Άγνωστος τόπος, νέα γλώσσα καμωμένη από αλάτι, πάγο, ψάρια

Άγνωστος τόπος, νέα γλώσσα καμωμένη από αλάτι, πάγο, ψάρια

Αγγελική Πεχλιβάνη, Πεζή οχούμενη, Κίχλη 2018

*

Η ταχεία της Πεζής οχούμενης ετοιμάζεται για αναχώρηση. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το παρθενικό της ταξίδι. Παρακαλούνται οι κ.κ. επιβάτες και επισκέπτες όπως επιβιβασθούν. Η ταχεία υπόσχεται μια μυθική διαδρομή, μια ταξιδιωτική γιορτή σε νοερούς διαθλώμενους προορισμούς. Ουράνιος μηχανοδηγός η Αγγελική Πεχλιβάνη. Προορισμός της ταχείας: ένα βήμα της ποίησης παραπέρα, κι αυτό δεν είναι λίγο. Προχωράμε οχούμενοι. Μπορεί με αγκομαχητό στις ανηφόρες. Κάποιες φορές ίσως κολλήσουμε. Σίγουρα θα συνεχίσουμε πεζή. Ποτέ όμως με τα πόδια. Πάντοτε με φτερά.
Παρακαλώ αφήστε τις αποσκευές σας στην πλατφόρμα. Ελάχιστα θα σας χρειαστούν. Εδώ η μαγεία φτιάχνεται μόνο από λέξεις, ρώσικες στέπες, έρωτα και γάτες.
Στάση πρώτη: εκεί στον παγωμένο Βορρά Πασών των Ρωσιών και, κατά την Αγγελική, πασών των μαγικών ρεαλισμών. Η Αγγελική χτίζει τη στάση From Russia with Love. Μεταφερόμαστε στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ (Ни́жний Но́вгород) τον Αύγουστο του 1918, για να παραλάβουμε τηλεγράφημα του Θεού Λένιν, «που αγάπησε με πάθος την ανθρωπότητα αλλά όχι τον ίδιο τον άνθρωπο». Στις ουρές του Υπουργείου Εσωτερικών θα πετύχουμε την Αχμάτοβα να στέλνει κάθε μήνα δέμα στον γιο της, καταδικασμένον σε πολυετή καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ βρέθηκε σε ιαματικό κέντρο για θεραπεία στη Γερμανία. Πριν πεθάνει, μίλησε γερμανικά και ήπιε μονορούφι γαλλική σαμπάνια. «Είχε έναν ευτυχισμένο ρώσικο θάνατο», μας κλείνει το μάτι η Αγγελική. Τον Βόλγα θα διαπλεύσουμε ακούγοντας ‘‘Ochi Chernye’’ [www.youtube.com/watch?v=efnIht2C9as]. Αρχίζουν να βγαίνουν τα πρώτα σφηνάκια παγωμένης βότκας. Ο πάγος σπάει. Γνωριζόμαστε οι συνεπιβάτες μεταξύ μας, γνωρίζουμε νέους τόπους. Μόσχα-Πετρούπολη αλλά και νήσος Σαχαλίνη. Άγνωστος τόπος, νέα γλώσσα καμωμένη από αλάτι, πάγο, ψάρια. Και πάλι ο Τσέχωφ περιφέρεται στην άγνωστη αυτή νήσο, συναντά ανθρώπους και αρκούδες. Από τότε η νήσος Σαχαλίνη ίπταται πάνω από τα κρουσταλλιασμένα νερά της ποίησης, αναδυόμενη από την άβυσσο και την αφάνεια στο φως, σαν άλλη Κομμαγηνή, αιώνιο σύμβολο της φθοράς και του θανάτου.
Επόμενη στάση της ταχείας μας: Πάτερ ημών… (ο συγγραφέας) ή αλλιώς, Πατερούληδες της ποιήσεως στο εικονοστάσι των Αγίων. Ο φόρος τιμής της Αγγελικής σε όλους, τους λιγότερο ή περισσότερο αγαπημένους: ο Μανόλης Αναγνωστάκης σκαλίζει μια παρένθεση, ο Αρχάγγελος Σικελιανός κραδαίνει τη ρομφαία, η μάγισσα Τζένη Μαστορ- εύει φίλτρα αθανασίας, ο μικρός Γιωργής Βιζυηνός καταδικασμένος στις φλόγες μιας αιώνιας νηπιότητας, ο Μίμης Σουλιώτης στης Φλώρινας τον Πανάγιο Τάφο, ο Μιχάλης Γκανάς τα σπάει στα Γυάλινα Γιάννενα. Κι άλλοι πολλοί. Κυρίως ο Καβάφης.
Στάση για ανεφοδιασμό: στης Γλώσσας, πού αλλού; Η τρίτη ενότητα Εκ κοιλίας μητρός… (η γραφή) αυτοαναφέρεται, αυτοπροσδιορίζεται, ενίοτε αυτοσαρκάζεται και αυτοπυρπολείται. Γλώσσα με άποψη, με τρέλα, με δέος, με λατρεία. Εδώ πια θα γνωριστούμε με αγνώστους, θα πιάσουμε μαζί τους γλυκό κουβεντολόι, με μαθητές που παλεύουν άνισα με το γλωσσικό θηρίο εν μέσω εξεταστικής, με συγγραφείς που ματαίως ακονίζουν τα μολύβια τους, με ποιητές που αφήνουν της καρδιάς όλες τις πόρτες ανοιχτές για να υποδεχθούν τον στίχο που δεν έρχεται. Η γλώσσα βαραίνει, γλυκαίνει, αντιγράφεται, προσδοκάται, μα ποτέ, ποτέ δεν κατακτιέται. Η Αγγελική κρέμεται από κλωνάρι τρυφερό, μα δεν γκρεμίζεται, όπως φοβάται, στην άβυσσο της ακαταληψίας. Ίπταται πάνω από τα ταραγμένα νερά. Μήγαρις...;
Μας παίρνει το βράδυ. Το τρένο ησυχάζει. Στην επόμενη στάση θα σταματήσουμε για λίγο, να ανέβουν μόνο οι μικροπωλητές. Είναι αυτή, που όπως είπε και ο Νίτσε, αν δεν υπήρχε, ακόμα κι ο Θεός (που δεν υπάρχει, και το ξέρει) θα βαριόταν. Η Μουσική, βεβαίως. Η ταχεία της Πεζής οχούμενης προχωρά βαθιά στα σκοτάδια της ρώσικης νύχτας, στην καρδιά του μαύρου δάσους, ανάβοντας του μυαλού μας όλα τα φώτα, αφήνοντας πίσω της στον παγωμένο αέρα νότες διάφανες, τσιγγάνικα βιολιά, μουσικές του Κάτω Κόσμου, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου.

Ούτε με μεθυσμένα μπλουζ
Ούτε με άριες του bel canto.
Με πολυφωνικό ηπειρώτικο
A capella
Θα σου τραγουδήσει
Ο θάνατος.

Τελικός προορισμός: η ενότητα Ο έρωτας, Ο θάνατος. Η Συμφιλίωση με τον Έρωτα, με τον Θάνατο, με τη Σιωπή. Με τον εαυτό μας. Τον υπέρβαρο, τον υπέργηρο, τον υπέρμωρο. Τον υπέρμαχο. Με τον χρόνο. Γιατί το ταξίδι της Πεζής οχούμενης δεν είναι μόνο ένα ταξίδι στον χώρο. Είναι πρωτίστως ένα ταξίδι στον χρόνο. Προς όλες τις κατευθύνσεις. Διασχίζουμε τοπία αλμυρά στο ποίημα «Κάλας», αυγουστιάτικα, μινωικά, και Πομπηιανά, αλλά και ηπειρώτικα, και διαγαλαξιακά, σε έναν χάρτη καλειδοσκοπικό που τα χρωματιστά γυαλάκια του ανοιγοκλείνουν και ζευγαρώνουν σε αμέτρητους συνδυασμούς.
Αφήνομαι στο ταξίδι της Πεζής οχούμενης σαν πρώτος άνθρωπος στη μαγεία αχαρτογράφητου ηλιοβασιλέματος. Φαντάζομαι την Αγγελική ανάμεσα στους διάφορους σταθμούς να χαζεύει από το τζάμι όσους στέκονται στην παγωμένη αποβάθρα και περιμένουν να επιβιβαστούν. Ή να βλέπει να δέντρα να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τα πίσω καθώς διασχίζει νυσταγμένες επαρχιακές ράγες. Χωμένη στη ζέστα του μυαλού της, με τα φλογοβόλα μαλλιά ν’ ανεμίζουν στο ελαφρύ αεράκι που μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο, μέσα σε άριες από όπερες, Λέναρντ Κόεν, ή την παγωμένη θάλασσα ήχων του Φίλιπ Γκλας, ελέγχει από τον καθρέφτη ό,τι χάθηκε για πάντα στο αμετάκλητο παρελθόν, ή μπορεί να ενσωματωθεί στο αναποφάσιστο μέλλον. Κι εμείς ετοιμαζόμαστε –λίγο πριν κατέβουμε– να στριμώξουμε πάλι στα λιγοστά μας εφόδια τη μεγάλη απόλαυση που κερδίσαμε από το ταξίδι. Καθώς ξεστρώνω το κρεβάτι μου και μαζεύω τα σεντόνια για να τα παραδώσω στην υπεύθυνη του βαγονιού, την Κίχλη, που φρόντισε με το παραπάνω όλους τους επιβάτες, το μάτι μου αρπάζει μία νιφάδα από το πουθενά, τόσο λεπτή, σα φτερό στρουθοκαμήλου να αιωρείται για λίγο, να στροβιλίζεται και να κολλάει στο κοκαλωμένο παρμπρίζ κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα.

Είναι η πρώτη αράδα του επόμενου ποιήματος.



ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Πεζή οχούμενη της Αγγελικής Πεχλιβάνη

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: