En famille

En famille

Δη­μή­τρης Πα­πα­νι­κο­λά­ου, Κά­τι τρέ­χει με την οι­κο­γέ­νεια. Έθνος, πό­θος και συγ­γέ­νεια την επο­χή της κρί­σης, Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2018

*

Στην αμε­ρι­κα­νι­κής πα­ρα­γω­γής τη­λε­ο­πτι­κή μαύ­ρη κω­μω­δία Insatiable, που δια­τί­θε­ται από το κα­λο­καί­ρι του 2018 σε συ­νέ­χειες από το ιντερ­νε­τι­κό δί­κτυο Netflix, το πα­γκό­σμιο κοι­νό πα­ρα­κο­λου­θεί για μία ακό­μη φο­ρά τα πά­θη της σύγ­χρο­νης αμε­ρι­κα­νι­κής οι­κο­γέ­νειας, εκ­προ­σω­πού­με­νης αυ­τήν τη φο­ρά από τρία με­σο­α­στι­κά δείγ­μα­τα το­πο­θε­τη­μέ­να στο κοι­νω­νι­κά ασφυ­κτι­κό πλαί­σιο των νο­τιο­α­να­το­λι­κών πο­λι­τειών. Η σει­ρά εί­ναι άλ­λη μία πα­ραλ­λα­γή στο θέ­μα στο οποίο κά­πως μας έχει συ­νη­θί­σει η αμε­ρι­κα­νι­κή τη­λε­ό­ρα­ση την τε­λευ­ταία ει­κο­σα­ε­τία του­λά­χι­στον – ήδη από τις αλή­στου μνή­μης Desperate Housewives που πρω­το­παί­χτη­καν το 2004: αιχ­μη­ρά κρι­τι­κή –στα πρό­θυ­ρα της πα­ρώ­δη­σης– προ­σέγ­γι­ση, γκρο­τέ­σκοι χα­ρα­κτή­ρες, υπερ­βο­λι­κά εξω­πραγ­μα­τι­κή μυ­θο­πλα­σία (που όμως προ­βάλ­λε­ται ως απο­λύ­τως ρε­α­λι­στι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα), ιδιό­μορ­φο –στα όρια του νο­ση­ρού– χιού­μορ. Εί­τε πα­ρα­κο­λου­θεί κα­νείς το Six Feet Under (2001) και το Breaking Bad (2008), εί­τε το απο­κρου­στι­κά σαρ­δό­νιο American Horror Story (2011) και τα πιο πρό­σφα­τα Transparent (2014) και Stranger Things (2016), δια­πι­στώ­νει ότι πα­ρά τις επι­μέ­ρους δια­φο­ρές τους (για πα­ρά­δειγ­μα, στον ρό­λο που κα­λεί­ται να παί­ξει το με­τα­φυ­σι­κό στη μυ­θο­πλα­σία τους) οι σει­ρές αυ­τές απο­δί­δουν στην οι­κο­γέ­νεια –και στην οι­κο­γε­νεια­κή εστία– ρό­λο δυ­να­μι­κού κοι­νω­νι­κού πα­ρά­γο­ντα. Οι κά­θε τύ­που συγ­γέ­νειες, οι συ­χνά αλ­λη­λο­δια­σταυ­ρού­με­νες σε­ξουα­λι­κές σχέ­σεις, οι συ­νή­θως προ­βλη­μα­τι­κές γε­νε­α­λο­γί­ες αν­θρώ­πι­νων δε­σμών και ψυ­χο­λο­γι­κών τραυ­μά­των έρ­χο­νται να στή­σουν ένα εξω­φρε­νι­κό σκη­νι­κό αδιε­ξό­δου, από­γνω­σης και ενί­ο­τε υστε­ρι­κής απο­χα­λί­νω­σης. Μια κοι­νω­νία εκτός εαυ­τού.
Το νέο βι­βλίο του Δη­μή­τρη Πα­πα­νι­κο­λά­ου Κά­τι τρέ­χει με την οι­κο­γέ­νεια δεν ανα­φέ­ρε­ται στην αμε­ρι­κα­νι­κή τη­λε­ό­ρα­ση, δια­βά­ζε­ται όμως εντός του πα­νο­πτι­κού, πα­γκό­σμιου και απη­νώς πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νου πλαι­σί­ου που ενερ­γο­ποιεί και ορ­γα­νώ­νει το αμε­ρι­κα­νι­κό ίντερ­νετ. Δεν μπο­ρεί δη­λα­δή κα­νείς να δια­βά­σει το απο­λαυ­στι­κά γραμ­μέ­νο αυ­τό βι­βλίο, που με τό­ση επι­τυ­χία συ­νο­μι­λεί με τον κό­σμο της διε­θνούς ποπ κουλ­τού­ρας (και ορι­σμέ­νες από τις κά­πως πιο σκο­τει­νές πα­ρυ­φές της), χω­ρίς να ανα­ρω­τη­θεί τι σχέ­ση έχει, π.χ., η οι­κο­γέ­νεια του Κυ­νό­δο­ντα με τις οι­κο­γέ­νειες του American Horror Story ή του Insatiable, ή ακό­μη ο ήρω­ας στον Αφα­νι­σμό του Νί­κου με τον γκέι γιο από το Desperate Housewives ή τον (σπόι­λερ αλερτ!) γκέι πα­τέ­ρα του Insatiable. Και δεν μπο­ρεί πα­ρά να ανα­ρω­τη­θεί: αν ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου έχει δί­κιο όταν λέ­ει πως «κά­τι τρέ­χει με την οι­κο­γέ­νεια», πρό­κει­ται απλώς για άλ­λη μία «ελ­λη­νι­κή ιδιο­μορ­φία»; και σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση πώς συ­γκρί­νε­ται με τις οι­κο­γέ­νειες στην αμε­ρι­κα­νι­κή τι­βί ή και με άλ­λες αλ­λού;
Ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου, όπως εξη­γεί στο βι­βλίο του, στρέ­φε­ται, και μά­λι­στα από πολ­λα­πλές γω­νί­ες λή­ψης, προς την οι­κο­γέ­νεια, «ακρι­βώς για­τί εμπλέ­κει τη ζωή, την οι­κο­νο­μία και την πο­λι­τι­κή με τρό­πους που δέ­νουν τα σώ­μα­τα των αν­θρώ­πων με την ιδέα του πλη­θυ­σμού, τις ατο­μι­κές ζω­ές, την ψυ­χο­λο­γι­κή πί­ε­ση και τη βία, με τη βία των πλά­νων, των μο­ντέ­λων και των αφη­γή­σε­ων» (σ. 416). Η οι­κο­γέ­νεια, με άλ­λα λό­για, με τα συ­στη­μι­κά της χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και τα δο­μι­κά της προ­βλή­μα­τα, τί­θε­ται στο κέ­ντρο του προ­βλη­μα­τι­σμού –εί­τε αυ­τός αφο­ρά την κοι­νω­νι­κή τελ­μά­τω­ση της χώ­ρας εί­τε την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση της τε­λευ­ταί­ας δε­κα­ε­τί­ας– για­τί όλοι μας συ­νε­χί­ζου­με να υπο­κύ­πτου­με στο «ελ­λη­νι­κό δί­χτυ της συγ­γέ­νειας» (σ. 427) και να απο­τε­λού­με κρί­κο του δι­κτύ­ου που αυ­τό ορί­ζει. Όταν, δη­λα­δή, o Vince Gilligan, ο δη­μιουρ­γός του Breaking Bad, δεί­χνει στις οθό­νες μας δυ­σλει­τουρ­γι­κές οι­κο­γέ­νειες και πα­θο­λο­γι­κές σχέ­σεις με­τα­ξύ συ­ζύ­γων, γο­νέ­ων και οι­κο­γε­νεια­κών φί­λων, το κά­νει για να μι­λή­σει για το αμε­ρι­κα­νι­κό όνει­ρο, την κοι­νω­νία της κα­τα­νά­λω­σης και τον θε­σμι­κό ρό­λο της δια­φθο­ράς στην ανά­δυ­ση νέ­ων κοι­νω­νι­κών μορ­φω­μά­των στις δυ­τι­κές κοι­νω­νί­ες· κά­πως σαν τον Lauren Gussis του Insatiable, που χρη­σι­μο­ποιεί τη σύγ­χρο­νη οι­κο­γέ­νεια ως σύμ­πτω­μα της νε­ο­α­με­ρι­κα­νι­κής πα­θο­λο­γί­ας της ει­κό­νας, του ρη­χού συ­ναι­σθη­μα­τι­σμού, της πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας.
Αντί­θε­τα, υπο­στη­ρί­ζει ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου, όταν ο Λάν­θι­μος και ο Τζου­μέρ­κας, η Κι­τσο­πού­λου, η Δη­μη­τρα­κά­κη και ο Κορ­τώ ανα­τρέ­χουν στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια, ανα­τέ­μνο­ντάς την, εί­ναι για­τί εκεί εντο­πί­ζουν το πρό­βλη­μα: όχι, και πρέ­πει να το εξη­γή­σω αυ­τό, για να της απο­δώ­σουν την αι­τία όλων των κα­κών, αυ­τό το «έτσι φτά­σα­με ως εδώ» της ελ­λη­νι­κής κρί­σης που μα­ζί με το δια­βό­η­το πλέ­ον «μα­ζί τα φά­γα­με» τεί­νουν να κα­τα­στούν κυ­ρί­αρ­χες τρο­πι­κό­τη­τες του δη­μό­σιου κρι­τι­κού λό­γου, αλ­λά για­τί εκεί, στην «αγία ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια», εντο­πί­ζο­νται ακρι­βώς οι βιο­πο­λι­τι­κές τε­χνο­λο­γί­ες, οι λο­γο­θε­τι­κές πρα­κτι­κές, και οι κοι­νω­νι­κο­ποι­η­τι­κές επι­τε­λέ­σεις που μας κα­τα­σκευά­ζουν και μας ορ­γα­νώ­νουν, εμάς, σή­με­ρα, τους διεισ­δυ­τι­κούς καλ­λι­τέ­χνες, τους κρι­τι­κούς ανα­στο­χα­στές, τους επι­δρα­στι­κούς δια­νο­ού­με­νους, ως κοι­νω­νι­κούς δρά­στες, ως έμ­φυ­λα υπο­κεί­με­να, ως σώ­μα­τα εθνι­κά και εθνι­κο­ποι­η­μέ­να. Γι’ αυ­τό και, όπως υπο­στη­ρί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας, «η επι­στρο­φή στο ζή­τη­μα-ελ­λη­νι­κή-οι­κο­γέ­νεια ήταν μία από τις πολ­λές προ­σπά­θειες των τε­λευ­ταί­ων ετών να βρε­θεί νέ­ος λό­γος κρι­τι­κής και συμ­με­το­χι­κής έκ­φρα­σης, και ως τέ­τοια (δη­λα­δή ως ‘‘οι­κο­γέ­νεια-βρα­χυ­κύ­κλω­μα­’’, κα­τά τον ευ­φυή όρο του Πα­πα­νι­κο­λά­ου, [η οι­κο­γέ­νεια] υπήρ­ξε ιστο­ρι­κά λει­τουρ­γι­κή, και σε πολ­λά ση­μεία της κα­τα­λυ­τι­κή» (σ. 422). Ανα­πό­φευ­κτα, η ανα­στο­χα­στι­κή αυ­τή προ­σπά­θεια εί­ναι και αυ­το­α­να­φο­ρι­κή και αυ­το­βιο­γρα­φι­κή, τό­σο για τους δη­μιουρ­γούς με τα έρ­γα των οποί­ων συ­νο­μι­λεί το βι­βλίο, όσο και για τον Πα­πα­νι­κο­λά­ου, αν και με έναν υπο­δό­ριο, μη γραμ­μι­κό τρό­πο: ενώ δη­λα­δή δεν μας μι­λά για τα παι­δι­κά του χρό­νια ή τη σχέ­ση με τη μη­τέ­ρα του, ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου θα έλε­γε κα­νείς ότι αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται στο βι­βλίο του μέ­σα από τη σχέ­ση που χτί­ζει με τον Νί­κο του Κορ­τώ ή την Κα­τί­να Με­λά της Δη­μη­τρα­κά­κη (μ’ έναν τρό­πο όχι όλως διό­λου άσχε­το από κεί­νον με τον οποίο η ίδια η Δη­μη­τρα­κά­κη αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται, έμ­με­σα και υπαι­νι­κτι­κά, και προ­φα­νώς εκτός πραγ­μα­το­λο­γι­κού πλαι­σί­ου, μέ­σα από ένα κο­ρί­τσι σαν την ηρω­ί­δα της). Έχω μά­λι­στα την εντύ­πω­ση πως αντί­στοι­χα (αυ­τo)βιο­γρα­φού­νται και πολ­λοί από τους ανα­γνώ­στες του βι­βλί­ου, ακο­λου­θώ­ντας τους δε­ξιο­τε­χνι­κούς συλ­λο­γι­σμούς και τις εμ­βρι­θείς ανα­δρο­μές που επι­χει­ρεί ο συγ­γρα­φέ­ας.
Για­τί ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου δο­μεί το υλι­κό του με συ­στη­μα­τι­κή ακρί­βεια, ιλιγ­γιώ­δεις αλ­λά δη­μιουρ­γι­κούς συ­νειρ­μούς και με μια ευ­φυώς χα­ο­τι­κή σπει­ροει­δή διά­τα­ξη. Οι σε­λί­δες του –πει­σμα­τι­κά μη γραμ­μι­κές και «ανή­συ­χες»– συ­νο­μι­λούν με ένα θε­ω­ρη­τι­κό σύ­μπαν ασύλ­λη­πτης ευ­ρύ­τη­τας και αξε­πέ­ρα­στου ει­δι­κού βά­ρους· το κεί­με­νό του δι­δά­σκει τη θε­ω­ρία με την οποία συ­νο­μι­λεί και την οποία εμπλου­τί­ζει. Ξε­κι­νώ­ντας με την αν­θρω­πο­λο­γι­κή και κοι­νω­νιο­λο­γι­κή πραγ­μά­τευ­ση όρων που ο ίδιος φέρ­νει στη συ­ζή­τη­ση («οι­κο­γέ­νεια-κορ­νί­ζα» ή «βρα­χυ­κύ­κλω­μα»), πέ­φτει και μας ρί­χνει στα βα­θιά: «αγία ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια», οι­κο­γέ­νεια και κρί­ση και η οι­κο­γέ­νεια στην κρί­ση, Μάικλ Χέρ­τσφελντ και Διο­νύ­σης Σαβ­βό­που­λος. Η συ­γκλο­νι­στι­κή ανά­γνω­ση του Head On της κουίρ ται­νί­ας της Άνα Κόκ­κι­νος (1998), βα­σι­σμέ­νης στο μυ­θι­στό­ρη­μα Loaded του Χρή­στου Τσιόλ­κα (1995), θέ­τει ευ­θύς εξαρ­χής τον πυ­ρη­νι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό του βι­βλί­ου: η ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια (εδώ της δια­σπο­ράς) και το εθνι­κο­ποι­η­μέ­νο υπο­κεί­με­νο, το έμ­φυ­λο σώ­μα και το εθνοϊ­στο­ρι­κό αρ­χείο, η ανά­λη­ψη της ατο­μι­κής ευ­θύ­νης, η στιγ­μή της παρ­ρη­σί­ας. Έτσι, δη­μιουρ­γός, ήρω­ας και με­λε­τη­τής εκ­κι­νούν προς μια «εν­σώ­μα­τη αρ­χεια­κή ανα­δί­φη­ση» (σ. 101).
Το οι­κο­γε­νεια­κό αρ­χείο, διαρ­κώς με­τα­βαλ­λό­με­νο σε αρ­χείο της ελ­λη­νι­κής κρί­σης, δε­σπό­ζει στο επό­με­νο, δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, όπου η συ­ζή­τη­ση αρ­χί­ζει από τη Χώ­ρα προ­έ­λευ­σης του Σύλ­λα Τζου­μέρ­κα (2010). Βαθ­μιαία ανα­δύ­ε­ται το ζή­τη­μα της παρ­ρη­σί­ας –που θα απα­σχο­λή­σει τον συγ­γρα­φέα κυ­ρί­ως στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο–, εδώ όμως στέ­κε­ται με αξιο­θαύ­μα­στη οξυ­δέρ­κεια στο θε­α­τρι­κό έρ­γο της Ανα­γνω­στά­κη Σ’ εσάς που με ακού­τε (2003): η οι­κο­γέ­νεια και πά­λι σε απο­σύν­θε­ση, οι ήρω­ες όμως αυ­τού του έρ­γου επι­μέ­νουν να παίρ­νουν τον λό­γο, ξε­κομ­μέ­να και σχε­δόν απρο­γραμ­μά­τι­στα, επί σκη­νής, για να μι­λή­σουν (ως άλ­λοι χει­ρα­φε­τη­μέ­νοι θε­α­τές) γι’ αυ­τήν την απο­σύν­θε­ση και την ελ­πί­δα μιας νέ­ας επα­νά­στα­σης. Με κε­ντρι­κό άξο­να του κε­φα­λαί­ου τα θε­α­τρι­κά της Ανα­γνω­στά­κη, και κυ­ρί­ως τις ανα­βιώ­σεις που γνώ­ρι­σαν ορι­σμέ­να από αυ­τά στα χρό­νια της κρί­σης (Νί­κη, Πα­ρέ­λα­ση), ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου δο­μεί μια εντυ­πω­σια­κά πο­λυ­ε­πί­πε­δη συ­ζή­τη­ση για το σώ­μα – κα­νο­νι­κό και μη–, το οι­κο­γε­νεια­κό του πλαί­σιο και το εθνι­κό του πρό­ταγ­μα.
Το τρί­το κε­φά­λαιο του βι­βλί­ου επι­κε­ντρώ­νε­ται στον Νί­κο Απο­στό­λου από τον ομώ­νυ­μο Αφα­νι­σμό… του Αύ­γου­στου Κορ­τώ: η επι­λο­γή αυ­τή επι­τρέ­πει στον Πα­πα­νι­κο­λά­ου να ει­σα­γά­γει στη συ­ζή­τη­ση την κουίρ αι­σθη­τι­κή και το (εν πολ­λοίς ακό­μη αθη­σαύ­ρι­στο) πο­λι­τι­κό της λε­ξι­λό­γιο. Στα­δια­κά, ο ανα­γνώ­στης συ­νει­δη­το­ποιεί πως ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου έχει στρα­τη­γι­κά επι­λέ­ξει να ασχο­λη­θεί (και) σε αυ­τό το βι­βλίο του όχι τό­σο με το σώ­μα, αλ­λά με το κουίρ σώ­μα, το αντι­κα­νο­νι­κό, το σώ­μα που δεν εί­ναι απλώς, και ευ­λό­γως, έμ­φυ­λο αλ­λά κυ­ρί­ως έκ­φυ­λο, ένα σώ­μα δη­λα­δή σε διαρ­κή ανα­τα­ρα­χή φύ­λου. Στο αμέ­σως προη­γού­με­νο βι­βλίο του, το «Σαν κ’ εμέ­να κα­μω­μέ­νοι». Ο ομο­φυ­λό­φι­λος Κα­βά­φης και η ποι­η­τι­κή της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας (Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2014), ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου εί­χε ορί­σει πε­ρι­φρα­στι­κά το κουίρ ως το «σε­ξουα­λι­κά αντι­κα­νο­νι­κό, πο­λι­τι­κά ρι­ζο­σπα­στι­κό, κοι­νω­νι­κά έκ­κε­ντρο» (σ. 87), γε­γο­νός που εξη­γεί την επι­λο­γή του να ανα­λύ­σει αυ­τά τα εξό­χως πο­λι­τι­κά κεί­με­να ως κουίρ εκ­φρά­σεις και όχι επι­στρέ­φο­ντας στις πα­ρα­δο­σια­κές ανα­λυ­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες όπως η τα­ξι­κή έντα­ξη ή οι δια­χρο­νι­κοί αγώ­νες της Αρι­στε­ράς κ.ο.κ. Ο Αφα­νι­σμός… δί­νει έτσι στον Πα­πα­νι­κο­λά­ου το έναυ­σμα να μι­λή­σει για τη δη­μό­σια σφαί­ρα και την πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νη παρ­ρη­σία του ελ­λη­νι­κού ομο­φυ­λό­φι­λου κι­νή­μα­τος στην Ελ­λά­δα της με­τα­πο­λί­τευ­σης, θέ­μα στο οποίο θα επι­στρέ­ψει και στα επό­με­να κε­φά­λαια.
Η λο­γο­δο­σία του εαυ­τού ως παρ­ρη­σία ανα­δει­κνύ­ε­ται και στο επό­με­νο, τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο, με κε­ντρι­κό κεί­με­νο το μυ­θι­στό­ρη­μα της Δη­μη­τρα­κά­κη, Μέ­σα σ’ ένα κο­ρί­τσι σαν κι εσέ­να (2009). Πα­τώ­ντας στη συ­γκλο­νι­στι­κή ανα­ζή­τη­ση που στή­νει πρώ­τη η Δη­μη­τρα­κά­κη στο βι­βλίο της για το ζή­τη­μα της ταυ­τό­τη­τας και της γε­νε­α­λο­γί­ας, ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου βρί­σκει την ευ­και­ρία να επα­να­φέ­ρει, καί­ρια και –νο­μί­ζω– ορι­στι­κά, τον «θά­να­το του συγ­γρα­φέα» ως θε­ω­ρη­τι­κή δια­τύ­πω­ση που πο­λύ έχει υπο­φέ­ρει στον δη­μό­σιο (κυ­ρί­ως) λό­γο στη χώ­ρα μας στα χέ­ρια των συ­νή­θων ερα­σι­τε­χνών της θε­ω­ρί­ας και της κρι­τι­κής. Ως χει­ρο­νο­μία, λέ­ει ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου, και όχι ως τε­λε­σί­δι­κο επι­χεί­ρη­μα, ο πε­ριώ­νυ­μος «θά­να­τος» μας ει­σά­γει στο πε­δίο της διαρ­κούς επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­σης του νο­ή­μα­τος, κα­θι­στώ­ντας μας όχι τό­σο αυ­τάρ­κεις δη­μιουρ­γούς όσο εαυ­τούς ευά­λω­τους και διαρ­κώς σε κα­θε­στώς δια­κιν­δύ­νευ­σης. Του δί­νε­ται έτσι η ευ­και­ρία να δια­τυ­πώ­σει πρώ­τα εδώ τη σκέ­ψη, την οποία θα στη­ρί­ξει στη συ­νέ­χεια, πως η ανά­λη­ψη της ευ­θύ­νης απέ­να­ντι στο οι­κο­γε­νεια­κό και εθνι­κό αρ­χείο εκ­δη­λώ­νε­ται μεν υπο­χρε­ω­τι­κά εντός τού τα πά­ντα πλη­ρού­ντος οι­κο­γε­νεια­κού πλαι­σί­ου, κα­θί­στα­ται όμως ου­σια­στι­κή ακρι­βώς για­τί ενερ­γο­ποιεί­ται υπό αυ­τήν τη συν­θή­κη, ως άλ­λη μία «οι­κο­γε­νεια­κή εκ­δή­λω­ση».
Στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, «συ­μπλή­ρω­μα αλ­λά και […] απά­ντη­ση στα προη­γού­με­να» (σ. 340), ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου επα­να­φέ­ρει την προ­βλη­μα­τι­κή του έμ­φυ­λου, κουίρ, σώ­μα­τος, και την πο­λι­τι­κο­ποί­η­σή του στη δη­μό­σια σφαί­ρα. Κε­ντρι­κό κεί­με­νο εδώ, η ται­νία Στρέλ­λα του Πά­νου Κού­τρα (2009). Τό­σο στην ται­νία, όσο και στο κε­φά­λαιο, ο αρ­χαιο­λα­τρι­κός εθνο­ποι­η­τι­κός λό­γος συ­να­ντά τη ρη­το­ρι­κή πε­ρί της «αγί­ας ελ­λη­νι­κής οι­κο­γέ­νειας», κα­θώς η Στρέλ­λα μπο­ρεί να ιδω­θεί και ως χα­λα­ρή πα­ρω­δία αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας και ως αυ­θά­δης αντι­στρο­φή της οι­κο­γε­νεια­κής ετε­ρο­κα­νο­νι­κό­τη­τας (θυ­μί­ζω, κά­τι που «ξε­χνά» να επι­ση­μά­νει ο συγ­γρα­φέ­ας, πως η επί της οθό­νης ανα­γνώ­ρι­ση των δύο με­τα­τρα­γι­κών ηρώ­ων του Κού­τρα επι­τε­λεί­ται με έναυ­σμα, σύμ­βο­λον στη γλώσ­σα των αρ­χαί­ων, μια πά­νι­νη τσά­ντα με σκί­τσο τον Παρ­θε­νώ­να και από πά­νω την πε­ριώ­νυ­μη επι­γρα­φή ‘‘Live your Myth’’).
Για τον Πα­πα­νι­κο­λά­ου, η Στρέλ­λα συ­νι­στά κεί­με­νο νέ­ας πο­λι­τι­κής δυ­να­τό­τη­τας, ξε­περ­νώ­ντας, και πά­λι, τις πα­ρα­δο­σια­κές πο­λι­κό­τη­τες με­τα­ξύ Αρι­στε­ράς και Δε­ξιάς, συλ­λο­γι­κού και ατο­μι­κού κ.ο.κ. Η «ηθι­κή του εαυ­τού» (σ. 355), λέ­ει ο συγ­γρα­φέ­ας, η οποία κυ­ρί­ως προ­βάλ­λε­ται και προ­σλαμ­βά­νε­ται ως «ποι­η­τι­κή της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας», η επα­να­φο­ρά δη­λα­δή του ατο­μι­κού στη δη­μό­σια σφαί­ρα –επα­να­φο­ρά, ας ση­μειω­θεί, που δεν θα υπο­νο­μεύ­ει ακρι­βώς αυ­τόν τον ιδιω­τι­κό του χα­ρα­κτή­ρα αλ­λά θα τον εντεί­νει–, εί­ναι πρά­ξη και πο­λι­τι­κή και συλ­λο­γι­κή από μό­νη της. Όχι ασύν­δε­τα, σε αυ­τό το κε­φά­λαιο ο ανα­γνώ­στης βρί­σκει μια εξαι­ρε­τι­κά καί­ρια ανά­λυ­ση της τα­ραγ­μέ­νης πο­ρεί­ας του ελ­λη­νι­κού ομο­φυ­λο­φι­λι­κού κι­νή­μα­τος (Μπέτ­τυ, Πά­ο­λα, Αμ­φί, Κρά­ξι­μο) με τις ανα­τά­σεις και τις προσ­δο­κί­ες του, τις δια­ψεύ­σεις, τις πα­λι­νω­δί­ες, τις μα­ταιώ­σεις. Η πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση της σε­ξουα­λι­κό­τη­τας, λέ­ει ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου, και η απο-πο­λι­τι­κο­ποί­η­σή της που επι­χει­ρή­θη­κε στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν (όταν η πρά­ξη της παρ­ρη­σί­ας πα­ρερ­μη­νεύ­θη­κε, συ­χνά σκό­πι­μα, συ­χνά και από τα ίδια της τα υπο­κεί­με­να, ως «εξο­μο­λό­γη­ση») εί­ναι και χει­ρο­νο­μία πο­λι­τι­κή και πρά­ξη εθνο­ποι­η­τι­κή, ακρι­βώς για­τί ερ­γα­λειο­ποιεί την «αγία ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια» ως βα­τή­ρα για την ενερ­γο­ποί­η­ση πλεί­στων άλ­λων, αντι­κα­νο­νι­κών και φυ­γό­κε­ντρων εκ­δο­χών τό­σο της μιας και μό­νης οι­κο­γέ­νειας όσο και της ίδιας της οι­κο­γε­νεια­κό­τη­τας.
Αυ­το­α­να­φε­ρό­με­νος και αυ­το­βιο­γρα­φού­με­νος, δη­λώ­νο­ντας και ο ίδιος «πα­ρών», προ­βάλ­λο­ντας ως υπο­κεί­με­νο της παρ­ρη­σί­ας ο ίδιος και ταυ­τό­χρο­να ως θύ­μα της δια­κιν­δύ­νευ­σης που αυ­τή επι­φέ­ρει, ο συγ­γρα­φέ­ας –την ανά­στα­ση του οποί­ου όλοι κά­που επι­θυ­μού­σα­με– επα­νέρ­χε­ται, όχι ως αυ­θε­ντι­κή οντο­λο­γία, αλ­λά ως διε­σπαρ­μέ­νο ο ίδιος υπο­κεί­με­νο, για να ξα­να­μι­λή­σει για τη στιγ­μή και το ρί­σκο της απεύ­θυν­σης. Ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την εθνι­κο­ποί­η­ση του συγ­γε­νι­κού, τη σω­μα­το­ποί­η­ση του συλ­λο­γι­κού και την πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση του πό­θου ως δρά­σεις και αντι­δρά­σεις μιας επο­χής με­ταιχ­μια­κής και βί­αι­ης, που ο ίδιος έχει πε­ρι­γρά­ψει ως «ανα­τα­ρα­χή αρ­χεί­ου», ο Πα­πα­νι­κο­λά­ου μάς κα­λεί στο Κά­τι τρέ­χει με την οι­κο­γέ­νεια να πά­ρου­με την ευ­θύ­νη και να κοι­τά­ξου­με το τέ­ρας κα­τά­μα­τα.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Κά­τι τρέ­χει με την οι­κο­γέ­νεια του Δη­μή­τρη Πα­πα­νι­κο­λά­ου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: