Οι νύφες




Πανόρ­μου 4, Κο­μο­τη­νή. Τη διώ­ρο­φη μο­νο­κα­τοι­κία, που μου άφη­σε κλη­ρο­νο­μιά ο πα­τέ­ρας, θα ορ­κι­ζό­μουν πως για πρώ­τη φο­ρά τη βλέ­πω να χα­μο­γε­λά με­τά τον χα­μό του. Στο­λι­σμέ­να εί­ναι τα μπαλ­κό­νια και η εξω­τε­ρι­κή σκά­λα με ολό­λευ­κα άν­θη δια­φό­ρων ποι­κι­λιών. Δε­κά­δες μέ­τρα τού­λι, μα­ζί με γά­ζα χρώ­μα­τος λα­δί, κε­ντούν τα κά­γκε­λα από τη μια άκρη ως την άλ­λη. Μι­κρά λιό­δε­ντρα μέ­σα σε γλά­στρες ντυ­μέ­νες με τσου­βά­λι και φα­να­ρά­κια πλαι­σιώ­νουν το όλο σκη­νι­κό. «Σή­με­ρα απο­χω­ρί­ζε­ται η μά­να από την κό­ρη…», παί­ζει το στε­ρε­ο­φω­νι­κό στη δια­πα­σών, κι ας την έχω απο­χω­ρι­στεί στα οκτώ.

Ο πρώ­τος όρο­φος ακού­γε­ται ασφυ­κτι­κά γε­μά­τος. Συγ­γε­νείς και κα­λε­σμέ­νοι έχουν αρι­βά­ρει. Οι δυο έφη­βες ανι­ψιές μου πη­γαι­νο­έρ­χο­νται νευ­ρι­κά με τα τα­κου­νά­κια τους να καλ­πά­ζουν στα μαρ­μά­ρι­να πα­τώ­μα­τα. Κερ­νούν το πα­ρα­δο­σια­κό λι­κέρ τε­ντού­ρα, που έφτια­ξα με τα χε­ρά­κια μου, μέ­σα σε σφη­νά­κια από λευ­κή και μαύ­ρη σο­κο­λά­τα –eatable, νέα μό­δα. Τους φα­ντά­ζο­μαι να τα κα­τε­βά­ζουν με κου­φέ­τα και άλ­λα τυ­λι­χτά κε­ρά­σμα­τα. Οι νε­α­ρές δέ­χο­νται πει­ράγ­μα­τα και οι ευ­χές του τύ­που: «και στο κε­φα­λά­κι σας» πέ­φτουν σαν δυ­να­τή βρο­χή. Εγώ στον δεύ­τε­ρο όρο­φο, με όλη τη νε­ο­λαία, ετοι­μά­ζο­μαι για το μυ­στή­ριο. Η κου­μπά­ρα, η νο­νά, οι φί­λες μου –όλες πα­τη­μέ­να σα­ρά­ντα κι εγώ μα­ζί– με ντύ­νουν, με βά­φουν και με στο­λί­ζουν μπρο­στά στο νυ­φιά­τι­κο κρε­βά­τι, για να με πα­ρα­δώ­σουν στον άντρα-πα­σά για το υπό­λοι­πο της ζω­ής μου. Τα φλας αστρά­φτουν στα κι­νη­τά. Οι στιγ­μές απο­τυ­πώ­νο­νται στις κάρ­τες μνή­μης για κά­να δυο χρό­νια, ώσπου να χα­λά­σει η μπα­τα­ρία και να πά­ρουν και­νού­ρια συ­σκευή.

«Ήρ­θαν τα όρ­γα­να!», φω­νά­ζει ο κου­μπά­ρος από κά­τω. Εί­ναι το σύν­θη­μα για να ξε­κι­νή­σου­με για την Αγία Σο­φία. Μό­νο πε­ντα­κό­σια μέ­τρα απέ­χει από το σπί­τι, μια ευ­θεία δρό­μος. Απο­φά­σι­σαν να με πά­νε χο­ρεύ­ο­ντας, όπως έναν και­ρό. Κα­τε­βαί­νω προ­σε­κτι­κά τα σκα­λο­πά­τια. Ο όχλος συ­νω­στί­ζε­ται στον δρό­μο. Αλα­λά­ζει, θαυ­μά­ζει, σχο­λιά­ζει το νυ­φι­κό, το μα­κι­γιάζ, τα μαλ­λιά. Σί­γου­ρα όχι τα πα­πού­τσια, αυ­τά δεν δια­κρί­νο­νται. Εγώ, το καη­μέ­νο τε­τρά­χρο­νο πα­ρα­νυ­φά­κι έχω έγνοια, που θα κρα­τά τη μα­κριά ου­ρά τό­ση ώρα. «Ωραία που ’ναι η νύ­φη μας, ωραία τα προι­κιά της…», και δώ­σ’ του να δια­τυ­μπα­νί­ζουν, το κλα­ρί­νο, το ντα­ού­λι και η λύ­ρα, την ευ­τυ­χία μου στη γει­το­νιά.

Η νο­νά με παίρ­νει από το χέ­ρι και ξε­κι­νά ο χο­ρός. Άλ­λο­τε τον σέρ­νω εγώ, άλ­λο­τε παίρ­νει κε­φά­λι εκεί­νη, που θα με πα­ρα­δώ­σει κιό­λας ελ­λεί­ψει κη­δε­μό­νων. «Αρ­γά-αρ­γά!», δια­τά­ζει συ­χνά πυ­κνά την ομή­γυ­ρη, «δεν βια­ζό­μα­στε!». Πολ­λοί βγαί­νουν στα μπαλ­κό­νια, κα­τα­γρά­φουν το γε­γο­νός κι αυ­τοί στα κι­νη­τά. Και­ρό έχουν, μάλ­λον, να δού­νε πα­ρα­δο­σια­κό γά­μο. Περ­νά­με δί­πλα από δυο ανοι­χτούς κά­δους. Μας παίρ­νουν οι μυ­ρω­διές και το κλα­ρί­νο ουρ­λιά­ζει πιο βια­στι­κά. Όλοι προ­σποιού­νται πως δεν ενο­χλή­θη­καν. Δια­τη­ρούν το χα­μό­γε­λο αναλ­λοί­ω­το, ενώ ο φω­το­γρά­φος αλ­λά­ζει γω­νία λή­ψης. Δεν επι­τρέ­πε­ται να κα­τα­γρα­φεί αυ­τή η ει­κό­να στο γα­μή­λιο πα­κέ­το, που κό­στι­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο από το νυ­φι­κό.

Με την άκρη του μα­τιού, δια­κρί­νω ένα αση­μί πέ­δι­λο να κρέ­με­ται από το τα­κού­νι στην μια πλευ­ρά του κά­δου, μα­ζί με μια ξαν­θιά πε­ρού­κα κι ένα κομ­μά­τι λευ­κό τού­λι. Το ζευ­γά­ρι του ξε­κου­ρά­ζε­ται ξά­πλα στην άσφαλ­το ξε­κού­μπω­το, πα­ρέα με έναν σπα­σμέ­νο κα­θρέ­φτη. Μια ανα­μαλ­λια­σμέ­νη γριά στο ακρι­βώς από πά­νω μπαλ­κό­νι, κά­νει πως κα­πνί­ζει αδιά­φο­ρη, μέ­χρι που συ­να­ντιού­νται τα βλέμ­μα­τά μας. Χα­μο­γε­λά τό­τε εκνευ­ρι­στι­κά με δυο βρο­με­ρά δό­ντια να προ­ε­ξέ­χουν και νύ­χια μες στη βρω­μιά. Τυ­λιγ­μέ­νη σε μια ροζ κου­βέρ­τα ξε­ρο­βή­χει. Σέρ­νει τις δα­ντε­λέ­νιες πα­ντό­φλες της και χώ­νε­ται πί­σω στο δια­μέ­ρι­σμα.

Ο χο­ρός προ­χω­ρά πά­ντα στον ίδιο αρ­γό ρυθ­μό. Φτά­νου­με κα­θυ­στε­ρη­μέ­να. Η νο­νά επι­μέ­νει να μεί­νου­με κι άλ­λο έξω από το προ­αύ­λιο, να ρί­ξου­με τους ρυθ­μούς. «Ας κά­νει υπο­μο­νή ο γα­μπρός, να εκ­παι­δευ­τεί», επα­να­λαμ­βά­νει γε­λώ­ντας. Αρ­χί­ζει να σέρ­νει αντί­θε­τα τον χο­ρό, μας τρα­βά προς τα πί­σω. Απο­μα­κρυ­νό­μα­στε από την αυ­λό­πορ­τα της εκ­κλη­σί­ας. Με συ­μπα­ρα­σύ­ρουν ή τους ακο­λου­θώ ηθε­λη­μέ­να; Ανα­ρω­τιέ­μαι και ταυ­τό­χρο­να αγ­χώ­νο­μαι, ιδρώ­νω, μπή­γω τα κλά­μα­τα.

Ξυ­πνώ, τό­τε, στο ίδιο υπέρ­δι­πλο κρε­βά­τι, μό­νη. Ανα­ση­κώ­νο­μαι και κά­θο­μαι στην άκρη με τα κα­νιά κρε­μα­σμέ­να. Τρί­βω τα μά­τια με το ένα χέ­ρι και με το άλ­λο, νυ­σταγ­μέ­νη ακό­μη, ψα­χου­λεύω πά­νω στο κο­μο­δί­νο το πα­κέ­το. Ανά­βω τσι­γά­ρο και το μυα­λό αρ­χί­ζει να παίρ­νει μπρο­στά. Έχω πολ­λά χρό­νια να βγω από το σπί­τι. Αντί­κρυ στη ντου­λά­πα, το με­σαίο από τα πέ­ντε φύλ­λα, εί­ναι από πά­νω ως κά­τω κα­θρέ­φτης. Βλέ­πω ξα­νά μπρο­στά μου εκεί­νη τη γριά. Όπως εί­μαι τυ­λιγ­μέ­νη με την κου­βέρ­τα γύ­ρω στους ώμους, ση­κώ­νο­μαι και ανοί­γω το κα­νά­τι. Αρ­πά­ζω το νυ­φι­κό, την πε­ρού­κα και τα δω­δε­κά­πο­ντα. Βγαί­νω στο μπαλ­κό­νι και τα πε­τάω στους κά­δους από κά­τω, ενώ στο βά­θος αντη­χεί ένα κλα­ρί­νο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: