________
Βλ. και το Αφιέρωμα του Χάρτη στη Μαίρη Όλιβερ
___________
Πώς πηγαίνω στο δάσος
Συνήθως πηγαίνω στο δάσος ολομόναχη,
δίχως να παίρνω ούτε έναν φίλο.
Γιατί είναι όλοι τους μες στην τρελή χαρά και φλυαρούνε
επομένως ακατάλληλοι.
Δεν θέλω μάρτυρες
σαν πιάνω την κουβέντα με τα νυχτοπούλια
ή αγκαλιάζω τη γέρικη μαύρη δρυ.
Εγώ προσεύχομαι με τον δικό μου τρόπο,
όπως το δίχως άλλο, κι εσύ.
Κι έπειτα, όταν είμαι μόνη
μπορώ να γίνω αόρατη.
Μπορώ να κάτσω στην κορφή ενός αμμόλοφου
δίχως να σαλεύω, ίδια αγριοκαλαμιά που ορθώνεται ακίνητη
ώσπου αμέριμνες να περάσουν οι αλεπούδες.
Μπορώ να ακούσω
το σιγοψιθύρισμα
από τα τριαντάφυλλα που τραγουδούν.
Αν έτυχε να’ ρθεις κάποτε στο δάσος μαζί μου,
πάει να πει
πως σε αγαπώ πάρα πολύ.
(Κύκνος, 2010).
Σαν βρίσκομαι ανάμεσα στα δέντρα
Σαν βρίσκομαι ανάμεσα στα δέντρα
στις ιτιές ιδίως και στις ακακίες,
μα και στις οξιές, στα πεύκα, στις βελανιδιές,
στάζουν σε στάλες μικρές την αγαλλίαση.
Θα έλεγα ότι σχεδόν με σώζουν,
και το κάνουν κάθε μέρα.
Πόσο άπιαστα μού φαίνονται όλα όσα ελπίζω για μένα
να’ χω καλοσύνη,
βλέμμα καθαρό
και να μη βιάζομαι στο πέρασμά μου απ’ τον κόσμο
μα να βαδίζω αργά
και το ανάστημα να χαμηλώνω συχνά.
Γύρω μου τα δέντρα θροΐζουν τα φυλλώματά τους
και ψιθυρίζουν: «Μείνε λίγο ακόμη».
Το φως κυλάει από τα κλαδιά τους.
Και ξαναμιλούν: «Είναι απλό», λένε,
«Έχεις κι εσύ έρθει στον κόσμο για τον ίδιο λόγο,
να πορεύεσαι με ηρεμία,
φως να γεμίζεις,
να λάμπεις».
(Δίψα, 2006)
Ανησυχούσα
Ανησυχούσα πολύ.
Θα φουντώσει ο κήπος;
Θα κυλήσουν τα ποτάμια προς τη σωστή κατεύθυνση;
Θα γυρίζει η γη έτσι όπως διδάχτηκε;
Και αν δεν το κάνει, πώς θα καταφέρω να τη διορθώσω;
Είχα δίκιο; Είχα άδικο; Θα με συγχωρέσουν;
Μπορώ να τα καταφέρω καλύτερα;
Θα καταφέρω ποτέ μπορέσω να τραγουδήσω;
Ακόμα και τα σπουργίτια το μπορούν — κι εγώ είμαι,
πώς να το πω
παντελώς ανίδεη.
Μήπως τα μάτια μου θαμπώνουν ή μήπως είναι η ιδέα μου;
Θα πάθω ρευματισμούς;
Τρέμουλο; Άνοια;
Τελικά κατάλαβα ότι το να ανησυχώ δε με έβγαζε πουθενά.
Κι έτσι παραιτήθηκα.
Και κουβάλησα το γερασμένο μου κορμί
βγήκα έξω στο πρωινό φως
και τραγούδησα.
(Κύκνος, 2010).
Ο ποιητής με το πρόσωπο στις χούφτες του
Θες να ουρλιάξεις για τα
λάθη σου. Μα, να σου πω την αλήθεια ο κόσμος
δε δίνει δεκάρα για ήχους σαν κι αυτόν.
Οπότε αν οπωσδήποτε πρέπει να το κάνεις
κι άλλο δε βαστιέσαι πια,
αν το όμορφο στοματάκι σου να κρατηθεί άλλο δεν μπορεί
τράβα τουλάχιστον μονάχος στα χίλια ερημοχώραφα
και στις μύριες των βράχων σκοτεινές πλαγιές
όπου καταρράκτες τινάζουν σαν τρελοί λευκά σεντόνια
και πίσω από όλο αυτό το πανηγύρι του νερού και το γιορτάσι
εκεί από κάτω μπορείς να σταθείς και να ουρλιάξεις όσο θες
και τίποτα δεν θα ενοχληθεί.
Μπορείς μούσκεμα ως το κόκαλο να μείνεις σε απόγνωση ίσαμε να νυχτώσει
κι ακόμα
σε ένα πράσινο κλαδί,
με τα φτεράκια του μόλις νοτισμένα
από τα ορμητικά νερά που πέφτουν
ο κότσυφας, με φουσκωτό το πιτσιλωτό στηθάκι του θα τραγουδά
για την τέλεια
σκληρή σαν πέτρα
ομορφιά των πάντων.
(Καινούρια και επιλεγμένα ποιήματα: τ. 2, 2005)
Μη διστάσεις
Αν ξαφνικά και απρόσμενα νιώσεις χαρά,
μη διστάσεις. Αφέσου σε αυτήν.
Υπάρχουν τόσες ζωές και πόλεις ολάκερες
που χάθηκαν ή σύντομα θα χαθούν.
Σοφοί δεν είμαστε,
και σπάνια είμαστε καλοί.
Και πολλά ποτέ δεν θα ξαναμπούν στον ίσιο δρόμο.
Κι όμως η ζωή όλα τα μπορεί
έστω και για λίγο.
Ίσως αυτός είναι ο τρόπος της να αντισταθεί
αφού καμιά φορά
κάτι καλύτερο συμβαίνει
απ’ όλα τα πλούτη ή τη δύναμη του κόσμου.
Μπορεί να ’ναι οτιδήποτε
αλλά το πιθανό είναι να το αντιληφθείς
τη στιγμή εκείνη ακριβώς
που αρχίζει η αγάπη.
Έτσι έχουν τα πράγματα.
Ό,τι κι αν είναι όμως
μην τρομάξεις με το πόσα έχει να δώσει.
Η χαρά δεν φτιάχτηκε
για να είναι ψιχουλάκι.
(Κύκνος, 2010)