«Το Γραφείο» του Λούντβικ Βατσούλικ


Το Γραφείο λειτουργούσε, σύμφωνα με ξεχασμένες ανεπιβεβαίωτες φήμες, κατά τις εργάσιμες ώρες όλες τις ημέρες της εβδομάδας πλην εορτών και επετείων μεγάλων γεγονότων της ιστορίας του έθνους και της ανθρωπότητας. Αρκετές γενεές είχαν καταβάλει άοκνες προσπάθειες για την ανέγερση, τον καλλωπισμό και την επέκτασή του, έτσι που αναγνωριζόταν ως μνημείο. Ξεκινώντας κανείς από τα παράλια, διερχόμενος από πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, από εύφορους λειμώνες και άγονες γαίες, από λιβάδια και δάση, από ξέφωτα όπου έρεαν ρυάκια και ποταμοί, από όχθες λιμνών και βάλτων, ανάμεσα από θάμνους και καλαμιές, έβρισκε το μονοπάτι που οδηγούσε στο Γραφείο.

Αν έπαιρνε λοιπόν κανείς το μονοπάτι από την αρχή, από εκεί όπου διακρινόταν ένα πολύπλοκο σταυροδρόμι, αν δηλαδή παρασυρόταν από το πλάτος της πατημένης γης όπου το χώμα ήταν πετρώδες, θα περιπλανιόταν και θα τον έβρισκε το σκοτάδι ώσπου να διαπίστωνε πως εκείνη η ευκολία που είχε επιλέξει τον είχε οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο, μπροστά σε πεσμένους κορμούς, άγρια σκοίνα, θορύβους που η μοναξιά του αγνοούσε και που, όσο και αν ήταν το θάρρος του, τον τρόμαζαν. Άξιζε τον κόπο να σταθεί στο σταυροδρόμι, άξιζε να υποψιαστεί πως όσο μεγαλύτερο το πλάτος προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, τόσο περισσότερες οι αποτυχίες. Ο δρόμος πλαταίνει από αυτούς που κίνησαν και επέστρεψαν, ο δρόμος στενεύει από εκείνους που κίνησαν, έφτασαν και δεν γύρισαν, με εξαίρεση όσους δεν έφτασαν, αλλά είχαν πάρει τη σωστή οδό, ευελπιστώντας ότι θα φτάσουν, παρόλο που η οδός ήταν ατέλειωτη.

Σύμφωνα με υποθέσεις πια, πολλοί από εκείνους που επέστρεψαν, υποστηρίζουν ότι έφτασαν στο Γραφείο, αν και οι αφηγήσεις τους διαφέρουν απολύτως η μία από την άλλη ως προς τον προσανατολισμό και την πορεία που ακολούθησαν. Το επιχείρημά τους είναι πως κάθε ανθρώπινη υπόσταση είναι διαφορετική από κάθε άλλη και πως αρκεί να φτάσεις, ακόμα και αν δεν ξέρεις τον δρόμο. Ως εκ τούτου, γίνονται δεκτοί στην αγορά και περιγράφουν τι είδαν εκεί, τι άφησαν ως δωρεά, τι κουβέντιασαν και τι δοκίμασαν από εδέσματα και συμπεράσματα. Κατά κανόνα, αυτοί οι συνάνθρωποι απολαμβάνουν τιμών, επειδή πείθουν πως έφεραν εις πέρας την περιπέτεια της εξόδου από την τύρβη του βίου, ειλικρινείς βεβαίως, αφού ο χρόνος που δαπάνησαν για να φτάσουν σε κάποιο σημείο μακριά από τη βαρετή επανάληψη των ημερών, είναι μια νίκη, που οφείλουν οι σύγχρονοί τους να αναγνωρίζουν.

Οι περιπτώσεις εκείνων που έφτασαν και δεν γύρισαν υπακούουν σε βαθμίδες τύχης. Η πρώτη βαθμίδα και πλέον εκτεταμένη και βατή είναι εκείνη η διασπορά σύντομης μνήμης που προκαλεί έναν κάποιο θαυμασμό, μια κάποια απορία, μια αίσθηση απονεννοημένου διαβήματος, που δεν παύει να είναι εξαίρεση. Θα έλεγε κανείς πως πάνω σε αυτόν το χώρο υπάρχει συνωστισμός, οι αποχρώσεις τής εξαίρεσης είναι απεριόριστες, κάθε πράξη μπορεί να λάβει τέτοια μορφή και σημασία. Αυτή η υπερχείλιση φέρνει κόπωση, που λήγει με τη λήθη. Η δεύτερη βαθμίδα, λαξευμένη αρκετά πιο ψηλά, περιορισμένου πλάτους πάντως, συγκεντρώνει εκείνους που έμειναν στη μνήμη ως αποδείξεις δέους, ας μη ρωτήθηκαν αν η επιτυχία τους να φτάσουν υπήρξε μοναδική απόδειξη θάρρους ή επιμονής ή φόβου ότι η οδός της επιστροφής ήταν άγνωστη πια, τέτοιο είναι το αντάλλαγμα της επιτυχίας. Όσο για την τρίτη βαθμίδα, περιττεύει να ειπωθεί πως απαιτεί αναρρίχηση για να πατηθεί, πως εκεί, όπου θύελες και γαλήνες συμβιώνουν, εκεί βρίσκονται μορφές και λείψανα μορφών, που έκρουσαν την θύρα του Γραφείου, ασθενείς και οδοιπόροι, πεινώντες και διψούντες, ορθοί και γεγυμνωμένοι, εγγραφές μύθων και μέλλοντος.

Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι βέβαιο. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι σταθερό, ούτε χειροπιαστό. Αν ωστόσο όλα αυτά μπορούν να μπουν σε πρόχειρη τάξη προς ικανοποίηση της λογικής, τούτο οφείλεται στους νεκρούς που κατέρρευσαν στο μονοπάτι προς το Γραφείο και τα πτώματά τους έγιναν βορά όρνεων και άγριων ζώων, που αφθονούν σε όλη τη διαδρομή. Δεν είναι λίγα τα οστά αυτών των άτυχων, που έχουν συγκεντρωθεί σε λειψανοθήκες, σε κατακόμβες, σε σαρκοφάγους, που επισκέπτονται σχολεία και που κοσμούνται με στεφάνους δάφνης, επιγραφές, προτομές και ανδριάντες. Δεν είναι λίγες οι ανασκαφές που φέρνουν θραύσματα και υπολείμματα στα μουσεία.

Το Γραφείο δεν επιβεβαιώνει, δεν σχολιάζει, δεν υποστηρίζει ούτε αναιρεί όσα έχουν αναφερθεί ως εδώ. Κατανοητό πως η οδός από τα παράλια, μέσα από κατοικημένους και ακατοίκητους τόπους, μέσα από ομαλές και επικίνδυνες διαβάσεις, μέσα εντέλει από την επιτυχή επιλογή της κατεύθυνσης προς το Γραφείο, είναι οδός ανηφορική, όπου συμβιώνουν όλες οι εποχές του χρόνου, ίχνη του παρελθόντος, επιταγές των ανθρώπινων νόμων και απαιτήσεις του φυσικού κόσμου. Στο τέρμα του ανήφορου διακρίνεται το Γραφείο και δεν αξίζει να γίνει συζήτηση αν εκεί πρέπει να είναι, εκεί είναι όλοι όσοι έφτασαν, πρόκειται για μεγάλο βάρος που δεν μεταφέρεται στα χθαμαλά, όπου η υγρασία, ο πεπερασμένος ορίζοντας, η ελαφρότητα των μετακινήσεων. Και αν, προ αιώνων ας πούμε, το Γραφείο στέκει στο ψηλότερο σημείο του ανήφορου, πώς μπορεί να εξασφαλιστεί ότι εφόσον κατηφορίσει προς τα παράλια, θα έχει τον τρόπο να ανηφορίσει στην προηγούμενη θέση του, στην κορυφή εννοείται.

Κατά μία εκδοχή, που δεν έπαψε να συμπληρώνεται, να καταρρίπτεται, να υποστηρίζεται εκ νέου, να τυχαίνει διαρκούς μελέτης, έρευνας, ερμηνείας και σχολιασμού, το Γραφείο είναι οργανωμένο, φυλάσσεται χάρη σε σκοπιές, λειτουργεί με γνώμονα εσωτερικό κανονισμό, αποτελεί το ακρότατο όριο του κράτους, του έθνους, της ανθρωπότητας. Κατά την αντίθετη εκδοχή, το Γραφείο δεν υπάρχει, μπορεί να υπήρξε, δεν είναι άλλο από ένα όραμα, ένα παράλογο κατασκεύασμα, μια άχρηστη ιδέα, που γεννήθηκε, ανδρώθηκε, γέρασε και απεβίωσε, ακολουθώντας το πεπρωμένο του ανθρώπου και του κόσμου του. Μια ιδέα περιττή.

Αν αυτή η εκδοχή είναι η πλέον σύμφωνη με τις τρέχουσες απόψεις, τότε θα πρέπει να εξηγηθούν ορισμένα φαινόμενα, όπως οι περιπλανώμενοι, που φτάνουν από διάφορα σημεία της επικράτειας και πασχίζουν να γίνουν αντιληπτοί, να βρουν ακροατή και να του εκμυστηρευτούν πως δεν θα πάψουν να αναζητούν την οδό προς το Γραφείο, αλλιώς η ζωή τους δεν έχει νόημα και πως η αναζήτηση και μόνο της οδού αγιάζει την προσπάθειά τους, πιστοί στο αξίωμα ότι αυτό που αναζητούμε είναι κιόλας αυτό που έχουμε βρει.

Παρόμοια πίστη, ισχυρότερη μάλλον, εμφανίζεται στους προσκυνητές, σε εκείνους δηλαδή που πεζοπορούν ακολουθώντας τα σημάδια παλαιών ευλαβών ανθρώπων, σταθμεύοντας σε τόπους προσευχής και ψυχικής ανάτασης, διάκονοι της πίστης πως το Γραφείο είναι Άγιος Τόπος, όπου οφείλει να φτάσει κάθε οδοιπόρος προς εξάγνιση των αμαρτιών του, προς ευλογία της ταπείνωσής του, προς αγορά του σάβανου με το οποίο θα τυλιχτεί το άψυχο σώμα του και θα ταφεί, με την προοπτική ότι η αιώνια ζωή είναι πραγματικότητα.

Εκείνοι που, καθισμένοι άβολα σε χώρους γυμνούς, όπου οι ψίθυροι μεταβάλλονται σε φωνές, σε επαναλαμβανόμενα καλέσματα για την ενατένιση του Γραφείου, επειδή το σώμα μπορεί να μεταφέρεται δια του νου εκεί όπου το σώμα δεν μπορεί να φτάσει, εκείνοι λοιπόν που συγκεντρώνουν πιστούς οπαδούς και μαθητές, σκορπούν γύρω τους οσμή αγιοσύνης, την ικανοποίηση ότι το άπιαστο, το φευγαλέο, το υπερυψούμενο είναι το φάρμακο του βίου, το νόημα της ειρηνικής υποταγής στο μεγαλείο του Γραφείου.

Οι περιπτώσεις απονεννοημένων διαβημάτων, όπως φόνοι, αυτοκτονίες, αρπαγές, λεηλασίες βρίσκουν και συντηρούν εξηγήσεις οι οποίες αποδίδουν τα ολέθρια αποτελέσματα τέτοιων πράξεων στο Γραφείο. Οι διαδόσεις φημών είχαν και έχουν τους υποστηρικτές τους, αλλά και πολέμιους, που καταφεύγουν σε αλληλοκατηγορίες, καθώς και σε βιαιότητες, έτσι που τόσο οι μεν όσο και οι δε έχουν το μαρτυρολόγιό τους και τον κατάλογο των ηρώων τους, στο όνομα των οποίων λαβαίνουν χώρα επετειακοί εορτασμοί, χοροί και διαγωνισμοί ομορφιάς, δίχως να αποκλείονται συμπόσια ποικίλου περιεχομένου. Ορισμένοι που σκανδαλίζονται από τέτοιες ενέργειες, είτε ανήκουν στη μια πλευρά είτε στην άλλη, ακόμα και αν δεν ανήκουν πουθενά, ζητούν επιμόνως να αποκαταστήσει το Γραφείο την αλήθεια, κατηγορώντας κιόλας το Γραφείο ότι παραμένει σιωπηλό, απαθές και, κατ’ ακολουθία, ασυνεπές προς τον λόγο ύπαρξής του. Τότε φούντωνε και σιγοκαίει η συζήτηση ότι το Γραφείο δεν είναι άλλο από μια φρεναπάτη, επιβεβαίωση της ανθρώπινης τυφλότητας, μισαλλοδοξίας και αδικίας. Κάτι αναπόφευκτο.

Ας μην υπερβάλουμε. Η ζωή προσφέρει τόσες ευκαιρίες κάθε ώρα και κάθε στιγμή, ώστε είναι άκομψο απέναντί της να δαπανάται χρόνος και φαιά ουσία για το Γραφείο, που είναι εύκολο να παραμερίσουμε, ας παραμένει ένας θόρυβος, απατηλός, υπαρκτός, ευχάριστος, ενοχλητικός, ένας θόρυβος συνηθισμένος όπως το πέταγμα της μύγας, ο βόμβος της μέλισσας, το θρόισμα των φύλων, η μονοτονία της βροχής και των κυμμάτων, η ανάσα του αρρώστου στο κρεβάτι του πόνου, το χώμα που γεμίζει τον τάφο του προσφάτως αποβιώσαντος.


«Το Γραφείο» του Λούντβικ Βατσούλικ

Λούντβικ Βατσούλικ (Ludvik Vaculik, 1926-2015) Τσέχος συγγραφέας. Κείμενο από την συλλογή A Cup of Coffee with My Interrogator: The Prague Chronicles of Ludvík Vaculík (1987).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: