Βάσκο Πόπα: «Το βότσαλο»

Βάσκο Πόπα: «Το βότσαλο»

Το όνειρο του βότσαλου

Ένα χέρι βγαίνει μέσα από τη γη
Και πετά το βότσαλο ψηλά στον αέρα

Που είναι το βότσαλο
Δεν γύρισε στη γη
Δεν ανέβηκε στα ουράνια

Τι απέγινε το βότσαλο
Το καταβρόχθισαν τα ύψη
Μήπως έγινε πουλί

Εδώ είναι το βότσαλο
Πεισματικά παρέμεινε ο εαυτός του
Ούτε στα ουράνια ούτε στη γη

Υπακούει τον εαυτό του
Ανάμεσα στους κόσμους ένας κόσμος

Ο έρωτας του βότσαλου

Σαγηνεύτηκε από μια όμορφη
Στρογγυλή γαλανομάτα
Μια ανάλαφρη απεραντοσύνη

Κι έχει πια μεταμορφωθεί εντελώς
Στο άσπρο του ματιού της

Μόνο αυτή τον καταλαβαίνει
Μόνο η δική της αγκαλιά έχει
Το σχήμα του δικού του πόθου
Βουβού και απεριόριστου

Όλες τις σκιές της
Τις έχει κρατήσει μέσα του

Είναι τυφλός στον έρωτά του
Και δεν βλέπει
Άλλη ομορφιά
Εκτός από εκείνη που αγαπά
Και θα του πάρει το κεφάλι

Βάσκο Πόπα: «Το βότσαλο»

Ο πολυβραβευμένος Γιουγκοσλάβος ποιητής Βάσκο Πόπα (Vasko Popa, Васко Попа), γεννήθηκε το 1922 στο Γκρέμπενατς της ρουμανόφωνης Βοϊβοντίνας (Βανάτο). Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής μετείχε στην αντιναζιστική αντίσταση και φυλακίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπέτσκερεκ (Σερβία). Μετά τον πόλεμο σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και το 1953 δημοσίευσε την πρώτη ποιητική συλλογή του. Το 1951 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βελιγράδι όπου διέμεινε (στο ίδιο σπίτι) ως το θάνατό του, το 1991. Το 1969 δημοσιεύτηκε η πρώτη μετάφραση ποιημάτων του στα αγγλικά, από την Ανν Πέννιγκτον, στις εκδόσεις Penguin, με εισαγωγή του ήδη τότε διάσημου Άγγλου ποιητή Τεντ Χιούζ. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες. Στα Ελληνικά, ποιήματα του έχουν μεταφραστεί από την Έλλη Σκοπετέα (Κέδρος, 1979).
Ο Βάσκο Πόπα υιοθετεί ένα ύφος ως επί το πλείστον λιτό, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του μοντερνισμού, με επιδράσεις από το πνεύμα του σουρεαλισμού και την Σέρβικη λαϊκή παράδοση, χωρίς ίχνος «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» (το πολιτικό δόγμα για μια επιβεβλημένη αισιοδοξία που κυριάρχησε στον επίσημο τομέα της καλλιτεχνικής παραγωγής των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες είχαν περιέλθει στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο). Λέγεται ότι ο Πόπα ήταν ο πρώτος Γιουγκοσλάβος ποιητής που απέρριψε το δόγμα αυτό στη δουλειά του.
Μιλώντας για τους ποιητές της Ανατολικής Ευρώπης μεταπολεμικά, αναφέροντας ως κυριότερα παραδείγματα τον Βάσκο Πόπα, μαζί με τον Τσέχο Μίροσλαβ Χόλουμπ και τον Πολωνό Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ, ο Τεντ Χιούζ έγραφε το 1969:

Η αίσθηση του αδιεξόδου στις συνθήκες που τους περιβάλλουν έχει αποκαθάρει την ποίησή τους από κάθε ρητορική. Η στρατηγική τους είναι να κάνουν να ακουστούν νοήματα χωρίς να διαταραχθεί η σιωπή, μια τέχνη να εστιάζουν διστακτικά σε ορισμένα ανεπαίσθητα μα σημαντικά σήματα, χωρίς να αστοχούν, αλλά και χωρίς να ελπίζουν σε τελεσίδικες απαντήσεις, συνεχίζοντας να διερευνούν. Τέλος, με λεπτεπίλεπτες κινήσεις εξάγουν από έναν κόσμο γεμάτο κακοήθη αρνητικά, ένα καλόβουλο θετικό στοιχείο. […] Σαν τους ανθρώπους που επέστρεψαν από τη χώρα των νεκρών έχουν μια πιο οξεία αντίληψη, μια αλάθευτη αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι ζωντανός.

*

Πρόσφατα, ξαναδιαβάζοντας την πρώτη αγγλική μετάφραση της Πέννιγκτον, βρέθηκα να μεταφράζω δύο μικρά ποιήματα από τον γλυκόπικρο κύκλο «Το βότσαλο», της συλλογής Ο αγρυπνόκαμπος (Nepocin-Pole / Непочин-поље) που δημοσιεύτηκε το 1956. Μετά από μια μικρή έρευνα σχετικά με άλλες μεταφράσεις του Πόπα στα αγγλικά και μια αντιπαραβολή, μέσω λεξικού, με το πρωτότυπο, αποτολμώ να τα παραθέσω στις φιλόξενες σελίδες του «Χάρτη» – για να θυμηθούμε λίγο αυτόν τον μάλλον ξεχασμένο, μα σπουδαίο, ποιητή.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: