10 July — Marcel Proust embodied memory
in the thousands of pages wtitten by hand in his sickbed
[ Patti Smith, A Book of Days, σ. 200 ]
α. Η ποίηση επανέρχεται συνοδευόμενη από τη μουσική, εν προκειμένω Erik Satie, “Gnossienne No.1”, εσκεμμένα σε λούπα, ξανά και ξανά, μια κατευναστική μελωδία όπου, εντούτοις, ελλοχεύει κάποια ανεξιχνίαστη απειλή, μνήμη ενδεχομένως από την ταινία Le Feu Follet (1963) του Louis Malle, που τούτο το μήνα συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την αναχώρησή του για τις ταινιοθήκες τ᾽ ουρανού — αλλά την εν λόγω απειλή αναχαιτίζει ο ωκεανός των λέξεων του Marcel Proust, μνήμα και μνημείο κατάφασης στη ζωή, οχυρό άρσης του πανδέγμονος χρόνου, ηρωική συμφωνία ενάντια στη φθορά, ένα μέγιστο ναι, ναι, ναι!, σαν κι αυτό στην ακροτελεύτια φράση του Ulysses, του άλλου ωκεανού των λέξεων, and yes I said yes I will Yes, ιδρυτική συνθήκη της διαλεκτικής έρως/αγάπη, της δεξίωσης του Άλλου ως αναστάσιμου γεγονότος, καθώς απεριόριστο απλώνεται το πεδίο των γεγονότων, όπως διαβάζω με δάκρυα στα μάτια στη σελίδα 75 της Φυλακισμένης.
β. Οι αναμνήσεις συμπεριφέρονται σαν γεγονότα, μας διδάσκει ο Marcel, το σιγαρέττο που καίγεται στο κρυστάλλινο σταχτοδοχείο με οδηγεί στην εφηβεία, στον Βόλο, μισόν αιώνα πριν, στο έτος 1975, στο καφεζαχαροπλαστείον Μινέρβα, είμαι με τον Γιάννη Τζώρτζη και με τον Νίκο Λουδοβίκο, διαβάζουμε εμβρόντητοι Allen Ginsberg, μεταφράσμένον από την Τζένη Μαστοράκη, είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου, καπνίζουμε απανωτά Καρέλια, πίνουμε το ένα κονιάκ μετά το άλλο, σχεδιάζουμε να γίνουμε ποιητές, ν᾽ ανάβουμε κι εμείς ευλαβικά το κεράκι μας στη μέση του δάσους, να τρέχουμε μεθυσμένοι στις αποβάθρες και στις λίμνες και στα οροπέδια και στις κρυφές κόγχες των μεγαλουπόλεων, αγνοώντας τότε ότι ο Ginsberg θα μας κατεύθυνε στον Jack Kerouac κι αυτός, με τη σειρά του, θα μας σύστηνε στον Proust, διασκορπίζοντας τις προοπτικές γονέων και κηδεμόνων, επιφυλλάσσοντάς μας μια μοίρα που ομνύει στη μέρα, στην ώρα, στο λεπτό, στο δευτερόλεπτο, καθιστώντας μας αιώνιους ένοικους του νυν.
γ. Καταβυθισμένος στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, συνειδητοποιώ ότι σκιρτούν εντός μου συμπτώματα εκμνησίας, παραμνησίας, και υπερμνησίας· λικνίζονται άλλοτε και άλλοτε στροβιλίζονται δεκάδες και εκατοντάδες πολαρόιντ, διπλοτυπίες και απεικάσματα που συνθέτουν το φιλμ ενός τεθλασμένου, συνεπούς εντούτοις, βίου σθεναρών προσηλώσεων, καθόσον ο εν λόγω βίος με κατέστησε, επίσης, μια παραγωγική μηχανή, ένα όργανο ακατάπαυστης καταγραφής εικόνων και στιγμών, ένα μπομπινόφωνο και ένα πολλαπλό σημειωματάριο, ήδη από το 1975, πεπεισμένος καθώς ήμουν από τότε ότι οι μαρμαρυγές του εφήμερου, οι κροσσοί της παροδικότητας, τα ανθάκια του πεπερασμένου αποτελούν το υλικό μου.
δ. Ιδού ο Γιάννης Τζώρτζης, που διαθλάται μέσα από τις σελίδες του Marcel, στα είκοσί του, παθιασμένος αναγνώστης του Faulkner, του Πεντζίκη, του Παπαδιαμάντη, και του Κόντογλου, να ακροάται πότε τους ήχους που κερνάει η φύση (θρόισμα φύλλων δάφνης στην Γατζέα, κελάρυσμα ρυακιού στον Αϊ-Γιώργη, βροχή στη θάλασσα του Παγασητικού) και πότε του Bob Dylan τα άσματα, περιπαθώς, γνωρίζοντας (δύο έτη αργότερα) ότι χτυπάει εντός μας η μηχανική καρδιά της πόλης (Ασλάνογλου) και ότι ο Marcel έχει μιλήσει και γράψει απαράμιλλα για τα πολύβουα βουλεβάρτα και για τους κήπους, για την ανακήρυξη της πόλης ως Μούσας, για το πώς περιπλανιόμαστε στους χρόνους του χώρου και στους χώρους του χρόνου, για το πώς γινόμαστε, μέρα με τη μέρα, εδώ και μισόν αιώνα, διάκονοι της διαλεκτικής φύσις/άστυ.
ε. Θητεύσαμε, πάντα με τις έξι αισθήσεις σε επιφυλακή, όπως έλεγε ο Σωτήρης Κακίσης, στο πάθος της μέθης, μα και στη μέθη του πάθους, πέφτοντας τυχαία στο άλλο ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο, στον Malcolm Lowry, και έμελλε να (ξανα)διαβάσουμε το Κάτω από το Ηφαίστειο μαζί με το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, γεμίζοντας τα σημειωματάρια με παραθέματα και σχόλια, διερευνώντας τη διάρκεια, στέργοντας θαλπωρή στην εμφιάλωση, συνθέτοντας μυστηριώδη και κρυπτογραφημένα ποιήματα με θέμα τους οδοδείκτες μας αλλά και την αφοσίωσή μας στο φαινομενικά τετριμμένο. Πώς λοιπόν να μην υπογραμμίσουμε, καθώς διαβάζουμε μια θρυλική επιστολή (είκοσι χιλιάδων λέξεων, παρακαλώ) του Lowry που πασχίζει να πείσει τον εκδότη του για το τι είναι το Κάτω από το Ηφαίστειο, τη φράση: «Μπορεί να ιδωθεί σαν ένα είδος συμφωνίας, ή με τρόπο διαφορετικό σαν ένα είδος όπερας ή ακόμα και σαν τσίρκο. Είναι τζαζ, είναι ένα ποίημα, ένα τραγούδι, μια τραγωδία, μια κωμωδία, μια φάρσα, και τα λοιπά […] Είναι μια προφητεία, μια πολιτική προειδοποίηση, ένα κρυπτογράφημα, μια παλαβή ταινία, και μια γραφή πάνω στον τοίχο. Μπορεί ακόμα να ειδωθεί και σαν ένα είδος μηχανής: και λειτουργεί, πιστέψτε με, τη δοκίμασα». Επίσης, πώς να μην αντιγράψουμε το σχόλιο του Gilles Delleuze, που συνδέει τους δύο δημιουργούς και τα μνημειώδη μυθιστορήματά τους: «Ο Proust δεν θέλει να πει τίποτα διαφορετικό συμβουλεύοντάς μας όχι να διαβάσουμε το έργο του, αλλά να το χρησιμοποιήσουμε για να διαβάσουμε μέσα μας. Δεν υπάρχει μια σονάτα ή ένα σεπτέτο στην Αναζήτηση — η Αναζήτηση είναι η ίδια μια σονάτα κι ένα σεπτέτο, αλλά και μια όπερα-μπούφα· και ακόμα, προσθέτει ο Proust, ένας καθεδρικός ναός, και ακόμα ένα φόρεμα. Και μια προφητεία για τα φύλα, μια πολιτική προειδοποίηση που φτάνει ως εμάς μέσα από τα βάθη της υπόθεσης Ντρέυφους και του Πολέμου του 1914, ένα κρυπτογράφημα που αποκωδικοποιεί και κωδικοποιεί ξανά όλες τις κοινωνικές, τις διπλωματικές, τις στρατηγικές και τις αισθητικές μας γλώσσες, ένα γουέστερν ή μια παλαβή ταινία πάνω στη Φυλακισμένη, ένα Μανή-Θεκέλ-Φάρες, ένα κοσμικό εγχειρίδιο, μια πραγματεία μεταφυσικής, ένα παραλήρημα των σημείων ή της ζήλειας, μια άσκηση για να γυμνάζονται οι ικανότητες. Είναι ό,τι θέλει κανείς, φτάνει να λειτουργεί στο σύνολό του, και λειτουργεί, πιστέψτε με».
στ. Ανάβω τσιγάρο· είμαι στον Βόλο το 1975, στις τουαλέτες-καπνιστήρια του Δευτέρου Γυμνασίου· είμαι ταυτοχρόνως στο Κυψελάκι, στο τρίστρατο Ιθάκης, Κυψέλης, Σποράδων· μετά, στη Μινέρβα, πάλι το 1975, πίνω κονιάκ απανωτά, συζητώ με τον Γιάννη Τζώρτζη και τον Νίκο Λουδοβίκο για τον Allen Ginsberg, και τώρα ξανά μεθοκοπάω στο Κυψελάκι με απανωτές βότκες εορτάζοντας το Νόμπελ του László Krasznahorkai και πενθώντας για την εκδημία του Διονύση Σαββόπουλου, και διαβάζω στο σημειωματάριό μου κάτι για τον Νιόνιο που είχα γράψει τον Ιανουάριο: «Χώθηκα και χάθηκα και χύθηκα μες στο ωραίο ορυχείο του χρόνου, σκέφτηκα ότι είσαι σήμερα η πολλαπλή μαντλέν μιας ανήσυχης φράξιας της γενιάς μας, ότι υπήρξες ο αόρατος συνδετικός κρίκος για μας, πάει να πει για εμέ, τον Ευγένιο Αρανίτση και τον Θάνο Σταθόπουλο, που ζούμε ακόμη, δόξα τω Θεώ, και τους μακαρίτες αδελφοποιτούς μας: τον Γιώργαρο Κακουλίδη, τον ποιηταρά Ηλία Λάγιο, το ιερό κουρέλι Νίκο Φατούρο· και τον αείμνηστο αριστοκράτη εξάδελφό μου, τον Εμμανουήλ Κουτσουρέλη, που μαζί τρέχαμε ν᾽ ακούσουμε τους Αχαρνής, το 1976, κι ύστερα συμποσιαζόμασταν στη Σαΐτα και στην υπόγα, τη θρυλική, της Ερασμίας». Και είμαι πάλι στον Βόλο και μετά πάλι εδώ, στην Κυψέλη, με νου κατακλυσμένο από μνήμες της περασμένης χρονιάς, και ανακαλώ αυτολεξεί τι είχα γράψει μια ζόρικη και ζορισμένη μέρα του περσινού Αυγούστου: «Πεισμόνως και ασμένως, ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος δεν κούναγε ρούπι από την Κυψέλη τα καλοκαίρια, ενδίδοντας στις τέρψεις της μοναξιάς, ακούγοντας επαναληπτικά το μπαρόκ λεπτούργημα Les Délices de la Solitude, Op. 20 του Michel Corrette (10 Απριλίου 1707-21 Ιανουαρίου 1795), διαβάζοντας εκ νέου λατρεμένους του συγγραφείς (το 2020, τον Thomas Bernhard· το 2021, τον Don DeLillo· το 2022, τον Peter Handke· το 2023 τον David Foster Wallace· το 2024, τον Marcel Proust, και λαμβάνοντας ισχυρά μέτρα κατά του καύσωνος: κόκκινη μπαντάνα στα μαλλιά (προς αποφυγήν καταστροφής πληκτρολογίου από χοντρές στάλες ιδρώτα)· πόση ικανών ποσοτήτων χυμού κράνμπερι με στυμμένο λεμόνι και πολλά παγάκια· τακτικές συναντήσεις με τους νεαρούς του φίλους (Σάββας ο Ευρυμαθής, Πάνος ο Όσιος, Σωκράτης ο Τάτζιο), καθώς και με τη μεταμοντέρνα Βεατρίκη του (για τις θρυλικές οξυδερκείς συνομιλίες τους, για μερικές παρτίδες σκάκι, για τη λεγόμενη χορογραφία των βλεμμάτων τους)· εξόχως προσεγμένη διατροφή (αβοκάντο, μοσχαρίσιο φιλέτο, ψητή σαρδέλα, βραστές πατάτες, νεκταρίνια, κεράσια, βανίλιες, βερίκοκα)· περίπατοι στο Πεδίον του Άρεως ή/και στη Φωκίωνος Νέγρη μετά τις 9 το βράδυ· κάποιες επιλεγμένες ταινίες στον εξαίσιο κινηματογράφο Στέλλα· άπαξ της εβδομάδος ελαφρό γεύμα στο εστιατόριο Νάξος (Λιοσίων 90 και Παιωνίου)· όσο γίνεται πιο νωρίς κατάκλιση· έγερση στις 6:30».