Τα χείλη πάσης της γης

Ο Χριστόφορος Λιοντάκης (1945–2019)
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης (1945–2019)




[ ΤΕΧΝΗΤΟΙ ΔΟΡΥΦΟΡΟΙ ]

Για τη συγκεντρωτική έκδοση της ποίησης του Χριστόφορου Λιοντάκη,
με επιμέλεια Κοραλίας Σωτηριάδου (Στο Λαμπερό Κρυμμένος, Κείμενα 2025). 




Είναι το βράδυ της 15ης Μαΐου του 2019. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ο Θάνος Μικρούτσικος επισκέπτεται και παριστά, γι’ ακόμη μια φορά, ένα έργο του που έχει το ιδίωμα, παρά τις τόσες, μες στις δεκαετίες, ακροάσεις, να επιστρέφει στην πρώτη του στιγμή, ν’ ανατροφοδοτείται, εκ νέου να πλάθεται, εκ νέου ν’ αποπλέει: τον Καββαδία του, για τρεις φωνές, τρία πιάνα και πνευστά.
Μπαίνοντας, είδα τον Χριστόφορο, χαιρετιστήκαμε και ειδωθήκαμε ξανά στα καμαρίνια. Δεν είπαμε πολλά. Ήταν η τελευταία μας αντάμωση. Πού να το φανταστώ; Το βράδυ εκείνο, εστίαζα στον Θάνο εξ ολοκλήρου. Στον Θάνο ― και στη φωνή του Κώστα Θωμαΐδη, στο πάθος του. Και νά που σκέφτομαι, κατόπιν εορτής, και ξανακούω «Ν’ αλλάξει αίμα/ Ν’ αλλάξει σάρκα/ Ιδού τι θέλει», με τη φωνή του Κώστα Θωμαΐδη, από το Ποίηση με μουσική του Θάνου Μικρούτσικου (EMI/HMV, 1997), όπου διόλου τυχαία συνυπάρχουν, μελοποιούμενοι, ο Χριστόφορος και ο Καβάφης.
Τη μέρα που κηδεύτηκε ο Χριστόφορος, στις 29 Ιουλίου του 2019, στο Κοιμητήριο Χαλανδρίου, γυρνώντας απ’ το μνήμα, συνοδοιπόρησα για λίγο με την Τζένη Μαστοράκη. Είχα χρόνια να τη δω και δε θα την ξανάβλεπα. «Ο τόπος έχει αλλάξει / και δεν είναι πια», όπως έγραφε η Τζένη, κι αυτή από τον Θάνο μελοποιούμενη (Ο Άμλετ της σελήνης, MINOS-EMI, 2002).
Τους αναφέρω και τους τρεις μαζί, την Τζένη και τον Θάνο, τον Χριστόφορο, όχι μόνο για την αγάπη ανάμεσά τους ή τη στενή φιλία με τους γονείς μου, που τους έκανε, από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, μορφές παρούσες και μέσα μου πανίσχυρες, αλλά κι επειδή η αποδημία και των τριών μου έχει αφήσει ένα παράπονο στυφό, παράπονο ενός κενού που δεν αναπληρώνεται, παράπονο ενός κόσμου ατελούς, κερματισμένου, που υπολείπεται εκείνου «όπως ήρθα και τον βρήκα».

Ας μου επιτρέψετε, λοιπόν, την αποψινή συμμετοχή μου να την αφιερώσω στους απόντες: στη Τζένη και στον Θάνο και, μαζί, στον Σάμη Γαβριηλίδη, τον πρώτο εκδότη των δίτομων απάντων του Χριστόφορου (Εικόνες που επιμένουν, 2012 και Ποιήματα 1982-2010, 2015), εδώ που έχουμε βρεθεί για να γιορτάσουμε τη συγκεντρωτική, οριστική έκδοση των ποιημάτων του με την επιμελή, γλυκιά φροντίδα της Κοραλίας Σωτηριάδου και του Φοίβου Βλάχου.

Από Το τέλος του τοπίου Στο τέρμα της πλάνης, με την προσθήκη ενός μεταθανάτιου επιλόγου (Ένεκεν της ανωνυμίας σου, Κείμενα 2021), θα έπρεπε κανείς, για να προσεγγίσει το έργο του Χριστόφορου Λιοντάκη, να το διαβάσει αργά, πολύ αργά, σα στάλα μέσα σε σπηλιά, σα να ’ναι, όπως κι ο ίδιος λέει εξαρχής, «ήχος κλεισμένος/ Σε σταλαχτίτη/ Και σταλαγμίτη ανάμεσα».[1]
Και από Το τέλος του τοπίου ξεκινώντας, ήδη τον βρίσκουμε ώριμα αποφθεγματικό, αλλά και δέσμιο, αιχμάλωτο αντίρροπων δυνάμεων, που συμβιώνουν μέσα του, χωρίς ακόμη να βρίσκουν τη σύνθεσή τους. Τα ποιήματα εμπεριέχουν την περιγραφή τους. «Τα πράγματα», λέει, «ζούνε την ηδονή της σιωπής/ Την οδύνη της ομιλίας».[2] Όλα σα να έχουν ήδη συντελεστεί∙ κυοφορούνται και όσα θα ειπωθούν αργότερα. Ταξιδευτής που από πολλά έχει περάσει, μα δε στάθηκε πουθενά, μονίμως ευάλωτος, με συχνό ένα πρώτο πληθυντικό, σαν κρυφτό μες στο συλλογικό υποκείμενο. Το εκκρεμές του είναι αυτό, η πραγματικότητα και η υπέρβασή της. «Ένας κόσμος», λέει, που «περιμένει να του δώσεις όνομα».[3] Η ζωή, χώρος επιτήρησης και καταστολής, ο ποιητής ένας στρατιώτης εμπόλεμος με την άρνηση. Αναζητά τον λόγο, τον μύθο συγκροτεί απ’ τα κενά της προφητείας μέχρι την κατάρρευση της ψυχανάλυσης.

Στη Μετάθεση ακόμη δοκιμάζει τα κλειδιά του. Σα να έχει βρει τον χώρο όπου εξ ολοκλήρου θα εισέλθει η ποίησή του, σα να τον ονομάζει, σα να διστάζει ακόμη στο κατώφλι. Ένα κομμάτι εδώ είναι της μνήμης: «Απ’ το νησί ένας ίσκιος/ Απομένει».[4] Και η θύμηση της ηδονής, μια «ανάμνηση που/ Κάθε θλίψη ξεπερνούσε».[5] Εύχεται «μιαν άλλη σιωπή», το ξεπέρασμα της ντροπής, τη λέξη «αναπολόγητος»,[6] την εντατική μεταμόρφωση της ύπαρξης, τη λυτρωτική παράδοση, τη συνάντηση μέσα στο πλήθος. Κύριο, εδώ, το ζήτημα της μαρτυρίας: ποιοι θα δουν, ποιοι θα ’ναι σε θέση, κάποτε, ν’ αφηγηθούν. Ο ποιητής, ένας επιζών μεταξύ ζωντανών και πεθαμένων, εξίσου τραυματισμένος κι απ’ τους δυο.

Το Υπόγειο γκαράζ δεν είναι παρά «ο μαγικός βυθός της πόλης».[7] Στο αστικό τοπίο του Εβδομήντα, τα ποιήματα διαβάζονται και σα σκηνικές οδηγίες ή επεξηγήσεις για τα πρόσωπα του δράματος. Εδώ συναντούμε για πρώτη φορά μια πολύ αγαπητή του λέξη, μεθοδολογία, ίσως, και ολόκληρης της γραφής του: τη μνημοτεχνική. Και πάλι οι συγκρούσεις των αντίρροπων δυνάμεων – τώρα θυμίζουν πιο πολύ εναγκαλισμό. Το άχρονο συνυπάρχει με το μοντέρνο, και τα δυο με το δικό τους λεξιλόγιο: την τρέχουσα της εποχής τεχνολογία, τον τουρισμό, τη διάλεκτο πλατειών και λεωφόρων. Εδώ η ζωή ένα ενύπνιο αγοραίο. Υπνοβατεί ο ποιητής, μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο ενικό, «ξέρει τη μνήμη των κυττάρων/ Ξέρει τα χρωμοσώματα».[8] Εξάλλου, «το εγώ είναι ένας άλλος». Το μάτι διερευνητικό, περιπαικτικό, οικουμενικό, από το «ένα παγκάκι»[9] σε ολόκληρη την υδρόγειο. Συμμέτοχος, όμως, παρατηρητής, μ’ ένα καβαφικό «ξαναπηαίνει», «γλιστρώντας/ Στο εφήμερο»,[10] δικαιώνεται μέσω στης αποτυχίας, μέσω του ανέφικτου καθήκοντος με το οποίο επιφόρτισε τον εαυτό του. Δεν μπορεί, αν και θέλει, «να ταριχεύσ[ει]/ (…) Το αόρατο».[11] Δεν μπορεί «να κλειστεί σ’ ένα δωμάτιο/ Για πάντα».[12]

Εκεί που Ο Μινώταυρος μετακομίζει, διαβάζουμε μια ποίηση που συναιρεί «το πρώτο σπέρμα» και «το μυστικό της σήψης».[13] Δε νομίζω πως ισχύει για πολλές ή πολλούς αυτό που συμβαίνει στον Χριστόφορο Λιοντάκη: όλα τα ποιήματά του εκτυλίσσονται σ’ έναν κόσμο άλλο απ’ τον δικό μας, έναν κόσμο δικής του επινόησης. Συστατικά του, το βαρύ οικογενειακό παρελθόν, όπως στην «καταγωγή του καπνιστή»,[14] το τοπίο του χωριού, η ανεστραμμένη μνήμη, η εναλλαγή της συστολής και της διαστολής του χρόνου. Δεν είναι η σιωπή το ζητούμενο, αλλά η τέχνη του υπαινιγμού, η κρυπτική αποτύπωση, το μυστικό φορτίο των συμβόλων. Να μην μπορείς ούτε να διανοηθείς, ούτε να φανταστείς πόσο πολλά χωρούν στο στιγμιαίο: το πένθος, το πάθος, ο φόβος, η εμπειρία ως τελετουργία, η αναμέτρηση, εντός της εμπειρίας, με τον εαυτό μας ως άλλο, ως εχθρό. Και πάλι, εδώ, οι πόλεις: ο Χάνδαξ, σε μια εποχή που «η καθαρεύουσα»[15] Ελλάς αστυνομεύει την επιθυμία, αλλά δεν μπορεί να αποτρέψει την εφηβική ανακάλυψή της. Τα στιγμιότυπα αποσπάσματα, διασωσμένα στην υστερότερη μνήμη, σ’ ένα ―πάλι καβαφικό― «θυμήσου σώμα». Ο πολύσημος Μινώταυρος ακολουθεί τον ποιητή στην Αθήνα, «το χάσμα κλείνει στο άλλο χάσμα».[16] Αποσκευή ολόκληρη η υπόσταση, ολόκληρη η καταγωγή, κι ας πρέπει να κρυφτεί, να υποδυθεί έναν ρόλο, να υιοθετήσει το διχαλωτό ιδίωμα της νομικής επιστήμης: «Τα υπόλοιπα θα τα διηγηθείς εσύ/ σίγουρα αλλαγμένα».[17]

Η ποίηση του Λιοντάκη συμβαίνει σ’ έναν ενδιάμεσο χώρο και χρόνο, πεδίο μάχης ανάμεσα στο ρητό και το άρρητο. Το βλέμμα δίνει νόημα στα πάντα, «το φως/ μετατοπίζεται» πάνω στα πράγματα, την ώρα που τα σώματα «δίνουν τη μάχη με τη βία της σιωπής» και «στο τελευταίο μέτρο/ το δέρμα ξεπερνά το λόγο».[18] Η σωτηρία βρίσκεται στην αναζήτηση του κάλλους, η μόνη ελπίδα στην εύνοια της μαρτυρίας: η ποίηση επιτελεί –πολύτιμη παρηγοριά– τη λειτουργία της, την ανακατάταξη, δηλαδή, του σύμπαντος κόσμου μέσω της μνήμης: «η μελωδία σε μαρτυρούσε/ σε πρόσθετε/ σε αφαιρούσε».[19]

Κι αν μετακόμισε ο Μινώταυρος, πού αλλού κατοικεί, αν όχι στον ροδώνα με τους χωροφύλακες; Στην επικράτεια του μύθου, δηλαδή, με τις επαναλήψεις και τις επιστροφές, «μύθο στάζοντας»,[20] «το μύθο συλλαβίζοντας»,[21] μ’ ένα διακείμενο πάμπλουτο, στην εντέλεια χωνεμένο, ώστε να παράγει ένα σύστημα ενιαίο κι αδιαίρετο, όπου χωρούν και το «άρρωστο ρόδο» του Μπλέικ και το ηρακλείτειο «όπως η φύση, να κρύβομαι αγαπώ».[22] Τεχνίτης του λόγου ο Λιοντάκης, εξοικειωμένος με όλους τους τόνους, γνώστης των φορτίων τους. Το παρελθόν, «ασπράδι αυγού»[23] στον Μινώταυρο, εδώ αποκαλύπτεται σε όλες του τις διαστρωματώσεις: το μυθικό, μινωικό, στο ακτοπλοϊκό Κνωσσός-Αθήνα σαν Ηράκλειο-Πειραιάς, με το καράβι του Θησέα, αλλά κι εκείνο που διασώζεται σε μια αρχαιολογία πράξεων και χειρονομιών, στη νικητήρια φθορά των υλικών: η πορσελάνη, το μπαμπάκι, το ασβεστόνερο. Εδώ «ονόματα αναβλύζουν./ Μήτε πηλός μήτε χαλκός μήτε και μάρμαρο/ τα μνημονεύει».[24] Κι όταν ένα κείμενο καταστεί ποίηση του ακατανόμαστου, είτε αποκρυπτογραφηθεί, είτε όχι, καταλήγει να εκφράζει και το άπαν και το άπαξ. Η φύση, πάλι, στη διαδοχή των εποχών, με όλα της τα θαύματα, μ’ όλα τα μυστικά της. Και μες στον κόσμο, όχι έξω απ’ αυτόν, η ταυτότητα που δοκιμάζεται, που αντανακλάται στον εαυτό της, που επικοινωνεί, που ψάχνει την κατάφαση, που τη βρίσκει στην πράξη του έρωτα.

Ακούγεται μια μουσική διακριτή, ένας ρυθμός που ψάχνει την εστία, τη μήτρα της ζωής. «Τα παιδικά μας χρόνια συναντιούνται».[25] Πάλι στην Κρήτη, τόπο σκοτεινό: μορφές βγαλμένες μέσ’ απ’ τ’ όνειρο ή από το δημοτικό τραγούδι, όλα στιλπνά όπως στη μνήμη, τα άψυχα, τα έμψυχα, εκείνα που βλασταίνουν κι εκείνα που αποκόπτονται. Το πανταχού παρόν μαχαίρι, η στρώση του πηλού πάνω στο άγαλμα, τίποτα πια δεν περισσεύει και είναι δυνατή μια συμφιλίωση με την «κρυμμένη χάρη του αναπάντητου».[26] Το δεύτερο ενικό, του άλλου ως εαυτού: «Από το δικό σου λόγο/ ο μύθος τις ψηφίδες συμπληρώνει».[27]

Έντεκα χρόνια αργότερα, Με το φως, η μέθοδος που ακολουθείται εκσυγχρονίζει κι εξανθρωπίζει το μυθικό, αλλά και ανυψώνει, έως εκστάσεως, το σύγχρονο. Ένας μοτοσικλετιστής, ας πούμε, γίνεται «Αρχάριος δορυφόρος του Ορφέα»[28] και το εμβρυακό, ακόμη, διαδίκτυο ο νέος λαβύρινθος. Η ποίηση, πινακοθήκη της μεταβαλλόμενης αθηναϊκής ανθρωπογεωγραφίας λίγο πριν από το γύρισμα του αιώνα, καταγράφει και τις γεωπολιτικές μετατοπίσεις, τα πρώτα βήματα του πλανήτη (και του ιστορικού κέντρου ως μέρους του) μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: «Η πολιτική γεωγραφία με ρωγμές/ κι η διαλεκτική τρεκλίζει».[29] Η επικαιρότητα κάνει ελευθερότερα την εμφάνισή της. Άγρυπνο το βλέμμα του υποκειμένου, σα να στοιχειώνει την πόλη, σα να στρέφεται σε ό,τι πιο απόκληρο και πιο ανυπεράσπιστο, με την ανίσχυρη τρυφερότητα της συμπόνιας και την περιγραφή, λεπτομερή κι ευαίσθητη, ν’ αγγίζει το μέσα και το έξω των πραγμάτων. Θα μπορούσε όλη του η ποίηση να χωρέσει μέσα σ’ ένα πικραμύγδαλο;

Ξαναγυρίζει και στον γενέθλιο τόπο – ποτέ δεν έλειψε εντελώς. Αναλογίζεται τι πάει να πει «φθορά». Στην αφήγηση του Χρύσιππου, η οικογενειακή ιστορία συνυφαίνεται με τη μυθική και στα δυο μεγάλα σπονδυλωτά ποιήματα («Τα τελευταία της χελιδόνια» και «Στο λαμπερό κρυμμένος», νιώθουμε πως διαβάζουμε κάτι το εντοπισμένα κρητικό, με τη συναίσθηση αυτού που ανήκει στα εδάφη και τα ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου. Με τις οφειλές στον τόπο, με τον Μεγάλο Δρόμο, με τη μνήμη που αφήνει τα ίχνη της στο σώμα και, φυσικά, με το φως: «ηλιοβασίλεμα μετανιωμένο/ ξύπνημα πρωινό».[30] Πάντοτε τον Χριστόφορο νυκτόβιο τον ένιωθα και πάντοτε το φως να διεκδικεί. Σχολιαστής του Συμποσίου, ποδηλάτης στο Σούνιο, με πόσες, άραγε, μετενσαρκώσεις οριοθέτησε την ύπαρξή του; Με το εκκρεμές ανάμεσα στο τέλος της ντροπής και την επιστροφή της ενοχής, «γιατί καμιά ομορφιά/ δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης»,[31] επικαλέστηκε την «ανάμνηση της άλλης υπόστασης».[32] Τώρα μόνο, σ’ αυτή τη νέα ανάγνωση, συνειδητοποιώ πόσο η ποίησή του, υποδόρια, μου υπαγορεύει βλέμμα στους αθηναϊκούς μου περιπάτους.

Φτάνοντας στο τέρμα της πλάνης, τα τελευταία ποιήματα που εξέδωσε κατά τη διάρκεια της ζωής του, βρισκόμαστε στην ολοκλήρωση της μακρόχρονης περιπλάνησης; Ή στο τέλος της αυταπάτης; Όλο το βιβλίο διαβάζεται ως μνημοτεχνική. Η Αθήνα είναι απομυθοποιημένη: «Εδώ τώρα λατρεύεται η Φωτεινή Επιγραφή».[33] Υπάρχει ακόμη, όμως, το περιθώριο της αφήγησης. Τόσο καταδεκτικός με το παρόν που τον περιβάλλει, δε θρηνεί για την ένδεια και την ευτέλεια, αναλαμβάνει ως έργο ν’ αναδείξει την ομορφιά ακόμη και μέσα τους. Απελευθερωμένος από την ανάγκη να κρυφτεί ή ν’ αποσιωπήσει, «ευγνωμονεί» τον καθρέφτη,[34] ανακεφαλαιώνει, πιάνει διάλογο με το αναιδές, επισκέπτεται ακόμη μια φορά τους προσφιλείς νεκρούς του, προσφέρει το απόσταγμα της παρατήρησής του, σαν άλλος σχοινοβάτης ισορροπεί στην ερωτική ευλάβεια, στο μυητικό της ταξίδι, στο σύμπαν του αίματος. Αλλά και πάλι επινοεί, όπως τον Ηρακλή, νικημένο άνδρα σ’ ένα σκηνικό αγοραίου έρωτα. Και μας δίνει ένα ποίημα σαν τη «Μεταφυσική του λούσου»: πού θα μπορούσαμε να βρούμε μια πιο ρητή, πιο επιτακτική, πιο επίκαιρη διατύπωση του οικολογικού προτάγματος; Και πού, κάτι πιο απόκρημνο και πιο σπαρακτικό από την «άβυσσο ως ιμάτιον»: «Σε φόρεσα να κρύψω την ερήμωση./ Σαν αποφόρι ακόμη σε φορώ».[35] Αλλά και την έκλαμψη που σα να συνοψίζει όλο του το έργο: «να κοιτάξω μπόρεσα τη μέσα όψη του καρπού/ από την οπή που το κεντρί ενός εντόμου/ για της αβύσσου το ηδύ είχε ανοίξει».[36] Και πού, ταπεινότερη κατακλείδα απ’ το σπουδαίο του «Επιμύθιο»[37]: «Άλλοι σίγουρα θα διαβάσουν τον κόσμο/ καλύτερα από μένα»;

Έμελλε να προστεθεί μια ακόμη κατακλείδα, αυτή του Ένεκεν της ανωνυμίας σου. «Δεν θα σε αναζητούσα αν δεν σε είχα βρει στη γυμνότητά σου, τρυφερό. Μια τρυφερότητα που ο δαίμων της λύπης πάντα καραδοκεί να καρπωθεί την υπεραξία της. Άλλοι στο μέλλον θα σε δουν, κι ίσως συνομιλήσετε, σε μιαν άκτιστη γλώσσα, στα ερείπια του πύργου της Βαβέλ».[38]

Κάθισα χτες και διάβασα τους εννέα, μόλις, σχετικούς με τον μύθο αυτό στίχους της Παλαιάς Διαθήκης. Αντιμέτωπος με το βιβλικό κείμενο, ένιωσα πως η ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη θα μπορούσε και να συνοψιστεί στο εξής: μια διαδρομή επιστροφής κι εναγώνιας διάσωσης απ’ τα συγκεχυμένα πλέον και διεσπαρμένα «χείλη πάσης της γης» πίσω, προς την αρχή, προς την κοινή καταγωγή του κάθε λόγου: το «πάσα η γη χείλος εν», «η γη ολόκληρη ένα χείλι», πριν απ’ τον πλίνθο, τον λίθο, τον πηλό. Αλλά και μια διαδρομή αποδοχής και ειρήνευσης με αυτά «τα χείλη πάσης της γης», μια διαδρομή ανάγκη συμφιλίωσης, συνεννόησης, μετάφρασης του ενός μέσα στο άλλο.

Σημ.: Το κείμενο είχε γραφτεί, εν μέρει, μ’ αφορμή τον τόμο Για τον Χριστόφορο Λιοντάκη (Αιγαίον 2024), ανθολογία κριτικών κειμένων για το έργο του, σ’ επιμέλεια Αντώνη Καρτσάκη, και διαβάστηκε στην παρουσίασή του (Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, Ηράκλειο, 18 Σεπτεμβρίου του 2024).
Το παρόν κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση της συγκεντρωτικής έκδοσης (Θέατρο του Νέου Κόσμου, 29 Σεπτεμβρίου 2025).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: