Στον Γιώργο Χουλιάρα
Tα μυστήρια αρχίζουν όταν το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του Αγίου Σουλπικίου των Παρισίων σημάνει την δωδεκάτη νυκτερινή και ο απόηχος φτάσει στο Ιάσιο, στον περίβλεπτο ναό της Αγίας Παρασκευής, της ρουμανικής Santa Paraskeva, προστάτιδας των οφθαλμών, η οποία θεραπεύει τους προσκυνούντας το άγιον όνομά της από οφθαλμαπάτες, δηλαδή γυμνές νύμφες, νυχτερινές πεταλούδες και άλλα πτερόεντα, όπως τα κουνούπια του ρέματος της Πικροδάφνης στο Παλαιό Φάληρο και τα κουνούπια του Νείλου, προστασία που φτάνει ως την πόρτα μας, οπότε είναι λογικό και αναγκαίο να αφήνουμε ανοιχτή την πόρτα της μπαλκονόπορτας μήπως φανούμε τυχεροί και εμφανιστεί μαχαιροβγάλτης να μας ξεκάνει και ησυχάσουμε από το ρέμα της Πικροδάφνης και από τα κουνούπια του Νείλου.
Το θέμα της πόρτας προέκυψε, επειδή η κυρία Άννα αποκοιμήθηκε στον καναπέ του σαλονιού και δεν έκλεισε την πόρτα του μπαλκονιού, νομίζοντας πως είχε κλείσει την μπαλκονόπορτα, επειδή αλλιώς κλείνουμε την πόρτα του μπαλκονιού και αλλιώς την μπαλκονόπορτα, ελπίζοντας ότι έτσι θα φυσάει κάποιο μεταμεσονύκτιο αεράκι, αφού η εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου των Παρισίων θα έχει σημάνει την δωδεκάτη νυκτερινή, να προλάβει και η Santa Paraskeva στο Ιάσιο της Ρουμανίας να κλείσει τα μάτια της και να πάρει έναν υπνάκο, θεραπεύοντας στο μεταξύ ξηροφθαλμία, επιπεφυκίτιδα, μυωπία, πρεσβυωπία, δαλτονισμό, αχρωματοψία, κριθαράκι το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με το γιουβέτσι, ήτοι μοσχαράκι στον φούρνο και κριθαράκι ζυμαρικό, διότι σε αυτή την περίπτωση ο φούρνος μένει κλειστός και, για λόγους ασφαλείας μένει κλειστή η μπαλκονόπορτα, δηλαδή η πόρτα του μπαλκονιού και δεν τίθεται θέμα στραβισμού, ώστε ενώ προσέχεις το γιουβέτσι στον φούρνο, δεν βλέπεις ότι η πόρτα του μπαλκονιού είναι ανοιχτή, ενώ η μπαλκονόπορτα έχει κλείσει, αφού ο φούρνος είναι κλειστός για το γιουβέτσι, όχι όμως για άλλα ψητά, όπως το σπληνάντερο, η γαρδούμπα και το ιμάμ μπαϊλντί με κιμά και μπαχαρικά, σε περιόδους νηστείας και περισυλλογής, όπου δεν απαγορεύεται το κοκορέτσι, επειδή η λέξη είναι παραφθορά της λέξης «κοκόρι», «κοκάρι», «κόμπιασμα», «κομπόδεμα».
Σημειώνουμε επί τη ευκαιρία ότι αν το διαμέρισμα δεν έχει πόρτα μπαλκονιού ούτε μπαλκονόπορτα, το γιουβέτσι ψήνεται καλύτερα, επειδή δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να πέσει κάποιος από το μπαλκόνι σπεύδοντας να ελέγξει ότι το γιουβέτσι ψήνεται στην κατάλληλη θερμοκρασία, ούτε υπάρχει κίνδυνος να αναρριχηθεί μαχαιροβγάλτης, εκτός αν ανέβει από την σκάλα του σπιτιού, χτυπήσει την πόρτα του διαμερίσματος και εισβάλει στην κουζίνα πεινασμένος προκειμένου να δοκιμάσει αν το γιουβέτσι είναι έτοιμο, πράγμα που μπορεί να συμβεί όσο η κυρία Άννα κοιμάται και οι πόρτες των δωματίων είναι διάπλατες. Να ο λόγος για τον οποίο η κυρία Άννα σηκώθηκε από τον καναπέ του σαλονιού και πήγε, τρίβοντας τα μάτια της για να ξυπνήσει, στο κρεβάτι της στο δωμάτιο για να κλείσει το ένα μάτι, κρατώντας το άλλο ανοιχτό ώστε να έχει το νου της στο γιουβέτσι.
Δυστυχώς, η κυρία Άννα θα εγκαταλείψει το διαμέρισμα, επειδή έχει βαρεθεί να τρώει γιουβέτσι, το οποίο τιμούν μαχαιροβγάλτες και ομοίως έχει βαρεθεί να μη μπορεί να συνεννοηθεί με την πόρτα του μπαλκονιού, η οποία επιμένει να είναι μπαλκονόπορτα, ασχέτως αν κλείνει ή ανοίγει. Έχουμε τουλάχιστον το κωδωνοστάσιο του Αγίου Σουλπικίου των Παρισίων, έχουμε και την Santa Paraskeva, όλα βαίνουν καλώς, αφού γιουβέτσι που δεν το τρως, τι σε νοιάζει και αν καεί.