Αντίθετα απ’ το ρεύμα

Αντίθετα απ’ το ρεύμα




Ένα δέντρο μοιάζει μ’ ένα άλλο, αλλά όχι πολύ. Μια τουλίπα μοιάζει με μια άλλη, αλλά όχι εντελώς. Περίπου όπως και οι άνθρωποι – ένα γενικό σχεδίασμα, κι έπειτα οι εκθαμβωτικές ξεχωριστές πινελιές. Γεια σου Τομ, γεια σου Άντι. Γεια σου Βιολέτα Άρτσιμπαλντ, και Υάκινθε Κλαρίσα. Γεια σου Ιτιά Λίλιαν, και Βελανιδιά Νόα π’ αγκαλιάζω και φιλώ την πρώτη μέρα της άνοιξης εδώ και τριάντα χρόνια. Και σαν απάντηση, τα χιλιάδες της φύλλα τρέμουν! Τι ζωή που ζούμε! Δεν θέλει πια κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο να σηκωθεί
                            
μες στη νύχτα και
                                να τραγουδήσει;

Στην αρχή ήμουν τόσο νέα και τόσο δεν γνώριζα τον εαυτό μου που ίσα που υπήρχα. Έπρεπε να βγω στον κόσμο και να τον δω και να τον ακούσω και να αντιδράσω σε αυτόν, προτού μάθω έστω και λίγο ποια ήμουν, τι ήμουν, τι ήθελα να γίνω. Ο Γουόρντσγουορθ μελέτησε τον εαυτό του και βρήκε το αντικείμενο συναρπαστικό. Στην ουσία, αυτό που μελέτησε ήταν η σχέση του με τις αρμονίες και τις ασυμφωνίες του φυσικού κόσμου. Αυτό ήταν που γέννησε τον ενθουσιασμό.

Περπατώ, όλη τη μέρα, στο λιβάδι που ζυγώνει τον παράδεισο.

Και να ‘ναι καλά, όποιος πιστεύει ότι οι λέξεις που γράφω έχουν αξία κι αντηχούν βαθιά. Το γράψιμο δεν είναι ούτε ζωή που πάλλεται ούτε πειθήνιο κατασκεύασμα, αλλά ένα κείμενο που θα έδινε ό,τι έχει και δεν έχει για την ελπίδα μιας υποδήλωσης. Το Έλα μαζί μου στο λιβάδι με τα ηλιοτρόπια[1] είναι καλύτερη φράση από οποιαδήποτε άλλη θα βρεις εδώ, και τα ίδια τα ηλιοτρόπια είναι πολύ πιο υπέροχα από όσες λέξεις γράφτηκαν για αυτά.

Περπάτησα, μια ολάκερη ανοιξιάτικη μέρα, αντίθετα απ’ το ρεύμα, μια μέσα στους παφλασμούς, μια κατά μήκος της ακτής. Συντροφιά μου είχα βιολέτες, δικέντρες, σκυλάκια, τρίλια, αιματόριζες, φτέρες που υψώνονταν τόσο στριφογυριστές που ένιωθες την ανοδική ώθηση από τα ευαίσθητα τριχίδια στα σώματά τους. Οι γονείς μου ήταν παρακάτω, στο ποτάμι, όχι πολύ μακριά, κι ολοένα και μακρύτερα επειδή πήγαινα στη λάθος κατεύθυνση, αντίθετα απ’ το ρεύμα αντί με τη φορά του. Στο τέλος φώναξαν το όνομά μου στα μεγάφωνα, κι όμως, εγώ βρισκόμουν εκεί ακριβώς που έπρεπε, παραδομένη με χαρά στη δροσιά του ρυακιού. Άρα ίσως αυτός να ήταν ο σωστός ο δρόμος. Αν έτσι είναι να χάνεσαι, ας χανόμαστε όλοι, για πάντα. Τα φύλλα της οξιάς είχαν μόλις αρχίσει να ρίχνουν τα χάλκινα παλτά τους, έφτασαν στην καρδιά της χρονιάς τρεμάμενα κι αχνοπράσινα. Η καρδιά μου άνοιξε και ξανάνοιξε. Το νερό πίεζε, κόντρα στις προσπάθειές μου και, μ’ ένα κρυστάλλινο άγγιγμα στους αστραγάλους, μού ‘δωσε την άδεια να συνεχίσω τον δρόμο μου. Η αίσθηση του να πηγαίνεις προς την πηγή.

Στ’ αλήθεια, δεν νομίζω ότι επέστρεψα ποτέ στο σπίτι.

Πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι που δεν συνδέεται με όλα τα υπόλοιπα με άρρηκτο νήμα; Φύτεψε τα μπιζέλια σου και το καλαμπόκι σου στο λιβάδι με ολόγιομο φεγγάρι, αλλιώς πας γυρεύοντας να αποτύχεις. Αυτό είναι γνωστό απ’ όταν οι άνθρωποι ξεκίνησαν να σπέρνουν. Η προσοχή του σπόρου στην έλξη του φεγγαριού είναι, υποθέτω, μετρήσιμη, όπως η κλίση του πλανήτη. Ή ίσως κι όχι- ίσως πρέπει να προσθέσεις κάποιο μη μετρήσιμο συστατικό φτιαγμένο εκείνη τη στιγμή, το συγκεκριμένο χωράφι, το χέρι που σπέρνει.

Στη φαντασία μου υπάρχει έντονα το ότι η μαύρη βελανιδιά χαίρεται που είναι μαύρη βελανιδιά. Θέλω να πω, όλα χαίρονται, αλλά συγκεκριμένα ένα δέντρο που με οδηγεί στο Μπλακγουότερ, που είναι καλοσχηματισμένο σαν λουλούδι, που το ‘χω αγκαλιάσει και αγγίξει με τα χείλη μου πολλές φορές. Ίσως να’ναι κι εκατό χρονών. Και ποιος ξέρει τι ονειρευόταν κάθε άνοιξη τα πρώτα χρόνια της ζωής του, που γλίτωνε από τα δόντια των κουνελιών και απ’ όλους τους υπόλοιπους κινδύνους. Ποιος ξέρει πότε επικράτησε η υπέρτατη υπομονή, κι η περιπλάνηση του ανέμου στα φύλλα της έφτασε για κίνηση, για ταξίδι.

Σιγά-σιγά προχώρησα από τα λιβάδια με τα βήχια στα σκυλάκια. Από εκεί στα τρίλια. Από εκεί στην αιματόριζα. Έπειτα στις μαύρες φτέρες. Και στην άγρια μουσική του δασοψάλτη.

Όταν αρρωσταίνει ο αρκούδος με το φαρδύ στέρνο και το πλούσιο τρίχωμα, ταξιδεύει στις βουνοπλαγιές και τα λιβάδια, αναζητώντας συγκεκριμένα χόρτα, λουλούδια, φύλλα και βότανα, που μέσα τους κρατούν μια δύναμη θεραπευτική. Τρώει, δυναμώνει. Μπορείς εσύ, έξυπνε, να το κάνεις αυτό; Ξέρεις τίποτα για το μέρος που μένεις, τι έχει να προσφέρει; Έχεις πει ποτέ, «Κύριε Αρκούδε, δίδαξέ με. Είμαι πελάτης του επερχόμενου θανάτου, και θα σου έδινα ένα βάζο μέλι και το σπίτι μου στους δυτικούς λόφους για να μάθω ό,τι ξέρεις.»

Μετά τον δασοψάλτη υπήρχε μόνο σιωπή.

Κατάλαβε μια κι έξω ότι αυτό είναι σίγουρο: οι πεταλούδες δεν γράφουν βιβλία, ούτε οι κρίνοι ούτε οι βιολέτες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ξέρουν, με τον δικό τους τρόπο, τι είναι. Ότι δεν ξέρoυν πως ζουν – ότι δεν νιώθουν, αυτήν την πράξη που πάνω της βρίσκεται όλη η συνειδητότητα, είτε πολύ είτε λίγο. Η ταπεινότητα είναι το δώρο του κόσμου των φύλλων. Η ματαιοδοξία είναι δική μας μάστιγα, των ανθρώπων.

Μερικές φορές η επιθυμία να χαθώ ξανά, όπως τότε, με κατακλύζει σαν ατμός. Όσο μεγάλωνα, οι ευθύνες με διεκδικούσαν, βάραιναν τόσο πολύ πάνω μου. Δεν τις επέλεξα, δεν τις κατηγορώ, αλλά μου πήρε χρόνο να τις απορρίψω. Τώρα την άνοιξη γονατίζω, βάζω το πρόσωπό μου μέσα στα δεμάτια από βιολέτες, στην υγρασία, στη φρεσκάδα, στην αίσθηση του παντοτινού. Κάτι πάει λάθος, το ξέρω, αν δεν μείνω προσηλωμένη στην αιωνιότητα. Ας είμαι το μικρότερο καρφάκι στο σπίτι του σύμπαντος, μικρό, αλλά χρήσιμο. Ας μείνω για πάντα στο ποτάμι. Ας κοιτώ τ’ αγριολούλουδο και το γαϊδουράγκαθο και την κορεόψι με όλον τον σεβασμό.

Δίδαξε τα παιδιά. Εμείς δεν έχουμε τόση σημασία, αλλά τα παιδιά έχουν. Δείξ’ τους τις μαργαρίτες και τη λευκή ανεμώνη. Μάθε τους τη γεύση της σασσαφράς και των θάμνων. Τις ζωές των κιχώριων, τις μολόχες, τα αιώνια, τα παφιοπέδιλα. Και τα παιχνιδιάρικα – το γκι, τις λουβουδιές, τα μύρτιλα. Και τα αρωματικά – το δενδρολίβανο, τη ρίγανη. Δώσ’ τους μέντα να βάλουν στις τσέπες τους στο δρόμο για το σχολείο. Δώσ’ τους τα λιβάδια και τα δάση και την πιθανότητα ενός κόσμου που θα έχει σωθεί από τους άρχοντες του κέρδους. Βάλ’ τα να σταθούν στο ποτάμι, να κοιτούν αντίθετα απ’ το ρεύμα, και νιώσε τη χαρά όσο αυτά μαθαίνουν ν’ αγαπούν τον πράσινο κόσμο μέσα στον οποίο ζουν, τα κλαράκια και τα φύλλα κι ύστερα τα σιωπηλά, πανέμορφα άνθη.

Η προσοχή είναι η αρχή της αφοσίωσης.


[1] Αναφέρεται στον πρώτο στίχο του ποιήματός της «The Sunflowers» [ Τα ηλιοτρόπια ].

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: