«Ο τάφος είναι πέρασμα προς την Αθανασία»: Ο B΄ Παγκόσμιος πόλεμος και τα κύκνεια άσματα του Κωστή Παλαμά

Κωστής Παλαμάς
Κωστής Παλαμάς / Σχέδιο Πάβλος Χαμπίδης

Με την άδοξη και τραγική για τα ελληνικά όπλα λήξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η Ελλάδα εισέρχεται εκ των πραγμάτων σε μια εντελώς διαφορετική εποχή, τόσο (εκ των πραγμάτων) εδαφικά και πληθυσμιακά όσο, προφανώς, και καλλιτεχνικά κι εν γένει πολιτισμικά. Η εκκωφαντική κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας» παρασέρνει αυτομάτως στη λήθη έναν σχεδόν αιώνα εθνικής Λογοτεχνίας αφιερωμένης στον αλυτρωτικό σκοπό, με την ταμπέλα της ανεπίκαιρης, της ξεπερασμένης από τις ίδιες τις συνθήκες και της μη ικανής να ερμηνεύσει πια την καινοφανή πραγματικότητα. Οι Έλληνες ποιητές, ευρισκόμενοι ενώπιον των τεκτονικών αυτών ανατροπών, επιχειρούν να διαχειριστούν το σοκ (κι όχι πάντοτε, μάλιστα, με την ίδια επιτυχία) είτε με τη φυγή στον μηδενισμό, την απαισιοδοξία και τον σκληρό σαρκασμό και κυνισμό (περιπτώσεις Καρυωτάκη και μεσοπολεμικών «νεοσυμβολιστών» επιγόνων του) είτε με την καταφυγή στην παραμυθία των καινοτόμων ουτοπικών θεωριών σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής φύσης (περιπτώσεις Βάρναλη και σοσιαλιστών λογοτεχνών) είτε, ακόμα, και με την προσπάθεια για μια νέα καλλιτεχνική συνεκτική αφήγηση, αμιγώς, ωστόσο, νεωτερική αυτή τη φορά, έτσι όπως θα σχηματοποιηθεί σταδιακά κατά τα επόμενα χρόνια από την περίφημη «Γενιά του ’30» (με προεξάρχουσες φωνές εκείνες των Σεφέρη και Ελύτη).
Ο Κωστής Παλαμάς, βασικός πυλώνας των νεοελληνικών γραμμάτων και της κριτικής ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς και μείζων καλλιτεχνικός κήρυκας της ιδεολογίας της εδαφικής επέκτασης, δυσκολεύεται, ομολογουμένως, εξαιρετικά να επανεφεύρει τον εαυτό του στις νέες συνθήκες. Παρόλο που δεν τρέφει ψευδαισθήσεις ανάκτησης του μεγαλοϊδεατικού μεγαλείου και «κηδεύει» ποιητικά τον ποιητή - προφήτη από τις ίδιες κιόλας μέρες της πτώσης της Μικράς Ασίας με τους Λύκους του, η κατ’ εξοχήν ποιητική προσφορά του, εντούτοις, στον Μεσοπόλεμο που ακολουθεί κρίνεται μάλλον ως αναιμική και ελάσσων στη σύγκριση με τις κυρίαρχες και ισχυρές στιγμές του έργου του. Οι ποιητικές συλλογές που εκδίδει, ηλικιωμένος πια, παρά τις επιμέρους δυνατές στιγμές τους και παρά τις εφήμερες τιμές που γνωρίζουν από τμήμα της ποιητικής σέκτας το οποίο επιχειρεί απλώς να κερδίσει την εύνοια του μεγάλου ποιητή, ασφαλώς και δεν έχουν τη δυναμική άλλων εποχών, με τη γραφή του να μιμείται περισσότερο αυτό που κάποτε ο δημιουργός είχε κατορθώσει να φτάσει και τη φωνή του να εξασθενεί ποιητικά διαρκώς. Ταυτόχρονα, ένα ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι των νεότερων ποιητών επιχειρεί εναγωνίως να διαφύγει από τη σκιά και την κυριαρχία του, είτε μουσειοποιώντας τον και κατηγοριοποιώντας τον μονάχα ως περσόνα μιας εποχής αλλοτινής που πέρασε ανεπιστρεπτί είτε ακόμα και αρνούμενο προγραμματικά και εκκωφαντικά τις ποιητικές συνάφειες με τον κόσμο και τη γραφή του, αλλά και με τα όσα εκείνος πρεσβεύει.
Όλα τα στοιχεία, επομένως, δείχνουν αμφίβολα ότι τα «μεγάλα έργα» του Κωστή Παλαμά βρίσκονται πλέον στο παρελθόν, ανήκοντας ανεπιστρεπτί, όπως και εκείνος, σε μια Ελλάδα που έχει παρέλθει, με τον ίδιο να αποδυναμώνεται τόσο σωματικά όσο και πνευματικά μέρα με τη μέρα εντός της ιδιάζουσας «τιμητικής αποστρατείας» που βρίσκεται, υποφέροντας από την αδυναμία του να εκφραστεί όπως άλλοτε και αντιμετωπίζοντας, μάλιστα, και σοβαρότατα προβλήματα υγείας, όλο και περισσότερα με το πέρασμα των ετών. Στην ένατη, λοιπόν, δεκαετία της ζωής του μείζονος ποιητή και κόντρα σε κάθε νομοτελειακή και αναμενόμενη ροή των γεγονότων, βρίσκεται ξαφνικά ένας άνθρωπος ο οποίος, μέσω της ετερογονίας των σκοπών που καθορίζουν εντέλει την ευρύτερη κίνηση του κόσμου, τον οδηγεί σε ένα βίαιο και εκκωφαντικό ξύπνημα από την καλλιτεχνική του χειμερία νάρκη, ένα έσχατο ξύπνημα που προσέφερε στην αιωνιότητα ορισμένους από τους καλύτερους και πλέον αποφθεγματικούς του στίχους. Και το όνομα αυτού του ανθρώπου: Μπενίτο Μουσολίνι!
Η παντελώς παράλογη και υπερφίαλη επιλογή του φασίστα δικτάτορα να επιτεθεί στην (ευρισκόμενη, επίσης, υπό δικτατορικό καθεστώς) Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου του 1940 γέννησε μια ανείπωτη εθνική και λαϊκή ομοψυχία που όμοιά της ο Ελληνισμός δεν έχει εκ νέου γνωρίσει. Ο ελληνικός λαός, ενδεχομένως για πρώτη και τελευταία φορά, έβαλε μονομιάς στην άκρη τις ιδεολογικές, πολιτικές και κομματικές του διαφορές και δόθηκε στον αγώνα της υπεράσπισης της εδαφικής του ακεραιότητας με ανείπωτη αυταπάρνηση. Όλοι οι τομείς των τεχνών, από το (κυρίαρχο στη διαμόρφωση του αφηγήματος της συγκυρίας) τραγούδι και το θέατρο μέχρι την ποίηση, το χρονογράφημα και τις εικαστικές τέχνες, προσέφεραν ολόψυχα όλο τους το είναι, από την πρώτη κιόλας στιγμή, στον εθνικό αγώνα, δρώντας αφενός υποστηρικτικά ως προς τις ενέργειες του ελληνικού στρατού που κατόρθωσε να αντεπιτεθεί επιτυχώς, επεκτείνοντας, μάλιστα, τις θέσεις του εκτός των εδαφικών του ορίων και, αφετέρου, υπονομευτικά ως προς τη φασιστική Ιταλία και τον τυχοδιώκτη ηγέτη της που τοποθετείται στο στόχαστρο της κριτικής και της εξευτελιστικής σάτιρας. Από τον οριζόντιο αυτόν παλλαϊκό ξεσηκωμό και παρά το προχωρημένο της ηλικίας, ήταν αδύνατο να λείψει εκείνος που υπήρξε για δεκαετίες ο βασικός ιεροφάντης του ποιητικού επιστητού. Ο Κωστής Παλαμάς, λοιπόν, δονείται από την πρώτη κιόλας στιγμή και επανέρχεται δυναμικά από την εκούσια απόσυρση, συναισθανόμενος το χρέος του απέναντι στο ίδιο του το έργο, στον κοινωνικό του ρόλο, καθώς εντέλει και στην ελληνική Ιστορία.
Μόλις δυο εβδομάδες μετά την απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου κι ενώ ακόμα ο ιταλικός στρατός προελαύνει προσωρινά στο μέτωπο της Ηπείρου προτού ολοκληρωθεί πλήρως η ελληνική επιστράτευση, ο Κωστής Παλαμάς γράφει και δημοσιεύει στις 10 Νοεμβρίου στα Αθηναϊκά Νέα (πρόδρομη εφημερίδα των σημερινών Νέων) ένα ολιγόστιχο και αποφθεγματικό ποίημα που έμελλε να καθορίσει την εποχή εμπλουτίζοντας τον ποιητικό κανόνα και το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία από την πρώτη κιόλας στιγμή, συνοδεύοντας στρατιώτες στο μέτωπο και κυκλοφορώντας ως προτροπή από στόμα σε στόμα. Το ποίημα τιτλοφορείται συνειδητά «Στη νεολαία μας», με τον ποιητή να διαχωρίζει, έτσι, ντε φάκτο τον εαυτό του ηλικιακά από τους κατ’ εξοχήν πρωταγωνιστές της περιόδου, κατηγοριοποιούμενος εκ των πραγμάτων στους επιτελικούς ή τους απόμαχους, αλλά και ανασταίνοντας, παράλληλα, τον ευρύτερο κοινωνικό ρόλο του «εθνικού» λογοτέχνη που εποπτεύει συνολικά τον λαό και τον συμβουλεύει με σοφία από την απόσταση του συντελεσμένου έργου και του βάθρου του. Εδώ, χρησιμοποιώντας τον απλό (και εύληπτο από τις πλατιές λαϊκές μάζες των «μη ειδημόνων») ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, απευθύνεται σε β΄ πληθυντικό πρόσωπο στους νέους που ετοιμάζονται να σταλούν στο μέτωπο, εμψυχώνοντάς τους και καλώντας τους να φανούν αντάξιοι των προγόνων και των ηρωικών παραδειγμάτων του παρελθόντος.
Ο Παλαμάς δηλώνει εξαρχής την απόστασή του από τα άμεσα γεγονότα και τις εξελίξεις, μιας και το «πρεσβυτικό κεφάλι» του βρίσκεται μακριά από «του κόσμου τη βουή» [όχι, όμως, και από τη στιχουργική δεινότητα, μιας και πραγματοποιεί τρεις παρηχήσεις στον ίδιο στίχο], σε μια εθελούσια απομάκρυνση, δηλαδή, από την πρώτη γραμμή των αγώνων. Η προγραμματική, ωστόσο, σιγουριά του για τον ηρωισμό των οπλιτών και την δικαίωση του νέου εθνικού αγώνα κατορθώνουν να τον κρατήσουν «ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη» των καταιγιστικών γεγονότων. Ο ποιητής δεν χρειάζεται να αναλωθεί πια σε εκατοντάδες στίχων και εικόνων ούτε σε περιγραφές εξορμήσεων και εποποιιών όπως έπραττε στο παρελθόν –αντιθέτως, με μια, απροσδόκητη για εκείνον, βραχυλογία, θα συμβουλεύσει τους νέους στρατιώτες σε έναν και μόνο στίχο: «Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του ’21». Με τη συνειδητή σύνδεση του δεδομένου ηρωικού προτύπου και της αίσιας έκβασής του με το (αδιαμόρφωτο ακόμα) παρόν, ο Παλαμάς προσπαθεί να προεξοφλήσει (και εμμέσως να προκαλέσει) την επιτυχία και της παρούσας εθνικής περιπέτειας, η οποία πρόκειται, σύμφωνα με το σκεπτικό του, να επέλθει νομοτελειακά, μιας και εγγράφεται μέσα σε μια οργανική συνέχεια εθνικών αγώνων με σχέση ισότιμη. Το παρελθόν εξετάζεται ταυτόχρονα και παραδειγματικά και συνταγματικά, όντας σε θέση και να συνταυτιστεί με το τώρα και να σταθεί, εξίσου, σε απόσταση ως ο υπερβατικός εκείνος οδοδείκτης του που παρέχει τη δυνατότητα της αυτοϋπέρβασης. Οι αγώνες του παρελθόντος αποτελούν, δηλαδή, κάτι το ιδεώδες αλλά και, συνάμα, κάτι το άμεσα απτό και επίκαιρο, γεγονός που αποδεικνύεται και από την απίστευτη επιτυχία του συγκεκριμένου τετράστιχου, το οποίο, μάλιστα, πολλές φορές αναγιγνώσκεται εσφαλμένα, μιας και τοποθετείται ετεροκαθοριζόμενο στο κοσμοείδωλο και σε συμφραζόμενα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και συντροφεύει αντίστοιχες γιορτές και εκδηλώσεις, απομακρυσμένο από την αρχική του στόχευση. Ας κρατηθεί, τέλος, και η έννοια του «αθάνατου», μιας και θα μας χρησιμεύσει απόλυτα για το αμέσως επόμενο ποίημα που θα εξετάσουμε.
Λίγους μήνες αργότερα, λοιπόν, ο Παλαμάς θα επανέλθει εκ νέου στην εν εξελίξει πολεμική αναμέτρηση, με τα δεδομένα στις αρχές Απρίλη του 1941 να είναι, βέβαια, εντελώς διαφορετικά: ο ελληνικός στρατός έχει ταπεινώσει τον ιταλικό προχωρώντας βαθιά μέσα στην περιοχή της Βόρειας Ηπείρου, ενώ έχει αρχίσει να κρέμεται πλέον πάνω από την Ελλάδα και η σκιά μιας επαπειλούμενης γερμανικής / ναζιστικής εισβολής, μιας και ο Αδόλφος Χίτλερ καλείται να σώσει την τιμή του εξευτελισμένου Μουσολίνι και της βαλτωμένης ελληνικής εκστρατείας του. Αυτό δεν εμποδίζει, ωστόσο, τον ποιητή να προεξοφλεί την τελική «Νίκη», όπως τιτλοφορεί το ποίημα, αν και οι ραγδαίες εξελίξεις των ημερών που ακολουθούν αποτελούν μάλλον τον ανασταλτικό παράγοντα για την άμεση δημοσίευσή του (θα δημοσιευτεί μόλις το 1945, φωτιζόμενο διαφορετικά από τα όσα έχουν μεσολαβήσει τα οποία και θα εξετάσουμε αργότερα). Πράγματι, λίγες μόλις μέρες αργότερα, η γερμανική επίθεση θα ανατρέψει κάθε σχεδιασμό και θα σημάνει την κατάρρευση της ελληνικής άμυνας εντός ελάχιστου χρονικού διαστήματος και μαζί της τη συνακόλουθη θραύση του «πνεύματος του μετώπου» και της αδιαίρετης εθνικής και λαϊκής ενότητας που κυριάρχησε επί μισό χρόνο.
Στη «Νίκη», εντούτοις, ο Κωστής Παλαμάς, εκ νέου από την ίδια θέση απόστασης από τα γεγονότα με το προηγούμενο ποίημα, θα δηλώσει περισσότερο από ποτέ τη σιγουριά του για την τελική ελληνική επικράτηση, μιας και αυτή βασίζεται, αρχικά, στην έμπρακτη πολεμική επιτυχία των μηνών που έχουν προηγηθεί: «Παιδιά μου, ο πόλεμος για σας περνάει θριαμβευτής». Σε συνέχεια του οκτάστιχου ποιήματος, ο ποιητής θα επιδιώξει να δώσει τους λόγους αυτής της επιτυχίας και της τελικής «νίκης» που νομοτελειακά θα ακολουθήσει, μιας και, όπως σημειώνει, ο πόλεμος των Ελλήνων είναι δίκαιος, κόντρα στους «άδικους» Ιταλούς, γι’ αυτό και ταυτίζεται όχι απλά με μια στείρα και απλή εκδίκηση, αλλά με την «άνοιξη και τη δημιουργία», γεννώντας, δηλαδή, μέσα από τις στάχτες του ό,τι πιο θετικό και ελπιδοφόρο υπάρχει και συνδέοντας, έτσι, το ποίημα με αντίστοιχα του παλαμικού σύμπαντος, όπου ο πόλεμος φέρει το ρόλο του πατέρα που θα γεννήσει ένα νέο αφήγημα κι έναν καινοφανή κόσμο. Ο Παλαμάς θα προχωρήσει κι ένα βήμα παραπέρα, αιτιολογώντας πως η επερχόμενη ελληνική νίκη είναι δεδομένη, μιας και η ίδια η Ελλάδα φέρει, επίσης, εγγενώς μέσα στην ταυτότητά της τη «δόξα» και την «αλήθεια», επενδύοντας, παράλληλα, τις ποιητικές αποφάνσεις με την (απαραίτητη πριν τη νεωτερική «θραύση» του κοσμοειδώλου) μεταφυσική εγγύηση σωτηρίας («παντοδύναμος την έπλασε τεχνίτης»), εν είδει μιας υπερβατικής επίρρωσης των λεγομένων του.
Ας εστιάσουμε, ωστόσο, λίγο παραπάνω σε δύο χαρακτηριστικά σημεία του αδημοσίευτου αυτού ποιήματος: -> Πρώτον στον στίχο που δηλοί πως «η Ελλάδα είν’ αβασίλευτη», αναφερόμενος, προφανώς, σε ένα πρώτο επίπεδο στην ξένη μπότα του δυνάστη που θα αποτύχει να την κατακτήσει, αλλά κλείνοντας, παράλληλα, και το μάτι στις δεκαετίες εθνικών διχασμών περί στέμματος που έχουν προηγηθεί, μιας και πλέον, μπροστά στα καινούρια δεδομένα, οι αντιθέσεις του παρελθόντος φαίνεται να έχουν αυτομάτως ξεπεραστεί (ας ιδωθεί, βέβαια, και στα δεδομένα του 1945 που πρωτοδημοσιεύεται, με ένα νέο δίπολο διεκδίκησης της εξουσίας να έχει αναδυθεί). -> Δεύτερον και ακόμα σημαντικότερον, ας εξεταστεί το τελευταίο δίστιχο του ποιήματος, εκ νέου δρώντας ως γνωμικό, όπως και στο προηγούμενο τετράστιχο του 1940, με ευρύτερες αυτή τη φορά τις στοχεύσεις του: «Κι αν είναι, και στον πόλεμο μέσα, η ζωή θυσία, / ο τάφος είναι πέρασμα προς την Αθανασία» θα δηλώσει ο Παλαμάς, κλείνοντας τη δημιουργική πορεία επτά δεκαετιών στους υψηλότερους δυνατούς τόνους και συμπυκνώνοντας την πείρα μιας ολόκληρης ζωής. Η προτροπή προς τους στρατιώτες να μην φοβηθούν να χάσουν τη ζωή τους για τον εθνικό σκοπό της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας σύντομα καθίσταται μονάχα μια επιφάνεια, πίσω από την οποία ο ποιητής επιδιώκει να συνενώσει τον κάθε ανθρώπινο αγώνα για έναν υπερβατικό σκοπό, την κάθε καλλιτεχνική μάχη που επιδιώκει να υπερβεί την εποχή της και να επιβιώσει, χτυπώντας, παράλληλα, κατάσαρκα τον αιώνιο και απόλυτο εχθρό της τέχνης, τον ίδιο το θάνατο που δεν κατόρθωσαν στο έργο του να νικήσουν ούτε Διγενήδες ούτε φιλόσοφοι ούτε βασιλείς. Εντέλει θα τον καταστήσει ανεπίκαιρο απλά η θυσία για ένα ιδανικό, για έναν σκοπό που υπερβαίνει την ατομικότητα και η «Αθανασία» πρόκειται να κερδηθεί από τον απλό και «ανώνυμο» στρατιώτη εξίσου με τον φτασμένο εθνικό ποιητή. Όσο μερίδιο φέρει ο τελευταίος στην αιωνιότητα, θα το έχει αποκτήσει, εντέλει, με το σπαθί του και ο πρώτος.
Η ζωή, πάντως, όπως αναφέρθηκε εμμέσως και πρωτύτερα, κινείται προς τα μπρος από μη ελέγξιμα νήματα και από εκατοντάδες τυχαίες μεταβλητές που οδηγούν την πορεία της προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Στην περίπτωση δε του Κωστή Παλαμά, ήταν εντέλει ο ίδιος πόλεμος που τον ξύπνησε για τελευταία φορά από τον ποιητικό λήθαργο εκείνος που θα του στερούσε εμμέσως και τη ζωή, μιας και οι κακουχίες της Κατοχής επέδρασαν καθοριστικά πάνω στην ήδη ηλικιωμένη και ασθενή του φύση, οδηγώντας τον το 1943, ενδεχομένως μερικούς μήνες ή χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι θα συνέβαινε υπό άλλες συνθήκες, στο στερνό ταξίδι και στο δικό του «πέρασμα προς την Αθανασία». Τα όσα συνέβησαν στην κηδεία του έμειναν προφανώς στην Ιστορία και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν αναλυτικά από τις γραμμές αυτές, μιας και σύσσωμος ο ελληνικός λαός θυμήθηκε κάτι από την ξεχασμένη ενότητα των πρώτων στιγμών του μετώπου και τον οδήγησε μαζικά στην ύστατη κατοικία του, μετατρέποντας την τελετή σε ανοιχτά αντικατοχική και αντιναζιστική διαδήλωση. Ήταν τότε η σειρά του Άγγελου Σικελιανού να πάρει τη σκυτάλη και το «χρίσμα» του εθνικού ποιητή, αν και η συνέχιση της δικής του πορείας στην Ελλάδα πια του εμφυλίου και των στενά οριοθετημένων διπόλων υπήρξε, ομολογουμένως, και άδικη και άδοξη για το μέγεθος και τις προθέσεις του. Ο Παλαμάς, ωστόσο, μέσω και των προαναφερθέντων ποιημάτων (που δεν υπήρξαν, μεν, τυπικά τα τελευταία, αλλά επιλέχθηκαν από τον Γ. Κατσίμπαλη ανάμεσα σε διάσπαρτους στίχους της περιόδου ώστε να κλείσουν δυναμικά την εκδοτική καλλιτεχνική του πορεία), καθώς και του ίδιου του θανάτου του, κατέστη εντέλει στο διηνεκές αναπόσπαστο σύμβολο ενός ακόμη πολέμου και μιας ακόμη εθνικής εξόρμησης και περιπέτειας που φαινομενικά και ηλικιακά δεν είχε να κάνει ούτε με τη γενιά ούτε με το καλλιτεχνικό και αισθητικό αφήγημά του (κανείς π.χ. δεν διανοείται να συσχετίσει την κηδεία της επίσης υπέργηρης Μυρτιώτισσας με τους φορείς της Χούντας της 21ης Απριλίου που παρέστησαν, μιας και έχουν μεσολαβήσει τεράστιες τεκτονικές μετατοπίσεις από την κατ’ εξοχήν εποχή δράσης του ποιητικού υποκειμένου ― ο θάνατος, ωστόσο, του Σεφέρη, συνδυάστηκε με την αντιδικτατορική του δήλωση και έλαβε τη σκυτάλη από εκείνον του Παλαμά, αλλά ο αντίστοιχος και του Βάρναλη συσχετίστηκε απόλυτα με τον ριζοσπαστισμό της πρώιμης Μεταπολίτευσης και υπήρξε πάνδημος). Γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα, ιδιαίτερα, μάλιστα, σε οριακές περιπτώσεις μετατοπίσεων βιοϊστορικών κύκλων και κοινωνικο-πολιτισμικών αφηγημάτων, την ανάγκη της κοινωνίας για την παροχή συνεκτικής αφήγησης, στρωτής παραμυθίας, δόμησης παραδείγματος, αλλά και ισχυρών προτύπων που μόνο οι μείζονες καλλιτέχνες είναι σε θέση να εγγυηθούν, μιας και μπορούν να παραγάγουν την κρίσιμη ακριβώς στιγμή που κρίνεται μια ευρύτερη πορεία αυθύπαρκτο και πρωτογενές αφήγημα με κοινωνικές και συλλογικές στοχεύσεις. Ο Κωστής Παλαμάς κέρδισε επάξια το δικό του «πέρασμα» στον κόσμο των Αθανάτων, κατορθώνοντας, εντέλει, να κλείσει τον κύκλο της ζωής και του έργου του στο ύψος και το βάθρο που του άρμοζαν, αφήνοντας στην αιωνιότητα των ελληνικών γραμμάτων, εκτός όλων των άλλων, και τον ισχυρότερο και πλέον αισιόδοξο ακροτελεύτιο στίχο, την οριστική νίκη έναντι του προαιώνιου εχθρού, του ίδιου, δηλαδή, του θανάτου…



____________
Ευχαριστώ τον κ. Λάμπρο Βαρελά για την εύρεση των χρονολογιών συγγραφής και δημοσίευσης των ποιημάτων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: