Ο Ηρακλής μαινόμενος

«Η αποθέωση του Ηρακλή». Σύνθεση: P. Rosemark
«Η αποθέωση του Ηρακλή». Σύνθεση: P. Rosemark



________
(Πρωτοπαίχτηκε το -416)
________

ΣΤΙΧΟΙ 100-310 ]

ΧΟΡΟΣ

Ορφανά παιδιά μου,
γέρο[-βασιλιά], δύστυχη μάνα,
που κλαις τον άντρα σου
στα [βάραθρα] του Άδη,
ήρθα ακουμπώντας στο ραβδί μου
εδώ στα ψηλοτάβανα μέγαρα
με τα μαλακά κρεβάτια
να πιάσω το λυπητερό τραγούδι                                                                     
          
σαν γέρικο, θαλασσοπούλι
μονάχα λόγια έχοντας να πω
        
―νυχτερινών ονείρων φαντασίες·
μπορεί ν' ακούγονται λιγάκι φοβισμένα,
        
τα λέω όμως μες απ' την ψυχή μου.

Μην κουραστούν τα πόδια σας,
        
ούτε τα μέλη σας να βαρύνουν
σαν το μουλάρι που ανηφορίζει
          
σέρνοντας βαρυφορτωμένο κάρο.
Πιαστείτε από το χέρι κι απ' το ρούχο που φορά
        
αυτός που προχωράει με βήμα αβέβαιο.
Ο γέρος να οδηγεί τον γέρο
        
αυτόν που κάποτε, στα νιάτα του,
        κρατούσε σφιχτά το βαρύ κοντάρι
        
τιμώντας της πατρίδας του τη δόξα.

Για δείτε πώς αστράφτει η ματιά τους
        
απ' του πατέρα τους το ζωηρό το βλέμμα έχουν πάρει
Τα ΄χει κυκλώσει από παντού η δυστυχία
        
μα η χάρη τους δεν έχει ακόμα σβήσει.
Αχ, τι υπερασπιστές χάνεις, Ελλάδα,
        
χωρίς αυτούς εδώ τι θ' απογίνεις...

__________
Π Ρ Ω Τ Ο    Ε Π Ε Ι Σ Ο Δ Ι Ο
_________


ΧΟΡΟΣ

Α, βλέπω να πλησιάζει απ' το παλάτι
ο [νέος] βασιλιάς της χώρας, ο Λύκος.


ΛΥΚΟΣ

Έχω να θέσω ένα ερώτημα, αν μου το επιτρέπει 
ο πατέρας του Ηρακλή και η σύζυγός του,
―άνκαι, από τη στιγμή που έγινα κύριος και αφέντης σας,
έχω δικαίωμα να ρωτάω ό,τι θέλω.
[Ρωτάω, λοιπόν:] Ως πότε θα πασχίζετε να κρατηθείτε στη ζωή;
Πόσο ακόμα θ' αντέξετε και τι ελπίδες σας έχουν απομείνει;
Ή πιστεύετε ότι ο πατέρας τους να γυρίσει απ΄ τον Άδη;
Κι αφού, αργά ή γρήγορα θα πεθάνετε
τι την παρατραβάτε αυτή τη δυστυχία;
Εσύ, για να περηφανεύεσαι σ' όλη την Ελλάδα
με κούφια λόγια, πως τάχα πλάγιασε ο Δίας
στο κρεβάτι της γυναίκας σου κι έχετε μαζί παιδί,
ή, εσύ, ότι παντρεύτηκες τον τέλειο άντρα;
Και ποια είναι τα σπουδαία κατορθώματα του άντρα σου;
Το ότι σκότωσε τη Λερναία Ύδρα
        που ζούσε σε κάτι βάλτους,
ή που έπιασε με δίχτυα το λιοντάρι της Νεμέας
        και το ΄πνιξε, όπως λέει, με τα χεράκια του;
Αυτά είναι τα όπλα σας; Αυτός είναι λόγος
να μην πεθάνουν τα παιδιά του Ηρακλή;
Επειδή δοξάστηκε παλεύοντας με θηρία
―όχι με γενναιότητα, κρατώντας στο ένα χέρι την ασπίδα
και στο δεξί τη λόγχη, σώμα με σώμα, σαν παλικάρι―,
αλλά με τόξο, το όπλο των δειλών,
[από μακριά] κι έτοιμος πάντα να το σκάσει.
Τα τόξα δεν είναι απόδειξη γενναιότητας·
γενναίος είναι όποιος στέκεται
και κοιτάει κατ' ευθείαν στα μάτια τον αντίπαλο
και βλέπει τη λόγχη ν' ανοίγει το αίμα αυλάκι.
Ό,τι έκανα εγώ, γέρο, δε δείχνει θράσος, αλλά πρόγνωση·
ήξερα πολύ καλά τι έκανα όταν σκότωνα
τον πατέρα αυτής εδώ, τον Κρέοντα, και του ΄παιρνα το θρόνο.
Και δε σκοπεύω ν' αφήσω αυτά τα νιάνιαρα
να μεγαλώσουν για να ζητήσουν εκδίκηση για τις πράξεις μου.

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝΑΣ

Το παιδί τού Δία ας το υπερασπιστεί ο Δίας·
όσο για μένα, Ηρακλή, θα αποδείξω, πόσο ανόητος
είναι αυτός εκεί και δεν υπάρχει περίπτωση
να τον αφήσω και σε βρίζει.
Και ξεκινάω από τα αδιανόητα
αφήνοντάς το στους θεούς να το βεβαιώσουν
         (γιατί να κατηγορείται για δειλία, ο Ηρακλής,
         είναι, όντως, εντελώς εξωφρενικό).
Eπικαλέστηκα του Δία τον κεραυνό
και το τέθριππο άρμα απ' όπου έριξε τα φτερωτά του βέλη
καρφώνοντας κατάστηθα τους Γίγαντες
που ξεφύτρωσαν από το χώμα
και γιόρτασε τον θρίαμβό του με τους θεούς.
Και πήγαινε ως το [δάσος] της Φολόης, γελοίε βασιλιά,
να ρωτήσεις τα τετράποδα τέρατα
της φυλής των Κενταύρων,
ποιόν θεωρούν γενναιότερο από το γιο μου,
που εσύ δεν τον παραδέχεσαι.
Ρώτα το όρος Δίρφη, στην πατρίδα σου την Εύβοια,
να δεις αν θα σου πει έναν καλό λόγο· εσύ, τίποτα αξιόλογο
δεν έχεις κάνει να στο αναγνωρίσει ο τόπος σου.
Και τι σοφό εύρημα, να υποτιμάς το τόξο!
Άκου, όμως, να μαθαίνεις: Ο οπλίτης
είναι δέσμιος τού οπλισμού του,
γιατί αν σπάσει η λόγχη, η μοναδική του δύναμη,
και, αν δεν έχει συμπολεμιστές γενναίους,
δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγει τον θάνατο.
Ο εύστοχος όμως τοξότης, έχει το πλεονέκτημα
ότι ρίχνοντας άπειρα βέλη, σώζει τους άλλους,
και χτυπάει τους εχθρούς στα τυφλά
έχοντας καλυμμένο το σώμα του
από απόσταση ασφαλείας.
Κι είναι εξυπνάδα να χτυπάς τον εχθρό μεθοδικά,
προστατεύοντας το κορμί σου
κι όχι να αφήνεσαι στην τύχη.
Έτσι αποδεικνύεται πόσο λάθος κάνεις.
Και τα παιδιά αυτά γιατί θέλεις να τα σκοτώσεις;
Τι σου έκαναν; Η μόνη λογική εξήγηση είναι
ότι είσαι ένας δειλός, που φοβάται
τα παιδάκια ενός σπουδαίου ανθρώπου.
Αλλά δεν είναι υπερβολικό να πεθάνουμε εμείς
για τη δικιά σου τη δειλία;
Κι αν ήταν δίκαιος μαζί μας ο Δίας,
εμείς θα έπρεπε να σε σκοτώσουμε,
που είμαστε πολύ καλύτεροί σου...

Αν θέλεις όντως να κρατήσεις τα σκήπτρα αυτού του τόπου
εξόρισε μας κι άσε μας να φύγουμε από ´δω πέρα·
Και άφησε κατά μέρος τη βία
μη στραφεί κατά πάνω σου
όταν αλλάξουν γνὠμη οι θεοί.
        Α! Γη του Κάδμου,
(για να τ' ακούσεις, κι εσύ, έξω απ' τα δόντια)
έτσι υπερασπίζεσαι τον Ηρακλή και τα παιδιά του;
Τον άνθρωπο που πολέμησε ολομόναχος
ενάντια σε όλους του Μινύες
χαρίζοντας στη Θήβα ένα παράθυρο ελευθερίας. 
Δε θα κρατήσω το στόμα μου να μην το πω:
Όχι πως στάθηκε καλύτερα απέναντι στον γιο μου
η υπόλοιπη Ελλάδα ― που θα ᾽πρεπε
για χάρη των παιδιών αυτών, να έρθει πάνοπλη,
με λόγχες και φωτιές, ξεπληρώνοντάς του τον αγώνα του,
να της ελευθερώσει στεριές και θάλασσες.
Αλλά, παιδιά μου, ούτε η πόλη της Θήβας,
ούτε η Ελλάδα σάς βοηθάει· μονάχα εγώ,
ένας αδύναμος ψίθυρος του λόγου σάς συμπαραστέκομαι.
Γιατί η δύναμη που είχα κάποτε χάθηκε,
τα πόδια μου δεν με κρατούν απ' τα γεράματα
το σθένος μου με έχει εγκαταλείψει.
Αν ήμουν νέος και γερός όπως παλιά, θα τραβούσα το ξίφος
και θα 'τρεχες πέρα απ' τον Ατλαντικό
με τα ξανθά μπουκλάκια σου ματωμένα,
τρέμοντας μη σε πετύχει το δόρυ μου.

ΧΟΡΟΣ

Τι λογικά επιχειρήματα βρίσκουν, άραγε,
οι απλοί άνθρωποι, όταν δεν είναι δυνατοί στο λέγειν;

ΛΥΚΟΣ

Λέγε εσύ λόγια του αέρα,
εγώ θα σου απαντήσω, απλά, με ωμές πράξεις.
Εμπρός, ν᾽ανέβουν ξυλοκόποι στον Ελικώνα,
κι άλλοι, ψηλά, στου Παρνασσού τις χαράδρες
να κόψουν βελανιδιές· κι αφού θα φέρουν τους κορμούς
στην πόλη, στοιβάξτε τους γύρω από το βωμό,
βάλτε φωτιά και κάψτε τους όλους ζωντανούς
ώστε να καταλάβουν ότι στη χώρα τούτη
τώρα δεν κυβερνά ο πεθαμένος βασιλιάς, αλλά εγώ!
Κι εσείς, γερόντια, που είστε με το μέρος τους,
δε θα θρηνολογήσετε μονάχα τα παιδιά του Ηρακλή,
μα και τα σπίτια σας θα δείτε τι θα πάθουν
για να θυμάστε πως είστε οι δούλοι κι εγώ ο βασιλιάς.

ΧΟΡΟΣ

Όλοι εσείς, που γεννηθήκατε σ᾽ αυτή τη γη,
όταν σας έσπειρε ο Άρης ξεδοντιάζοντας
του δράκοντα το φοβερό σαγόνι,
δε θα σηκώσετε τα ραβδιά που στηρίζουν τα χέρια σας
να του ματώσετε το βέβηλο κεφάλι,
που αυτός, ένας ξένος, ούτε καν Θηβαίος,
μας κυβερνά χειρότερα απ᾽ όλους;
Όμως ποτέ δε θα ᾽χεις τη χαρά να μας καθίσεις στο σβέρκο,
ούτε ν᾽αρπάξεις όσα μαζέψαμε με κόπο τόσα χρόνια.
Χάσου από ᾽δω, να πας από κει που ήρθες·
βρίζε όσο θέλεις μα, όσο ζω,
τα παιδιά του Ηρακλή δεν πρόκειται να τα σκοτώσεις·
δεν πήγε, δα, στα έγκατα της γης
για να τ᾽ αφήσει απροστάτευτα.
Εσύ κατέστρεψες τη χώρα μας
κι αυτός που την ωφέλησε θα βγει χαμένος;
        
Μήπως το παρακάνουμε, όμως,
να επικαλούμαστε πεθαμένους φίλους
επειδή χρειάζομαι συμπαραστάτες για υποστήριξη;
Αχ, χέρι μου δεξί, που λαχταράς να σηκώσεις το δόρυ
μα η αδυναμία σου σ´ αφήνει μόνο τη λαχτάρα!
Τότε θα έβλεπες αν θα σου επέτρεπα να με αποκαλείς δούλο
και να χαίρεσαι τη Θήβα μας, αντί να ζούσαμε στην ησυχία μας·
αλλά αν δεν ήταν ανόητη αυτή η πόλη
και δεν υπέφερε από ταραχές και άθλιες επιλογές
ποτέ δε θα υποτασσόταν στη χάρη σου!

ΜΕΓΑΡΑ

Να ΄στε καλά, γέροντες· είναι σωστό να εξοργίζονται
οι φίλοι για τους φίλους τους, αλλά, το νου σας,
μην πάθετε για χάρη μας κακό απ´ τον βασιλιά.
Κι εσύ, Αμφιτρύωνα, άκου τη γνώμη μου,
κι ίσως να έχει κάποια σημασία.
Ασφαλώς και αγαπώ τα παιδιά μου·
γίνεται να μην τ᾽ αγαπώ, αφού τα γέννησα και τα πόνεσα;
Και [βέβαια] ο θάνατος θεωρώ πως είναι το χειρότερο.
Αλλά μου φαίνεται κι ανόητο να αντιστέκεται
κανείς στην ανάγκη. Κι αν είναι ανάγκη να πεθάνουμε,
ας μην πεθάνουμε τουλάχιστον στην πυρά
να μας περιγελούν κι οι εχθροί μας,
        αυτό, για μένα, θα ΄ταν χειρότερο από θάνατο.
Είναι αλήθεια πως χρωστάμε πολλά σ᾽ αυτόν τον οίκο·
από τη μια, εσύ, δοξάστηκες στο πεδίο της μάχης
και δε θα σου ταίριαζε να πεθάνεις φοβισμένος,
από την άλλη, είναι αυτονόητο ότι ο ένδοξος άντρας μου,
δε θα 'θελε να σωθούν οι δικοί του ταπεινωμένοι·
κάθε σοβαρός άνθρωπος πληγώνεται
όταν ντροπιάζονται τα παιδιά του·
οπότε, κι εγώ, δε θα 'πρεπε να φερθώ διαφορετικά.
Πρόσεξε τώρα πώς αξιολογώ τις ελπίδες σου·
έχεις την εντύπωση πως θα γυρίσει ο γιος σου απ' τον Κάτω Κόσμο;
Μα ποιος πεθαμένος γύρισε ποτέ απ' τον Άδη;
Κι αυτόν εδώ, μήπως να τον καλοπιάναμε με τα λόγια;
Κάθε άλλο· μακριά από άξεστο εχθρό·
αν αντιμετωπίζεις συνετούς και καλλιεργημένους ανθρώπους,
και τους φερθείς κατάλληλα, και αυτοί πιο εύκολα
θα σε σεβαστούν, και εσύ θα τους φέρεις στα νερά σου.
Μου πέρασε η σκέψη αν θ' άξιζε να ζητήσουμε
να εξοριστούν τουλάχιστον τα παιδιά·
αλλά κι αυτό δεν είναι άθλιο, να σώζεις τη ζωή σου
και να παραδίδεσαι στη φτώχεια;
Λένε πως αυτός που φιλοξενεί τον εξόριστο
χαμογελάει μοναχά την πρώτη μέρα.
Τόλμα καλύτερα να πεθάνεις μαζί μας·
ο θάνατος έτσι κι αλλιώς είναι αναπόφευκτος.
Και σου θυμίζω την ευγενική καταγωγή σου, Αμφιτρύωνα·
άλλωστε, όποιος παλεύει με τη μοίρα που όρισαν οι θεοί,
μπορεί να έχει καλή πρόθεση, αλλά δεν έχει λογική·
αφού ό,τι είναι γραμμένο δεν αλλάζει.




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: