Ρημάζει

Έργο του Χρήστου Μποκόρου
Έργο του Χρήστου Μποκόρου



...ρημά-ζει


Δεκαπέντε χρόνια από την εξαντλημένη, χειροποίητη έκδοση στον «Διάττοντα» του κειμένου, που αναδημοσιεύει ο Χάρτης, και σκέφτομαι τι μου είχε πει τότε, σαρκαστικά, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, όταν αμήχανος τού το ενεχείρισα: «Με τα πολλά, έγραψες την αυτοβιογραφία σου, Βέλτσο. Γιατί δεν τολμάς να γράψεις τη δική σου;» Μήπως και σήμερα (με τα λίγα) μπορώ, έτσι που τη ζωή μου ρήμαξε εδώ το ρήμα; Και το ότι προτίμησα να το προσωποποιήσω και επιπλέον να δώσω τον λόγο στο «ουδέτερο» (το «ρημάζει»), είναι γιατί το ουδέτερο μόνο να μπορεί ενοχλήσει τα πάσης φύσεως «δίπολα» (το αρσενικό και το θηλυκό).Ταράζει όμως και τη διπρόσωπη, «συστηματική» γραφή.
«Το ουδέτερο εμπαίζει το παράδειγμα», θα επιμένει στη σειρά μαθημάτων του με τίτλο "Le Neutre", ο Ρολάν Μπαρτ, στο Κολέγιο της Γαλλίας.

Γ. Β.

«Ερίζει με τον περάτη καθ’ οδόν προς τα τενάγη του θανάτου / Από τα φύλλα της καρδιάς τον προειδοποιεί για την ευθιξία των σκιών» / Άρνολντ Μπέκλιν, «Το νησί του Θανάτου» (1886) ― Το τοπίο πιθανολογείται ότι το εμπνεύστηκε ο ζωγράφος από το Ποντικονήσι της Κέρκυρας
«Ερίζει με τον περάτη καθ’ οδόν προς τα τενάγη του θανάτου / Από τα φύλλα της καρδιάς τον προειδοποιεί για την ευθιξία των σκιών» / Άρνολντ Μπέκλιν, «Το νησί του Θανάτου» (1886) ― Το τοπίο πιθανολογείται ότι το εμπνεύστηκε ο ζωγράφος από το Ποντικονήσι της Κέρκυρας




Αναγκασμένο πριν από το οριστικό να δηλωθεί —περιττή
εξακρίβωση—, να αρκεστεί στην εκτροπή της ματαιοδοξίας
Χωρίς επιπτώσεις, πολύχρονο

Φθαρμένο όπως η μεταφορά
Συνδεδεμένο με ξέφτια σκοτεινού ήλιου
Στις πλαγιές ενός δάσους συμβόλων, σε ελεύθερη πτώση,
άπτερο
με απασφαλισμένα φέρετρα, εν ενεργεία

Ρημάζει ακόμη
Τρώει τα νύχια του
Τρώει τον χρόνο

Εκτεθειμένο, αλλά όχι κάπου συγκεκριμένα
Μετακινούμενο, αν και δεν εξελίσσεται
Κάποτε στέλνοντας, υπό οπτική γωνία, μίαν εκπομπή
φωτός στον σκοτεινό ήλιο

Μέσα-έξω, με τα στριφώματα ορατά, χωρίς καλή και
ανάποδη
Μέσα-έξω, φθορά ορατή
Κλωστές κυρίως από την καλή
Υποχρεούμενο, σε πρώτη ζήτηση, να κρύβεται πίσω από
το χειρότερο ρημάδι
Και, παρά την πολυσημία, συνδέει την υπόσχεση με το
περίφημο πρόβλημα της ψευδούς υπόσχεσης προς
τον άλλον
Τον προσκαλεί πάνω στο πέρσικο χαλί
Σκέψου τώρα και μένα
Στείλε μου λίγο φως τα σπλάχνα μου έχουν αδειάσει

Παρομοιώσεις του εαυτού — ποιον εξαπατούν;
Στο ίδιο μέρος προσκολλημένο, αβέβαιο το καημένο
Να το χαϊδέψει, ποιος;
Καίτοι μόλις απτό
Το λέει η καρδιά του

Κι άλλο, περισσότερο βάρος στις κλειδώσεις
Σπασμένα ύστερα ελάσματα και φτερά
Στον αέρα όλα, πτερόεντα
Σαν ανεξέλεγκτος χαρταετός υποχρεώνεται άνευ
καθυστερήσεως να πέφτει διαγράφοντας αραβουργήματα

Υπό πίεσιν καθ’ ολοκληρίαν
Νέες απροσάρμοστες σούδες
Ανεξακρίβωτες διαρροές, αρδεύσεις-χέρσα
Να μην τυποποιείται η καλλιέργεια, τα ζαχαρότευτλα
στον κόμβο Συκουρίου
Έχει την εντύπωση πως αισθάνεται τον πρόγονο
Πλησιάζει με το κοντογούνι
Κίνηση αργή, πρόσωπο να παροξύνεται

Αθηρωματικές πλάκες, ιζήματα στα φρεάτια
Δεν πετρώνει όμως, δεν ορυκτώνει κρυστάλλους δακρύων
Παραείναι ευκίνητο όταν αναλύει το εγχείρημα της
επαναφοράς — ολικής όχι, εννοείται
Επεκτείνεται, αλλά με την αρπακτική τάση καρκίνου

Εάν καταλεπτώς εξηγήσει, δεν υπάρχει λόγος μετά
Αξιολάτρευτο, πάνω από τη μέση ηλικία
Δύο βήματα πριν την οικία
Ποιοι λουστραδόροι; Προς τι να λάμψει το ξύλο;
Έσχατη απάτη πριν του τελευταίου ασπασμού στο φέρετρο

Τι θα συμβεί όταν με το ένα πόδι; Γιατί δεν μπορεί να συμβεί;
Και απ’ ό,τι του αφαίρεσαν, γιατί δεν επωφελούνται ούτε
αυτοί ούτε αυτό;
Ελάχιστο βάρος, σχεδόν ανόργανο, απαράλλαχτο πάλι
Εάν υπήρξε ζωντανό, καμία σημασία

Χαρακτήρας συντελεσμένος ήδη, με βεβαιότητα ψηφιακή
Ποιο επέκεινα; Τα επίγεια επιθυμεί, της φιλονικίας
Επιστρέφει και από τις δύο κατευθύνσεις, δεξιά κι
αριστερά, απισχνασμένο τόσο ώστε να μην το
περιμένει κανείς από καμία κατεύθυνση
Υπό τον όρο ότι κάποτε κάποιος να το ήθελε αποχωρισμένο
Από ποιον;
Ποιος είναι εκείνος που δεν το έχει αποχωριστεί;
Διαγωνιζόμενο, αιωνίως
Έχει πρόσβαση στον διαγωνισμό
(Συνωθούνται τόσοι και τόσοι, αυτό όμως πώς να
δηλωθεί μετά βίας; Την επαύριον θα επιστρέψει στο
παράπηγμα. Α, όχι με βαριά καρδιά! Προθυμότατα
διαγωνίζεται, δις)

Διέθετε κάτι που του φαινόταν μειονέκτημα
Κι ό,τι όρισε ως καθήκον, γύρω από το μειονέκτημα αυτό
περιστρεφόταν με γενετήσια ορμή ίση αποδημίας
Γύρω από το χειρότερο
Απόδημο, στα αμνιακά υγρά μιας θάλασσας οικείας
Άεργο όπως ο Δημιουργός που όλα τα μπορεί και τίποτα
δεν διακινδυνεύει

Για να βρει τον τρόπο του διορθώνοντας τα ζύγια, για
να σταθεί στον σπάγγο και τον αέρα, έπρεπε να
μπερδέψει τους φθόγγους στο ούτως ειπείν στόμα του
Εάν η ανατομία θα το επέτρεπε
Εάν η στερεομετρία αποφάσιζε: κώνος ή κόλουρος κώνος;

Για να μην προκύψει η ερήμωση, που υπό άλλες συνθήκες
έρχεται στη στροφή του στίχου, για να μην έχει
ακόμη εκτροχιαστεί —συρμός που παραβιάζει όριο,
παραθεριστής που εκσφενδονίζεται από
περιστρεφόμενες κούνιες—, σημαίνει πως δεν
εμπιστεύεται το θαλερότερο
Ποιος όμως χρονολογεί συνοψίζοντας σε δύο λόγια όλα
όσα του συμβαίνουν;
Επαπειλούμενο — όχι γήρας ακριβώς
Δεν γίνεται να ’χει πάντα καβάντζες και μανταλάκια

Πώς αλλιώς εμφανίζεται το ζητούμενο;
Με ποια αναίτια συνθήκη; Σε ποια κλίμακα;
Όταν ο Ισραήλ το χτύπησε στο μερί
Όταν η μονοχρωμία του Κλάιν δεν αφήνει τίποτα για τον ζωγράφο
Χωρίς δίχτυ προστασίας εμφανίζεται απαστράπτον στο
τεντωμένο συρματόσκοινο
Ισορροπιστής ή αυτοπροσώπως ο Θεός;
Αφήνει το σημάδι του;
Σφραγίζεται στο μέτωπο ως πρόβατον επί σφαγήν
Στο θυσιαστήριο καρώνεται με τα θειούχα άλατα
Εκνευρίζει τη φωτιά
Όπως ο Νιζίνσκι, ξεπηδάει από πορτοκαλιές φλόγες
Πέφτει κάτω και ψοφά
«Εκ της τέφρας μου», λέει, αλλά δεν πάει ψηλότερα

Δεν είναι απλά πράγματα αυτά, να βρεις τον έμπιστό
σου, να αδιαφορείς για όλους και για όλα, να
μνηστεύεις τον έμπιστο με λαομίσητους ανθρώπους
Ό,τι είχαν να πουν μεταξύ τους, αυτά τα πλάσματα ενός
κατώτερου Θεού, είναι άνευ σημασίας

Όταν κόβει το ξύλο του τσεκουριού με το τσεκούρι
σίγουρα το μοντέλο είναι στα χέρια του
Όταν κόβει το χέρι του με το μοντέλο, προς τι το τσεκούρι;

Μια κανονιστικότητα αναπτύσσεται εδώ, πέραν ηθικών αξιών
Του χρειάζεται ένα μουσείο φανταστικό;

Σε μια λήκυθο εντοπίζεται υπόλευκο
Ασπρίζει με ένα νεύμα του εκδημούντος που δεξιώνεται
επιτελεία ζωντανών
«Κοίτα», του απαντά, «ανήκω ακόμη. Η ζωή με κατέβαλε»
Γέρος ίσως θα πει, να ’χεις δωμάτια φωτισμένα

Σε μια υδρία επιβαρύνει περισσότερο τον ώμο της κόρης
Καθυστερεί τον βηματισμό της πομπής
Είναι έτοιμο, τόσο ελαφρό, όπως μέσα στη σκέψη του
ακόμη και όταν καταφθάνουν στιφηδόν τα περιεχόμενα

Ερίζει με τον περάτη καθ’ οδόν προς τα τενάγη του θανάτου
Από τα φύλλα της καρδιάς τον προειδοποιεί για την ευθιξία των σκιών
Αιωρείται σαν τις ξεχαρβαλωμένες κιθάρες από τις οροφές, μάγουλο με μάγουλο

Μία και μόνο φορά
Και να πει τα πάντα, χωρίς ενδοιασμούς
Μία κι έξω, αλλά in der lydischen Tonart όπως ο
Μπετόβεν στο κουαρτέτο

Αυτοκατηγορείται, αλλά έχει τους λόγους του
Η αφέλεια υπήρξε το ζητούμενο
Ό,τι και να πει, μια φορά να το πει, ως τα γόνατα

Το λέει λοιπόν και, χωρίς να δοκιμάζει τον συλλογισμό,
κοροϊδεύει τα μούτρα του
Πίσω από το κιγκλίδωμα: να πει, να μην πει
Πείσμον, ακούει στον Σούμαν ένα ostinato όπως ο
Άλμπαν Μπεργκ
Σπεύδει λοιπόν στον μεσάζοντα
Θα το δικαιολογήσει

Γιατί αναθέτει το δυσκολότερο στο επείγον της ομιλίας
ενώ είναι ακατάληπτο και βουβό;
Την καλωσορίζει παρ’ όλα αυτά, στη γλώσσα της
«Πόσο θα κάτσετε; Να ’χουμε καλό ερώτημα;»

Επιπλέον την παρακαλεί:
«Κάνε το θαύμα σου! Η έκβαση της ζωής μου, έως πότε
—έως πότε, τι;— και πόσες φορές, τι θα επαναληφθεί;
Αντιπροσωπευτικό δείγμα είμαι... Έχουν τάχα νόημα
εδώ τα συναισθήματα; Κάνε το θαύμα σου λοιπόν!»
(Αν και η διατύπωση αυτή δεν προσδιορίζει τι είδους ακριβώς
Και, μαζί με το αντωνυμικό ζευγάρι σκοτάδι-φως,
χαιρετά ξεχωριστά ένα έκαστον, με μια γαζία
ανάμεσα στα δόντια)

«Γιατί διασχίζω, μέσα στο όνομά μου, το όνομά μου;
Αυτοί παίζουν και χαίρονται, κι εγώ, μέσα στο
όνομά μου, θαυματουργώ. Δεν μου φαίνεται;»
Κουκιά έφαγε, κουκιά μολογάει

Ορφάνια σε τέτοιο βαθμό ώστε τίποτα να μην έχει να πει
σε κανέναν εν ονόματι του — αν είχε όνομα, αν ό,τι
θα είχε να πει δεν ήταν ήδη ειπωμένο (οξύμωρο)
Τρίβει ψίχουλα, χάνει τον δρόμο

Πόνο στα σπλάχνα, αυτό ακριβώς νιώθει
Κάποιος που πήρε τη θέση του στο τυπογραφείο και
τώρα το εκθέτει στην ξυλογραφία, με τα μελάνια νωπά
Ισχυρίζεται μάλιστα πως θα κάτσει καλύτερα το χρώμα
εάν...
Αλλά δεν το ξέρει

Γραμματικά ουδέτερο ώστε να μην τίθεται ζήτημα
ανάγνωσης του χειροποίητου βιβλίου
Ανανάγνωστο, εάν του επιτρέπεται ο νεολογισμός
Άγνωστο σε όλους εκτός από τη διευθύνουσα που το
αναγνωρίζει στη γραμμή
«Να πεις εσύ την προσευχή!»
Αλλά ποια η δύναμη που το διακόπτει κάθε φορά;

Οδηγημένο έως την αδιαφορία, όχι ακόμη εντελώς αδιάφορο
Διαλέγει τις λέξεις, ενδιατρίβει στα λεξικά
Σμιλεύει προσεχές άγαλμα
με μια ηθελημένη απομάκρυνση, βρέθηκε στο σημείο
που είχε στοχεύσει
Έκτοτε εντοπίζεται εκεί και μόνο εκεί
Οπότε γιατί να μεμψιμοιρεί;
Δεν ανήκει στο όνειρο κανενός άλλου
Και πράττει άριστα

Εξανίσταται κατά του λυρισμού
Όφειλε να καταστρέψει — τι;
Εάν η επιτηδειότητα της ματαιοδοξίας του υπερίσχυε,
δεν θα κατέληγε στη δικαιοδοσία της διαλεκτικής
Δούλος των δεξιοτήτων του, ναι
Αφεντικό της αποτυχίας του
Οπότε γιατί να μην προσθέτει χώμα στο χώμα;

«Την πλεονάζουσα ενέργεια δαπανάς εδώ»
«Το έλλειμμα της παθητικότητάς μου εξοικονομώ»
Γιατί όμως της απευθύνεται ως ουδέτερο;
Σε ποιον άλλον σκοπεύει να απευθυνθεί;
Εάν επιδιώκει να συντελέσει ό,τι δεν γράφτηκε ποτέ,
γιατί συνεχίζει;

Πρέπει επειγόντως να δοκιμάσει τα αντανακλαστικά του
Να κατεβάσει τα πτερύγια προσγείωσης
Να μην παραμείνει στο στάδιο προσομοίωσης
Να προχωρήσει στο αρχικό σχέδιο «Επιμηθεύς»
Μια παλιά συνήθεια, μια κακιά συνήθεια

Στη μακριά καντέντσα προσθέτει το πετραδάκι του
Δεν ξεχωρίζει από αυτό, αν και οι αντενδείξεις του
οργανικού σαστίζουν την ακολουθία και η ύλη αιφνιδιάζεται
Ξένο σώμα εις τον αιώνα τον άπαντα, αλλά γελά σχεδόν λυγμικά

Στο προσωπικό του λεύκωμα έχει αρχίσει ήδη να
προσθέτει αποξηραμένα κλαδάκια από τη νυχτερινή
πορεία στο δάσος
Κοντορεβιθούλης που συνέπιπτε με τους
κοντορεβιθούληδες σε όλες τις παραλλαγές 
παραμυθιών με κοντορεβιθούληδες, σε όλες τις
γλώσσες των ανθρώπων, όπου υπάρχει η οικογένεια,
ο νάνος και ο εκ μητρός θείος — νάνος κι αυτός,
παίρνει τα πάνω του

Νεράιδες και πολύχρωμα σκαλιστά, πασπαλισμένα με
χρυσόσκονη, θα μπορούσαν εφεξής να απαρτίσουν
τον κόσμο του, αν δεν επειγόταν να γυρίσει σπίτι
και να φάει το ζαχαρωτό παράθυρο

Η πνευματική προσπάθεια που κατέβαλλε να ξεκολλήσει
—σαν το πατημένο καρτούν— κερδίζοντας την
τρισδιάστατη βασιλεία ώστε να μην είναι πλέον
μέρος του λόγου, ενεργοποιούσε αυτόματα έναν
μηχανισμό ισοστάθμισης με τη στερεομετρία
άκρως επικίνδυνο για τον στατικό ηλεκτρισμό του
Ήλεκτρο και τρίχα, τι ανυπόφορη συγκόλληση!
Κι ας έλεγε όλη την αλήθεια
Τέτοιου είδους έλξεις δεν είναι προβλεπόμενες στην
πράσινη καμπύλη του ηλεκτρομαγνητισμού
(Αν και το σώμα πεθαίνει πρώτο)
Επειδή το πυελικό έδαφος δεν διαφέρει σε τίποτα από
έναν οποιονδήποτε άλλο οικολογικό θώκο,
συμβιβάζει τα σπλάχνα του με τη θάλασσα
Απέναντί του το χειρότερο
μέχρι να το κάνει να γελάσει
(Απέναντί του;)

Τι κατόρθωσαν οι μεγάλοι μάστορες χωρίς καμία πρόβα;
Δεν το ενδιαφέρει πλέον τι κατόρθωσαν
Αλλά επειδή η ρήξη φέρει ακόμη κατάλοιπα του
αριστουργήματος, θα όφειλε να αρνηθεί τη σημασία
του αντικατοπτρισμού για τη λίμνη
Ένα κομμάτι ουρανού εκ του φυσικού αρκεί, όχι μόνο
γιατί επιβεβαιώνει την ύπαρξη των ουράνιων
σωμάτων, αλλά γιατί ενοχλεί τα υπόγεια ύδατα και
τις πτυχώσεις στην επιφάνεια

Η έκβαση του διαβήματος, η αδυναμία του να υπερβεί
την αντίθεση ειδώλου και λίμνης, το οδήγησε στο
εγχείρημα της αναγωγής
Όλα στο κάτοπτρο τα απέδωσε
Και το ότι επισκέφθηκε ο καθεδρικός ναός τον Τσέλαν,
με λίγο χρυσό πάνω απ’ το νερό, κι αυτό ακόμη

Κάθισε να γράψει το ανακλώμενο, αλλά δεν ήταν
υποχρεωμένο να δεχτεί πως «γράφω σημαίνει
γράφω για κάτι, απέναντι»
(Και η λίστα μπορεί να συνεχιστεί)
Με σύνεση μιμείται τη χροιά της ανθρώπινης φωνής, με
χέρια στα πλήκτρα και τα πόδια στα πετάλ ενώπιον
του Θεού των ερειπίων

Έτσι, εκείνο το πρωί, το παρελθόν του ήταν ένα σουβενίρ
και ένα ωραίο ποίημα εμφανίστηκε στον κόσμο: το
ποίημα της πράξης του νου
Αλλά, όπως όταν ένα άψυχο αγαπά και ζητά να
συγκαταλεχθεί μεταξύ των ζώντων και πάλι τίποτα
δεν κατάφερε
Μολυβένιο στρατιωτάκι ήταν, στα χέρια του παιδιού
Και, εάν σπρώχθηκε στη ζωή, είναι γιατί είχε την ευφυΐα
να κολλήσει το μάτι στο πάτωμα στο ύψος του
στρατιώτη, και λίγο πιο χαμηλά σαν να επρόκειτο,
πάνοπλος, να κινηθεί καταπάνω του
Οπότε, δεν υπάρχει λόγος ν’ αρέσουν στον ίδιο άνθρωπο
τα ίδια βιβλία στα δεκαοκτώ και στα σαράντα οκτώ του χρόνια

Μια διαύγεια παιδιού από το μυαλό του παιδιού με
μεγαλειώδη αίσθηση παραδείσου
Αυτό το προσχέδιο διαλόγου με την αθωότητα, στο
παιδικό δωμάτιο, το απασχολεί
Ο συνδυασμός του θεατή και του μολυβένιου στρατιώτη
διπλή καταγραφή που ανταποκρίνεται στην ευαισθησία του
παρά τις κυκλικές παλινδρομήσεις
Ήρωας μ’ ένα ποδάρι, γρεναδιέρος; Τι του ήταν;

Να είχε κάποιον δικό του να αντικρίσει, στο
μεσοδιάστημα τεχνητού ύπνου και επιβεβλημένης εγρήγορσης;
Ανάνηψη υποχρεωτική, με χαστουκάκια

Δεν είπε ότι έπεσε και χτύπησε στο πόδι και κρύβει το
σημάδι με το χεράκι του
Δεν είπε πως έζησε μόνο ζωή παιδιού
Κράτησε το μέτωπό του μπροστά στο αναμμένο κερί,
κίνηση που κάνουν οι μεγάλοι και την αποδίδουν στη
μελαγχολία όταν μετρά ώρες και έτη

Σήμερα δεν πήρε το μέρος της
Την άφησε να θλίβεται κρυμμένη στην κοιλότητα της
καρδιάς του, ως είθισται
La sculpture n’est pas pour les jeunes hommes

Μια δεύτερη φύση θα εμφανιστεί, μέρος του
προγράμματος της ζωής
μια δεύτερη έξη εξαιτίας της οποίας θ’ απολέσει την
έγνοια του βραβείου και του επαίνου
Στερημένο σαν το χάρτινο φεγγάρι που το απέσυρε ο
μηχανικός σκηνής —να μη δύσει, να μη γοητεύσει—,
έτοιμο για τη σιωπή τόσων λέξεων που το ανάγκασε
ο ίδιος τεχνικός να τις καταπιεί
Είναι και αυτό μέρος της κουστωδίας
Ωρύεται με τους άλλους Φαρισαίους από πραιτωρίου εις πραιτώριον
Ενεργούμενο καθ’ ολοκληρίαν, φωνασκεί
Μπερδεύεται στα πόδια τους, ταπεινότερο από σκόνη
Έτσι αισθάνεται
Αν είναι έτσι, γιατί δαγκώνει το χέρι που το χαϊδεύει;
Και αν θρησκεύεται, έχει κουράγιο να υπάρχει;

Διαθέτει αισθήματα πιο λυπημένα από ξαγρυπνισμένο
μάτι, πιο εκτεθειμένα από τις υποσχέσεις της νύχτας
Έτσι κατηφορίζει τις νεροτσουλήθρες των ονείρων, με
τους αφρούς και τα χάχανα γυμνών παιδιών

Τίποτα δεν είναι ελαφρύτερο από αυτό
Τόσο που η επιτάχυνση από την πτώση να μην
απασχολεί τη βαρύτητα
Μια υδάτινη δαντέλα υψώνεται σαν σέλας
Ένας τοίχος ορθώνεται σαν να πρέπει κι αυτό να σταλίσει
με τα πρόβατα στη σκιά
Στην αριστερή αμυγδαλή εκδηλώνεται νευρωνική θύελλα

Γοητευμένο από τον γόη που του προσφέρει το
επικίνδυνο, δεν θα τον γοητεύσει με τη σειρά του
Δεν θα προφυλαχθεί από τις ανήθικες προτάσεις του
Θα ενδώσει στη συνέχεια σαν νέος λαός που αυξάνεται και πληθύνεται
Αν τυχόν μείνει κάτι, θα είναι η πυκνότητα του αέρα,
όπως όταν πλησιάζουμε το καλοκαίρι μεγαλουπόλεις

Με τη σειρά του, στις φευγαλέες στράτες, εκμηδενίζει
τις αποστάσεις μεταξύ των πόλεων
Και τις νύχτες του κακού ύπνου αποσπάται με το πρώτο φως
Πρόσωπο στον τοίχο, όπου η αράχνη του ήλιου αρχίζει
να υφαίνει τον ιστό της ημέρας
Το φως το υποχρεώνει να αναλάβει καθήκοντα με το μολυβάκι
Να καταγράψει ερείπια στους καταλόγους, περιμένοντας
τις πύρινες γλώσσες της Πεντηκοστής να ευλογήσουν
το χεράκι του και να το φωτίσουν
Συγγραφέας των belles-lettres, τίποτα σπουδαιότερο

Ευτυχής συγκυρία όπου αναγνωρίζει την αυτοκρατορία
στα κατάλοιπα των τεχνασμάτων
Κουράστηκε πολύ, αλλά όχι τόσο ώστε να δικαιούται
προπόσεις και κρύσταλλα

Ό,τι δεν θυμάται, δεν το ξέχασε
Και ό,τι παραγνωρίζει, έχει ήδη πάρει τη θέση του στα
αρχεία, παρότι ούτε εκεί ούτε αλλού είναι
καταγεγραμμένο
Ούτε εκεί ούτε αλλού
Ο αληθινός τόπος των πεθαμένων είναι πουθενά
Όλα αυτά, όχι αυτό
Διότι, με την αντωνυμία στο τρίτο πρόσωπο, η ηχώ
ενοχλεί τα απαρέμφατα και… φυγείν αδύνατον
Καλύτερα όμως έτσι, ουδέτερο, να ρημάζει, ενώ η ζωή
στα βουνά με τα χέρια στο στόμα —χωνί— και τον
αντίλαλο από την απέναντι πλευρά της χαράδρας,
όπως στον ανταρτοπόλεμο το «χωνί»

Ιαματική ενέργεια θειούχων νερών, πρωινή πάχνη των νεκρομαντείων
Ιλύς ανακόλουθου χρόνου
Ανεξήγητη επιμονή, εξίσου ανυπόστατη εμμονή
Να διέλθει τη στενωπό ρείθρων και διόδων, απειλημένο
από τη δύναμη των νεκρών
Πέρασμα τυφλό, τυφλού περάτη, υποβολέα
Η σειρά του τώρα στη συστάδα με τα κυπαρίσσια
Είναι κοιμητήριο; Θέατρο; Δεν το γνωρίζει
Επείγεται να εισέλθει
Είναι αλσύλλιο που θα προμηθεύσει άλμπουρα και αντένες;

Ένα καινοφανές έδικτο θα το προστατεύσει, επιβάλλοντας
ανεξιθρησκία σε ό,τι μύχια επιθυμούσε να πιστέψει:
σιωπή, ακαταπόνητη σιωπή, σιωπή που
συμπαρίσταται ως το τέλος, στέψη της Θεοτόκου
σε εικόνα χωρίς ήχο στην τι-βι
Βασανίζεται με την ενύπνια εικόνα της Παναγίας, και,
επί του περιεχομένου, απορεί: ποιός ο λόγος τόσου
θρήνου μόλις εγερθεί;
Ποιον είδε; Η αναγνώριση του γεννήτορα γιατί το θορυβεί;
Είναι όμως κάτι που επαληθεύεται στα πρώτα βήματα
Αλλά ποιος θα μπορούσε να ζει συνεχώς με επαγωγές;

Πού οφείλεται η κόπωση, αν όχι στη στέρηση οξυγόνου;
Ενώ στα ψηλά βουνά έχει σκαρώσει η Κιβωτός, μετά
τον κατακλυσμό, άθικτη, χωρίς τον παραμικρό
υπαινιγμό ναυαγίου
Ζώα εξέρχονται, άλλα κολυμπούν
Διασπείρεται κι αυτό μαζί με τα ζώα στην οικουμένη:
το τέταρτο πρόσωπο του ενικού αριθμού

Τι προϋποθέτει η άγρια οντολογία;
Τι άλλο από τρελή χαρά
Μες στην τρελή χαρά κατηφορίζουν οι Δεσποινίδες της
Αβινιόν, με βυζιά και τζάντζαλα
Σε ίση απόσταση από το σκοτάδι και την επιπόλαια
διαύγεια που του επιτρέπει η μισαλλοδοξία, με μια
κατάχρηση γλώσσας, γαμάει τον αγωγιάτη

Το ανεικόνιστο, ενώ τόσες περιττές εικόνες
Τραπουλόχαρτα στον χάρτινο πύργο του που θα τον
σκορπίσει ο αέρας, αν μια αδέξια κίνηση του δεν τον έχει καταρρίψει

Το ανεικόνιστο ως τέλος του εγχειρήματος —πώς να ’ναι;
Εκτός κι αν τον διακόψει βίαια —με ποιό όμως
δικαίωμα;— αυτό που αρέσκεται ν’ αποκαλεί «συγκίνηση»
Και τότε, αντίο — αντίο, τι;

Καλύτερα να απαντήσει σε μία μόνο ερώτηση, να μην
επιμείνει στις στρυφνές εξηγήσεις, ακατανόητες για όλους
Λεπτομερής αφήγηση όμως, με τις απαραίτητες κατά
διαστήματα παύσεις ad narrandum
Και, λίγα λεπτά πριν το τέλος, βαθιά αναπνοή δεν θα υπάρξει
Ούτε συγγραφέας με αφηγηματικά δίστιχα
(Μεταχειρίζεται το νόημα ως συμβάν)

Τι το ιδιαίτερο να πει κανείς τα πράγματα όπως είναι;
Τίποτα, ως προς τις επιπτώσεις
Ο χρόνος ελευθερώνεται, όχι τα πράγματα
(Αιφνίδια αύξηση του επιστητού συμβαίνει)
Και είναι φανερό τι ήθελε να πει
Και προφανώς δεν υπήρχε λόγος να το πει
Η πρόθεση μετρούσε, παρότι ουδείς ποτέ του ζήτησε να
πει το παραμικρό, πράγμα που θα πρέπει να το ανακουφίζει
Ότι δηλαδή δεν έχει να δώσει λόγο σε κανέναν, ακόμα
και στα λεπτότερα των πλασμάτων για τα οποία
αξίζει κανείς να υποχρεώνεται διά βίου
Είναι πρακτικώς ακατόρθωτο να επινοεί άλλους τρόπους,
εφόσον όλα παραπέμπουν εξαρχής σε μια
αδιευκρίνιστη δημιουργία, στην πρωτότυπη
κατάτμηση της πραγματικότητας, πολύ πέρα από
τα συνήθη, καθώς σε μια Βασιλική μπροστά ο
Γκουάρντι ζωγραφίζει τη λεπτομέρεια, ο Νίτσε
οργανώνει την ημικρανία, ο Βάγκνερ κηδεύεται

«Δεν είναι η γλώσσα, αλλά το έργο που μου επιβάλλει να
βρω έναν νέο τρόπο, ένα νέο δίκτυο που θα ταιριάζει
στο έργο μου, απόλυτα φυσικό ώστε να μην
κινδυνεύει το βάθρο των ειδώλων και να
εμφανίζονται συμπλέγματα νέων θεών»

Να υπάρχει νόημα, αφού διαγράψει τα τρία τέταρτα του νοήματος
Τίποτα να μη χάνεται οριστικά
Να είναι ευδιάκριτη η σημασία και η πραότητα που ακολουθεί
Τα πάντα να είναι εφικτά όπως η Ιδέα για νόες εντεταμένους

«Τι έχω να χάσω;» λέει, «όταν οι κανόνες του παιχνιδιού
αντλούν την ισχύ τους από τη συνάφεια του σχεδίου μου
προς το παιχνίδι;
»Διότι, σε σχέση με αυτό που είμαι σήμερα, νόημα θα
είχε μόνον ο τόνος που ρυθμίζει τη βιογραφία μου
Όλα επανάγονται σε τονικές διακυμάνσεις
Θόρυβοι και σιωπές της ρυθμολογίας, στη μαύρη ησυχία
της Κάμαρας — ιδού το έργο μου
Η ευκρινής αστρονομία των μάγων και ο αστήρ

»Ακόμη και η πιο λεπτομερής κατάθεση προς υμάς
προϋποθέτει —νομίζω— μιμική
Με πόση ταπεινοφροσύνη σκύβουν οι μάγοι και προσφέρουν χρυσό!
Κάνω πως είμαι, και δεν γνωρίζω αν είμαι, ο Χριστός»
Είναι όμως προτιμότερο το ελιξίριο της φαντασίας;

Τότε, το ρίγος της παλαιάς ζωής το διαπερνά στα
ελάχιστα χιλιοστά της επιφάνειας που διαθέτει
Ποιο ήταν το σώμα του;
Πώς θα έπρεπε να μιμηθεί το σώμα για να το
εκμηδενίσει μετά παριστάνοντας τον ψόφιο κοριό;
Επαναλαμβάνει για να εννοηθεί καλύτερα

Τι άλλο να πει; Πώς να τους εξιστορήσει τη θεραπεία του;
Την ανυπόφορη υγεία του ανυπόστατού του;
Την αφή της ανυπαρξίας του, κρεμασμένο απ’ τα φύλλα
της Πύλης της Κολάσεως;

«Πιάσε με, αν μπορείς! Δεν είμαι τίποτα. είμαι το παν
Το αίσθημα, μάλιστα!
Ό,τι πρόκειται του λοιπού να γίνει, κάν’ το!
Κάν’ το, ντε, μια ώρα αρχύτερα!
Θα με καταστήσει ακόμα πιο επιφυλακτικό
Είναι φανερό πως σ’ αγαπώ, γι’ αυτό σου εξομολογούμαι
το μυστικό μου και το αθήλαστο
Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη μου την αντοχή για να
αρθώ στο ύψος των περιστάσεων
Σ’ αυτό το σημείο που είμαι, μες στη δύσπνοια, διορθώνω
επειγόντως την εικόνα μου
Θα αρκούσε να πάψω να σε συγκρίνω, αφήνοντας να με
παρασύρεις, τρέχοντας πίσω από τα φουστάνια σου
Όχι, μη βιάζεσαι να με απομακρύνεις
Σε παρακαλώ, είναι για μένα η τελευταία ευκαιρία να
τανυστώ χωρίς την κομπορρημοσύνη του γίγαντα
που νομίζουν πως με ντουμπλάρει
Στην απόλυτη αργή κίνηση του γίγαντα, όταν σηκώνεται
από το κρεβάτι, νωθρός, σαν να απελευθερώνεται από
το βάθος αντικατοπτρισμού
Θέλω να εμφανιστώ μπροστά σου μετά και εξαρχής να
περιγράψω, χωρίς το κώλυμα της γλώσσας μου,
αντιμέτωπος με ένα γιγάντιο καθήκον
Τι θα έπρεπε να πω, κολλημένος στο επίπεδο της
προσχολικής ηλικίας; Πώς να πω το ουδέτερο;
Αλλά εγώ είμαι, όπως σου είπα, το ανυπόστατο,
στερημένο προθέσεων, αγχωμένο πολύ —όχι όπως
προ τριάντα ετών—, και δεν έχω παρτίδες με την ψυχολογία
Σαν να απέκτησα μάλιστα με τα χρόνια τη δυνατότητα
να περιορίζω τα ζιζάνια της θεματολογίας χωρίς να
παραιτούμαι από την ελπίδα πως θα μπορούσα και
όπερα ακόμα να έχω συνθέσει: τον Βόιτσεκ

»Διότι δεν συνήθισα τίποτα περισσότερο από τη βολή
προκειμένου να μη σταματώ, ενώ θα έπρεπε
Επειδή η αδιάκοπη ροή στο φινάλε δεν σημαίνει τίποτα
περισσότερο από την ίδια την παραίτησή μου: να
σταματώ, να μη κοιμούμαι, να μπορώ να λέω ό,τι
θα είχα να πω, υπό τον όρο πως τίποτα δεν θα είχα
λησμονήσει και πως δεν θα μου έλειπε ο χρόνος,
αρκεί να τον είχα φανταστεί. Ρομαντικός;
Την απάντηση όμως δεν την έχω λάβει ακόμα
Και ό,τι έχω λάβει ως ανταπόκριση από όλους εσάς δεν
ήταν παρά η επιφύλαξή σας απέναντί μου
Καμιά ειδοποίηση, τίποτα που να μου δείχνει πως ήμουν
συνδεδεμένος, εν πάση περιπτώσει, με κάποιον από όλους εσάς
Κάπου είχαμε συναντηθεί μ’ εκείνη την υπερηφάνεια των
τυφλών που αντιλαμβάνονται ο ένας τον άλλον στα
πεζοδρόμια από το ανεπαίσθητο άγγιγμα της βακτηρίας
Και ίσως να είχαμε ανταλλάξει κάτι περισσότερο από
αδιευκρίνιστα βλέμματα βουλιμίας
Λόγια, ναι, που έφερναν μαζί τους και την απάντηση
που περίμενα να πάρω από σας
Τη διαβεβαίωσή σας ότι με καταλαβαίνετε, τέλος πάντων
«Ναι, εσείς είστε. με το όνομά σας, ναι. Ναι, μπορείτε να
θεωρήσετε εαυτόν υπεύθυνο για το όνομά σας παρά
την έλλειψη σοβαρότητας που επιμένετε να δείχνετε,
αναγκάζοντάς μας να σας παραδεχτούμε και να
υποκύψουμε στην ισχυρογνωμοσύνη σας,
προκειμένου εσείς να εκφράσετε την ευαρέσκειά σας
επιβεβλημένη από την ισχύ του κενού ανάμεσά μας.
Επιμείνατε, αλλά τι καταλάβατε; Αναγνωρίσατε,
τουλάχιστον, ως εδώ την ανάγνωση και τη γραφή;»

Μεμψίμοιρα του θέτουν το ζήτημα της υπερβολής
Πως δεν του επιτρέπεται να έχει μέλλον και πως οφείλει
όλα να τα τελειώνει, χωρίζοντας την ήρα της αθυμίας
από το στάρι αυτού που σφόδρα επιθυμεί όταν
κάθεται στο χείλος του ορύγματος και βλέπει στο
βάθος, εν σμικρύνσει, τη μάνα του και τον πατέρα του
Να πέσει και να πάει να τους βρει;
Να ανυψωθεί μήπως από τη γη και τις ημερομηνίες;
Να πετάξει μέσα στο σκιόφως, που του φτάνει και του
περισσεύει και να πάει να γκρεμιστεί, όπως ο
χαρταετός που ρημάζει ξεχασμένος στα τηλεγραφόξυλα;
Κι ενώ το χιόνι θα πέφτει όπως στη γυάλινη σφαίρα με
τον ροδανθό, με μια ολοένα πυκνότερη ακολουθία
εισόδων καταργεί το θέμα και την απάντηση

Έπρεπε ν’ αφήσει τη ζωή στην ησυχία της
Γιατί τόσο καιρό της αντιστάθηκε;
Και το να ισχυριστεί πως τάχα δεν υπήρξε προηγουμένως
μήπως θα σήμαινε ότι εφεξής θα ζει με τα ρήματα;

Ρημάζει ακόμη
Τρώει τα νύχια του
Τρώει τον χρόνο
Ζει με το ρήμα
                Ρημα-ζει

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: