Η βροχή και η θάλασσα και...

Η βροχή και η θάλασσα  και...

 

Η βροχή και η θάλασσα

 

Ανώφελος πολίτης με αραιωμένα όνειρα στο νερό
όπως οι μοχθηρές γυναίκες των αστών
ενθουσιάζομαι με τον ολόχρυσο γάμο σας
Μυρμηγκιάζω απ’ την αθέατη μουσική
από την ηδονή της πανάκριβης τούτης ώρας
Δεν είναι η ακρογιαλιά, μήτε η γραμμή του ορίζοντα
που με χωρίζει απ’ το αγέρωχο τραγούδι σας
είναι η αφήγηση του θανάτου
Μικρός μπροστά στο άγγιγμά σας
μ’ έναν ανοιξιάτικο άνεμο στις πλάτες
καλώ δυνατά τα ονόματα για να γίνουν εικόνα οι λέξεις

— Ξένη κι όμορφη, χυδαία και πολύχρωμη
είστε οι εκλεπτυσμένες ουτοπίες του κόσμου

Κατοίκησα κοντά σας, μα δεν βυθίστηκα
αρκέστηκα να μιλώ για τα καλοκαίρια των παραθεριστών
Έμεινα απάτη σαν την άπιστη άμμο
ένα μηδενικό που φόρεσε το προσωπείο της απραξίας
Γίνετε τάφος να μην υποφέρω άλλο τους γήινους βασανισμούς
καλύψτε το σκάνδαλο με τα αινιγματικά, πανάρχαια κύματά σας

 

Ντροπή

 

Φυλάξου απ’ τον γόνο του Νεάντερταλ
που σαν ασπάλακας κατοικεί σε ομοιόμορφες σειρές σπιτιών
Από διφορούμενες ανθρώπινες προσευχές τις κίτρινες νύχτες της σελήνης
Από άντρες που έχουν αίμα αψύ, σαν το χυμένο κρασί στην άμμο
και το μυαλό τους νερουλιάζει στον φόβο
Φυλάξου απ’ τα κρύα χείλη όποιας γυναίκας δεν νιώθει θλίψη και αιδώ
με ωχρούς δίσκους κάτω από τα μάτια αλλά μεριά τραγανά
Από τις μικρές περιουσίες ανάμεσα στα σκέλια θυγατέρων
με ποιότητα δέρματος καλύτερη από αρνί
Φυλάξου απ’ όσους απομυζούν τα φύκια
κι ύστερα ξαποσταίνουν στη λάσπη
Απ’ τα παιδιά που χαλαρώνουν και κοιμούνται
αφού πρώτα κατουρήσουν τα όμορφα λουλούδια
Από ναυάγια κοντά στα βράχια της ακτής
όταν στο σκοτάδι γίνονται μελοδραματικά
Φυλάξου από μπακάληδες και ράφτες
που μας τρέφουν και μας ντύνουν
Απ’ τον καθρέφτη του μοστράδικου
σαν χάσκεις μ’ ένα μακρύ φόρεμα μουσικής ξεκούμπωτο
Από το ξύλινο κρεβάτι, πού ’χει τα πόδια στον ύπνο βυθισμένα

Τελικά, υπάρχει κανείς που να μη νιώθει ντροπή;

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: