Σκοτεινά φλας «ενός» πολέμου

Oδός Torhova, Μαριούπολη, 12 Μαρτίου 2022
Oδός Torhova, Μαριούπολη, 12 Μαρτίου 2022

Ι.

Στο Λουχάνσκ, τούτη η Άνοιξη του '22 είναι ζεστή. Άνεμοι νότιοι ασθενείς φυσούν και έχει, όπως πάντα, υγρασία. Η φύση αναγεννάται κι ανθεί το abies albaˑ βαραίνουν οι βελόνες του και τα κλαριά από αιθέριο έλαιο, σαν δάχτυλα ερωτευμένων που στάζουν με το άγγιγμα. Το κίτρινο ροδόδεντρο γίνεται ηλιοτρόπιο, γίνεται σταροχώραφο στην Auvers-sur-oise λιγάκι πριν το τέλος. Και το πουρνάρι μούρο γίνεται φρέσκο κόκκινο, κόκκινο που εκρήγνυται σαν αίμα ουρανόμηκες στο βάθος του ορίζοντα.

Σαν ζωγραφιά, λοιπόν. Όλα με χάρη καμωμένα.

Κι ας μη μυρίζει Άνοιξη.

Γιατί μυρίζει σάπιο κρέας γουρουνιού και μέταλλο καυτό. Ανόργανες ενώσεις και αμμωνία. Μυρίζει αποικοδόμηση (ξέρετε, υπάρχουν λέξεις δύσοσμες, πιο δύσοσμες κι από άταφους νεκρούς). Γιατί τα λείψανα δεν τα φυτέψανε στους κήπους τους μήπως κι ανθίσουνε του χρόνου, τα έθαψαν στους δρόμους μες την πίσσα.
Πράγματι ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός.
Γιατί η γλυκυτάτη αύρα διαπερνά ακόμα και το αίφνης.

Σαν σφαίρα εννέα χιλιοστών.


Ι
I.

Τα παράθυρα του σπιτιού που κατοικούν η Αλίνα, ο Αντρέι και ο γάτος τους Νικήτα, βλέπουν στην οδό Torhova. Η Torhova είναι τώρα μια ευθεία καμμένη και υγρή, ένας δρόμος έρημος, γεμάτος αναχώματα από τσουβάλια άμμο.
Τα παράθυρα του σπιτιού που κατοικούν η Αλίνα, ο Αντρέι και ο γάτος τους Νικήτα, πριν λίγες μέρες, έβλεπαν στην πλατεία Vionir και στο παρακείμενο μουσικό σχολείο. Πριν λίγες μέρες η Αλίνα και ο Αντρέι χόρευαν βαλσάκι υπό τους ήχους ενός βιολιού και φιλιόντουσαν στο στόμα. Σήμερα, μια μέρα του Απρίλη με ήλιο, το σπίτι είναι σκοτεινό γιατί ο Αντρέι οχυρώνει τα παράθυρα με βιβλία. Τώρα ο Τσέχωφ, η Αχμάτοβα, ο Γκόγκολ και ο Πούσκιν, ο Πάστερνακ, η Σεντακόβα και η αγαπημένη τους Παύλοβα, αμύνονται περί πάτρης. Περί πάτρης.
Η Αλίνα μεταφέρει το νεράκι και το φαγητό του Νικήτα στο χολ. Περνάει τρυφερά την παλάμη της στη ράχη του και του γλυκομιλάει. Επιστρέφει στο σαλόνι και παίρνει στα χέρια της ένα βιβλίο στην τύχη. Το κράτος του ζόφου, δώρο του πατέρα της το 1993, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών. Αρχίζει να πνίγεται. Φωνάζει στον Αντρέι να αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά, θέλει αέρα παγωμένο, θέλει να βλέπει το τέλος να έρχεται σαν φως, σαν φλας να τη φωτογραφίσει. Να μείνει για πάντα πορτραίτο γυναίκας νεκρής με πλαίσιο το παράθυρο.

Του λέει να μη φοβάται.

Τα τσουβάλια έχουν άμμο θαλάσσης.


III.

Παλιά λεγόταν Άμβροσσος. Ανάσαινε τρία βουνά και από μακριά τη θάλασσα. Μετά, την είπαν Δίστομο. Φίλευε και έπινε νερό από δύο στόματα.
Το Σάββατο εκείνο του κακού, έκανε ζέστη. Τα θυμαράκια είχαν ανθίσει πρώιμα και ο αέρας ήταν μελωμένος. Οι άντρες ήταν εύφοροι απ' τα χλωρά κλαδέματα των αμπελιών.
Και τότε σκόνη φύσηξε και κάλυψε τα πάντα. Οι φλέβες των ανθρώπων σκόρπισαν στο χώμα, λάσπωσαν, τυλίχτηκαν στα μονοπάτια των βουνών. Τα μάτια τους τα κέρδισε το άσπρο, το παγωμένο μάρμαρο, φωνές κι ονόματα παντού, Μαρία, Οξάνα, Βρατισλάβ, Ναχάλ, Σουόνγκ, Αγγελική μη γέρνεις το κεφάλι, οι μέλισσες χαθήκανε, χυθηκε το κρασί τους και τα μωρά θηλάζανε μάνες νεκρές από κομμένες ρόγες. Ελελεύ. Κι ύστερα όλα τέλειωσαν. Όλα τα καλοκαίρια.

Τα ορφανά τα μάζεψε ο Ερυθρός Σταυρός, τα πήγε στην Αθήνα, στην Καισαριανή. Έπρεπε ν' αναστηθούν, μα πρώτα έπρεπε να κοιμηθούν ήσυχα, δίχως όνειρα. Όμως κάθε πρωί, αχάραγα, τα ξύπναγαν τα πολυβόλα κι οι πληγές των πεθαμένων. Κάθε πρωί ξυπνούν από εκρήξεις και κραυγές. Στο Κόβεντρι και το Χαλέπι, στη Σμύρνη και την Οδησσό. Στη Βιάννο και το Χάρκοβο.

Τα ορφανά του Δίστομου δεν κοιμηθήκανε ποτέ – το ξέρετε. Είναι η αϋπνία τής κυψέλης. Το ουρλιαχτό τού λύκου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: