1741, Ο ρινόκερος του Ιωάννη βαν ντερ Μίερ

1741, Ο ρινόκερος του Ιωάννη βαν ντερ Μίερ

Ο Ιωάννης βαν ντερ Μίερ ταξίδευε το 1741 με την περίφημη γαλέρα «Άμλετ Βˊ», νηολογίου Χρόνιγκεν, είχε τον βαθμό του υποπλοιάρχου. Με αυτή την ιδιότητα επισκέφθηκε τον διευθυντή της Ολλανδικής Εταιρείας των Ινδιών, που ζούσε οικογενειακώς στη Βομβάη, προκειμένου να κομίσει τους χαιρετισμούς συγγενών του, να συζητήσουν περί εκκρεμοτήτων, να υπογράψουν έγγραφα και να ετοιμάσουν το φορτίο της αναχώρησης. Εκείνη τη μέρα, περί το εσπέρας, καθήμενος στον κήπο της κατοικίας του κυρίου διευθυντή εν αναμονή του δείπνου, άκουσε τον κύριο διευθυντή να του λέει, φυσικώ τω τρόπω, να μην ανησυχήσει, ούτε να τρομάξει, αλλά να στρέψει αργά την κεφαλή του προς τα πίσω, εκεί ήταν η Κλάρα, δηλαδή ο ρινόκερος, που εμφανιζόταν κάθε μέρα τέτοια ώρα περίπου, και το προσωπικό τού έδινε δεμάτια χόρτων και σανού, τα αποφάγια ήταν ορ ντ’ εβρ μόνο.
Τίποτα περίεργο σε αυτή την ιστορία: προ έτους περίπου, ένα απόγευμα, ο κύριος διευθυντής, διπλώνοντας την εφημερίδα που μόλις είχε διαβάσει, είδε μπροστά του την Κλάρα. Τότε, ήταν μόλις τριών ή τεσσάρων μηνών, όπως τον διαβεβαίωσε ο κηπουρός του, που γνώριζε καλώς τη χλωρίδα και πανίδα της περιοχής. Ο κύριος διευθυντής έδειξε ψυχραιμία: σηκώθηκε αργά από τη θέση του και, απλώνοντας το χέρι εν είδει προσταγής προς τον ρινόκερο, να μην προχωρήσει περισσότερο, χάιδεψε την κεφαλή του ζώου. Και ο ρινόκερος στάθηκε: ύψωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον κύριο διευθυντή, κούνησε τα αυτιά του για να διώξει τις μύγες που γαργαλούσαν τη μύτη του (υγρή, δείγμα υγείας).
Η παρουσία της Κλάρας μεταξύ των ανθρώπων τηρήθηκε μυστική, επειδή θεωρήθηκε προσωρινή: στην αρχή, ο ρινόκερος εμφανιζόταν μία φορά τον μήνα περίπου, αργότερα μία φορά την εβδομάδα, τέλος ανά διήμερο. Σαν να ήθελε να παραπλανήσει τους υπηρέτες του κυρίου διευθυντή, που είχαν την εντολή να παρακολουθούν προς τα πού κατευθυνόταν φεύγοντας από το σπίτι του, χανόταν ξαφνικά μέσα σε ρουμάνια, σε επικίνδυνα περάσματα ποταμών, σε σπηλιές με δαιδαλώδεις διαδρόμους και υπόγειες λίμνες. Και ο βραχμάνος, που περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του προσευχόμενος δίπλα στο μόνο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι του κυρίου διευθυντή, δεν είχε καταφέρει να δει τον ρινόκερο να χρησιμοποιεί αυτό το πέρασμα και, συνεπώς, δεν είχε λάβει την συμφωνηθείσα αμοιβή του βιγλάτορα, οπότε εγκατέλειψε τη θέση του προκειμένου να ταξιδέψει στον Γάγγη και να λουστεί στα νερά του ποταμού, προσευχόμενος πάντα στους Θεούς να του δείξουν την οδό της Αλήθειας.
Ως τότε, αυτά μπορούσε να πει κανείς. Στο μεταξύ όμως, η Κλάρα μεγάλωνε, οι διαστάσεις της έβαιναν αυξανόμενες, όπως και το βάρος της. Αποτέλεσμα αυτής της φυσικής εξέλιξης ήταν πως οι αλέες του κήπου δεν τη χωρούσαν. Στο πέρασμά της, οι πρασιές τσαλακώνονταν, τα φυτά συνθλίβονταν, τα νεαρά δέντρα έχαναν την ισορροπία τους ανεπιστρεπτί, οι φράχτες γκρεμίζονταν, τα πορτοκάλια εξαφανίζονταν, επειδή η Κλάρα λάτρευε τα εσπεριδοειδή, τα καπνοχώραφα δεν ευδοκιμούσαν, επειδή η Κλάρα έτρωγε τα καπνόφυλλα και τα τρυφερά καπνοβλάσταρα. Τότε ακριβώς, ο Ιωάννης βαν ντερ Μίερ κοίταξε τον ρινόκερο κατάματα και είπε: «Τον παίρνω».
Θα έλεγε κανείς πως ο Ιωάννης βαν ντερ Μίερ είχε μελετήσει με κάθε λεπτομέρεια τις άλλες παραμέτρους της απόφασής του. Παρέδωσε το ναυτικό του φυλλάδιο, αποχαιρέτησε, υψώνοντας το ποτήρι του, το πλήρωμα της γαλέρας «Άμλετ Βˊ» και κλείστηκε σε άβολο δωμάτιο αποίκου, όπου σχεδίασε ένα είδος κάρου, το οποίο συρόμενο από είκοσι δύο επιλεγμένα βουβάλια, κινούμενα με ταχύτητα τεσσάρων (περίπου) χιλιομέτρων την ώρα, από ανατολής μέχρι δύσεως του ηλίου, μετέφερε την Κλάρα από το σπίτι του κυρίου διευθυντή της Ολλανδικής Εταιρείας των Ινδιών στην αποβάθρα του λιμένα της Βομβάης σε τρεις μέρες (παραβλέπουμε τον επιτυχή ανεφοδιασμό σε τροφή για τα βουβάλια, σε ποικιλία εδεσμάτων για την Κλάρα και τους ξυπόλυτους ρακένδυτους βουβαλοδηγούς, τη στρατοπέδευση σε ανοικτούς χώρους από της δύσεως μέχρις της ανατολής του ηλίου, πλησίον όμως πηγών και λοιπά).
Είχε εξίσου επιτυχώς σχεδιάσει και πληρώσει την κατασκευή περίφρακτου χώρου από εύκαμπτη ξυλεία και σιδηροδοκούς στην κουβέρτα της γαλέρας ‘‘City of Liverpool’’, όπου φορτώθηκε η Κλάρα με τη βοήθεια ειδικού παλάγκου, υπολογίζοντας πως οκτώ τετραγωνικά μέτρα αρκούσαν για τη στέγαση, φύλαξη και ασφάλειά της, τα οποία έπρεπε να επιλεγούν στο κέντρο της κουβέρτας, ώστε να περιορίζονται οι κίνδυνοι από τη μετατόπιση του φορτίου του ρινόκερου σε κυματισμούς μέχρι δώδεκα μποφόρ. Είχε επιπλέον σχεδιάσει τα απαραίτητα κεκλιμένα επίπεδα για την απόρριψη των περιττωμάτων του ρινόκερου στη θάλασσα. Για όλες αυτές τις υπηρεσίες είχε καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα σε χρήμα και είδος, και είχε κρατήσει στα θυλάκιά του τις σχετικές έγγραφες πράξεις και εξοφλήσεις προς επίδειξη τουλάχιστον στις τελωνειακές αρχές.
Εκείνο που δεν είχε υπολογίσει ήταν ο καπετάνιος του «City of Liverpool». Πλέοντας βορείως του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, είχε αρνηθεί την προμήθεια ψαρόλαδου για την τριβή και τον καθαρισμό της πλάτης και των πλευρών της Κλάρας προς ανακούφισή της από τις υψηλές θερμοκρασίες που εμφανίζονται εκείνη την περίοδο του έτους στο νότιο ημισφαίριο, με το αιτιολογικό ότι το ψαρόλαδο δεν επαρκούσε για τη σίτιση του πληρώματος, αρκετά βαρέλια είχαν παρασυρθεί στη θάλασσα λόγω της τρικυμίας που είχαν συναντήσει νοτίως της Ζανζιβάρης.
Εκτιμώντας ωστόσο τον Ιωάννη βαν ντερ Μίερ, που είχε τη σπουδαία ιδέα να φορτωθεί έναν ρινόκερο από τον οποίο θα έβγαζε πολλά κέρδη, εμφανίζοντάς τον ως αξιοθέατο στην Ευρώπη, τον καθησύχασε, λέγοντας πως πολλοί από τους τριακόσιους τριάντα τρεις σκλάβους που μετέφερε ντανιασμένους στα αμπάρια του, είχαν πάθει δυσεντερία και ετοιμαζόταν να πετάξει τους ασθενείς στη θάλασσα για να μη κολλήσουν οι υπόλοιποι και για να περιοριστεί η κακοσμία στα αμπάρια. Έτσι και αλλιώς, θα υπέβαλε τα απαραίτητα έγγραφα στις ασφαλιστικές εταιρείες για απώλεια φορτίου λόγω ανωτέρας βίας και θα εισέπραττε την κατάλληλη αποζημίωση, ικανοποιώντας απολύτως τους πλοιοκτήτες και τους μετόχους της εταιρείας Slave Trade Company Ltd, γνωστότερος των οποίων ήταν ο κύριος Ισαάκ Νεύτων.
Η πρότασή του ήταν να ρίξει μεμιάς όλους τους άρρωστους σκλάβους στη θάλασσα, έχοντας δέσει μερικούς με σκοινιά, από τα οποία θα κρέμονταν μεγάλα αγκίστρια. Οι καρχαρίες, που ζούσαν πολυπληθέστατοι σε εκείνα τα μέρη, θα ξέσκιζαν, θα καταβρόχθιζαν εκείνα τα θύματα και, βεβαίως, θα πιάνονταν στα αγκίστρια. Όπως είναι γνωστό, οι καρχαρίες έχουν πολύ λάδι και ό,τι έμενε, όταν το πλήρωμα θα τους είχε τεμαχίσει για να τους φάει, αρκούσε με το παραπάνω για εντριβές της Κλάρας. Άλλος ρινόκερος δεν εμφανίστηκε στην Ευρώπη, την οποία περιηγήθηκε επί τριάντα και πλέον χρόνια.

Glynis Ridley, Clara’s Grand Tour, Travels with an Eighteenth Century Rhinoceros, Grove Press 2005

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: