Τόπων Ποίησις

Κέρ­κυ­ρα

Αυ­τός ο τό­πος έχει τους δρό­μους του υγρούς. Οι μι­κροί εί­ναι σκο­τει­νοί, γλι­στρούν και οδη­γούν πά­ντο­τε στα Μου­ρά­για. Τη νύ­χτα, τα ξύ­λι­να πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα απορ­ρο­φούν τη θα­λάσ­σια αύ­ρα που φέρ­νει ο άνε­μος από το Ιό­νιο και γί­νο­νται κα­ρά­βια ατα­ξί­δευ­τα. Στους με­γά­λους και φω­τει­νό­τε­ρους δρό­μους βλέ­πεις από τα πλα­τιά πα­ρά­θυ­ρα που συ­χνά έχουν ως πα­ρα­στά­τες, αρ­χαιο­πρε­πείς κί­ο­νες μπα­ρόκ σκα­λι­στούς κα­θρέ­φτες να κο­σμούν το εσω­τε­ρι­κό των σα­λο­νιών. Αν εί­σαι σού­περ τυ­χε­ρός θα ακού­σεις τους εξαί­σιους ήχους των μου­σι­κών ορ­γά­νων απ' το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο ή θα δεις αυ­τό κι αν εί­ναι τύ­χη κά­ποιον από­γο­νο του κό­ντε να κα­πνί­ζει ατε­νί­ζο­ντας τη θά­λασ­σα. Στον τό­πο αυ­τό δεν έχεις τι να νο­σταλ­γή­σεις. Όλοι οι νε­κροί σου εί­ναι εδώ ακό­μα και η πα­ντο­τι­νή σου αγά­πη που σ' εγκα­τέ­λει­ψε φθι­νό­πω­ρο για ένα αν­θι­σμέ­νο φύλ­λο.

Την πό­λη αυ­τή την αγα­πάς με τη βρο­χή, τη γα­λα­κτώ­δη ομί­χλη. Να βρά­ζει ο τό­πος από αλα­τι­σμέ­να κύ­μα­τα, ν' αχνί­ζουν οι υδρα­τμοί. Όμως, μα­ζί της δέ­νε­σαι αιώ­νια κι ανα­πό­δρα­στα, όταν το αό­ρα­το νή­μα που τη συ­γκρα­τεί, κό­βε­ται ξαφ­νι­κά κι η πό­λη που αγά­πη­σες, γλι­στρά­ει στον εαυ­τό της και αρ­χί­ζει να βυ­θί­ζε­ται μα­ζί σου στην αρ­γι­λώ­δη πα­ρα­λία τού Canal d’ amour.



Μεσολόγγι
Μεσολόγγι / φωτ. Ανδρέας Σμαραγδής



Με­σο­λόγ­γι

Πα­τι­νά­ρω σε μια τε­ρά­στια πα­γω­μέ­νη επι­φά­νεια. Μοιά­ζει με λι­μνο­θά­λασ­σα. Όλα εί­ναι κα­τά­λευ­κα εκτός από δυο-τρία φλα­μίν­γκο που με κοι­τούν απο­ρη­μέ­να ενώ επι­χει­ρώ ένα δι­πλό φλιπ. Ιν­δαλ­μά μου εί­ναι η Μι­ράι Να­γκά­σου και όνει­ρό μου το τρι­πλό άξελ. Προς το πα­ρόν χά­νω την ισορ­ρο­πία μου και σκάω με τη μού­ρη στον πά­γο. Εί­ναι αλ­μυ­ρός και νό­στι­μος. Η πλη­γή στα χεί­λη μου από το τε­λευ­ταίο φι­λί σου καυ­τη­ριά­ζε­ται κα­θώς σέρ­νο­μαι στην αλα­τι­σμέ­νη επι­φά­νεια και με βου­λι­μία την γλεί­φω. Απέ­να­ντί μου ο Τζόρτζ Γκόρ­ντον, 6ος βα­ρώ­νος του Μπάι­ρον, χει­ρο­κρο­τά εν­θου­σια­σμέ­νος νο­μί­ζο­ντας πως η τού­μπα μου εί­ναι μια εμπνευ­σμέ­νη πι­ρου­έ­τα. Ση­κώ­νο­μαι και τον πλη­σιά­ζω. Φο­ρά­ει ένα φθαρ­μέ­νο φω­το­στέ­φα­νο και βρί­σκε­ται σε στύ­ση. Χα­μο­γε­λώ σκε­πτό­με­νη τις ευ­ερ­γε­τι­κές ιδιό­τη­τες του αλα­τιού στην ερω­τι­κή διά­θε­ση και πως οι επου­λω­μέ­νες πλη­γές δεν έχουν κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον.




Σκιά­θος

Τα χει­μω­νιά­τι­κα βρά­δια, ο δρό­μος τού λι­μα­νιού δεν έχει φως. Μό­νο πα­γω­μέ­νη υγρα­σία σαν τζά­μι σπα­σμέ­νο που επι­κά­θε­ται στο πρό­σω­πό σου. Ακούς τα βή­μα­τα σου αρ­γά στην προ­κυ­μαία και σφίγ­γεις, ασυ­ναί­σθη­τα, το κα­σκόλ σου στο λαι­μό. Τα σπί­τια δεν τα βλέ­πεις κα­θα­ρά, τα διαι­σθά­νε­σαι. Πό­τε πό­τε ακούς κά­ποια τρι­ξί­μα­τα σου αρέ­σει να φα­ντά­ζε­σαι πως εί­ναι απ' τ' αναμ­μέ­να τζά­κια. Εί­ναι από τον μέ­τριο άνε­μο, τον νο­τιο­δυ­τι­κό. Κοι­τάς κα­τά τη θά­λασ­σα βα­θιά, βλέ­πεις ένα φω­τά­κι. Απ' το Αρ­κά­κι έρ­χε­ται, μπο­ρεί να εί­ναι πλοίο, ή μια αντα­νά­κλα­ση από την απέ­να­ντι πλευ­ρά. Θυ­μά­σαι το άν­θος του για­λού· 3 του Γε­νά­ρη, σή­με­ρα. Χα­μο­γε­λάς. «Θα 'ναι η ψυ­χή του πρω­το­κλή­του», σκέ­φτε­σαι.
Και αίφ­νης τι λέ­ξη σύ­μπλε­κτη τα πά­ντα συρ­ρι­κνώ­νο­νται. Το βρά­δυ, το λι­μά­νι, η απέ­να­ντι πλευ­ρά, ακό­μα και το άν­θος του για­λού, γί­νο­νται μι­νια­τού­ρα, χω­ρά­νε μες το χέ­ρι σου.
Μ' αυ­τό με αγκα­λιά­ζεις.
Ει­σπνέ­ου­με και εκ­πνέ­ου­με θα­λασ­σι­νό νε­ρό.
Γι­νό­μα­στε αμ­φί­βια νε­ο­τε­ρι­κά.
Μα εί­ναι απέ­ρα­ντη η μι­κρή μας λύ­πη.Από­ψε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: