επίπεδο. Έτσι, «οι κίτρινοι σκελετοί κουνάγαν τα χέρια και ουρλιάζαν» ενώ «από την γη κοίταζαν κίτρινοι οι αστροναύτες». Προφανώς, τόσο τα αιωρούμενα χέρια όσο και το βλέμμα των αστροναυτών απευθύνονται στον ουρανό. Ο λόγος που επιχειρώ αυτό το διάγραμμα είναι για να αναδείξω πόσο ο εικαστικός τρόπος γραφής του Σαχτούρη είναι καθοριστικός για την ερμηνευτική κατεύθυνση του έργου του. Σε αυτό το σχέδιο μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια αισθητική αρχή του Σαχτούρη: ο στόχος του, όπως σχολιάζει η Αναγνωστάκη, είναι ο ουρανός, «η γαλήνια όψη της αποτρόπαιης ζωής, ο τόνος μιας αθωότητας και μιας χαράς, η θέση της καθάρσεως από των παθημάτων» (163). Διαβάζουμε στους δυο καταληκτήριους στίχους από «Τα χελιδόνια μου» της συλλογής Το σκεύος (1971): «μονάχα ο ουρανός σας έχει απομείνει / μα να’ ναι για σας τώρα Ουρανός;» Η ποίηση του Σαχτούρη δεν είναι, συνεπώς, απαισιόδοξη γιατί ο ουρανός είναι ένα διαρκές ζητούμενο ακόμη κι αν διαψεύδεται. Ο ίδιος ομολογεί: «Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό».

Θα κλείσω την παρούσα διακαλλιτεχνική παρέμβαση αποθέτοντας κάποια άλλα σημάδια κίτρινα ή αλλιώς σημάδια στο κίτρινο, αμιγώς εικαστικά αυτήν την φορά. Ο Πάουλ Κλέε διαγνώσθηκε το 1936 με μια σπάνια ασθένεια που τον οδήγησε στο θάνατο. Έναν χρόνο μετά την εμφάνιση της αρρώστιας του και ενώ βρίσκεται σε μια πυρετώδη περίοδο δημιουργίας συνθέτει το έργο «Signs in yellow». Σε αυτό το έργο αποτυπώνονται με εξπρεσιονιστικό τρόπο διάφορες αποχρώσεις του κίτρινου οι οποίες ορίζουν γεωμετρικά σχήματα και διακόπτονται από κάποια έντονα μαύρα σημεία, που μοιάζουν με επινοημένα ιερογλυφικά ή και με παιδικά ορνιθοσκαλίσματα. Ο τίτλος θα μπορούσε να ερμηνευθεί τόσο ως κίτρινα σημάδια όσο και ως σημάδια στο κίτρινο. Το κίτρινο είτε ως φόντο είτε ως κεντρικός εικαστικός τελεστής δημιουργεί ένα μονοχρωματικό εικαστικό τοπίο, το οποίο θα μπορούσε να συνεξεταστεί με το ποίημα του Σαχτούρη. Θέλω να καταλήξω με αυτό στο συμπέρασμα ότι ο Σαχτούρης είναι ένας ποιητής που γράφει με εικαστικό τρόπο και για αυτό μια διαμεσική προσέγγιση μπορεί να εμπλουτίσει ερμηνευτικά το έργο του.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Sohns, Hanna και Johannes Ungelenk. «Einleitung», στο: Berühren Lesen, επιμέλεια: Hanna Sohns και Johannes Ungelenk. Βερολίνο: August, 2021.
Αναγνωστάκη, Νόρα. Διαδρομή. Δοκίμια Κριτικής (1960-1995), Νεφέλη 1995.
Δάλλας, Γιάννης. Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, Kείμενα 1979.
Ιωακειμίδου, Λητώ. «Από το μελαγχολικό στο κραυγαλέο: η ποιητική της εικόνας στο εξπρεσιονιστικό τοπίο», στο: Η ποιητική του τοπίου. Τομ. 2., επιμέλεια: Ευριπίδης Γαραντούδης. Aθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2019, 319-335.
Κουτσούνης, Στάθης. «Η ποίηση και η ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη»,Φιλολογική 92 (2005): 10-14.
Μαρωνίτης, Δημήτρης Ν. Μίλτος Σαχτούρης. Άνθρωποι-Χρώματα-Ζώα-Μηχανές, Γνώση 1980.
Σαχτούρης, Μίλτος. Ποιήματα (1980-1998), Κέδρος 2001.
Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης. «Ο Μίλτος Σαχτούρης και το δραματικό παιχνίδι των χρωμάτων», Χάρτης#31 (Ιουλ. 2021).


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: