Ζανγκέζι

Σαν σή­με­ρα που γρά­φο­νται αυ­τές οι γραμ­μές (16-1-2022), πριν από εκα­τό χρό­νια, ο ρώ­σος φου­του­ρι­στής ποι­η­τής Χλέ­μπνι­κωφ δή­λω­νε στον φί­λο του ζω­γρά­φο Μί­του­ριτς ότι «όλα τα θέ­μα­τα του Ζαν­γκέ­ζι έχουν επι­λυ­θεί». Ήταν έτοι­μος πλέ­ον να προ­χω­ρή­σει στην ολο­κλή­ρω­ση της συγ­γρα­φής αυ­τού του με­γα­λό­πνο­ου έρ­γου.
Ο Βε­λι­μίρ Χλέ­μπνι­κωφ (1885-1922) ήταν μια εξό­χως ιδιόρ­ρυθ­μη φυ­σιο­γνω­μία που, κα­τά τη συ­ντα­ρα­κτι­κή δε­κα­ε­τία του 1910, άσκη­σε με­γά­λη επί­δρα­ση στη δια­μόρ­φω­ση του καλ­λι­τε­χνι­κού και λο­γο­τε­χνι­κού ρεύ­μα­τος που έμει­νε γνω­στό ως η Ρω­σι­κή Πρω­το­πο­ρία. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό βέ­βαια, δη­λα­δή ίδιον του χα­ρα­κτή­ρα του, ότι δεν εί­ναι ιδιαί­τε­ρα γνω­στός, και με κα­μία έν­νοια διά­ση­μος όπως ο μα­θη­τής του Μα­για­κόφ­σκυ, ο με­γά­λος σταρ της δε­κα­ε­τί­ας του 1920, ή ο υπέρ­λα­μπρος διάτ­των αστέ­ρας Σερ­γκέι Γιε­σέ­νιν.
Εί­ναι πράγ­μα­τι εντυ­πω­σια­κό ότι μο­λο­νό­τι ήταν ένας από τους πρώ­τους, ίσως μά­λι­στα ο πρώ­τος απ’ όλους (από το 1908), που προ­χώ­ρη­σε σε λε­κτι­κούς και στι­χουρ­γι­κούς πει­ρα­μα­τι­σμούς που εκ­φρά­ζουν μια ρή­ξη με το τό­τε κυ­ρί­αρ­χο ρεύ­μα του Συμ­βο­λι­σμού και αναγ­γέλ­λουν τον μο­ντερ­νι­σμό στην ποί­η­ση, και μο­λο­νό­τι τον έχουν εξυ­μνή­σει με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες της λο­γο­τε­χνί­ας, της τέ­χνης και της κρι­τι­κής, όπως ο Μα­για­κόφ­σκυ, ο Τά­τλιν και ο Γιά­κο­μπ­σον, τε­λι­κά ο Χλέ­μπνι­κωφ πα­ρα­μέ­νει αφα­νής, επι­βε­βαιώ­νο­ντας έτσι την ρή­ση εκεί­νη του Γιά­κο­μπ­σον που τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως την «πιο πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νη με­γα­λο­φυία της Ρω­σι­κής λο­γο­τε­χνί­ας».

Όρ­θιοι από αρι­στε­ρά: Νι­κο­λάι Μπουρ­λιούκ, Ντα­βίντ Μπουρ­λιούκ, Βλαβ­ντί­μιρ Μα­για­κόφ­σκι. Κα­θι­στοί από αρι­στε­ρά: Βε­λι­μίρ Χλέ­μπνι­κωφ, Γκρι­γκό­ρι Κουζ­μίν, Σερ­γκέι Ντο­λίν­σκι (1912)


Στις μέ­ρες μας, κα­θώς ετοι­μα­ζό­μα­στε να γιορ­τά­σου­με τις εκα­το­ντα­ε­τη­ρί­δες σπου­δαί­ων έρ­γων μει­ζό­νων συγ­γρα­φέ­ων του «κα­νό­να» της λο­γο­τε­χνί­ας των ευ­ρω­παϊ­κών γλωσ­σών, όπως του Έλιοτ, της Γουλφ, του Ρίλ­κε, του Τζόις – του με­γά­λου εκεί­νου μά­στο­ρα της λε­ξι­πλα­σί­ας – κα­λό θα ήταν να σκε­φτού­με λί­γο και τον προ­πο­μπό του από τη Ρω­σία, που, μέ­σα στο γε­νι­κό­τε­ρο πα­νευ­ρω­παϊ­κό πλαί­σιο της πρω­το­πο­ρια­κής τέ­χνης (avant-garde art), επι­χεί­ρη­σε να συ­γκρο­τή­σει, μα­ζί με τον φί­λο και συ­νερ­γά­τη του Κρου­τσιό­νιχ, μία νέα γλώσ­σα, μέ­σω αέ­να­ων συν­δυα­σμών πα­ρη­χή­σε­ων και συ­νειρ­μών.
Τη γλώσ­σα αυ­τή την ονό­μα­ζαν υπερ­νοη­μα­τι­κή, ζα­ού­μνικ (зау́мник), από το ‘ζα’= πέ­ρα και ‘ου­μ’= νους, και οι δύο αυ­τές μο­νο­σύλ­λα­βες λέ­ξεις μα­ζί μας δί­νουν το Ζά­ουμ (зáумь), που χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να απο­δώ­σει το όλο ύφος των ποι­η­τι­κών πει­ρα­μα­τι­σμών του ρω­σι­κού φου­του­ρι­σμού για πε­ρί­που δύο δε­κα­ε­τί­ες, ανά­με­σα στα 1910 και 1930.
Ως πρώ­το δείγ­μα αυ­τού του ύφους θε­ω­ρεί­ται το σύ­ντο­μο ποί­η­μα του Χλέ­μπνι­κωφ με τί­τλο το Ξόρ­κι του Γέ­λιου (Ζα­κλιά­τιε Σμιέ­χομ), όπου με πα­ραλ­λα­γές της λέ­ξης ‘σμιε­χ’ (γέ­λιο), με προ­σθή­κες προ­θη­μά­των και επι­θη­μά­των, ανα­δί­νε­ται ο ήχος του γέ­λιου, παί­ζο­ντας με πα­ρη­χή­σεις του χι (χα και χο) και εί­ναι σα να γε­λά το ίδιο το ποί­η­μα κα­θώς το δια­βά­ζου­με. Ακο­λου­θώ­ντας την από­δο­ση στα αγ­γλι­κά του Βλα­ντί­μιρ Μαρ­κώφ (βλ. Vladimir Markov, Russian Futurism, a History, California UP, 1968, σελ.7) θα μπο­ρού­σα­με να το με­τα­γρά­ψου­με κά­πως έτσι (χά­νο­ντας, ωστό­σο, το χα­χα­νη­τό):

Ε, σεις που γε­λά­τε δω κι εκεί!
Γε­λώ­ντας τό­σο γε­λα­στοί!
Γε­λά­στε τώ­ρα πέ­ρα ως πέ­ρα
Γε­λά­στε τώ­ρα γε­λω­ποί!
Γέ­λια γε­λιω­τών γε­λό­ντων, επι­γε­λούν
τους γε­λι­στές
Γε­λι­σμοί των γε­λο­φρό­νων αντι­γε­λούν
τους γε­λα­στές

Κα­θώς οι Χλέ­μπνι­κωφ και Κρου­τσιό­νιχ δια­μορ­φώ­νουν τις θέ­σεις τους μέ­σα από μα­νι­φέ­στα όπως το Η λέ­ξη κα­θαυ­τή και Το γράμ­μα κα­θαυ­τό, συ­γκε­ντρώ­νουν γύ­ρω τους μια ομά­δα η οποία απο­τε­λεί τον ‘σκλη­ρό πυ­ρή­να’ του ρω­σι­κού φου­του­ρι­σμού, με τους οποί­ους δη­μο­σιεύ­ουν, με­τα­ξύ άλ­λων, και το Χα­στού­κι στο πρό­σω­πο της δη­μό­σιας κα­λαι­σθη­σί­ας, το οποίο υπο­γρά­φουν οι Κρου­τσιό­νιχ, Μα­για­κόφ­σκυ, Χλέ­μπνι­κωφ και Ντα­βίντ Μπουρ­λιούκ – όπου δη­λώ­νε­ται απε­ρί­φρα­στα η πε­ρι­φρό­νη­σή τους για την πα­ρα­δο­σια­κή λο­γο­τε­χνία, με το πε­ρί­φη­μο σύν­θη­μα: «Να πε­τά­ξου­με τον Πού­σκιν, τον Ντο­στο­γιέφ­σκι, τον Τολ­στόι κλπ. κλπ. από το Πλοίο του μο­ντέρ­νου».

Στο μα­νι­φέ­στο Η λέ­ξη κα­θαυ­τή δια­βά­ζου­με ότι «το έρ­γο τέ­χνης εί­ναι η τέ­χνη της λέ­ξης. Από όπου συ­νά­γε­ται ότι κά­θε εί­δους στρά­τευ­ση και φι­λο­λο­γι­κό­τη­τα πρέ­πει να εκ­διω­χθεί από τα έρ­γα τέ­χνης». Επι­ση­μαί­νε­ται ότι «από τώ­ρα και στο εξής, ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο μπο­ρεί να απο­τε­λεί­ται από μία μό­νο λέ­ξη και η πλη­ρό­τη­τα και η εκ­φρα­στι­κό­τη­τα της καλ­λι­τε­χνι­κής μορ­φής θα ανα­δει­κνύ­ε­ται απλώς από επι­δέ­ξιες με­τα­πλά­σεις αυ­τής της λέ­ξης», για να οδη­γη­θού­με στην κα­τά­λη­ξη: «Μας ρω­τά­νε τι γί­νε­ται με το ιδε­ώ­δες, με το πά­θος; Εμείς λέ­με ού­τε χου­λι­γκα­νι­σμός, ού­τε με­γά­λα έρ­γα, δεν εί­μα­στε ού­τε φα­να­τι­κοί ού­τε κα­λό­γε­ροι – όλα τα Ταλ­μούδ εί­ναι εξί­σου κα­τα­στρο­φι­κά για τον λο­γο­πλά­στη που μέ­νει πά­ντο­τε και τε­λι­κά μό­νο με τη λέ­ξη κα­θαυ­τή».
Στο άτι­τλο μα­νι­φέ­στο στο φυλ­λά­διο με τί­τλο Δό­κα­νο για Δι­κα­στές 2, κα­τα­γρά­φε­ται η ανα­τρο­πή όλων των ως τό­τε απο­δε­κτών κα­νό­νων, όπως η σύ­ντα­ξη, η ορ­θο­γρα­φία, η στί­ξη, ενώ εξαί­ρε­ται η λε­ξι­πλα­σία και οι η δη­μιουρ­γία νε­ο­λο­γι­σμών με βά­ση τα μορ­φι­κά και φω­νη­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των λέ­ξε­ων, δεί­χνο­ντας προς την κα­τεύ­θυν­ση ενός παι­γνί­ου αέ­ναης πα­ρή­χη­σης και πα­ρά­φρα­σης, όπου – όπως ανα­φέ­ρει ο Χλέ­μπνι­κωφ στο δο­κί­μιό του για την στι­χουρ­γι­κή – «πα­ρε­μπι­πτό­ντως όσιεν (φθι­νό­πω­ρο) και οσιόλ (γάι­δα­ρος) σχε­τί­ζο­νται με­τα­ξύ τους, ακρι­βώς όπως βιεσ­νά (άνοι­ξη) και βιε­σό­λιι (χα­ρού­με­νος)» ενώ ταυ­τό­χρο­να η κα­τά­λη­ξη του πο­τα­μού Δνεί­πε­ρου (Ντ­νιέ­πρ) και η δο­τι­κή της προ­σω­πι­κής αντω­νυ­μί­ας α’ προ­σώ­που (μνιε) μας δί­νει το νε­ο­λο­γι­σμό «μνιε­πρ» για να δη­λώ­σει ίσως μια ζω­τι­κή ορ­μή, ή κά­τι που ανα­βλύ­ζει από την ρω­σι­κή γη, ή ψυ­χή. Κι όπως εί­χε πει ο Κρου­τσιό­νιχ, ήχος του ακα­τά­λη­πτου στί­χου του, που συν­θέ­τουν οι ανύ­παρ­κτες λέ­ξεις Ντιρ Μπουλ Στσιλ (Dyr Bul Shchyl) «έχει πε­ρισ­σό­τε­ρη ρω­σι­κή ψυ­χή από ότι ολό­κλη­ρο το έρ­γου του Πού­σκιν».[1]

Γε­σέ­νιν, Μα­ρί­εν­γκωφ, Χλέ­μπνι­κωφ (Χάρ­κο­βο 1920)


Στην πο­ρεία τους προς μια νέα ποι­η­τι­κή οι νέ­οι αυ­τοί δη­μιουρ­γοί θα συ­να­ντη­θούν με μια ομά­δα νέ­ων κρι­τι­κών που ανα­ζη­τούν μια πα­ρό­μοια αλ­λα­γή κα­τεύ­θυν­σης στην αντι­με­τώ­πι­ση του λο­γο­τε­χνι­κού κει­μέ­νου και του πρω­ταρ­χι­κού υλι­κού του που εί­ναι η λέ­ξη. Πρό­κει­ται για τους «φορ­μα­λι­στές» με κύ­ριους εκ­προ­σώ­πους τον Σκλόφ­σκι και τον, νε­α­ρό τό­τε, Γιά­κο­μπ­σον για τους οποί­ους το Ζά­ουμ ήταν μια άμε­ση υλο­ποί­η­ση των από­ψε­ών τους, δε­δο­μέ­νου ότι– όπως λέ­ει ο με­λε­τη­τής της ρω­σι­κής λο­γο­τε­χνί­ας Βί­κτωρ Έρ­λιχ – γι’ αυ­τούς «το κα­θο­ρι­στι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ποί­η­σης έγκει­ται στο γε­γο­νός ότι η λέ­ξη προ­σλαμ­βά­νε­ται σαν λέ­ξη, και όχι μό­νο ως φο­ρέ­ας-αντι­πρό­σω­πος του υπο­δη­λού­με­νου αντι­κει­μέ­νου, ή μιας έκρη­ξης συ­ναι­σθή­μα­τος, ότι οι λέ­ξεις και η διά­τα­ξή τους, το νό­η­μα τους, η εξω­τε­ρι­κή και εσω­τε­ρι­κή μορ­φή τους απο­κτούν την δι­κή τους ιδιαί­τε­ρη αξία και ση­μα­σία». Πράγ­μα­τι, οι φορ­μα­λι­στές εν­θάρ­ρυ­ναν τη χρή­ση νε­ο­λο­γι­σμών, για­τί απο­τε­λούν μια αντί­στα­ση στην απο­νέ­κρω­ση της γλώσ­σας κα­θώς «εμπλου­τί­ζουν την ποί­η­ση δη­μιουρ­γώ­ντας μια ευ­φω­νι­κή αντή­χη­ση και προ­κα­λούν την εγρή­γορ­ση του ανα­γνώ­στη, ωθώ­ντας τον να σκε­φτεί ετυ­μο­λο­γι­κά, κα­θώς – όπως ση­μειώ­νει ο Γιά­κο­μπ­σον – «λέ­ξη εδώ πα­ρου­σιά­ζε­ται in statu nascendi» [εν τη γε­νέ­σει της].

Μα­κέ­τα-Μι­νια­τού­ρα για τη σκη­νι­κή πα­ρου­σί­α­ση του έρ­γου «Ζαν­γκέ­ζι», του Β. Χλέ­μπνι­κωφ. (18x25 εκ.) [Μ. Φρα­γκό­που­λος, 1989].


Έτσι ο νε­ο­λο­γι­σμός του Ζά­ουμ εμ­φα­νί­ζε­ται σαν μια εφεύ­ρε­ση που χρη­σι­μο­ποιεί τη γλώσ­σα ως υλι­κό το οποίο ανα­πλά­θει δη­μιουρ­γι­κά, προ­σφέ­ρο­ντας στον ανα­γνώ­στη έναν ενερ­γό ρό­λο σε μια αδιά­κο­πη δια­δι­κα­σία δια­κλα­δώ­σε­ων και πε­ριε­λί­ξε­ων πολ­λα­πλών συ­νειρ­μών, ανοί­γο­ντας θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς νέ­ους δρό­μους για την αί­σθη­ση και σύλ­λη­ψη του κό­σμου. Γι’ αυ­τό και ο Μα­για­κόφ­σκι εί­χε πει ότι η ποί­η­ση του Χλέ­μπνι­κωφ «δεν εί­ναι ποί­η­ση για κα­τα­νά­λω­ση, αλ­λά για πα­ρα­γω­γή». Σ’ ένα τέ­τοιο πε­δίο διαρ­κών με­τα­πλά­σε­ων το μό­νο στα­θε­ρό στοι­χείο εί­ναι η απο­δο­χή της αστά­θειας, η άρ­νη­ση ενός τε­λι­κού προσ­διο­ρι­σμού. Όπως έχει πει και ο με­λε­τη­τής του έρ­χου του Χλέ­μπνι­κωφ Τζέ­ραλντ Γιά­νε­τσεκ: «Το απροσ­διό­ρι­στο εί­ναι ο στό­χος του Ζά­ουμ».
Ίσως δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι και η επι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη κι­νεί­ται προς την αρ­χή της απροσ­διο­ρι­στί­ας εκεί­νη την επο­χή, αλ­λά αυ­τό εί­ναι μια άλ­λη κου­βέ­ντα. Ωστό­σο πα­ρα­μέ­νει μια άλ­λη σύν­δε­ση με τις εξε­λί­ξεις πέ­ρα από το πε­δίο της τέ­χνης και της λο­γο­τε­χνί­ας, κα­θώς οι ποι­η­τι­κές/γλωσ­σι­κές και­νο­το­μί­ες μα­ζί με τις ανα­ζη­τή­σεις στο πε­δίο των ει­κα­στι­κών τε­χνών, με τους αφαι­ρε­τι­κούς πει­ρα­μα­τι­σμούς του σου­πρε­μα­τι­σμού (με κύ­ριο εκ­πρό­σω­πο τον Μα­λέ­βιτς) και του κον­στρου­κτι­βι­σμού (με κύ­ριο εκ­πρό­σω­πο τον Τά­τλιν), που εμ­φα­νί­ζο­νται στο προ­σκή­νιο δυ­να­μι­κά από το 1914, συ­μπο­ρεύ­ο­νται με το ξε­τύ­λιγ­μα της ρω­σι­κής επα­νά­στα­σης, που το 1917 φέρ­νει ένα νέο, και­νο­φα­νές, πο­λι­τι­κό κα­θε­στώς. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ποι­η­τές και καλ­λι­τέ­χνες προ­στρέ­χουν για να προ­σφέ­ρουν τις υπη­ρε­σί­ας τους στη νέα δια­κυ­βέρ­νη­ση. Εί­ναι μά­λι­στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η δή­λω­ση του Τά­τλιν το 1919, που λέ­ει ότι «εκεί­νο που συ­νέ­βη από καλ­λι­τε­χνι­κή άπο­ψη το 1914, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε από πο­λι­τι­κή άπο­ψη το 1917».

Σκη­νι­κή πα­ρου­σί­α­ση του έρ­γου «Ζαν­γκέ­ζι» του Β. Χλέ­μπνι­κωφ, σε σκη­νο­θε­σία και σκη­νι­κά Β. Τά­τλιν, Πε­τρο­γράντ, 1923


Τα χρό­νια από το 1917 ως το 1923 ήταν μια πε­ρί­ο­δος «ηρω­ι­κή» κα­τά την οποία οι συγ­γρα­φείς και καλ­λι­τέ­χνες της ρω­σι­κής πρω­το­πο­ρί­ας προ­σπα­θού­σαν να συμ­βά­λουν στην δια­μόρ­φω­ση της πο­λι­τι­κής της νέ­ας εξου­σί­ας στο χώ­ρο της κουλ­τού­ρας, συμ­με­τέ­χο­ντας σε διά­φο­ρα θε­σμι­κά όρ­γα­να και, κυ­ρί­ως, στις διά­φο­ρες δια­μά­χες εντός αυ­τών. Τα χρό­νια εκεί­να ο Χλέ­μπνι­κωφ δεν εί­ναι ιδιαί­τε­ρα ορα­τός. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στις επαρ­χί­ες νό­τια της Μό­σχας, στα σκλη­ρά χρό­νια του εμ­φύ­λιου πό­λε­μου, θα κα­τορ­θώ­σει να συλ­λη­φθεί τό­σο από τους τσα­ρι­κούς όσο και από τους μπολ­σε­βί­κους (στο Χάρ­κο­βο, με τις δια­δο­χι­κές κα­τα­λή­ψεις και ανα­κα­τα­λή­ψεις εκα­τέ­ρω­θεν), και το 1921 ενώ οι φί­λοι του δού­λευαν σε διά­φο­ρους ορ­γα­νι­σμούς και επι­τρο­πές στη Μό­σχα, εκεί­νος βρέ­θη­κε δια­φω­τι­στής κά­ποιου τάγ­μα­τος στο Καύ­κα­σο σε επι­χει­ρή­σεις στην βό­ρεια Περ­σία.

Από αρι­στε­ρά: Β. Χλέ­μπνι­κωφ, «Ζαν­γκέ­ζι, υπε­ρα­φή­γη­μα σε 20 σκη­νι­κά πλά­να, Μό­σχα 1922. Σχε­δια­σμός εξω­φύλ­λου Π. Μί­του­ριτς. / «Η λέ­ξη κα­θαυ­τή», 1912 / Α. Κρου­τσιό­νιχ, Ντιρ Μπουλ Στσιλ, 1912 / «Χα­στού­κι στη δη­μό­σια κα­λαι­σθη­σία», 1912 / «Δό­κα­νο για δι­κα­στές» 2, 1913

Οπωσ­δή­πο­τε, ο μάλ­λον συ­νε­σταλ­μέ­νος Χλέ­μπνι­κωφ δεν ήταν φτιαγ­μέ­νος για δια­μά­χες εξου­σί­ας, ού­τε για τον ρό­λο του «σταρ». Γε­νι­κά ήταν χα­μη­λό­φω­νος. Κι αν στα μα­νι­φέ­στα υπάρ­χουν κά­ποιες εμ­φα­τι­κές, προ­κλη­τι­κές, ρή­σεις απέ­να­ντι στα ιε­ρά και τα όσια, αυ­τές ως επί το πλεί­στον μπο­ρούν να απο­δο­θούν πε­ρισ­σό­τε­ρο στον φί­λο του τον Κρου­τσιό­νιχ, αλ­λά και στον Μπουρ­λιούκ και τον Μα­για­κόφ­σκι.

Πα­ρά τον επα­να­στα­τι­κό αέ­ρα της ποι­η­τι­κής του, πα­ρά την επι­θε­τι­κό­τη­τά του απέ­να­ντι στην πα­ρά­δο­ση, ο Χλέ­μπνι­κωφ δεν εί­ναι ο ακραί­ος μο­ντερ­νι­στής των «ιστο­ρι­κών πρω­το­πο­ρειών» και ως φου­του­ρι­στής δεν έχει πολ­λά κοι­νά με τον «φω­να­κλά­δι­κο» ιτα­λι­κό φου­του­ρι­σμό. Γι’ αυ­τό και επι­χεί­ρη­σε να απορ­ρί­ψει τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό «φου­του­ρί­στι» προ­τεί­νο­ντας τον όρο στη ρω­σι­κή εκ­δο­χή του, «μπου­τιε­τλιά­νιν», που θα το απο­δί­δα­με ως «μελ­λο­νταί­ος». Κι αυ­τό δεί­χνει ότι δεν ήταν σα­γη­νευ­μέ­νος από την επέ­λα­ση των ευ­ρω­παϊ­κών πρω­το­πο­ρειών προς το μέλ­λον. Σί­γου­ρα επη­ρε­ά­στη­κε από αυ­τές, αλ­λά οι ανα­ζη­τή­σεις του δεν πή­γαι­ναν μό­νο προς τα μπρος στο χρό­νο, αλ­λά και προς τα πί­σω. Και κα­τά μια ανα­λο­γία προς το εν­δια­φέ­ρον των ευ­ρω­παί­ων «πρω­το­πό­ρων» για το «πρω­τό­γο­νο», ή αρ­χέ­γο­νο υλι­κό από τους «εξω­τι­κούς» χώ­ρους των αποι­κιών που ανα­ζω­ο­γο­νού­σε την αί­σθη­ση και τη μα­τιά τους, οι ρώ­σοι πρω­το­πο­ρια­κοί μπο­ρού­σαν να βρουν αντί­στοι­χο υλι­κό στο δι­κό τους «πρω­τό­γο­νο» πε­ρι­βάλ­λον που επι­βί­ω­νε ακό­μα σε λί­γες ώρες από­στα­ση από τις με­γα­λου­πό­λεις. Εί­ναι γνω­στή η πε­ρι­γρα­φή του Κα­ντίν­σκυ σχε­τι­κά με ένα τα­ξί­δι στην ρω­σι­κή «επαρ­χία» όπου ανα­φέ­ρει ότι όσο προ­χω­ρά μέ­σα στον χώ­ρο απο­μα­κρυ­νό­με­νος από τη Μό­σχα, τό­σο αι­σθά­νε­ται ότι προ­χω­ρά μέ­σα στο χρό­νο, προς τα πί­σω.

Έτσι ο Χλέ­μπνι­κωφ, γεν­νη­μέ­νος σ’ ένα χω­ριό στην επαρ­χία του Αστρα­χάν, στα απώ­τα­τα όρια της Ευ­ρώ­πης, κα­θώς ενη­λι­κιώ­νε­ται στην αυ­γή του 20ου αιώ­να, μπο­ρεί να αγ­γί­ξει και τις δυο πλευ­ρές του χώ­ρου και του χρό­νου. Έχει αντι­λη­φθεί τι συμ­βαί­νει στα με­γά­λα κέ­ντρα της ευ­ρω­παϊ­κής «ανα­πτυγ­μέ­νης» κουλ­τού­ρας πριν κα­λά-κα­λά φα­νεί, αλ­λά εί­ναι ταυ­τό­χρο­να βα­θιά δια­πο­τι­σμέ­νος από την πα­λιά γη­γε­νή κουλ­τού­ρα της «κα­θυ­στε­ρη­μέ­νης» Ρω­σί­ας.

Γι αυ­τό και ο ρη­ξι­κέ­λευ­θος, ρι­ζο­σπά­στης νε­ω­τε­ρι­στής μπο­ρεί να γρά­φει αυ­τούς τους στί­χους, που συ­να­ντά­με στο εκτε­νές ποί­η­μα Η πλύ­στρα:

Συγ­γρα­φείς του μα­χαι­ριού εί­μα­στ’ εμείς!
Καλ­λι­τέ­χνες του στο­μα­χιού εί­μα­στ’ εμείς!
… Έμπο­ροι του γέ­λιου
Χο­ρω­δοί της πεί­νας,
Φα­γά­δες του πέρ­σι,
Μέ­θυ­σοι του χθες,
Ερα­στές της βρο­χο­στά­λας,
Γνώ­στες της κό­ρας του ψω­μιού,
Ζω­γρά­φοι της κά­πνας,
Λο­γι­στές της κα­ρα­κά­ξας,
Νε­ό­πλου­τοι του φέγ­γους του λυ­κό­φω­τος,
Όλοι εί­μα­στε τσά­ροι σή­με­ρα!
Ερα­στές της κοι­λιάς,
Προ­φή­τες των βρώ­μι­κων βρα­κιών,
Ανα­σκα­φείς των χθε­σι­νών γευ­μά­των,
Παι­διά του Θε­ού εί­μα­στ’ εμείς.

Έτσι, θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει και μια δια­φο­ρε­τι­κή ανά­γνω­ση του Χλέ­μπνι­κωφ, ιδιαί­τε­ρα αν λά­βου­με υπό­ψη τις προ­σπά­θειές του να συ­στη­μα­το­ποι­ή­σει το όρα­μά του, κα­θώς ονει­ρεύ­ε­ται ένα «σύ­μπαν» και με­λε­τά τους νό­μους των αριθ­μών που θα του το απο­κα­λύ­ψουν (ας μην ξε­χνά­με ότι εί­χε σπου­δά­σει μα­θη­μα­τι­κά στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Κα­ζάν από το 1903 ως το 1907). Τον βλέ­που­με να κα­τα­στρώ­νει «πί­να­κες του πε­πρω­μέ­νου» όπου ανα­κα­λύ­πτει στον αριθ­μό 317 το «κλει­δί» για την ερ­μη­νεία και πρό­γνω­ση του ιστο­ρι­κού γί­γνε­σθαι, κυ­ρί­ως από τη σκο­πιά των εναλ­λα­γών κυ­ριαρ­χί­ας ανα­το­λής και δύ­σης, ενώ στους ακα­τά­λη­πτους νε­ο­λο­γι­σμούς του εντο­πί­ζει «το έμ­βρυο της μελ­λο­ντι­κής πα­γκό­σμιας γλώσ­σας».

Από την πλευ­ρά αυ­τή, λοι­πόν, θα μπο­ρού­με να οδη­γη­θού­με στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι ο Χλέ­μπνι­κωφ τε­λι­κά δεν ξε­φεύ­γει από την συμ­βο­λι­στι­κή ανα­ζή­τη­ση μια ανώ­τε­ρης, από­κρυ­φης αλή­θειας που έρ­χε­ται να απο­κα­λύ­ψει η ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία, αλ­λά κι­νεί­ται στην ίδια κα­τεύ­θυν­ση, απλώς επι­διώ­κο­ντας πιο εξω­τι­κές, εξε­ζη­τη­μέ­νες ή ιδιόρ­ρυθ­μες «αντι­στοι­χί­ες». Θα μπο­ρού­σα­με να ακο­λου­θή­σου­με και ορι­σμέ­νους με­λε­τη­τές πιο πέ­ρα, στη σύν­δε­ση του ιδιό­τυ­που λό­γου του Χλέ­μπνι­κωφ με τη γλωσ­σο­λα­λιά των δια­φό­ρων μυ­στι­κι­στι­κών θρη­σκευ­τι­κών κι­νη­μά­των, που κα­τά και­ρούς εμ­φα­νί­ζο­νταν στη Ρω­σία, και ιδιαί­τε­ρα της σέ­κτας των Χλί­στι, την πα­ρου­σία της οποί­ας στα πρώ­τα χρό­νια του 20ού αιώ­να, συ­σχε­τί­ζουν με την ανα­βί­ω­ση του φι­λο­σο­φι­κού «μυ­στι­κι­σμού». Εδώ ίσως θα πρέ­πει να στα­θού­με για να διευ­κρι­νί­σου­με ότι ο μυ­στι­κι­σμός κά­θε εί­δους χω­ρά­ει μπό­λι­κη αγυρ­τεία, αλ­λά η εκ­δο­χή που δια­κι­νή­θη­κε στους χώ­ρους της δια­νό­η­σης στη Ρω­σία την επο­χή εκεί­νη εί­χε συν­δε­θεί, μέ­σω της θε­ω­ρί­ας της υπερ­βα­τι­κής «τέ­ταρ­της διά­στα­σης» του Ου­σπέν­σκυ με το ρεύ­μα της αφη­ρη­μέ­νης τέ­χνης ασκώ­ντας έντο­νη επί­δρα­ση στην ομά­δα των Σου­πρε­μα­τι­στών, αλ­λά εί­χε επί­σης διεκ­δι­κή­σει μια κά­ποια συ­νά­φεια με τη θε­ω­ρία της σχε­τι­κό­τη­τας εκλαμ­βά­νο­ντας τον χρό­νο ως την τέ­ταρ­τη διά­στα­ση. Στο πλαί­σιο αυ­τό, ενός ημιε­πι­στη­μο­νι­κού μυ­στι­κι­σμού, θα μπο­ρού­σε να εντά­ξει κα­νείς και την «προ­φη­τεία» που δια­τύ­πω­σε ο Χλέ­μπνι­κωφ, βα­σι­σμέ­νος στους μα­θη­μα­τι­κούς του υπο­λο­γι­σμούς, ότι «κά­τι συ­γκλο­νι­στι­κό θα συμ­βεί το 1917».

Αλε­ξέι Κρου­τσιό­νιχ (δε­κα­ε­τία 1930, φωτ. Γκού­σταβ Κλού­τσις)

Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος λοι­πόν, στα πρώ­τα χρό­νια της δε­κα­ε­τί­ας του 1920 στην ρη­μαγ­μέ­νη και πει­να­σμέ­νη Ρω­σία κα­θώς τε­λειώ­νει ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος, ο Χλέ­μπνι­κωφ δου­λεύ­ει πά­νω στο έρ­γο που θα απο­τε­λέ­σει το κύ­κνειο άσμα του, το φι­λό­δο­ξο «υπε­ρα­φή­γη­μα» όπως το χα­ρα­κτη­ρί­ζει, που διαρ­θρώ­νε­ται σε εί­κο­σι ει­κα­στι­κά πλά­να, με τί­τλο Ζαν­γκέ­ζι. Η λέ­ξη μπο­ρεί να προ­έρ­χε­ται από μια μί­ξη των ονο­μά­των δύο με­γά­λων πο­τα­μών της Ασί­ας και της Αφρι­κής, του Γάγ­γη και του Ζαμ­βέ­ζη. Έχει προ­τα­θεί και το εν­δε­χό­με­νο να πα­ρα­πέ­μπει στη γλώσ­σα των Καλ­μού­κων της κε­ντρι­κής Ασί­ας, όπου η λέ­ξη ζιαν­γκέ ση­μαί­νει «μα­ντα­το­φό­ρος». Λο­γι­κές και οι δύο ερ­μη­νευ­τι­κές εκ­δο­χές, δε­δο­μέ­νου ότι ο επώ­νυ­μος ήρω­ας Ζαν­γκέ­ζι λει­τουρ­γεί εί­τε σαν μέ­γας πο­τα­μός για τον λαό του εί­τε σαν φο­ρέ­ας των σπου­δαί­ων ει­δή­σε­ων.
Πρό­κει­ται για έναν αυ­τοει­ρω­νευό­με­νο Ζα­ρα­τού­στρα που αφού δια­λα­λή­σει τους άναρ­θρους ήχους «Γκο-ουμ, Ομπ-ουμ, Πρα-ουμ, Ζα-ουμ, Χα­ουμ…» που κα­τά τον Χλέ­μπνι­κωφ πα­ρα­πέ­μπουν σε ενό­τη­τες νοη­μά­των, ή κα­τα­στά­σε­ων (όπως άρ­νη­ση, κα­τά­φα­ση, ηρε­μία, δρά­ση κλπ.) και αφού δια­βά­σει τους πί­να­κες τους πε­πρω­μέ­νου, έρ­χε­ται να μι­λή­σει στα πλή­θη από ψη­λά: «Εί­μαι ο Θε­ουρ­γός και Αγιο­πλά­στης, ο ξε­χα­σμέ­νος. Εί­μαι ο τρε­λουρ­γός και ηλι­θιο­πλά­στης, κι εδώ τρα­γου­δώ και στριγ­γλί­ζω! Κοι­τάξ­τε με που πη­δώ πά­νω και κά­τω! Κοι­τάξ­τε που χο­ρεύω στην άκρη του γκρε­μού!» Κι οι φω­νές από το πλή­θος: «Τι πα­λα­βές ανοη­σί­ες! Τι σα­χλές φλυα­ρί­ες. Εί­ναι μπούρ­δες γε­λοί­ες. Ζαν­γκέ­ζι! Ποια γλώσ­σα πα­σκί­ζεις να πεις;» Πα­ρ’ όλο που ο Ζαν­γκέ­ζι επι­μέ­νει λέ­γο­ντας: «Εγώ συ­νε­χί­ζω! Εί­μαι αυ­τό που δεν εί­ναι», το ερώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει, και προ­φα­νώς το έρ­γο δεν δί­νει διέ­ξο­δο, αλ­λά τα­λα­ντεύ­ε­ται στο δι­η­νε­κές.

Το τε­λευ­ταίο σκη­νι­κό πλά­νο επι­γρά­φε­ται Θλί­ψη και Γέ­λιο – ένας διά­λο­γος. Ακο­λου­θεί ένας επί­λο­γος, όπου το πλή­θος μα­θαί­νει ότι ο Ζαν­γκέ­ζι αυ­το­κτό­νη­σε. Έκο­ψε το λαι­μό του με ξυ­ρά­φι, όπως λέ­ει στο ση­μεί­ω­μα που έχει αφή­σει. «Τι τρο­μα­κτι­κή εί­δη­ση, τι θλι­βε­ρή ιστο­ρία!» θρη­νεί το πλή­θος. Ο λό­γος της αυ­το­κτο­νί­ας φαί­νε­ται πώς ήταν η κα­τα­στρο­φή όλων των χει­ρο­γρά­φων του από κά­ποιους κα­κούς αν­θρώ­πους «με πλα­τιά πη­γού­νια και χεί­λη που ακού­γο­νταν να κά­νουν μαμ πλατς μαμ πλατς μαμ μαμ». Αλ­λά αίφ­νης, πριν πέ­σει η αυ­λαία, ο Ζαν­γκέ­ζι εμ­φα­νί­ζε­ται στη σκη­νή, και λέ­ει: «Ο Ζαν­γκέ­ζι ζει! Ήταν όλα απλώς ένα χα­ζό αστείο!».

Ο Βε­λεν­μίρ Χλέ­μπνι­κωφ (1913)


Αυ­τό, λοι­πόν, το αντι­φα­τι­κό σύ­νο­λο εί­ναι ο Χλέ­μπνι­κωφ.
Αντι­φα­τι­κό για­τί ακό­μα και στην πιο φω­να­κλά­δι­κη αυ­το­προ­βο­λή του αυ­του­πο­νο­μεύ­ε­ται, για­τί ακό­μα και στην πιο «υπερ­φί­α­λη» αι­σιο­δο­ξία του ο Χλέ­μπνι­κωφ εί­ναι με­λαγ­χο­λι­κός (όπως μπο­ρεί να φά­νη­κε φευ­γα­λέα και στο από­σπα­σμα της Πλύ­στρας πιο πά­νω), ακό­μα και το τε­χνο­λο­γι­κό του όρα­μα για το μέλ­λον εί­ναι λυ­ρι­κό, σχε­δόν βου­κο­λι­κό, μα και ο λυ­ρι­σμός του υπη­ρε­τεί την κα­τεύ­θυν­ση προς ένα απο­κα­λυ­πτι­κό «νέο γεν­ναίο κό­σμο».
Αλ­λά ας μην πα­ρα­συρ­θού­με άλ­λο σε αντι­θε­τι­κά ζεύ­γη. Ο Χλέ­μπνι­κωφ δεν πρό­λα­βε να δει αυ­τό το έρ­γο του τυ­πω­μέ­νο. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στα τέ­λη του 1921, τη χρο­νιά του με­γά­λου λι­μού, με σκο­πό να επι­στρέ­ψει στη γε­νέ­τει­ρά του, στο Αστρα­χάν, κα­τα­λή­γει στο Σα­ντά­λο­βο, κά­που 300 χι­λιό­με­τρα νό­τια της Μό­σχας, στο σπί­τι του ζω­γρά­φου Μί­του­ριτς, που τον φι­λο­ξε­νεί και τον πε­ρι­θάλ­πει, κα­θώς η υγεία του εί­ναι σε άθλια κα­τά­στα­ση λό­γω κα­κου­χιών, τραυ­μα­τι­σμών και υπο­σι­τι­σμού. Εκεί ολο­κλη­ρώ­νει το Ζαν­γκέ­ζι και εκεί, στις 28 Ιου­νί­ου 1922, αφή­νει την τε­λευ­ταία του πνοή, στα 37 του χρό­νια. Το βι­βλίο εί­χε ήδη πά­ει στο τυ­πο­γρα­φείο στη Μό­σχα, σε επι­μέ­λεια του Μί­του­ριτς, και εκ­δό­θη­κε λί­γο αρ­γό­τε­ρα, τον Ιού­λιο εκεί­νης της χρο­νιάς. Το 1923 θα ανέ­βει σε σκη­νο­θε­σία και σκη­νι­κά του Τά­τλιν (και με τον ίδιο στον κε­ντρι­κό ρό­λο) στο Μου­σείο Καλ­λι­τε­χνι­κής Κουλ­τού­ρας στο Πε­τρο­γράδ. Σε μια σω­ζό­με­νη φω­το­γρα­φία από την πα­ρά­στα­ση εκεί­νη, φαί­νε­ται η επι­γρα­φή ΧΑ ΧΑ πά­νω στον πύρ­γο από όπου μι­λά ο Ζαν­γκε­ζι, χα-χα, το γέ­λιο με το οποίο κλεί­νει το έρ­γο του ποι­η­τή, έτσι όπως άρ­χι­σε, με το ξόρ­κι – ή αν θέ­λε­τε, τον χρη­σμό – του γέ­λιου.

Οι δύο νε­ό­τε­ροι και δια­ση­μό­τε­ροι φί­λοι του, ο Μα­για­κόφ­σκι και ο Γε­σέ­νιν, αυ­το­κτό­νη­σαν· ο Χλέ­μπνι­κωφ άφη­σε τον εαυ­τό του να πε­θά­νει. Η γε­νιά που σκό­τω­σε τους ποι­η­τές της, όπως έχει πει ο Γιά­κο­μπ­σον. Δέ­κα χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, το 1932, ολό­κλη­ρο το εγ­χεί­ρη­μα της Ρω­σι­κής Πρω­το­πο­ρί­ας θα κα­τα­δι­κα­σθεί από το Σο­βιε­τι­κό κα­θε­στώς, και κά­θε εί­δους «ακα­τα­λα­βί­στι­κοι» πει­ρα­μα­τι­σμοί θα πά­ψουν. Μο­λο­νό­τι θα προ­λά­βει να γί­νει μια έκ­δο­ση των απά­ντων του πριν κλεί­σουν τα φώ­τα, το 1928, ο Χλέ­μπνι­κωφ θα πε­ρι­πέ­σει σε αφά­νεια, μέ­χρι τη δε­κα­ε­τία του 1960, που θα επα­νέλ­θει στο οπτι­κό πε­δίο της δυ­τι­κής δια­νό­η­σης.[2] Από τα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του 1970 αρ­χί­ζουν να εκ­δί­δο­νται κά­ποιες αγ­γλι­κές με­τα­φρά­σεις και να γρά­φο­νται βι­βλία, αλ­λά όχι πολ­λά. Η ρή­ση του Γιά­κο­μπ­σον, νο­μί­ζω, συ­νε­χί­ζει να ισχύ­ει. Ο Χλέ­μπνι­κωφ πα­ρα­μέ­νει μια σύν­θε­τη, πο­λύ­πλευ­ρη ή και αντι­φα­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, γοη­τευ­τι­κή για όποιον τον πλη­σιά­σει, αλ­λά όχι ιδιαί­τε­ρα ευ­διά­κρι­τη από μα­κριά, μέ­σα σ’ ένα μπερ­δε­μέ­νο κό­σμο που ξε­κί­νη­σε με ελ­πι­δο­φό­ρες προ­ο­πτι­κές, αλ­λά γέ­μι­σε δια­ψεύ­σεις, απο­γοη­τεύ­σεις και χα­μέ­νες ελ­πί­δες.

Όμως ας αφή­σου­με τις απο­τι­μή­σεις και τις γε­νι­κεύ­σεις κα­τά μέ­ρος, κι ας πα­ρα­χω­ρή­σου­με τον τε­λευ­ταίο λό­γο σ’ έναν νη­φά­λιο φί­λο, τον Σκλόφ­σκι, που μας δι­η­γεί­ται στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του:

Ήταν το έτος 1912.
Συ­νά­ντη­σα τον Χλέ­μπνι­κωφ στην Πε­τρού­πο­λη. Η συ­ζή­τη­ση εί­χε μό­λις τε­λειώ­σει, ο κό­σμος εί­χε φύ­γει, η αί­θου­σα ήταν σκο­τει­νή και οι κα­ρέ­κλες εί­χαν ήδη αρ­χί­σει να στοι­βά­ζο­νται. Ο ξαν­θός Χλέ­μπνι­κωφ στε­κό­ταν εκεί, λί­γο κα­μπου­ρια­σμέ­νος, όπως πά­ντα. Φο­ρού­σε ένα μα­κρύ, μαύ­ρο παλ­τό, κου­μπω­μέ­νο ως πά­νω. Το χέ­ρι άγ­γι­ζε τα χεί­λη του.
Τον πλη­σί­α­σα και του εί­πα:
– 1917. Θα εί­ναι η πτώ­ση της Ρω­σι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας;
– Κα­τά­λα­βες σω­στά, μου απά­ντη­σε με χα­μη­λή φω­νή, αλ­λά όχι πιο χα­μη­λή από ό,τι συ­νή­θως, κι αμέ­σως πρό­σθε­σε: Έχεις να μου δώ­σεις εί­κο­σι κα­πί­κια;
Δα­νει­ζό­ταν σπά­νια, και συ­νή­θως λι­γό­τε­ρο από ρού­βλι.

[1] Τα φυλ­λά­δια των μα­νι­φέ­στων αυ­τών τυ­πώ­νο­νταν σε μι­κρό τι­ράζ, πε­ρί τα 500, με εξώ­φυλ­λα σε ασυ­νή­θι­στα υλι­κά, όπως τσου­βά­λι, ή χαρ­τί τα­πε­τσα­ρί­ας, συ­χνά σε χει­ρό­γρα­φή μορ­φή δια χει­ρός ζω­γρά­φων σχε­δόν πά­ντα με σχέ­δια, βι­νιέ­τες ή ει­κό­νες σαν ει­κα­στι­κές συν­θέ­σεις.
[2] Το βι­βλίο που επα­να­φέ­ρει την Ρω­σι­κή Πρω­το­πο­ρία στο προ­σκή­νιο εί­ναι το The Russian Experiment in Art 1863-1922 της Camilla Gray, toy 1962. Εί­ναι εν­δια­φέ­ρον ότι στην Ελ­λά­δα πα­ρα­τη­ρεί­ται μια έμ­με­ση ανα­φο­ρά στην ποί­η­ση των Ρώ­σων φου­του­ρι­στών και συ­γκε­κρι­μέ­να στο όνο­μα του Κρου­τσιό­νιχ, ήδη από τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1950. Η ανα­φο­ρά βρί­σκε­ται σε με­τά­φρα­ση του κει­μέ­νου «Πώς γρά­φο­νται οι στί­χοι;» του Μα­για­κόφ­σκι, από τον Τί­το Πα­τρί­κιο που δη­μο­σιεύ­τη­κε στην Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέ­χνης τον Αύ­γου­στο του 1955 με σύ­ντο­μη κα­τα­το­πι­στι­κή υπο­ση­μεί­ω­ση. Ως προς το ίδιο το κεί­με­νο, αξί­ζει να ση­μειω­θεί ότι ο Μα­για­κόφ­σκι δεν μνη­μο­νεύ­ει τον Χλέ­μπνι­κωφ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: