Η καταστροφή της Μυκόνου - το '22

Η καταστροφή  της Μυκόνου - το '22

Η φωτογραφία


Βρεθήκαμε, αλλά όχι εδώ
Αντικριστά βρεθήκαμε στη φαντασία
Εσύ, σε μια μαυρόασπρη φωτογραφία
σε ιλουστρασιόν σώμα, εγώ

Ζέστη. Ημίγυμνος, αυγουστιάτικα στη σάλα
σε είχα ποιητή για τα «μεγάλα»
παλιό καθρέφτη, αρχοντικό
Σε στρίμωξα. Με «κόβεις» στη γωνία
Προσβλέποντας σε επικοινωνία,
πίστεψα πως αδράχνω ευκαιρία
μα δεν συναναστρέφονται θηρία

Μα μη θαρρείς
δεν θα καταδεχτώ να βγάλω τα λιβανιστήρια
Σε ποιητή απευθύνομαι, όχι σε πρέσβη
και δεν χρειάζονται διαπιστευτήρια
Ό,τι είναι να συμβεί αναμετάξυ μας, συνέβη

Η ομοιοκαταληξία βλέπεις
—πρόσχημα προσχημάτων—
υπήρξε υπεκφυγή των αθανάτων

Οι δυο γυναίκες πίσω σου
η αχόρταγή τους γνώμη
πώς να μην αποστρέφονται τα ποιήματα
με τη μπογιά στην κόμη;

Πιο πίσω και το σπίτι μου κρυμμένο
αν θα μπορούσα να αφαιρέσω
ένα ξενοδοχείο γκρεμισμένο
στο ραγισμένο ηλιόγερμα, ας πούμε
η πλάνη μου να σου ζητάω δώρα
η εμμονή ν’ ακούω στο κοχύλι
τον ψίθυρο της θάλασσάς σου ή την μπόρα;

Ο κλειστός τόπος μου δεν έχει συμπληγάδες
Δεν συνίσταται από ελαφρόπετρα το κύμα
Η Μύκονος δεν είναι Σαντορίνη. Φθίνει.
Εδώ ο τουρισμός είναι το μνήμα

Σεισμοί ασφαλώς δεν γίνονται
ούτε κατολισθήσεις
Οι ψευδαισθήσεις μόνο, πως εθισμένος γράφω
Θα έπρεπε λες, να κάνω κάνα μπάφο;
Αν και το αποκλείω κατά τα άλλα
πρώτου οριστικά εξέλθω από τη σάλα
και ορίσω να μην πειράξουν τη φωτό οι κληρονόμοι
Οι νόμοι, βλέπεις, είναι των πνευμάτων
Επιδοθήκαμε, θαρρώ σε τραπεζάκι
και η καρδιά μας ξαγρυπνά στο διάκι
Θύματα είμαστε κι εμείς, θυμάτων
Κι αν μας ερήμωσε η ζωή
και τα τοπία κατάντησαν να παίρνουν πόζες
είναι γιατί ξαγρυπνούμε ως το πρωί
κι απ ’τα μοιραία ρόδα προτιμούμε τις μιμόζες
Το «μη μου άπτου» είμαστε, κακοί
με ψυχοτρόπο ουσία
πώς να μην μας μπερδεύουνε με τη φτωχή ακακία;

Στη Μύκονο ο χορός μας είναι ο Μπάλος
Αντικριστός χορός, με χάρη
όμως δεν με κρατάει το ποδάρι, βάρυνα
Τα χείλη μου διψούν ακόμα
Ποτέ δεν είχα γούστο για το χώμα
Ρεμπό δεν είμαι
ούτε εστεμμένος στην Ασσίνη
Δεν τη ξεχώρισα την προσωπίδα
Τι να το κάνω το παντούμ και την ακροστιχίδα;
Της Γερακίνας τα βραχιόλια δεν βροντούν
Κρύο νερό, το πίνω απ’ το ψυγείο
Κι όταν περίεργα με κοιτάς,
«κι έλα στον θείο»
μου αρέσει
Θα ήθελα να με πιάσεις απ’ τη μέση
ως ο Βιργίλιος τον Δάντη
Τους κύκλους της Κολάσεως να του δείξει
Στη Μύκονο, το εικοσιδύο, έχω πήξει
Τα σπίτια σου, εσένα σου τα πήραν από αιώνα
Εγώ θα βγάλω στην Αθήνα τον χειμώνα;
Το καλοκαίρι που θα ρθει,
θα σ’ αντικρύσω ασκαρδαμυκτί,
Και τι;
Θα έχεις κιτρινίσει στο χαρτί

Τώρα, με αίσθηση νεκρή απ' τη νεκρή σου θάλασσα στα χρόνια
στο Τρόοδος που δε λιώνουν τα χιόνια
ακούω lounge στις δικές μου Πλάτρες
Μα δεν με αφήνει
τέτοια η σκοτοδίνη και τα αηδόνια
Ξερά του φοίνικα απέναντι τα κλώνια
Έκανε τη δουλειά του το σκουλήκι;
Οι νέοι λύκοι και οι χρηματιστές
Τι φρίκη!

Τι ψάχνω τότε στη φωτό; Το θάμα;
Έναν φραπέ και να’ ναι και διπλός
αλλά, το διαβεβαίωσες το πράγμα:
Ο κόσμος είναι απλός.

Το ποίημα μου, ενός πλανόδιου φωτογράφου
το γιουκαλίλι του δικού σου φωνογράφου

Βιάζεται η Κάδμω
Έφυγε. Πήρε την ανηφόρα
που τραβά κατά την Άρκτο.
Εγώ στον «Κάκτο» βρέθηκα, στην Τήνο
Αν με καλούσες ίσως στο Λονδίνο...
Θα ’ρχόμουνα ευχαρίστως στην Πρεσβεία, υπηρέτης
Θα άρχιζα απ’ την αρχή να σε σερβίρω
Τον Πύρρο έχω πρότυπο, πριν γείρω

Κερδίζω; Χάνω;
Τι θέλω στη ζωή;
Το παραπάνω!


Φωτ. Γ. Βέλτσος
Φωτ. Γ. Βέλτσος

Το σπίτι μου


Στον κήπο μου ο φοίνικας είναι παλιός. Μετρώ από τα ξερά βάγια του, την ηλικία.
Το χρυσοκόκκινο τα σούρουπα, στακάτο — όταν κουρνιάζουν φτερακίζοντας στο σώμα του πουλιά.
Ξύλινα τα κίτρινα παράθυρα (τα «γαλλικά») στο σπίτι.
Χτιστό πηγάδι και μαγκάνι αλάδωτο — αλάθητο πήγα να πω σημάδι ευτυχίας.
Βυτίο δεν κουβάλησε ποτέ νερό.
Στη μάντρα που την ρίχνει τον χειμώνα ο Βοριάς, φύλλωμα ακόμη αρχαίου κισσού.
Και πάλι με κερί κερώνουμε της σάλας τα σανίδια.
«Φανάρι» και βρυσάκι τσίγκινο είχαν τότε εδώ, πριν έρθει το νερό και το ηλεκτρικό του Ζουγανέλη. Τον πάγο μας τον έφερναν οι γιοί του καπετάν Αντρέα.
Τη στάμνα γεμίζαμε όταν περνούσε με φωνές ο νερουλάς. Την κλείναμε με φρύγανο ή σπόγγο.
Εδώ με βάφτισε ο Μεθόδιος. Νερό από το πηγαδάκι του παπά, κι ο δρόμος που είναι το σπίτι μου, οδός Πηγαδακίου!
Τότε η λαλά μου έφτιαξε από βραδύς, σκάφες αυγοκαλάμαρα. Στου Κονταρίνη παρήγγειλαν τα κοκ και τα φοινίκια.
Σφύριζε το «Ηλιούπολις» από μακριά, κι απ’ τα μεγάφωνα ακούγονταν η Βέμπο.
Λίγες αβιόλες στόλιζαν στα βάζα τη Λαμπρή. Έβαφε ο Έρωτας, κι ο Καλαβρέζος άλλαζε την παλιά δίφυλλη πόρτα. (Είχε μαζί του τον Ηλία παραγιό).
Στα τρία στερνάκια πίσω μας, η πέτρα είχε γίνει λουλακί.
Η Μαρουλίνα έπιανε πλένοντας σκοπό (Την είχαν σαν κόρη τους εδώ. Στην Κατοχή της χάρισαν το οικόπεδο στο πλάι).
Ένα βράδυ που ξεπρόβαλαν όλα μαζί τα αστέρια, τους παρακάλεσα έξω να κοιμηθώ στους γρόμπους ενός στρώματος υγρού από την αποθήκη. Αρρώστησα, κι έκτοτε η καρδιά μου μέσα ξαγρυπνά. Μέσα βλέπει το εύρημα του χρόνου: τα γηρατειά.
Πριν γράψω ποιήματα —πολύ παλιά— είδα κατάματα τον Αυγερινό, ακριβώς εδώ.
Πριν έρθω απ’ τη μεριά του έντεχνου και του σκυφτού, μετέλαβα το άστρο. Θέλω να πω,
πριν να λυγίσει μια στιγμή η Ποίηση το «σίδερο της Μοίρας».

*Αφιερωμένο στους Μυκονιάτες. Οικειοποιήσιμο ακόμη και λαογραφικά εμπορεύσιμο αύριο από τα «σάιτ», με τις «έσκορτ», τις «κονσιέρζ», τις διουρητικές αστακοουρές, και τους «προστάτες» του νησιού.
Μελό λοιπόν, αναρτημένο μόνο στην παιδική ηλικία για όποιον είναι κατά βούληση παιδί.

«Τι γυρεύτε; Τα μηνύματά
σας έρχονται αλλαγμένα»
με ειδοποιεί ο Σεφέρης στην «Αλληλεγγύη» του
ποίημα όχι τόσο γνωστό για «συντρόφους» και «ανυπόστατους ίσκιους».
«….και τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι έχει ο θεός μου».


ΥΓ.

Σημειώνω: «όχι ο Θεός».

«Ο θεός μου».
Δίνει κι ο Σεφέρης μεγάλη σημασία στα πεζά.

Ο ευαγγελιστής


Τώρα, ακούει τη σιωπή του θανάτου
Μιμείται τη φωνή του
Μιμείται την ποίηση
Το δάνειο το επέστρεψε κανονικά
Η ποίηση έγινε το παρελθόν των συμφραζομένων του
ένα μέλλει γενέσθαι, ωστόσο, au bout de souffle τον ενοχλεί
παρότι ένιωσε τη σοβαρή μητρότητα του άντρα
που έδωσε απλόχερα στην κούκλα του
σ’ ένα κακέκτυπό του
που δεν θέλει ποτέ να το αποχωριστεί
γιατί βγήκε από το πιεστήριο πρώτο από τα δίδυμα
Κουράστηκε όμως με τα νταντέματα και τους συνειρμούς
Θλίβεται τώρα που όλα κατέληξαν σε ένα κακό βιβλίο
Θα επέστρεφε στα πράγματα;
Θα άφηνε τα πράγματα μόνα τους να δώσουν απρεπώς το όνομά τους
πειράζοντας τον Κρατύλο;
Περνάει κάτω από την αψίδα του νικητή
τα δίκρανα των ηττημένων
Ήρθε η στιγμή και επανέλαβε τους ορισμούς
— αυτό το βόδι του Λουκά πέρασε απ΄τη γλώσσα;
         — και στο δεξί μου χέρι κάθησε ο αητός του Ιωάννη;

Έγινα ο απόκρυφος ευαγγελιστής
και δεν θα σταματήσω τον απολογισμό
διότι όλοι οι άνθρωποι είναι ιερείς
και γιατί, σε ποιες χορδές θα παίζω τα μοτέτα μου;
Ποιες κλίμακες στην κόμη των αγγέλων;



Απο τη νέα, ομότιτλη ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέλτσου που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Πατάκη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: