Οι λήσταρχοι

Οι λήσταρχοι

— Γιατί μπήκες από το παράθυρο;
— Έπρεπε να μαζέψω πράγματα αξίας της αδελφής μου προτού τ’ αρπάξουν οι λήσταρχοι.
— Τι έψαχνες, ήταν πλούσια;
— Όχι.
— Ποιους φοβήθηκες;
— Τις νύφες και τις εξαδέλφες της.
Την ζήλευαν και την κακολογούσαν για χρόνια.
Την είχαν επισκεφθεί στο νοσοκομείο και γνώριζαν πως
της απέμενε μία μέρα μόνο ζωής.
Είχαν φορέσει τα καλά τους σαν να πηγαίνανε σε γάμο.
Μυρίστηκαν σαν λυκόσκυλα το αίμα και τη σήψη της
κι έπρεπε να διαφυλάξω τα τελευταία λείψανα,
προτού η αδελφή μου γίνει από άνθρωπος
μνήμη,
αναμένοντας στα νεκρικά έδρανα να έρθει η σειρά της.

— Εμφανίστηκαν πρόσφατα;
— Άλλαξαν την κλειδαριά δυο μέρες πριν.
Έξω είχε παγωνιά.
Έκανα ένα τσιγάρο.
Κοίταξα προς το παράθυρο.
Είδα πέντε σκιές να βάζουν σε σακούλες μικρά και μεγάλα αντικείμενα,
με κεριά για να μην τις δουν.
Την επομένη μπήκα.
Μ’ έπνιγε η βρώμα της εικόνας και της συναλλαγής,
είχαν ποτίσει το δωμάτιο.
Μια άτιμη,
αρπακτική δοσοληψία συγγενών,
νεκροθάφτης με νεκροθάφτη,
οι λήσταρχοι βγήκαν παγανιά.
Έψαχνα με αγωνία να βρω
το νυφικό της,
ευτυχώς το είχε βάλει στο πατάρι,
κάτι νυχτικά που ’χε κληρονομήσει από τη μάνα μου
και το όπλο του πατέρα μου.
— Φύλαγε όπλο στο σπίτι;
— Χωρίς φυσίγγια.
Το είχε από τότε που πέθανε εκείνος.
Καμιά φορά μας έπαιρνε μαζί του στο κυνήγι.
Τα πήρα και τα έβαλα στον σάκο μου.
Για εκείνες θα ήταν πιο άχρηστα και από το πτώμα της.
Είδα με τον φακό πως έλειπαν όλα τ’ άλλα,
δυο τρεις λίρες,
κοσμήματα,
πίνακες,
σεντόνια
και παπλωματοθήκες.
Πήραν μέχρι και τις κορνίζες της.
Στα σκουπίδια βρήκα τις τσαλακωμένες φωτογραφίες της.
Είχαν μοιράσει την περιουσία
λαθραία
γύρω από τα σάβανα.
Έτρεξα γρήγορα προς το αμάξι μην με δει κάποιος γείτονας.
Όταν έφθασα σπίτι πήρα τη γυναίκα μου
και πήγαμε στον οίκο τελετών
«ΜΝΗΜΟΘΥΛΑΚΙΟ»,
να βοηθήσουμε στο ντύσιμο της νεκρής.
Της βάλαμε το νυφικό
και είπα να της βάψουν τα χείλη κόκκινα.
Να έχω την ψευδαίσθηση πως έφυγε χαρούμενη και όμορφη.
Ήταν άλλωστε μόνο 35 χρονών.
-— Α, ρε φίλε,
τη σκότωσαν δύο φορές.
Δυο εγκλήματα θα μείνουν ατιμώρητα.
— Στην κηδεία όλες τους κλαίγανε με αναφιλητά.
Είδα όταν την ασπάζονταν
πως φορούσαν τα βραχιόλια,
το μενταγιόν της μάνας μου
και τα σκουλαρίκια της.
Για να τις εκδικηθώ άνοιξα για δευτερόλεπτα τα μάτια της νεκρής,
τάχα για να δει εμένα,
Δες με Πολυξένη για μια τελευταία φορά,
πόσο γρατζουνάει τα στήθια μου αυτός ο αποχωρισμός,
ήθελα όμως να τις δει η αδελφή μου κατάματα,
με τα κλοπιμαία,
πριν διαπλεύσει τη Στύγα.
— Μου προκαλεί ανατριχίλα η εξιστόρησή σου.
— Εκείνες τρόμαξαν και έκρυψαν βιαστικά τα χρυσαφικά με τα ρούχα τους:
«Κώστα πρέπει να φύγουμε,
Δεν αισθανόμαστε καλά»,
είπαν και σκόνταψαν στα χώματα δίπλα από το φέρετρο με τα τακούνια τους.
Τότε αγκάλιασα τη γυναίκα και τα παιδιά μου
και έθαψα την αδελφή μου
όπως άρμοζε,
εξασφαλίζοντας μια τίμια ταφή,
ύστερα από τη ληστεία
μετά φόνου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: