10 ποιήματα από τη συλλογή «Αmerican Primitive»

10 ποιήματα από τη συλλογή «Αmerican Primitive»



Αύγουστος

Όταν τα βατόμουρα κρέμονται
πρησμένα στο δάσος, στα βάτα
που κανενός δεν ανήκουν, περνώ

όλη τη μέρα μες στα ψηλά
κλαδιά, τεντώνοντας
τα δυνατά μου χέρια, σκεπτόμενη

το τίποτα, χώνοντας
το μαύρο καλοκαιρινό μέλι
στο στόμα μου· ολημερίς το σώμα μου

αποδέχεται αυτό που είναι. Στα σκούρα
ρυάκια που κυλούν παραδίπλα υπάρχει
το γερό πόδι της ζωής μου που ξεπηδά μέσα

απ’ τις μαύρες σταπέλιες, τα φύλλα υπάρχει
αυτή η ευτυχισμένη γλώσσα.

Το γατάκι

Μάλλον έκπληκτη παρά κάτι άλλο
πήρα το κατάμαυρο
γατάκι που γεννήθηκε νεκρό
με το ένα, μεγάλο μάτι
στο κέντρο του μικρού του μετώπου
απ´ το κρεβάτι της γάτας
και το έθαψα σ’ ένα χωράφι
πίσω απ’ το σπίτι.

Υποθέτω ότι θα μπορούσα να το έχω δώσει
σ’ ένα μουσείο,
θα μπορούσα να έχω φωνάξει την τοπική
εφημερίδα.

Αντί για αυτό, το πήγα στο χωράφι
κι άνοιξα τη γη
και το γύρισα πίσω
λέγοντας, αληθινό ήταν
λέγοντας, είναι απείρως επινοητική η ζωή
λέγοντας, τι άλλα θαύματα
κρύβονται στον σκοτεινό σπόρο της γης, ναι,

νομίζω ότι καλά έκανα που βγήκα μόνη
και το ‘δωσα πίσω ήσυχα, και κάλυψα το σημείο
με τ’ άγρια άνθη των χορταριών.


H Αγριόγατα

Ένα βράδυ
πολύ παλιά
στο Οχάιο,
μια αγριόγατα πήδηξε
σαν γοργός
γαμψώνυχος
στρόβιλος φωτός
μέσα απ’ τα πεύκα
δίπλα στον δρόμο,
κι οι καρδιές μας
σκίρτησαν και
πάγωσαν —
τι αστραπές τα μάτια!
τι πολύχρωμο σαγόνι!
τι πλούσια τα πέλματα!
Στον βορρά,
μάθαμε
ότι ο λύγκας
γυρνά σαν το μετάξι
στις βαθιές
χιονισμένες πλαγιές —
λάμποντας,
ξαπλώνει σε δέντρα
βαριά σαν κάστρα,
ψυχρά σαν σίδερο.
Ποια θα λέγαμε
ότι είν’ η αλήθεια του κόσμου;
Τα μίλια μοναξιάς
στο ισχνό σκοτάδι;
ή η υπόσχεση που μας ωθεί;
ή η πληγή της απόλαυσης;
Σαν σε όνειρο
κατευθυνόμαστε
προς τ’ άσπρο δάσος
όλη μέρα,
όλη νύχτα.


Φθινοπωρινό τραγούδι

Άλλη μια χρονιά πέρασε, αφήνοντας παντού
το πλούσιο, αρωματικό της κατακάθι: κλήματα, φύλλα,

τ’ αφάγωτα φρούτα που νωπά θρυμματίζονται
στις σκιές, ξεδιαλύνονται πάλια

πό το συγκεκριμένο νησί
αυτού του καλοκαιριού, αυτού του Τώρα, του τώρα που δεν υπάρχει

παρά κάτω απ’τα πόδια μας, σαπίζοντας
μες στο μαύρο τούτο υπόγειο κάστρο

των ανείδωτων μυστηρίων – ρίζες και σφραγισμένοι σπόροι
και του νερού οι διαδρομές. Αυτά

προσπαθώ να θυμάμαι όταν το μέτρημα του χρόνου
οδυνηρά με τρώει, για παράδειγμα όταν το φθινόπωρο

φουντώνει στο τέλος, ζωηρό και σαν εμάς λαχταρά
να παραμείνει – πώς τα πάντα ζουν, αλλάζοντας

απ’ το ένα φωτεινό όραμα στο άλλο, για πάντα
σ’ αυτούς τους στιγμιαίους τόπους.



Δοκιμάζοντας τ’ άγρια σταφύλια

Το κόκκινο αγρίμι
που ζει στην άκρη αυτών των λόφων
δεν θα ξεμυτίσει ό,τι κι αν έχεις:
χρήματα ή μουσική. Ωστόσο, υπάρχουν στιγμές
γεμάτες φως και καλοτυχία. Περπάτα
ήσυχα κάτω από τις μπλεγμένες κληματσίδες
και δώσε προσοχή, κι ένα πρωινό
κάτι θα εκραγεί κάτω απ’ τα πόδια σου
σαν κλαδί αναμμένο· ένα απόγευμα
κάτι θα ξεχυθεί κάτω στον λόφο
μπροστά στα μάτια σου, μυς τυλιγμένοι στο χρώμα
όλου του Οκτώβρη! Και ξεχνώντας
τα πάντα θα τρέξεις να το κατονομάσεις
σαν να ‘ταν η πρώτη φορά, το αίμα σου, ζωηρό,
θα ορμήσει να βρει όχι μια λέξη, αλλά έναν ήχο
μικροκαμωμένο, με όψη λεπτή, βιαστικό,
ζωντανό σαν τα σκούρα αγκάθια των άγριων σταφυλιών
πάνω στην ανυποψίαστη γλώσσα!
Η αλεπού! Η αλεπού!


Το πρώτο χιόνι

Το χιόνι
άρχισε εδώ
σήμερα το πρωί και όλη μέρα
συνέχισε, τα λευκά του
λόγια παντού
μας επέστρεφαν στο γιατί, πώς,
από πού
τέτοια ομορφιά και ποιο
το νόημα· τι
προφητικός πυρετός! Κυλούσε
από τα παράθυρα, μια ενέργεια που έμοιαζε
πως ποτέ δεν θα κοπάσει, ποτέ δεν θα συμβιβαστεί
με λιγότερη ομορφιά! Και μόνο τώρα,
βαθιά μες στη νύχτα,
εν τέλει σταμάτησε.
Η σιγαλιά
είναι απέραντη
κι οι ουρανοί βαστούν ακόμη
ένα εκατομμύριο κεριά· πουθενά
τα γνώριμα πράγματα:
αστέρια, το φεγγάρι,
το σκοτάδι που περιμένουμε
και κάθε βράδυ αποφεύγουμε. Τα δέντρα
λαμπυρίζουν σαν κάστρα
από κορδέλες, τα πλατιά λιβάδια
σιγοκαίνε με φως, η πορεία
της κοίτης απλώνεται
γεμάτη με αστραφτερούς λόφους·
και παρότι οι ερωτήσεις
που μας ταλανίζουν όλη μέρα
παραμένουν – καμία
απάντηση δεν βρέθηκε –
τώρα που περπατώ
στη σιγαλιά και στο φως
κάτω απ’τα δέντρα,
και μέσα απ’τα λιβάδια,
νιώθω να την παίρνω.


Το ψάρι

Το πρώτο ψάρι
που έπιασα ποτέ
δεν έλεγε να κάτσει
ήσυχο στον κουβά
αλλά σπαρτάραγε και ρούφαγε
το φλεγόμενο
σάστισμα του αέρα
και πέθανε
καθώς άδειαζαν αργά
τα ουράνια τόξα. Αργότερα

άνοιξα το σώμα του και ξεχώρισα
τη σάρκα από τα κόκαλα
και το έφαγα. Τώρα η θάλασσα
είναι μέσα μου· εγώ είμαι το ψάρι, το ψάρι
λαμπυρίζει μέσα μου· έχουμε
αναστηθεί, μαζί συνυφασμένοι, έτοιμοι να πέσουμε
και πάλι στη θάλασσα. Από πόνο
και πόνο κι άλλο πόνο
ταΐζουμε αυτό το ταραγμένο κομμάτι γης, μας τρέφει
το μυστήριο.


Άνθος

Τον Απρίλη
οι λιμνούλες
     ανοίγουν
                         σαν μαύρα άνθη,

το φεγγάρι
         κολυμπά σε όλες τους·
                 υπάρχει φωτιά
                         παντού: βάτραχοι κραυγάζουν

την επιθυμία τους,
         την ικανοποίησή τους. Αυτό
                 που ξέρουμε: ότι ο χρόνος
                         μας χτυπάει όλους σαν σιδερένιο

φτυάρι, ότι ο θάνατος
         είναι μια κατάσταση παράλυσης. Αυτό
                 που λαχταράμε: χαρά
                         πριν τον θάνατο, νύχτες

στον υγρότοπο – όλα τα υπόλοιπα
         μπορούν να περιμένουν, αλλά όχι
                 αυτή η ώθηση
                         από τη ρίζα

του σώματος. Αυτό
         που ξέρουμε: δεν είμαστε
                 μόνο αίμα – δεν είμαστε μόνο
                         η πείνα μας κι όμως

ανήκουμε
        στο φεγγάρι κι όταν οι λιμνούλες
                ανοίγουν, όταν η κάψα
                         ξεκινά, ο πιο

καλός από εμάς ονειρεύεται
         γρήγορα να σκύψει
                στα μαύρα πέταλα,
                        μες στη φωτιά,

μέσα στη νύχτα που ο χρόνος απλώνεται θρυμματισμένος,
μέσα σε ένα άλλο σώμα.

Στο δάσος του Μπλακγουότερ

Κοίτα, τα δέντρα
μεταμορφώνουν
τα ίδια τους τα σώματα
σε στήλες

φωτός,
αναδίδουν το πλούσιο
άρωμα της κανέλας
και της εκπλήρωσης,

τα μακριά φιτίλια
των βούρλων
σκάνε και επιπλέουν πάνω
στους γαλάζιους ώμους

των λιμνών,
και κάθε λιμνούλα,
όποιο όνομα κι αν
έχει, δεν έχει

όνομα πια.
Κάθε χρόνο
όλα
όσα έχω μάθει

στη ζωή μου
με οδηγούν και πάλι σε αυτό: στις φωτιές
και στο μαύρο ποτάμι της απώλειας
που στην απέναντι όχθη του

βρίσκεται η σωτηρία,
που το νόημά της
κανείς μας ποτέ δεν θα μάθει.
Για να ζήσεις στον κόσμο αυτό

πρέπει να μπορείς
να κάνεις τρία πράγματα:
να αγαπάς ό,τι είναι θνητό·
να το φυλάς

στα κόκαλά σου γνωρίζοντας
ότι η ίδια σου η ζωή εξαρτάται από αυτό·
και, όταν έρθει η ώρα να το αφήσεις,
να το αφήνεις.


Οι δαμασκηνιές

Τι πλούτος κυλά
μέσα απ’ τα κλαδιά του καλοκαιριού και μπαίνει

στο σώμα, κινείται μέσα, στους πέντε
ποταμούς! Η αταξία και η κατάπληξη

σείουν τις σκέψεις σου και η καρδιά σου
αποζητά την ξεκούραση αλλά μην

υποκύψεις, δεν υπάρχει τίποτα
τόσο συνετό όσο το να σε κατακλύζουν οι αισθήσεις. Η χαρά

είναι γεύση πριν
γίνει οτιδήποτε άλλο, και το σώμα

μπορεί να χαλαρώνει για ώρες καταβροχθίζοντας
τις σημαντικές στιγμές. Άκου,

ο μόνος τρόπος
να δελεάσεις το μυαλό σου με την ευτυχία είναι να την πάρεις

μέσα στο σώμα πρώτα, σαν μικρά
άγρια δαμάσκηνα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: