Ίγκιτουρ, άρα




––– Α –––

Ίγκιτουρ.: Διαψεύδω εκ προοιμίου όσα πρόκειται να σου πω. Και μη μου πεις ότι προδίδω τον ρόλο που υποδύομαι.

Με πίεσε να παραδοθώ η ανημπόρια, παρότι της αντέτεινα ψιχία και του επιτηδεύματός μου το υστέρημα- λίγα πράγματα. Και μ’ άρπαξε από το πλέγμα το ηλιακό, ξηλώνοντας μ’ ένα μουσούδι οξύτατο κλωστές γραμμάτων. Ξέφτισα, τόσο πολύ ελαφρύς προτού να καρφωθώ οριστικά σε μια σελίδα. Είμαι ο εκπρόσωπος των γενεών που έρχονται. Σώμα πλεγματικό. Σύνδρομο ακίνητο πίσω από το παράθυρο της rue de Rome. Οικογενειακός αστερισμός κανείς. Η αναλήθεια, όρος ζωής. Καμία διάκριση των ουσιών. Τα ούρα μου ισάξια με γάλα. Σώμα ατελές. Καθώς παράσιτα στα μακριά μου γένια.

(Παράθεμα από τον Μαλαρμέ)

Έζησα πάντοτε με την ψυχή μου προσηλωμένη στο ρολόι. Φυσικά έκανα τα πάντα ώστε η ώρα που σήμανε το ρολόι να παραμείνει παρούσα στο δωμάτιο, και να γίνει για μένα η τροφή και η ζωή μου -πύκνωσα τις κουρτίνες, και καθώς ήμουν αναγκασμένος για να μην αμφιβάλλω για τον εαυτό μου να κάθομαι απέναντι σ’ αυτόν τον καθρέφτη, μάζεψα σχολαστικά τα απειροελάχιστα μόρια του χρόνου μέσα σε υφάσματα ολοένα πιο πυκνά.

Δεν ήξερα να πω. Δεν κρίθηκα ικανοποιητικά. Δεν με συνερίζονται. Δεν πίστεψα σε τίποτα, παρότι η γλώσσα μου ήξερε να το πει ψηφιακά. Είσαι ο μιμητής του Διός. Εγώ, η γυναίκα του μίμου. Άφησα πίσω μου κληρονομιά; Αυταπατώμαι. Νόμιζα πως μπορώ να ξαναζήσω τη ζωή της ανθρωπότητας κεντώντας της ένα γκομπλέμ. Πως είναι στο χέρι μου. Αστεία πράγματα. Τώρα ο καθρέφτης βούλεται για μένα. Με δεμένα μάτια, σαν τη Θέμιδα στο βάθος των κρυστάλλων. Παλαιότερα δεν κοιταζόμουν, τον απέφευγα αλλά πως να αποφύγω πλέον τον μόνο συνομιλητή; Θα είμαι το ανθρωπάκι του καθρέφτη. Έτσι θα με θυμούνται. Αναστατωμένο, με μαγκωμένο πρόσωπο. Συσπάσεις -ρυτίδες μάλλον- σα τις χαράδρες της σελήνης. Όχι θλιμμένο, όπως η σάρκα μου. Έμφροντι! Όψη με χροιά αργίλου. Πήλινη μάσκα αρχαϊκού βασιλιά

(Παράθεμα από τον Μαλαρμέ)

Εν συντομία, σε μια πράξη όπου διακυβεύεται το τυχαίο, πάντοτε το τυχαίο το ίδιο, πραγματώνει την ίδια του την Ιδέα, επαληθεύοντας ή διαψεύδοντας τον εαυτό του. Κρατιέμαι σαν ιερή αράχνη από τα νοήματα της σκέψης μου.

Το Κεράτιο είναι το Κέρατο του μονόκερου -το μόνο κέρατο.

Αυτός είναι ο γρίφος μου προς όλους.

Ζω του λοιπού με βιαστικές αναφορές. Αγαπήθηκα. Με άγγιξαν. Διείσδυσα στην ύπαρξη πολλών. Του Βαλερί! Εγκατέλειψα και εγκαταλείφθηκα. Δέχθηκα νομίσματα όπως οι ρωμαϊκές φοντάνες. Ήταν τα τυχερά μου. Πέρασε κάποιος και τα μάζεψε όταν είχαν αποσυρθεί τα νερά.

Τι είχε μείνει; Οι αντιθέσεις συναιρέθηκαν. Το σώμα έγινε πνεύμα. Τώρα που έμαθα —και επειδή έμαθα— μπορώ να επιστρέψω στην ηλικία της Ελευσίνας, με όχημα αναπηρικό· στα χέρια, φρένο. Στα δόντια το μολύβι. Έχω κηδέψει το μονάκριβό μου γιο.

Αλλά έχασα την εμπιστοσύνη μου στη γλώσσα. Με γυναικεία ψευδώνυμα γράφω στης μόδας τα περιοδικά.

Να ‘μαι λοιπόν ο El be non της Βίβλου. To be or not to be του Άμλετ. Την ίδια ερώτηση έθεσα κι εγώ: να ή να μην;

Ξέροντας ποιος σχεδιάζει αυτήν την στιγμή να με σκοτώσει και πως η κόλαση ανέβηκε ως εδώ μασκαρεμένη. Χρήσιμη τρέλα, είπα

(Ο Προμηθέας ανακούρκουδα κρατάει το φλόγιστρο μιας οξυγονοκόλλησης στραμμένο προς ένα τσουρουφλισμένο μουνί, κολλημένο)

Προμηθέας: Θέλω να κολλήσω με τη φωτιά το μουνί της μάνας μου. Να μην έχω ξαναβγεί. Σύστημα περιστρεφόμενων θυρών, η γέννηση και ο θάνατός μου. Στη γλώσσα μου, τίποτα δεν υπάρχει που θα μπορούσα να το πω αλλιώς.
Πλησίασε. Άγγιξε με. Φτιάχνω τη μοίρα σας. Πλάι στο Σατανά του παρελθόντος σου, βλέπω να σκιρτάει μέσα σου ο Σατανάς του μέλλοντός σου.

Ίγκιτουρ: Τα γράμματα;

(Παύση)

Προμηθέας: Και σκέφτηκες μια Ελευσίνα χωρίς απάτες; Ένα γυμνό μυστήριο χωρίς θεούς; Και χωρίς τους παροξυσμούς της ψευδαίσθησης;
Άκου λοιπόν. Δεν γεννήθηκα από δικό μου αμάρτημα. Όμως εκείνη η γέννηση, αντί να με βάλει στο δρόμο για τον Άδη, με έκανε αθάνατο. Ξέρεις τι είναι, αντί να πας προς το Μηδέν, να μην πεθαίνεις;
Οπότε τους θνητούς όφειλα να σκεφτώ, αφήνοντας στον αδερφό μου την ώρα του Ανθρώπου. Δεν είχε να του δώσει παρά νύχια εύθραυστα για να αντιμετωπίσει τα θηρία. Εγώ θα του έδινα κρυφά φωτιά. Θα έφτιαχνε εργαλεία. Θα έφτιαχνε, το πιο φοβερό: τα γράμματα.
Κι όταν ο Δίας θέλησε να πνίξει σε κατακλυσμό το σόι σου, παρήγγειλα στον Δευκαλίωνα να φτιάξει κιβωτό για να τους σώσει, σαν τα κουτάκια του τσαγιού που κρύβεις τα γραφτά σου. Έτσι και σώθηκες. Και ήρθες ως εδώ. Πάντοτε, σε κάθε εποχή με νέες δυνάμεις συνυπάρχει η εξουσία. Στην εποχή μου, οι θεοί με τους ιερείς. Σε εσάς με την αγορά του κεφαλαίου. Το σύστημα υπήρξε πάντοτε διπολικό. Ο ΠΟΥ είναι φερέφωνο των αγορών. Τότε, ήταν ο Όλυμπος φερέφωνο παπάδων.
Η μάνα μου, έφηβη, κάποτε στις τουαλέτες γυναικών, σ’ έναν τοίχο, πάνω από τα μηχανήματα που πούλαγαν σερβιέτες και ταμπόν είδε ζωγραφισμένα τα γεννητικά όργανα του Διός και χυδαιολογίες γραμμένες από εγγράμματους του συναφιού σου.

(Παύση)

Ένα πρόσωπο βουβό, η Βία, μ’ έσπρωξε στην άκρια της Γης. Ήμουν ο αντάρτης των θεών.
Ένας αετός κάθε πρωί μου τρώει το συκώτι.

Ο Δίας ήθελε ολωσδιόλου να εξοντώσει τους θνητούς. Σ’ αυτό δε βρέθηκε κανείς να του αντιμιλήσει. Ήμουνα ο φύλακας της μαντικής, με χθόνιους θεούς συνδεδεμένος. Πράκτορας. Πίσω από τον θρόνο της Πυθίας μιλάω εγώ, όχι ο Απόλλων. Αντιλαμβάνεσαι· προβίβασα τον χρησμό σε σκέψη. Γι’ αυτό με ονομάζουν και Δοτήρ. Μη στέκεσαι λοιπόν μπροστά μου, Stabat Mater.
Έλα κοντά λοιπόν. Και δεν δαγκώνω. Δεν έχω ενοχές. Εξού και τα έκτακτα διατάγματα εις βάρος μου.

Ίγκιτουρ: Κι εγώ μπροστά στη Βεατρίκη στάθηκα.

Προμηθέας: Σημείωσε ότι κρατάει στα χέρια της ένα άρρωστο γατί.

(Παύση)

Έρχεται η στιγμή που όσοι σε παρακολουθούν δε σε διακρίνουν πια. Χώνεσαι σε μια φούστα που σε κρύβει. Πλάγιασες με έναν άφυλο. Μόνον αυτό σε αποσπά. Ανακατεύεσαι μετά με όσους ακολουθούν το ξόδι εκτός πόλεως. Πλένουν ακόμη οι γυναίκες στα κεφαλόβρυσα. Στις μάντρες, οι βαλβολίνες απ’ τα παρατημένα αυτοκίνητα μαυρίζουν τη γη.

(Παύση)

Με έδεσε ο Ήφαιστος με την καρδιά σφιγμένη, κάρφωσε το συκώτι μου εδώ. Το Κράτος τον συμβούλεψε να μη με οικτίρει και τίποτα αυτός δεν είχε να του πει χτυπώντας με τη βαριά το βράχο. Καρφώνοντας τα χέρια μου σαν του Χριστού. Ύστερα με ζώνες δένει τις μασχάλες. Τα σκέλια κρικελώνει γιατί έκλεψα το σπέρμα της φωτιάς, να ‘χεις εσύ της λάμπας σου το ωραίο δώρο. Καλύτερα στον Τάρταρο να είχα βυθιστεί για να σε συναντώ στα σκοτεινά σου.

Ίγκιτουρ: Κι αν είχε δίκιο ο Θεός;

Προμηθέας: Όποιος έχει το πόδι έξω απ’ τα δεινά, εύκολα δίνει συμβουλές (στ. 265).
Αλλά και ο Θεός, πεπρωμένο είναι κι αυτός. Θα γίνει σύντομα καπνός. Η στάχτη της φωτιάς θα μείνει. Αλλά ξέρε το: άλλο η εξουσία και άλλο η υποταγή. Ας κυβερνά λοιπόν ο Δίας τον λίγο που του απόμεινε καιρό. Κι εγώ, Τι να φοβούμαι που δεν έχω θάνατο; (στ. 935)

Ίγκιτουρ: Εγώ είμαι ολότελα θνητός. Πέθανα ήδη. Ακούω από το εσωτερικό μου αφτί αλλά επειδή είναι τόσο κοντά μου ο Θεός, πρέπει σα να ‘τανε μακριά να κάνω. Ουδέποτε υπήρξα αφελής.

Τα πράγματα υπάρχουν και δεν χρειάστηκε να τα δρομολογήσω. Μου αρκεί που συνέλαβα τις σχέσεις τους.

Μηδένισα εξάλλου το κοντέρ. Νοίκιασα αμάξι. Άνοιξα τα παράθυρα. Τη ζώνη έλυσα. Από το καθρεφτάκι έβλεπα τις νταλίκες. Πάρκαρα κάπου εδώ. Και να ‘μαι. Γι’ αυτό είμαι εδώ, αλλάζοντας στο λατινικό αλφάβητο του ονόματός μου το U της ELEUSINAS, με V: ELEVSIS. Άρα υποκλίνομαι με θαυμασμό στο εύρημα. Η διαφορά δύο γραμμάτων είναι η χρονίζουσα, ανάμεσά μας, αναβολή.

(Παύση)

Το πέρασμα ενός Φαύνου το απομεσήμερο, είναι κάτι που δε θα έπρεπε να φοβάμαι. Μου έδειξε με μεγαλοπρεπή κίνηση την καρδιά μου. Ξεθηλύκωσε ύστερα την καρδιά μου. Τώρα ζω χωρίς καρδιά. Τι ήταν αυτό που μου πήρε;

Άκου τι έγινε λοιπόν. Ένα βράδυ, κοντά στη θάλασσα, μου χαμογέλασαν τ’ άστρα. Εμφανίστηκε τότε αυτός με ένα ρουχαλάκι στο χρώμα του θειαφιού. Πέρασε μέσα μου σαν μακρόσχημο σύννεφο, αφήνοντας αύρα από δροσιά, σταγονίδια που συσσωρεύονται. Υποδύθηκε εναλλάξ τον Δία και τη Δανάη. Άνοιξαν τα χέρια μου στη χρυσή βροχή. Αναρίγησα, μούσκεμα από έναν μετεωρολογικό οργασμό. Στους φθόγγους του νερού που ενώνονταν με τη λάσπη μπερδεύτηκαν οι στίχοι μου αλλά μιας γλώσσας ακατάληπτης που μ’ έκανε να απορώ. Ποιος μιλούσε μέσα μου;

Προμηθέας: Ίσως η αποκάλυψη αυτή να μη σου είχε μάθει κάτι που να μη γνώριζες ήδη απ’ τα Λεξικά παρ’ ότι, αυτό που μόλις ονόμασες στίχους δεν επιβεβαιώνεται.

Ίγκιτουρ: Τον κάλεσα. Αλλά ποιόν απ’ τους δύο; Τον Φαύνο ή τον Θεό; Τώρα είναι σαν να πιάνω τα κρόσσια του ρούχου του — ουρανομήκης τρέσες νερού, κάθετες ως ένα χώμα που διψά. Τι λέω; Τείχη νερού που έπρεπε να τα τρυπήσω, όπως τις Άλπεις ο νυχτερινός συρμός, για να κατέβω εδώ, στο Νότο της γλώσσας. Τώρα είμαι μπροστά σου με τον αντίχειρα στο στόμα σα μωρό παιδί και το ουράνιο τόξο κεντημένο στη σαλιάρα. Και δεν εκπλήσσομαι που όλα στήνονται απ’ την αρχή.

Προμηθέας: Άκουσες τότε το όνομα του μεγάλου Πανός. Στη πεδιάδα αναρίγησαν οι ελιές. Μια τριήρης απ’ τα παράλια του αορίστου, σε πλησίασε κι ένας γυναικωτός άντρας με βούκρανο στην πλώρη τρόμαζε τους ναυτίλους. «Θέλεις να δεις κάτι το νέο;», σε ρώτησε ο Διόνυσος.

Ίγκιτουρ: «Κατοικεί Θεός εδώ;», είχα την αφέλεια να του πω. Με υποδέχτηκαν ιερείς. Σείστηκαν τα σείστρα. Αυλητρίδες αγαλλίασαν και χορευτές έσυραν επιθαλάμιο χορό. Πέλματα λεπτά, αχίλλειοι τένοντες, ταχύτατες κινήσεις. Γνώριμα όλα.

Προμηθέας: Πόσο όμως κρατάει ένας γάμος; Είδες σώματα που κόβαν μάρμαρο στα λατομεία. Τροχαλίες και μοχλούς. Έχτιζαν μια πολιτεία, την Αθήνα.

Ίγκιτουρ: Δεν θα ήμουν ξένος εκεί; Ξάφνου μια νυχτερινή ώθηση άρχισε να μ’ εκτοπίζει. Έπρεπε να επιστρέψω στον αιώνα μου.

Προμηθέας: Λάθος τακτικής.

Ίγκιτουρ: «Με τον χρόνο παίζουν τα παιδιά», μου είπε ο Θεός. «Αλλά εσύ είσαι ψευτοπαίδι».

Με εγκατέλειψε και δημιούργησα πάλι τον κόσμο: τύψεις, ικεσίες, υπερβολές. Είχα επιστρέψει στη δικαιοδοσία του καθρέφτη. Αυτή τη φορά, διέσχισα το λεπτό φύλλο του ψευδάργυρου. Έπεσα σα σταγόνα υδράργυρου στο πάτωμα. Παραμένω ρευστός και ακίνητος ως τώρα.
Θερμόμετρο που έσπασε. Το δηλητήριο πρόσφορο για την πατροκτονία.

Προμηθέας: Με απειλείς;

Ίγκιτουρ: Σου θέτω ερωτήματα γιατί κατάλαβα πως η ιστορία μου αρχίζει με τους Έλληνες. Με τις δικές τους λέξεις: ήπαρ, ύβρις, βία, τύραννος, Θεός.
Λοιπόν, τι είναι Θεός, τι μη Θεός και τι το ανάμεσό τους;

Προμηθέας: Είμαι Εγώ που πρόταξε το «προ» από το «μήτις».

Ελευσίνα.
Ελευσίνα. / φωτ. Σάββας Λαζαρίδης



––– Β –––

Ίγκιτουρ: Θέτω μπροστά στους θεατές τα ερωτήματα που υπέβαλλε η άφιξή μου εδώ.

—— Τ  Α     Ε  Ρ  Ω  Τ  Η  Μ  Α  Τ  Α ——

Α. Γιατί ο Αισχύλος; Διότι ο Μαλαρμέ.

Ή

Γιατί ο Μαλαρμέ; Διότι ο Αισχύλος.

ΚΑΙ

Β. Τι σημαίνει σκέφτομαι ελληνικά;

ΚΑΙ

Γ. Ποιος είμαι εγώ που σκέφτομαι;

ΚΑΙ

Δ. Ποιο είναι το ενάντιο στους Έλληνες;

Η Ρώμη; Η Ιερουσαλήμ;

Ε. Πως άντεξαν οι Έλληνες τις αντιφάσεις της τραγωδίας; Με τι υποκατέστησαν οι τραγικοί τα Μυστήρια; Οι ποιητές τους ιερείς;

ΚΑΙ

ΣΤ. Τι σήμερα μπορεί να γραφτεί, εκτός από ένα λεξιλόγιο μη αναλογικό; Ο Ίγκιτουρ;

ΚΑΙ

Ο Ίγκιτουρ πώς απαντά στη γλώσσα; Με τη σιωπή ή με «Μια ζαριά ποτέ δε θα καταργήσει το τυχαίο;»

ΚΑΙ

Πως παριστάνεται στο θέατρο το ακραίο αυτό έργο;

ΆΡΑ

Ζ. Υπάρχει τέλεια μίμηση; «ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν;»

Ή

Ο μοναδικός τρόπος για μας να γίνουμε μεγάλοι, και μάλιστα, αν είναι δυνατόν, αμίμητοι, είναι η μίμηση των Αρχαίων. (Winckelmann)

Πρόσεξε όμως: Η πρόταση αυτή δεν αποτελεί για μας ένα γιγάντιο ιστορικό double bind, και συνεπώς απειλή ψύχωσης;

Προμηθέας: Πας να με μπλέξεις σε κατάσταση τρελή όπου μου στέλνεις δύο είδη μηνυμάτων που είναι μεταξύ τους αντιφατικά. Και θέλεις σώνει και καλά να τα διακρίνω και να σου απαντώ σε ένα από τα δυο. Όμως εγώ δεν είμαι ο σχιζοφρενής. Εσύ είσαι που ρωτάς. Σ’ εμένα όλα είναι ευτυχώς μονά. Δίπολο δεν υπάρχει. Για μένα η τέχνη περατώνει ό,τι η φύση αδυνατεί. Εσύ μιμείσαι και δεν μπορείς να μου επιβάλεις να σου απαντώ. Διότι ό,τι σου λέω τώρα ο Μύθος μου το έχει πει. Ο Μύθος έκτοτε δεν θα εμφανιστεί ξανά ποτέ. Αλλά κι αν εμφανιστεί και σου μιλήσει θα είναι μόνον αν έχεις γίνει άλλος, Ίγκιτουρ.

Ίγκιτουρ: Μα είμαι. Είμαι τα γράμματα.

Προμηθέας: Τότε ποιος ονόμασε νερό ό,τι σβήνει τον πόνο;

Λένε πως οι νεκροί στέκουν όρθιοι στο βυθό. Κολυμβητές κάθετοι ώσπου να αναπαυθούν τα οστά. Ζευγάρωμα ψαριών στον αδειασμένο θώρακά τους. Κοχύλια στου κρανίου τη σκεπή.

Νερό ονομάζεται η φωτιά.

Και ό,τι φλέγεται πάνω στο δέρμα (Χ. Μ., Τοπίο, σ. 46)

Ίγκιτουρ: Αυτά, δεν θα τα έλεγαν εάν της γλώσσας μου οι ανατροπές δεν ακριβολογούσαν. Αυτό έδειξα στους ομότεχνους: ότι είμαστε μια ζωντανή μεταφορά.

Προμηθέας: Νεκρή θα έπρεπε να πεις. Κι άκου τι μου συνέβη: Με ένταλμα με συνέλαβαν. Είχαν βρεθεί τα ίχνη μου στο χώμα. Στο μεταξύ τους ξέφευγα. Σαν αλεπού με τεντωμένα αφτιά, παραπλανούσα. Κάπνιζα συνεχώς. Κι ενώ βρισκόμουν κατά τα Άγραφα, με τον Επιμηθέα σε ύπνο εγκληματικό πλάτη με πλάτη έπεσα. Απέφευγα τους Μάηδες που τουφεκούσαν. Και μια φορά για να ξεφύγω σε μονοκόμματη πλακολιθιά κατρακυλώ, για να γλιτώσω. Μα να γλιτώσω, τι; Κρυοπαγήματα, πείνα και της φωτιάς μου τον καπνό προδότη στον αντίπαλο. Ύστερα όμως «κόπηκα» από τους άλλους. Να ‘ξερες τι σημαίνει ένας κομμένος. Έτσι δεν μου ήρθαν βολικά ή μήπως το ´θελα να συλληφθώ; Μου ζήτησαν να πω ό,τι ξέρω στην ανάκριση. Με πίεσαν για ονόματα και λούφες. Και ποιο ήταν το δικό μου δρομολόγιο προς Ναυπακτία.

«Τώρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση», είπα στον εαυτό μου.

«Με περιμένει ο βράχος, ο αετός και τα δεσμά».

Σου εξέθεσα τους φόβους μου και πως μέσα σε θρόμβους σκοταδιού γυάλιζαν δυο μικρές χάντρες: ήταν το όρνεο που είχε μυριστεί συκώτι.

Και βλέπω τώρα τους ανθρώπους μακριά, μ’ ένα τσεκούρι να κομματιάζουν άλογο, συγκεντρωμένοι γύρω από το σφάγιο σαν τον αρχαίο χορό που μου τα ψάλλει τώρα.

Πρόσεξε τώρα. Η μέρα χαιρετά με τη ζεστή ανάσα της.

Τριγύρω, τα ψηλά βουνά: η Καλιακούδα, αντίκρυ η Χελιδόνα και βόρεια το θρυλικό Βελούχι.

(Παύση)

Κι αν πω την ιστορία μου, τα ενδιάμεσα αν πω, τα κόλπα, εάν διαπλάσω με τα χέρια μου της Ήρας και της Αφροδίτης τις γραμμές, την πονηράδα του Ερμή, τα βίτσια ενός Δία, τα λόγια μου είναι άγρια και κάνω απολογισμό.

Το ανήσυχο των σπλάχνων η θάλασσα ζηλεύει.

Ίγκιτουρ: Μιλάς σ’ έναν επιζώντα από τις στάχτες. Ο πύργος μου έγινε Άουσβιτς. Αυτό κατάφεραν οι πόλεμοί μας στην Ευρώπη. Γι’ αυτό το βρίσκουμε συνεχώς μπροστά: το Άουσβιτς, ακόμα και ως μουσείο.

Προμηθέας: Μεσ’ στο κεφάλι μου πια ο ιππόκαμπος ησύχασε την αμυγδαλή.

Ίγκιτουρ: Λένε πως σ’ ένα σύνταγμα της ανατολικής στρατιάς του Σοβιετικού στρατού που μετέφερε τα πτώματα του Χίτλερ και της Μπράουν, τα έθαβε και τα ξέθαβε σε κάθε μετακίνηση, ώσπου να εισηγηθούν στον Μπρέσνιεφ πως έπρεπε να τελειώνει η ιστορία αυτή και τα τεκμήρια πτώματα να καταστραφούν για πάντα. Έτσι κι εγώ κατέστρεψα για πάντα τα ίχνη μιας λογοτεχνίας νεκρής. Ποιήματα, μυθιστορήματα και όλα τα θεατρικά, δεν πρόκειται να γράφονται ίδια στο μέλλον. Δεν πρόκειται να παίζουν ρόλους οι ηθοποιοί μα καταστάσεις. Κι ας μου επιβάλλουνε φυσιολογικό ορό, να τρέφομαι παρά τη θέλησή μου. Τους προειδοποιώ: ζητάω σφραγισμένο σκεύασμα μη κι έχουν βάλει πρόσθετα, απ’ έξω.

(Παύση)

Και τώρα, στείλε με. Στείλε μου σήμα με μια κίνηση της κεφαλής. Θέλω να ήμουνα εκεί που θα με στείλεις. Θυμάμαι που ήμουνα. Σκοπεύω μάλιστα να μην γράψω ποτέ ξανά. Βλέπω ήρεμα να λάμπουν τα αργυρά υψώματα από πάνω. (Χέντελ, σ. 57)

Κι ακόμα πιο ψηλά, υπεράνω του φωτός, διαμένει ο καθαρός, μακάριος θεός. (Χέντελ, σ. 50)

Προμηθέας: Για μένα η πιο σημαντική πράξη στην
τραγωδία
είναι η έκτη:
η έγερση των νεκρών απ’ τα πεδία μάχης στη
σκηνή.
Το συμμάζεμα στις περούκες, στις
(φανταχτερές) εσθήτες,
η απόσπαση των μαχαιριών από το στέρνο,
η απομάκρυνση του βρόχου απ’ τον λαιμό,
η παράταξη των ηθοποιών ανάμεσα στους
ζωντανούς
κατά πρόσωπο στο ακροατήριο.

(…)

Όμως ό,τι αληθινά υψιπετεί είναι όταν
πέφτει η αυλαία
κι εκείνα που προλαβαίνει να δει κανείς
προτού αγγίξει η αυλαία το δάπεδο της
σκηνής:
εδώ ένα χέρι απλώνεται βιαστικά
για να πιάσει ένα λουλούδι
εκεί ένα δεύτερο χέρι αρπάζει
ένα αφημένο σπαθί.
Και μόνο τότε, ένα τρίτο, αόρατο χέρι
κάνει ότι πρέπει να κάνει:
μ’ αδράχνει απ’ το λαρύγγι.
(Σιμπρόσκα, «Ποιητική διαδρομή»)

Ίγκιτουρ: Σ’ άδραξα.

(Παύση)

Σκέψου αφαλάτωση λοιπόν.
Ασθένεια με δείκτες νοσηρότητας.
Σκέψου ένα φανζίν από τα πρωινάδικα.
Κλίνες, σκέψου στις εντατικές.
Το πιο εξευτελιστικό, σκέψου:
ανώνυμους νεκρούς σε όλα τα δελτία των οκτώ.
Και Κράτος σκέψου. Τον Χαρδαλιά!
Πρόσωπα μαντηλόδετα. Δέντρα κατουρημένα.
Κατεαγμένα κόκκαλα σαν του Χριστού.
Ωχρά κηλίδα σκέψου των ματιών.
Νόημα επιτέλους δώσε μου στην πανδημία
και εφεξής, την πράξη της γραφής με αίμα.
Και τους καθρέφτες. Και τα χαρτιά μου στη φωτιά
Βίαιη εφεύρεση του ανθρώπου ο Θεός
Ψέμα μεγάλο η προσευχή.
Υποκρισία ο εκκλησιασμός του διαδικτύου
Την προσοχή σου απαιτώ, τον τρόπο για να τελειώσει η μοναξιά
που οι ομοαίματοί μου αποκαλούν λογοτεχνία.
Αποχωρώ. Και μη διαβάσεις τούτα τα γραπτά.
Αν τα διαβάσεις, με φορτώνεις
μ’ ένα ανυπέρβλητο καθήκον.
Να σωπάσω.

Προμηθέας: Να θυμηθώ τη μάνα μου Κλυμένη, ένα πρωί τον Αύγουστο του 49’:

«Λοιπόν, αυτός που μου χτύπησε την πόρτα και με βεβαίωσε πως είναι ακριβώς αυτός που αναζητούσα μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, απ’ το ραδιόφωνο, δεν μου έδωσε τα στοιχεία που του ζήτησα και στις ερωτήσεις μου υπήρξα σαφής -πράγμα που δεν με απέτρεψε από το να τον σφίξω στην αγκαλιά μου.

— Μην κλαις άλλο, μου είπε. Βλέπω το φως.

Μα ένιωσα στα λόγια ξηρασία.

— Δε θες νερό; Δεν θα πλυθείς, πεθαμένο μου;

Ανοίγει τότε το κρυφό ρήγμα κάτω απ’ τη χλαίνη του.

— Κοίτα με, λέει. Ξεκορμισμένος είμαι.

-Τι γύρευες στο Βίτσι; , ρωτώ.

-Ν’ αλλάξω τον χρόνο γύρευα.

-Δεν είμαστε κι οι δυο απ’ την Ελλάδα; Και πάψτε να με εορτάζεται με το παλαιό».

Τελευταία, υποφέρω πολύ, σε βαθμό ανησυχητικό για όσους με αγαπούν, αλλά, κυρίως για το Έχω μου, που αυτή τη στιγμή το σχεδιάζω συνολικά, και μπορεί να είναι υπέροχο, εάν ζήσω. Η πρώτη φάση της ζωής μου έχει τελειώσει. Η συνείδηση, ξέχειλη από σκιές, ξυπνά, πλάθοντας αργά έναν καινούργιο άνθρωπο: μόλις τον δημιουργήσω, πρέπει να ξαναβρώ το Όνειρό μου. Θα κρατήσει αρκετά χρόνια όλο αυτό και σ’ αυτά τα χρόνια θα χρειαστεί να ξαναζήσω τη ζωή της ανθρωπότητας, ξεκινώντας απ’ την παιδική της ηλικία.

(επιστολή του Στεφάν Μαλαρμέ)

Ελευσίνα.
Ελευσίνα. / φωτ. Σάββας Λαζαρίδης

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ    Β Ε Λ Τ Σ Ο Σ
______

«ΕΛΕΥΣΙΝΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ 2023»:
ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

Igitur, άρα

Στάχτη και φωτιά

Ένας άνθρωπος από λέξεις που το όνομά του στα λατινικά (Igitur)* δηλώνει τον συμπερασματικό σύνδεσμο «άρα», ένας άνθρωπος εξαντλημένος από τον αιώνα, επειδή έχει εξαντλήσει το δυνατό, οδεύει προς Ελευσίνα. Θα συναντήσει τον Αισχύλο του Ευφορίωνος —αδελφό του μαραθωνομάχου Κυναίγειρου— που σκέφτηκε αυτό που στους Έλληνες επεδίωκε η φυσική κατανόηση του βίου: το μύθο.

Ο Στεφάν Μαλαρμέ, ο πατέρας της νεοτερικής ποίησης αναζητά τον πατέρα του αττικού δράματος στη γενέτειρά του, ζητώντας του προορισμό. Θέλοντας να του απαντήσει στο ερώτημα της δυνατής ή αδύνατης σύζευξης «Αρχαίων και Μοντέρνων». Επανατοποθετώντας με το δικό του gestus την περίφημη διαμάχη Αρχαίων και Μοντέρνων, που ξεσπά στη Γαλλία στο τέλος του 17ου αιώνα. Επί των ημερών του –κυρίως μετά Το απόγευμα ενός Φαύνου- τη διαιωνίζει (Αυτές τις νύμφες θέλω εγώ να διαιωνίσω). Ό,τι όμως περισσότερο επιθυμεί, που το συναντά στον Αισχύλο, είναι εκείνος «ο αρκετά σφιχτός χαρακτήρας που θα προσαρμόζονταν στην πυκνότητα του στίχου» του. (Επιστολή του στον Catulle Mendès, 24-4-1864).

Γνωρίζει ωστόσο ότι το έργο του συλλαμβάνεται στο σημείο όπου εκείνο που είναι παρόν είναι η απουσία. Γι’ αυτό επιλέγει έναν απόντα, άυλο πρωταγωνιστή, τον Ίγκιτουρ. Και γι’ αυτό ομολογεί ότι σκάβοντας τον στίχο, δυστυχώς, συνάντησε δύο αβύσσους που τον απέλπισαν: το Μηδέν και το κενό του ίδιου του τού στήθους.

Από τη δυστυχία αυτή ο ντελικάτος Ευρωπαίος θα ήθελε να απαλλαγεί και συγχρόνως δεν θα ήθελε. Όταν ο σωσίας του, Ίγκιτουρ, συναντήσει τον Προμηθέα του Αισχύλου και του δείξει τον δικό του βράχο και τα δικά του δεσμά —το γραφείο του στη rue de Rome και την πολύτιμη πένα του— ο Προμηθέας θα του πει ότι αυτός δεν πάσχει για τη λογοτεχνία αλλά δια την λίαν φιλότητα των βροτών (στ. 123). Η αγάπη για τους ανθρώπους και όχι για τα γράμματα είναι ό,τι τους χωρίζει.

Στους Έλληνες, ο Θεός είναι επικίνδυνα κοντά για να τον συλλάβεις. Στους Μοντέρνους, ο Θεός είναι το Μηδέν. Οι Έλληνες αναγκάζονται από ιερή ανάγκη σε ένα λέγειν. Οι Μοντέρνοι οδηγούνται στη σιωπή και την καταστροφή («η καταστροφή υπήρξε η Βεατρίκη μου», αναφωνεί ο Μαλαρμέ). Η Εποχή υπαγορεύει πως πλέον αυτός που έχει κάτι να πει, καλύτερα να σιωπήσει. Να αφήσει το έργο να περιπλέει τον εαυτό του αμετάβατο. Να «προετοιμάζεται συνεχώς για κάτι άλλο», όπως ομολογεί στον Βερλέν. Κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν ἣ τὰς ἀπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς (Κάλλιο να βρει κανείς μια και καλή το θάνατο παρά να τυραννιέται αιώνια, στ. 750-751). Στην προτροπή αυτή του Αισχύλου στον Προμηθέα Δεσμώτη, ο Μαλαρμέ απαντά στον Ίγκιτουρ με την αυτοκτονία: Επάνω στις τέφρες των άστρων, τις αδιάσπαστες στάχτες της οικογένειάς του, το δυστυχισμένο πρόσωπο ξαπλώνει αφού έχει πιει τη σταγόνα του μηδενός που λείπει από τη θάλασσα.

Εσοράς μ’ ως έκδικα πάσχω (Με βλέπεις πόσο άδικα πάσχω, στ. 1092). Με αυτόν τον στίχο κλείνει ο Αισχύλος τον Προμηθέα του και σ’ αυτόν τον στίχο ο Ίγκιτουρ αντιτείνει: τώρα που το Μηδέν αναχώρησε θα ρίξω τη ζαριά, διότι όπου ζαριά — τύχη χαμένη.

Τι απομένει και στους δύο; Παραδόξως και στον Αρχαίο και στον Μοντέρνο αυτό που απομένει είναι η καθαρότητα: Οι στάχτες απ’ την φωτιά στον Μαλαρμέ παραμένουν στάχτες. Η φωτιά στα σπλάχνα του Προμηθέα παραμένει φωτιά.

Στο της ανάγκης αδήριτον σθένος, στον Προμηθέα Δεσμώτη, αντιστοιχεί η ασθένεια του καθρέφτη στον Ίγκιτουρ. (Κι όταν άνοιξα πάλι τα μάτια στο βάθος αυτού του καθρέφτη, είδα τη φρικτή μορφή, της φρίκης το φάντασμα, να ρουφά λίγο λίγο κάθε ίχνος από αίσθημα και οδύνη). Στη τραγωδία του Αισχύλου, εισβάλλει το πεζό ποίημα του Μαλαρμέ. Στον αρχαίο μύθο ενοφθαλμίζεται το «διακείμενο». Ο διωκόμενος Προμηθέας απολογείται μέσω κειμένων από τους Εμφυλίους πολέμους, ενώ ο Ίγκιτουρ «προφητεύει» τις φρικαλεότητες του 20ού αιώνα: τις στάχτες και το Άουσβιτς.

        Έφεραν πόρνες στην Ελευσίνα
                     σερβίρουν πτώματα

[Ε. Πάουντ, Κάντο ΧLl («Για την τοκογλυφία»)· από την Πέμπτη Δεκάδα των Κάντο, σε μετάφραση Γ. Μπλάνα.] 

Με αυτήν «την ελεύθερη χρήση του ιδίου» (όπως θέλει ο Χέλντερλιν μεταγράφοντας τον Οιδίποδα τύραννο), επιχειρείται η παραβίαση του ορίου μεταξύ τραγικής και σύγχρονης ποίησης ώστε να συνεχιστεί στις ημέρες μας «το πανάρχαιο δράμα».

Και επειδή η αριστοτελική κάθαρσις δεν λαμβάνει πλέον χώρα διότι «στον αιώνα του Ορέστη και της Ηλέκτρας που επέρχεται, ο Οιδίπους θα είναι κωμωδία», όπως γράφει ο Χάινερ Μίλερ, ό,τι απομένει για το «δύο φορές ειπωμένο» είναι η εκ νέου ανάγνωση. Παρέχει στην αιτιότητα τη δυνατότητα της μετωνυμίας, εφόσον «όλα είναι διπλά» εν αναμονή της Ιστορίας.

Με την πρόταση αυτή τίθενται τα ερωτήματα που η Εποχή μας επιχειρεί να απαντήσει. Διερωτώμεθα τί σημαίνει η φράση «εμείς και οι Έλληνες», ποιό είναι το «ενάντια στους Έλληνες» και με ποιο τρόπο η μίμησις σήμερα τελείται, με τί υποκατέστησαν οι τραγικοί τα μυστήρια και οι νεότεροι τους τραγικούς και επιτέλους, ποιά είναι η απάντηση του Ευρωπαίου Ίγκιτουρ στους προγόνους;

[ Αθήνα, 4.3.2021 ]


Για τα εμβόλιμα κείμενα του Μαλλαρμέ, παραπέμπω στην εξαιρετική δουλειά της Μαρίας Ευσταθιάδη από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.


ΥΓ. Η παράσταση του Ίγκιτουρ, που είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Aξιολόγησης του θεσμού «Ελευσίνα - Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2021», σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη, ματαιώθηκε.




________________
*Η λατινική λέξη «Igitur» (άρα) προέρχεται από το δεύτερο κεφάλαιο του λατινικού κειμένου της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης (Igitur perfecti sunt coeli et terra et omnis ornatus eorum).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: