Ο αναβάτης

Ο αναβάτης

 

Το τρομακτικότερο πράγμα στον κόσμο το είχαμε στο σπίτι μας, ευτυχώς για λίγο καιρό.
Όλα ξεκίνησαν από εκείνη την Κυριακή των Βαΐων. Νάνο δεν είχα δει ποτέ μου στις τρεις διαστάσεις. Μόνο μέσα από την τηλεόραση σε νούμερα του τσίρκου. Ήταν ντυμένοι κλόουν και συνήθως βοηθούσαν τον πρωταγωνιστή κλόουν με αστείες τούμπες και άλλα κόλπα. Άβαφτος, ζωντανός, ένας τέτοιος άνθρωπος σε μικρογραφία, στεκόταν στο πρώτο σκαλί της εκκλησίας. Ακόμα και από εκείνη τη μικρή διαφορά ύψους ήμουν ψηλότερός του, εννέα χρονών εγώ κι εκείνος με ρυτίδες και γένια πέντε ημερών τουλάχιστον. Μου προκαλούσε περιέργεια αυτό το πλάσμα και τον έτρωγα με τα μάτια μέχρι να μου πιέσει το χέρι το κράτημα της μαμάς. «Ντροπή, μην κοιτάς έτσι παιδάκι μου, άνθρωπος σε ανάγκη είναι κι αυτός», με νουθέτησε η μητέρα.
Όταν πολλά χρόνια αργότερα διάβασα τον νάνο του νομπελίστα Λάγκερκβιστ, περιέγραφε ένα σκληρό πλάσμα μεταξύ άλλων, ένα μικροκαμωμένο ον στερημένο από αγάπη, ικανό να φτάσει μέχρι και τον φόνο. Έναν άνθρωπο που μπορεί να είναι και ο διπλανός μας αν δοθούν οι ανάλογες συνθήκες αλλά σε μικρότερο μέγεθος. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι η αναφορά του συγγραφέα για την καταγωγή του νάνου ως είδος. Δεν θυμάμαι τα ακριβή του τυπωμένα λόγια, αλλά κατονόμαζε τους πρόγονούς του ως μία άλλη φυλή, μυθική, παλαιότερη των ανθρώπων.
Έκτοτε, όποτε έβλεπα νάνους —δυστυχώς σπανίως— όπως θα έπρεπε σε κάτι αρχέγονο και μυστηριακό, έσκυβα από σεβασμό το κεφάλι και αισθανόμουν εγώ ο νάνος και εκείνοι οι τεράστιοι αφέντες-θεοί. Δεν μπορώ να πω ότι ένιωθα το ίδιο και για τους πολύ ψηλούς, άνω των δύο μέτρων, διότι έγινα κι ο ίδιος ένας από αυτούς τους άχαρους ψιλολέλεκες, τουλάχιστον στην εφηβεία.
Επιστρέφοντας σε εκείνην την Κυριακή, ο νάνος ζητιάνος ήλπιζε στην ελεημοσύνη των άλλων λόγω των ημερών και των επικείμενων παθών του θεανθρώπου. Πλησιάζοντας και μην μπορώντας να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του, διαπίστωσα το διπλό τραγικό της κατάστασής του. Ο μικρόσωμος εκείνος άντρας είχε μια αναπηρία. Στον αριστερό του ώμο, αντί να ξεκινάει ένα μπράτσο έστω και μικρό, να συνεχίζει σε αγκώνα, πήχη και να καταλήγει σε έναν καρπό με πέντε άκρα, είχαν χαθεί όλα σχεδόν. Μία μικρή παλάμη με κάτι δάχτυλα όμοια με κούκλας πλαστικής κατά συνέπεια ψεύτικης, ξεπηδούσαν αμέσως από το ύψος του ώμου. Λες και ο θεός όχι μόνο ξέχασε να δώσει μπόι στον άντρα αλλά και ολόκληρο το χέρι. Τα δάχτυλα ελαφρώς λυγισμένα ίσως και αγκυλωμένα, τραβούσαν ακόμη περισσότερο το βλέμμα των πιστών.
Το άγνωστο που έστεκε μπροστά μου, ο τρόμος και η λύπηση μαζί, δημιούργησαν ένα κοκτέιλ συναισθημάτων που για ένα εννιάχρονο έπεφτε πολύ βαρύ. Μέχρι να ανέβουμε τα σκαλιά και να γεμίσει αγιασμό το μπουκαλάκι που φέραμε από το σπίτι και να πάρουμε τα βάγια, το μυαλό μου έτρεχε στον νάνο. Είχε οικογένεια, παιδιά, ήταν κι αυτά νανάκια, δουλεύει σε τσίρκο, δεν έπινε γάλα κι έμεινε κοντός όπως με φοβέριζε η γιαγιά μου, πονάει το μικροσκοπικό του χέρι; Οι σκέψεις αυτές με έκαναν να παρακαλάω τη μητέρα να του δώσει κάτι όταν θα φεύγαμε. Ίσως να ήταν η περιέργεια που με έσπρωχνε κοντά του, να ξαναδώ αυτό το αφύσικο χέρι μα δεν ήταν μόνο αυτή. Ήταν όμοια με τον φόβο που νιώθει κάποιος όταν κοιτάζει το χάσμα που υπάρχει από κάτω στην άκρη ενός γκρεμού κι ας έχει υψοφοβία. Φοβάται αλλά το κάνει. Σαν να υπάρχει ένας αόρατος μαγνήτης με δύο πόλους. Ο τρόμος αλλά και η ανάγκη να νιώσεις ζωντανός, να υπάρχεις αληθινά μέσα σε αυτό το δίπολο. Αυτές οι τωρινές σκέψεις σίγουρα δεν χώραγαν στο νου ενός παιδιού όπως ήμουν τότε και όταν πλησιάσαμε τον νάνο η εικόνα που τάραξε το μυαλό μου κι έμεινε για πάντα εκεί, ήταν μία ανεπαίσθητη κίνηση. Το μικρό ατροφικό χέρι κούνησε τα επίσης μικρά δάχτυλα ίσως σε μια κίνηση ευχαριστίας για τα κέρματα που έδωσε η μητέρα μου στο άλλο του άκρο. Ο χαιρετισμός να τον πω, η ευχαριστία, δεν ξέρω, στοίχειωσε τα όνειρά μου αρκετές μέρες. Ένα τσίρκο, μία ασπροκόκκινη τέντα να σπάει σκοινιά και στηρίγματα, να υψώνεται στον ουρανό σαν σαπουνόφουσκα, να αποκαλύπτει λιοντάρια που γυμνώνουν νύχια και δόντια στο χέρι που ανέμιζε το μαστίγιο ο θηριοδαμαστής, ακροβάτες να πέφτουν στο έδαφος χάνοντας το σωτήριο πιάσιμο στον αέρα από τα δυνατά μπράτσα των συναδέλφων τους, κλόουν με ασπρόμαυρο μακιγιάζ να στάζει από τα θλιμμένα πρόσωπά τους και τέλος το χειρότερο όλων. Μικροσκοπικά χέρια παντού· να αιωρούνται κουνώντας τα ακόμα πιο μικρά δάχτυλά τους ενώ άλλα να σέρνονται στο χώμα και να ανεβαίνουν στους θεατές, να γραπώνουν λαιμούς, αδύναμα να πνίξουν αλλά γεμάτα μανία, να χώνονται σε μάτια και αυτιά.
Ευτυχώς οι εφιάλτες αυτοί δεν κράτησαν πολύ. Ήρθε το καλοκαίρι γρήγορα, τα μπάνια, τα παιχνίδια στη θάλασσα και όλα ξεχάστηκαν. Μέχρι εκείνο το πανηγύρι. Ενώ εγώ επέστρεψα με το γνωστό καραμελωμένο μήλο στο χέρι, ο πατέρας κρατούσε μια νάιλον σακούλα. Φτάσαμε στο σπίτι και η αποκάλυψη του περιεχομένου έκανε το μήλο να πέσει από τα χέρια μου και να κολλήσει στο παρκέ και το κυριότερο να μου κόψει την ανάσα. Ο πατέρας, μεγάλος εραστής του καλού φαγητού και της μπίρας που το κατεβάζει πιο εύκολα, είχε κάνει μια μπάκα λες κι εγκυμονούσε. Ένα από τα κακά της κοιλιάς αυτής ήταν η δυσκαμψία του σε κάποιες κινήσεις όπως το δέσιμο των κορδονιών. Για αυτόν τον λόγο, αγόραζε παντοφλέ παπούτσια που μπαινόβγαιναν εύκολα και ήταν και της «μοδός» όπως μας έλεγε ο ίδιος.
Η σακούλα έκρυβε ένα κόκκαλο. Το είχα ξαναδεί αυτό το εργαλείο στο μαγαζί που αγοράζαμε παπούτσια αλλά εκεί ήταν μεταλλικό. Πριν λίγους μήνες έμαθα πως ονομάζεται αναβάτης. Αυτός ο αναβάτης λοιπόν, αγκάλιαζε τη φτέρνα όσο στεκόταν ανάμεσα σε αυτήν και στο πίσω μέρος του παπουτσιού μέχρι να σπρώξει όλο το πέλμα μέσα. Ο πατέρας μου κράδαινε με περηφάνια έναν τέτοιο, πλαστικό, καφέ αναβάτη και σε απομίμηση του χρώματος ενός πραγματικού οστού στη μία του άκρη. Ήταν μακρύ, γύρω στο μισό μέτρο και το άλλο του άκρο αποτέλεσε έναν ζωντανό εφιάλτη για εμένα.
«Είδατε; Έχει και ξυστήρι. Τέρμα πια οι οδηγίες, πιο αριστερά, όχι πιο κάτω, πιο πάνω. Δεν θα έχω την ανάγκη σας να με ξύνετε κάθε τρεις και λίγο», μας ανήγγειλε κορδωμένος για το νέο του απόκτημα που έστρεψε προς την πλάτη του.
Δεν ξέρω τι όνειρο είχε δει ο δημιουργός αυτού του πράγματος αλλά δεν ήταν καλό. Όχι μόνο το όνειρο αλλά και το ίδιο το δημιούργημα. Ένα πλαστικό μπεζ μικροσκοπικό χέρι σαν και εκείνου του νάνου, στεκόταν σκληρό με τα δάχτυλα σαν μια μικρή τσουγκράνα έτοιμα να οργώσουν τις πλάτες των ιδιοκτητών τους. Το κακό ήταν πως τα δάχτυλα-ξύστρες κατασκευασμένα δε με όλες τις λεπτομέρειες κόμπων και νυχιών, ήταν όλα ίσα μεταξύ τους εκτός από το μεγάλο. Αυτή η ισότητά τους με έκανε και το σιχαινόμουν ακόμα περισσότερο. Δεν ήταν έτσι φτιαγμένα τα δάχτυλα, όμοια κι απαράλλακτα. Πού είναι ο δείκτης, ο μέσος, αυτό το μικρό δακτυλάκι στην άκρη; Εκείνο το αντικείμενο ήταν μια ψευτιά, ένα ψεύτικο χέρι που ανακουφίζει μια αληθινή φαγούρα και ικανό να μου προκαλέσει πάλι εφιάλτες. Αυτός ο αναβάτης, σαν άλλος καβαλάρης από τόπους στοιχιωμένους, γεμάτους βάλτους και δέντρα έτοιμα να αρπάξουν με τα κλαδιά τους καθετί ζωντανό, σπιρούνιζε το υποσυνείδητό μου και το έκανε να αφηνιάζει. Η επανεμφάνιση των άσχημων ονείρων έκανε τη μητέρα να ανησυχεί ξανά.
Παρακάλεσα τον πατέρα να το βάλει σε ένα συρτάρι για να μην το βλέπω κι ευτυχώς έδειξε κατανόηση. Το κόκαλο-νανοχέρι έμενε μέσα στη σιφονιέρα και έβγαινε μόνο όταν έβαζε τα παντοφλέ παπούτσια του. Η αλήθεια ήταν πως δεν έμεινε και πολύ εκεί. Κάπου χάθηκε ή όπως φαντάζομαι τώρα, πετάχτηκε «κατά λάθος» από την προστατευτική μάνα.
Κι όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που άνοιγα το συρτάρι, εννοείται όχι για να ξυθώ. Το έπιανα στα χέρια μου και ανταλλάσσαμε χειραψίες. Αυτό σοβαρό, ακίνητο, ψυχρό με τα πλαστικά ίσια του δάχτυλα, υποδεχόταν το δικό μου θερμό, ιδρωμένο και εντελώς ζωντανό. Το έσφιγγα και άρχιζε ένα ανεβοκατέβασμα ψεύτικου και αληθινού χεριού. Ίσως αυτός ο αθώος εναγκαλισμός να με έκανε να το αποδεχτώ ως ένα εργαλείο που ήταν και τίποτα παραπάνω. Με βοήθησε να ξεχάσω τα χέρια που πετούσαν, που σέρνονταν και στραγγάλιζαν ψηλότερους ανθρώπους από εκείνον τον μικρό άντρα τότε στην εκκλησία.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: